Τετάρτη 21 Απριλίου 2010

Η "ΓΙΑΦΚΑ" ΤΟΥ ΠΛΑΤΑΝΟΥ


Μου άρεσε που πολλές φίλες και φίλοι σχολίασαν την προχθεσινή σημείωση για την κουφάλα του πλατάνου στα πατρογονικά χωράφια με καλά λόγια και ακόμη περισσότερο που λίγοι φίλοι συντοπίτες και κοντινομακρινοί συγγενείς γνωρίζουν την ύπαρξή του…

Κακά τα ψέματα, ασφαλώς και θα ήθελα να τη δουν και άλλοι και να τη σχολιάσουν περισσότεροι γιατί αυτό θα μου θύμιζε δημοσίευση όπως σε εφημερίδα. Αλλά να που τόσο χθες αλλά και σήμερα ένα σωρό άλλα βαριά θέματα τρέχουν και τα όπλα που βρέθηκαν στη γιάφκα της Κυψέλης έχει την τιμητική της στις ειδήσεις και τις συζητήσεις στην πραγματική ζωή και στο δίκτυο. Αυτό ακριβώς με έκανε να δώσω συνέχεια στα περί του πλατάνου και της κουφάλας του με δυο τρεις αναφορές που θα συμπληρώσουν την ιστορία του που λίγο – πολύ μοιάζει με γιάφκα.

Κατά πρώτον αναφέρθηκε πως μέσα σε αυτή την κουφάλα κοιμόνταν οι πρόγονοι σαν τους εύρισκε εκεί η νύχτα ή χώνονταν μέσα σαν χάλαγε ο καιρός και ακόμα πως άναβαν φωτιά όταν έκανε πολύ κρύο. Την ήξεραν όμως και άλλοι πολλοί, περαστικοί από το μονοπάτι και πήγαιναν εκεί να πιούν νερό και να ξαποστάσουν τη νύχτα. Όποιος προλάβαινε χώνονταν μέσα και αν περίσσευε χώρος έμπαινε και ο επόμενος και το πρωί σαν έφευγαν την άφηναν κατακάθαρη όπως την βρήκαν και τα εργαλεία που είχε κρυμμένα ο παππούς απείραχτα στη θέση τους.

Σαν άρχισε όμως η Αντίσταση και ο τόπος γέμισε αντάρτες τα πράγματα άλλαξαν. Κανένας δεν είχε εμπιστοσύνη να μπει με ασφάλεια στην κουφάλα γιατί οι υποψίες περίσσευαν για τον κάθε ένα. Πάρα αυτά πολλές βραδιές η κουφάλα φιλοξένησε αντάρτες οι οποίοι την έψαχναν πρώτα με προσοχή μην είναι παγιδευμένη από καμιά νάρκη και μετά έμπαιναν και ξάπλωναν αφού έβαζαν πάντα ένα σκοπό να τους φυλάει μη και δεχθούν επίθεση ή τους συμβεί κανένα παράξενο.

Το ίδιο συνεχίστηκε να γίνεται και κατόπιν στον Εμφύλιο και η προσοχή των ανταρτών του ΔΣΕ επικεντρώνονταν μη τραβήξουν κανένα σύρμα που πιθανόν η άκρη του θα κατέληγε σε κάποια χειροβομβίδα και τους σκότωνε. Σημειώνουμε πως οι αντάρτες του ΔΣΕ αλλά και ο στρατός παγίδευαν τότε διάφορα σημεία, κυρίως βρύσες, μονοπάτια και καλύβια με χειροβομβίδες. Όταν λοιπόν ένοιωθαν πως ήταν ασφαλείς, τότε ξάπλωναν και έκαναν ένα τυραγνισμένο ύπνο την ημέρα γιατί κινούνταν μόνο το βράδυ για να μη δίνουν στόχο στις μονάδες του στρατού.

Κοιμήθηκαν λοιπόν εκεί πολλοί αντάρτες, άγνωστο πόσοι και ποιοι κατά την περίοδο του Εμφυλίου που οι χωριανοί υποχρεώθηκαν από το φθινόπωρο του 1947 μέχρι τον Μάη του 1950 να εγκαταλείψουν το χωριό για να μην υποστηρίζουν τους αντάρτες. Λένε μάλιστα πως εκεί μέσα λούφαξαν και πολλοί τραυματίες αντάρτες και πως κάποιους τους βρήκαν οι παρακρατικοί και τους έσφαξαν. Κανένας όμως δεν ξέρει με ακρίβεια τι έγινε εκεί πέρα ούτε κάποιο στοιχείο που να δηλώνει κάτι τέτοιο βρέθηκε. Ούτε τα εργαλεία που είχαν αφήσει εκεί μέσα βρέθηκαν ποτέ και το ξύλινο αλέτρι όπως και η σβάρνα με τα κλαριά πρέπει να μπήκαν στη φωτιά.

Μετά από το 1950 δεν κοιμήθηκε κανένας εκεί μέσα αφενός μεν γιατί παρατήθηκε το χωράφι και αφ’ ετέρου γιατί η κουφάλα εθεωρείτο στοιχειωμένη από το αίμα που χύθηκε εκεί μέσα. Έτσι άρχισε να ξεχνιέται σιγά – σιγά ο πλάτανος μέχρι το 1962 που η παλιά χωμάτινη στέρνα έγινε τσιμεντένια και άρχισε μια νέα περίοδος για το χωράφι που κράτησε σχεδόν μέχρι το 1975 οπότε και παρατήθηκε εντελώς και έτσι παραμένει ως σήμερα και με προκαλεί να το ξαναζωντανέψω…

Η κουφάλα του πλατάνου μπορεί να έχασε τη σημασία της για το σπίτι μας και για το χωριό, αλλά να που κάποιοι άλλοι τύποι την είχαν συνέχεια στο νου τους. Αυτοί είχαν ακούσει για τους αντάρτες και επειδή κοινή πεποίθηση σε όλους στην περιοχή ήταν ότι ο κάθε αντάρτης είχε μαζί του και ένα ντενεκέ λίρες, άρχισαν πυκνά – αραιά να επισκέπτονται τον πλάτανο και να σκάβουν στο εσωτερικό του και δίπλα κοντά σε μια πέτρα να βγάλουν το θησαυρό!

Χύθηκε πολύς ιδρώτας εκεί πέρα τα βράδια που είχε φεγγάρι αλλά δεν πρέπει να βρέθηκε όχι μόνο λίρα αλλά ούτε και καρφί στο χώμα μέσα και γύρω από τον πλάτανο. Τούτο είναι βέβαιο γιατί αν έβρισκαν θα άφηναν μια λίρα εκεί που έσκαψαν για να εξευμενίσουν το κακό που παραφυλάει σε τέτοιες περιπτώσεις και η ενέργειά του είναι πολύ άσχημη – μέχρι και θάνατο μπορεί να επιφέρει σε όποιον αμελήσει να αφήσει αυτό το λίγο αντίτιμο της τύχης που τον περίμενε θαμμένη. Πόσο περισσότερο δε που το χώμα ήταν και ποτισμένο με αίμα.

Αυτά είναι λίγα ακόμα για τον πλάτανο του Μοσχούτη στα Κουμάσια (Κμάσια) της Μεγάλης Κάψης, σε κάτι πλαγερά χωράφια πάνω από το ρου του Σπερχειού. Ασφαλώς αυτός ο πλάτανος έχει ζήσει και δει πάρα πολλά τόσο στην περιοχή μπροστά του και στη βρύση όσο και μέσα στην κουφάλα του. Όπως όμως όλα τα δέντρα, έτσι κι αυτός δεν έχει μιλιά να τα πει κι αν τα λέει κανένας άνθρωπος δεν γνωρίζει πια τη γλώσσα του…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου