Παρασκευή 28 Μαΐου 2010

ΟΙ ΑΚΡΙΤΕΣ ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΟΝΗΣΟΥ

Σ’ αυτή την πόρτα μπήκαν μαζί πριν από 57 χρόνια και από τότε μέχρι σήμερα την ίδια διαβαίνουν ο Μικές Μακαρούνας με την Κατερίνα στην απόμακρη Παλαιόνησο

Δυο καίκια όλα και όλα μπορούν να δέσουν στη μικρή σκάλα της Παλαιονήσου αλλά λίγο ανοιχτά τα τουριστικά και τα κότερα δεν βρίσκουν ούτε θέση το καλοκαίρι.

Η Παλαιόνησος είναι το μοναδικό ίσως μέρος της Καλύμνου που η φυσιογνωμία του μικρού παραθαλάσσιου οικισμού δεν έχει αλλοιωθεί από καμιά άλλη επέμβαση, πλην του δρόμου που έφτασε μόλις πέρσι ως εκεί και ικανοποίησε ένα δίκαιο αίτημα των ελάχιστων ανθρώπων που επιμένουν να ζουν ολοχρονίς στον πατρογονικό τους τόπο.


Δεν ήταν πάντως και εύκολο πράγμα να σκάψουν τα μηχανήματα τα σκληρά βράχια του άνυδρου βουνού που σκεπάζει ανάλογα με τον καιρό, άλλοτε προστατευτικά και άλλοτε απαγορευτικά, ένα μικρό σύνολο απλών κατοικιών και πέτρινων αγροτικών εγκαταστάσεων με ελάχιστους κήπους και τα ακόμα λιγότερα δέντρα τα οποία υποφέρουν μονίμως από την ξηρασία. Έτσι, σαν ψέμα σχεδόν, έφτασε μετά από πολλούς κόπους πέρσι ο δρόμος στην κορυφή του οικισμού και το γεγονός εορτάστηκε όπως έπρεπε απ’ όλους γιατί στην ουσία, η Παλαιόνησος, το λέει και το όνομά της, έπαυε πλέον νε είναι σαν ένα ξεχωριστό νησί, πάνω στο νησί της Καλύμνου και να εξαρτάται από το αν μπορεί να πλεύσει ένα σκάφος από και προς από αυτή!

Περισσότερο όμως από όλους του Καλύμνιους το χάρηκαν οι μόνιμοι κάτοικοι της Παλαιονήσου που πλέον δεν θα αναγκάζονται να περπατάνε μια ώρα ανηφόρα μέχρι τα Σκάλια κι απ’ εκεί να πηγαίνουν στις δουλειές τους και λόγω ηλικίας συχνά και στους γιατρούς. Φυσικά θα μπορούσαν να μετακινηθούν και από τη θάλασσα αλλά αυτή η βορινή πλευρά της Καλύμνου σηκώνει συχνά βαρύ καιρό και φουρτούνες. Έτσι, η μόνη τους διέξοδος ήταν η δια της ξηράς μετακίνηση και η οποία τώρα έγινε πιο σύντομη χάρη στον προαναφερόμενο δρόμο ο οποίος εκτός από την ευκολία έφερε και ένα σημαντικό ρεύμα τουριστών που χαίρονται την όμορφη μικρή παραλία.

Τρεις άντρες με το ίδιο όνομα Ηλίας να είναι πάνω σε ένα καίκι που το λένε «Ηλία» δεν γίνεται κάθε ημέρα. Από αριστερά ο Ηλίας Μαλιδάκης, ο μικρός Ηλίας και ο Ηλίας Μακαρούνας από την Παλαιόνησο.

Ένας μικρός κόρφος είναι αυτή η παραλία που με πολλά αρμυρίκια στην αμμουδιά της αποτελεί και ένα ωραίο αραξοβόλι για κάθε τουριστικό σκάφος και βεβαίως ασφαλές καταφύγιο σε περίπτωση κακοκαιρίας. Εκεί δένουν και τα καίκια τους ο Ηλίας Μακαρούνας τον «Ηλία» και ο Ηλίας Μαλιδάκης τη «Μαρία» που αποτελούν τον αλιευτικό στόλο της Παλαιονήσου και σαν ευκαιρούν πηγαίνουν για ψάρεμα.

Στην Παλαιόνησο που οπωσδήποτε θα ξαφνιάσει τον επισκέπτη γιατί είναι το μόνο σημείο στην Κάλυμνο, πιθανόν και σε όλη τη Δωδεκάνησο που θυμίζει άλλες εποχές, οι κάτοικοι ζούσαν από την κτηνοτροφία και τη λίγη γεωργία και συνάμα, οι άντρες τα καλοκαίρια πήγαιναν στο σφουγγάρι για να συμπληρώσουν το μικρό εισόδημά τους. Απ’ εκεί άλλοι γύριζαν με λεφτά και ζούσαν σαφώς πιο άνετα και άλλοι σακατεμένοι που βασανίζονταν ολόκληρη την επόμενη ζωή τους μέσα στη φτώχεια.

Το να βρεθεί κάποιος στην Παλαιόνησο, όντως αποτελεί μια ωραία εμπειρία αλλά άμα δεν βρει έναν άνθρωπο να του μιλήσει για τον τόπο και τους κατοίκους του, θα μοιάζει σαν να πήγε σε ένα ψαροχώρι στη Σενεγάλη για παράδειγμα, έκανε τις φωτογραφίες που ήθελε και έφυγε χωρίς να αλλάξει κουβέντα με κανέναν άνθρωπο. Εμείς σταθήκαμε τυχεροί γιατί στη μικρή σκάλα που σκεπάζουν τα αρμυρίκια βρήκαμε τρείς Ηλίες να απολαμβάνουν το μεσημέρι τους δίπλα από τα καίκια τους. Πιο ομιλητικός, καθότι και μόνιμος κάτοικος ο Ηλίας Μακαρούνας πήρε την κουβέντα και σε ελάχιστο χρόνο μας μίλησε για την ιστορία της Παλαιονήσου. Ο ίδιος πρότεινε να πάμε να βρούμε τον 82χρονο Μικέ Μακαρούνα και την 77χρονη γυναίκα του Κατερίνα που ήταν παλαιότεροι να μάθουμε περισσότερα για τον τόπο τους. «Αμα δεν γνωρίσετε την κυρά Κατερίνα» είπε «που έφτιαχνε τις ωραιότερες κριθαρένιες κουλούρες στο νησί και δεν υπάρχει κανένας Καλύμνιος που να μην τις έχει δοκιμάσει, είναι σαν να μην έχετε έρθει στην Παλαιόνησο».

Ο Ηλίας Μακαρούνας που κατοικεί και αυτός μόνιμα στην Παλαιόνησο έχει τον «Ηλία» του δεμένο στη σκάλα και όταν μπορεί ανοίγεται για λίγο ψάρεμα

Ο Ηλίας μας συνόδευε μάλιστα μέχρι το σπίτι τους και βρήκαμε την Κατερίνα, μια γυναίκα που από την πρώτη ματιά φαίνονταν ο αγώνας που έδωσε στη ζωή της, μαντηλωμένη να στέκει μπροστά στον κρύο φούρνο της και τον Μικέ που κι αυτού φαίνονταν καθαρά τα σημάδια που του άφησε ο βυθός και οι θάλασσες. Μας σύστησε και το ζευγάρι των γερόντων κάθισε μαζί μας στην ασβεστωμένη αυλή και ανοίξαμε μαζί τους μια κουβέντα που κράτησε αρκετή ώρα και μας άφησε ωραίες εντυπώσεις από αυτούς τους ανθρώπους που πραγματικά έπιασαν τη ζωή τους από τα κέρατα όπως θα λέγαμε γιατί αλλιώς θα δυστυχούσαν.
Κι ακόμη, γιατί ενώ τα χρόνια που έχουν φορτωμένα στην πλάτη τους και οι συνέπειές τους στην υγεία είναι σοβαρές, ούτε μια στιγμή δεν σκέφτηκαν να πάνε να ζήσουν μακριά από το σπίτι που έκαναν οικογένεια και μεγάλωσαν τα παιδιά τους. Το σπίτι αυτό ήταν το πατρικό του Μικέ και η Κατερίνα που κατάγεται από την κοντινή Ψέριμο ήρθε νύφη και ζουν μαζί παραπάνω από 55 χρόνια. Φυσικά σε τίποτα δεν έμοιαζε η Παλαιόνησος με την σχετικά εύφορη Ψέριμο που είχε μεγαλώσει, αλλά σ’ αυτό δεν έδωσε καμιά σημασία. Αμέσως προσαρμόστηκε και ακολούθησε τον τρόπο ζωής που είχαν τότε στον καινούργιο τόπο που θα ζούσε. Γνώριζε πολύ καλά επίσης πως ο άντρας της πήγαινε στο σφουγγάρι και ήταν και γι’ αυτό καλά προετοιμασμένη.

Δεν απλός δύτης ο Μικές και δεν βούταγε στη θάλασσα μόνο για το μεροκάματο λέει το βραβείο που το έδωσε το Βασιλικό Ναυτικό για τις επιδόσεις του στις καταδύσεις

Όπως και όλοι εξάλλου οι Καλυμνιώτες, ο Μικές που γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Παλαιόνησο, ακολούθησε τους συμπατριώτες του στο σφουγγάρι στις θάλασσες της Μεσογείου. Πότε στο Άγιο Όρος, πότε στις ακτές της Πελοποννήσου, πότε στην Κρήτη και πότε στην Αφρική. Από τα σαράντα τόσα καλοκαίρια που πήγε στο σφουγγαράδικα, τα είκοσι τα πέρασε στις θάλασσες της Βεγγάζης απ’ όπου μάλιστα έφερε και το εγγλέζικο, καφέ ύφασμα για να ράψει το γαμπριάτικο κουστούμι το οποίο κρατάει ακόμα καινούργιο σε μια ντουλάπα. Στην αρχή ο Μικές βουτούσε με ελεύθερη κατάδυση αλλά στα τελευταία χρόνια κατέβηκε στο βυθό και με ξένο αέρα. Δυστυχώς όμως ούτε και αυτός δεν γλίτωσε από την κατάρα που χτυπούσε τους σφουγγαράδες, κατάρα η οποία οφείλονταν κυρίως στον ανεπαρκή ή πρωτόγονο εξοπλισμό των σφουγγαράδικων εκείνης της εποχής καθώς και στην απληστία των εμπόρων που υποχρέωναν τους απελπισμένους από τη φτώχεια δύτες να βουτήξουν κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες.

Έτσι σαν έσπασε κάποια ημέρα η σωλήνα απορρόφησης του κομπρεσέρ που έστελνε αέρα στο δύτη και ο Μικές είδε τα μάτια του να κολλάνε στο γυαλί του σκάφανδρου. Τον τράβηξαν αμέσως επάνω και τον έστειλαν στο νοσοκομείου της Ρόδου όπου παρέμεινε καμιά 40αριά ημέρες μέχρι να διορθωθεί κάπως η όρασή του. Και όταν βουτούσε με ελεύθερη κατάδυση πάλι ένοιωσε πως έχανε τις αισθήσεις του αλλά κατάφερε να βγει στην επιφάνεια και να πάει στο ντεπόζιτο να ξαπλώσει. Όταν ξύπνησε όμως διαπίστωσε πως βρισκόταν σ’ ένα κρεβάτι στη μεγάλη μπρατσέρα. Ρώτησε τους άλλους πως βρέθηκε εκεί, κι εκείνοι του απάντησαν πως είχε πέσει σε αφασία και τον τάραξαν στις σφαλιάρες μέχρι να ξυπνήσει!

Όλα τους τα παιδιά και τα εγγόνια στην Κάλυμνο είναι αλλά ο Μικές και η Κατερίνα τα θέλουν πιο κοντά τους κι έχουν γεμίσει τους τοίχους με φωτογραφίες τους

Αν και όλα αυτά τα χρόνια ο Μικές έζησε μέσα και δίπλα στη θάλασσα, με το ψάρεμα δεν ασχολήθηκε ποτέ συστηματικά. Μόνο σαν έφυγε από τα σφουγγαράδικα για δυο – τρία χρόνια αναγκάστηκε να βουτήξει με ψαροντούφεκο. Δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς γιατί οι υποχρεώσεις της ζωής ήταν μεγάλες και το χωράφι με το κοπάδι δεν αρκούσαν να ζήσει η πολυμελής οικογένειά του. Έτσι ακολούθησε τον ξάδερφό του Νικόλα Καμπουράκη που είχε το σκάφος «Αγγελής» στα ψαρέματα. Πήγαιναν κυρίως στις θάλασσες του Αγίου Όρους και της Λήμνου τις οποίες θυμάται να είναι φορτωμένες από μεγάλα ψάρια. Μαζί τους ήταν και ένα άλλο καίκι και δούλευαν συναιτερικά και θυμάται πως ήταν φορές που και τα δυο καίκια μαζί έβγαζαν από ένα έως ενάμιση τόνο ψάρια! Όσο καιρό ψάρευαν στις θάλασσες του Βορείου Αιγαίου σπάνια έπιαναν λιμάνια γιατί έρχονταν σε αυτούς οι μανάβηδες και έπαιρναν τα ψάρια. Έτσι, δεν πάτησε το πόδι του ούτε στην Καβάλα, ούτε στη Θεσσαλονίκη!

Το πώς προσαρμόστηκε τώρα ένας σφουγγαράς με το ψαροντούφεκο, δεν ήταν και εύκολη υπόθεση λέει και σχολιάζει πως το ψαροντούφεκο είναι πιο δύσκολο από τα σφουγγάρια. «Γιατί το ψάρι όταν θα το χτυπήσεις πρέπει να το βγάλεις επάνω γιατί θα σου φύγει από το καμάκι, ενώ το σφουγγάρι το βάζεις στο καλάθι και συνεχίζεις. Άμα δεν το βγάλεις στη μια βουτιά, θα το βγάλεις στην άλλη. Ενώ ο ροφός αν καθυστερήσεις, μπορεί να φύγει από πάνω και πάει το ψάρι!».

Πάνε βεβαίως αρκετά χρόνια από τότε που ο Μικές βούταγε με το ψαροντούφεκο και οι θάλασσες ήταν γεμάτες ψάρια. Ακούει λέει πως δεν υπάρχουν πια εκείνα τα ψάρια, αλλά δεν πιστεύει πως καθώς ο βυθός στο Άγιο Όρος και γενικά στα νησιά του Βόρειου Αιγαίου είναι καρπερός θα υπάρχει ακόμη ψάρι για όλους. Πάντως λέει, δεν μπορεί να πει τίποτα με σιγουριά γιατί έχει να βουτήξει με ψαροντούφεκο πάνω από 30 χρόνια για να έχει δική του εντύπωση. Ούτε από τους γνωστούς του πάλι που δούλευαν εκείνα τα χρόνια μαζί μαθαίνει τίποτα γιατί και αυτοί έχουν αποσυρθεί, ούτε που τους βλέπει πια γιατί σπάνια απομακρύνεται από την Παλαιόνησο.

Ο Μικές αφού βούτηξε σε όλες τις θάλασσες της Μεσογείου για σφουγγάρια και για ψάρια γύρισε πίσω τσακισμένος και ασχολείται μόνο με το μικρό κοπάδι του

Έτσι έκλεισε τα χρόνια του στη θάλασσα ο Μικές και επέστρεψε στο κοπάδι και στα χωράφια του τα οποία ποτέ δεν είχε εγκαταλείψει η γυναίκα του Κατερίνα που είχε καταγωγή από την Ψέριμο και είχαν παντρευτεί το 1953. Εκείνα τα χρόνια ο Μικές μόλις σχόλαγε το Πάσχα, μαζί με όλους τους άντρες της Καλύμνου έμπαιναν στα σφουγγαράδικα και γύριζαν τον Σεπτέμβριο. Τότε η Κατερίνα αναλάμβανε όλες τις υποχρεώσεις του κοπαδιού, των χωραφιών και το μεγάλωμα των έξι παιδιών που απόκτησαν και όλα μεγάλωσαν στην Παλαιόνησο. Εκείνα τα χρόνια το κοπάδι τους αριθμούσε περί τα 400 κεφάλια και όλες οι δουλειές του περνούσαν από τα χέρια της.

Δεν είναι σαν τις κουλούρες που έκανα εγώ μοιάζει να λέει η κυρά Κατερίνα η οποία έχει πέντε χρόνια τώρα να βάλει φωτιά στο φούρνο της και να μοσχομυρίσει ο τόπος

Ξύπναγαν τα παιδιά από τις 5 το πρωί λέει να πάνε να τα κατεβάσουν από το βουνό, να τα βάλουν στο μαντρί και να τα αρμέξουν γρήγορα – γρήγορα γιατί έπρεπε να πάνε στο σχολείο στα Σκάλια, μια ώρα δρόμος με τα πόδια από την Παλαιόνησο και να επιστρέψουν το βράδι. Η Κατερίνα με τη βοήθεια του πεθερού της έπηζε το γάλα και έκανε τυριά και μυζήθρες που δυο φορές την εβδομάδα, νωρίς το απόγευμα τα φόρτωνε στο γάιδαρο και πήγαινε μέχρι τα Σκάλια. Από εκεί τα μεταφόρτωνε σε αυτοκίνητο και τα πήγαινε στην Κάλυμνο και τα πουλούσε. Μέχρι να περάσει από όλα τα σπίτια που της είχαν παραγγείλει, έφταναν τα μεσάνυχτα. Τότε έπαιρνε ένα ταξί, συνήθως με τον Παντελή Καραβοκυρό ή τον Γιάννη Πιζάνια που την άφηναν στα Σκάλια και έπαιρνε πάλι τον γάιδαρο και γύριζε κατάκοπη στο σπίτι της. Την επομένη το πρωί η ημέρα ξεκινούσε πάλι από τις 5 το πρωί και το πρόγραμμα ήταν πανομοιότυπο. Έτσι η ζωή συνεχίζονταν μέχρι του Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου, στις 29 Ιουνίου οπότε σταματούσε το άρμεγμα.

Αν δεν μας πληροφορούσε κάποιος ντόπιος προς τα πού πέφτει η Παλαιόνησος, ακόμα θα ψάχναμε να τη βρούμε. Όσο κρυφή είναι, άλλο τόσο όμορφη είναι…

Εκείνη την ημέρα γίνονταν και το μεγάλο και μοναδικό πανηγύρι της Παλαιονήσου, πανηγύρι άμεσα συνδεδεμένο με την κτηνοτροφία και άνοιγε τον καινούργιο κύκλο της χρονιάς για το κοπάδι και τα ζωντανά τα οποία αφήνονταν ελεύθερα στο βουνό για να αρχίσει η αναπαραγωγή τους. Τότε έπαιρνε μια ανάσα και η Κατερίνα και ασχολούνταν με τα παιδιά τα οποία φρόντιζε να πηγαίνει στην Ψέριμο κάθε καλοκαίρι γιατί εκεί το νερό ήταν καλύτερο από της Παλαιονήσου το οποίο ήταν υφάλμυρο και να το προμηθευτούν έπρεπε να πάνε μια ώρα δρόμο ως την παραλία της Συκάτης, σε ένα βλυχό πηγάδι. Με ένα ντενεκέ στον ώμο και άλλους δυο στην πλάτη του γαιδάρου φρόντιζε να καλύψει τις ανάγκες του σπιτιού σε νερό και κατά τους μήνες που τυροκομούσε, πήγαινε ως το πηγάδι και δυο φορές την ημέρα.

Στην Ψέριμο, στο πατρικό της σπίτι πήγαινε επίσης η Κατερίνα, σαν καταλάβαινε πως έρχονταν η ώρα της να γεννήσει. Το πρώτο της παιδί, τον Σκεύο τον γέννησε μέσα στο καίκι του Γιάννη Τσακιριού, στις 8 του Γενάρη το 1954. Πρωτάρα καθώς ήταν δεν κατάλαβε σωστά τους πόνους που είχε. Θεώρησε πως αυτοί προέρχονταν από ένα πήδημα που έκανε πάνω από τον φουσκωμένο ποταμό που τρέχει σαν πιάνουν οι βροχές στη μέση του οικισμού και όταν κατάλαβε πως ήταν από τη γέννα που έρχονταν, για να προλάβουν να την πάνε στην Ψέριμο που ήταν πιο κοντά από την Κάλυμνο και είχαν τον καιρό καλό μπροστά τους την έβαλαν μέσα στο καίκι. Δεν χρειάστηκε όμως να πάει περισσότερα από 200 μέτρα ο Τσακιριός και ήρθε στη ζωή ο Σκεύος. Το γεγονός έγινε μάθημα για την Κατερίνα και έτσι φρόντιζέ να βρίσκεται πάντα στην Ψέριμο την κατάλληλη ώρα και κοντά στην περίφημη μαμή, την Αφροδίτη Μαμουζέλου. Εκεί λοιπόν γεννήθηκαν η Μαρία, η Αφροδίτη, ο Πέτρος και ο Λευτέρης ενώ ο μεσαίος, ο δάσκαλος Νικόλας γεννήθηκε στην Κάλυμνο, στο σπίτι που είχαν κάνει στον Άγιο Ανδρέα. Όπως αναφέρθηκε, όλα τα παιδιά πήγαν εκείνα τα χρόνια στο Δημοτικό σχολείο στα Σκάλια, ο Νικόλας και ο Λευτέρης συνέχισαν στο Γυμνάσιο Καλύμνου και όλα ζουν σήμερα στο νησί και έχουν το νου τους στους δυο γέροντες που δεν λένε να απομακρυνθούν από το σπίτι τους στον απόμερο οικισμό.

Έτσι κυλούσε η ζωή των Μακαρουναίων στην Παλαιόνησο μέχρι που έπαθε τη ζημιά ο Μικές και αποσύρθηκε από τη θάλασσα. Οι συνέπειες αυτού του ατυχήματος επηρέασαν το εισόδημα της οικογένειας και για να μπορέσουν να τα βγάλουν πέρα η Κατερίνα άνοιξε μια καινούργια δουλειά η οποία την έκανε λίγο πολύ γνωστή σε όλη την Κάλυμνο. Έφτιαξε ένα μεγάλο φούρνο στην αυλή του σπιτιού τους, έκανε κριθαρένιες κουλούρες και τους πουλούσε στην Κάλυμνο. Προμηθεύονταν κριθαρένιο αλεύρι από τη Κω ή και Λέρο, ζύμωνε και φούρνιζε 1.000 – 1.200 κουλούρες την εβδομάδα και σαν εμφανίζονταν στην Κάλυμνο γίνονταν ανάρπαστες. Ποιο ήταν το μυστικό της; Η ποιότητα του κριθαριού σίγουρα, το υφάλμυρο νερό της Συκάτης, τα φρύγανα και τα κλαριά που κουβαλούσαν από το βουνό και βεβαίως το μεράκι της και δύναμη με την οποία ζύμωνε. «Έβαζα τα χέρια μου» λέει «πάνω σε δυο μαξιλάρια τη νύχτα αλλά δεν μπορούσα να κοιμηθώ από τον πόνο. Άρχιζε από την πλάτη και έβγαινε από τα νύχια ο πόνος… Ζύμωνα και έπλαθα 150 κουλούρες τη φουρνιά και το καλοκαίρι φούρνιζα και δεύτερη φορά. Έκανα μεγάλο αγώνας τότε αλλά έβγαζα μέχρι 10.000 δραχμές την εβδομάδα».

Πράγματι ήταν μεγάλος ο αγώνας της και τα κατάφερνε όλα μοναχή της γιατί τα κορίτσια της είχαν παντρευτεί και είχαν φύγει από το σπίτι και ο άρρωστος Μικές, όταν δεν ασχολούνταν με το κοπάδι, το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να τις τρίβει το ζυμάρι και να μαζεύει κλαδιά. Μόνη της κουβαλούσε νερό με το γάιδαρο από τη Συκάτη, μόνη της φούρνιζε και ξεφούρνιζε. Μια φορά την εβδομάδα, σαν συγκέντρωνε ένα μεγάλο αριθμό από κουλούρες, ειδοποιούσαν τον Γιάννη Κουτελά και έρχονταν με το καίκι του την «Κυρά Ψηλή» από το Βαθύ και φόρτωναν τις κουλούρες. Από το Βαθύ και πέρα της πήγαιναν στην Κάλυμνο με αυτοκίνητο.

Η Κατερίνα έχει σταματήσει να κάνει τις ονομαστές κουλούρες της εδώ και πέντε χρόνια αλλά από εκείνο τον μεγάλο αγώνα της επιβίωσης της έμεινε ένας πόνος, όχι στα κουρασμένα χέρια της αλλά στα πόδια. Με τα χέρια της που απαλλάχθηκαν από το βάσανο του ζυμαριού, μπορεί και σήμερα να πλάσει μοσχομυριστές κουλούρες αλλά με τα πόδια δεν μπορεί να κάνει τίποτα. Την ευχαριστεί όμως το γεγονός ότι την τέχνη της, την ακολουθούν δυο άλλες γυναίκες στην Παλαιόνησο, η Φωτεινή Μακαρούνα και η Πετρούλα Καλιδώνη κι έτσι η παράδοση δεν θα σταματήσει.

Δεν είναι σαν τις κουλούρες που έκανα εγώ μοιάζει να λέει η κυρά Κατερίνα η οποία έχει πέντε χρόνια τώρα να βάλει φωτιά στο φούρνο της και να μοσχομυρίσει ο τόπος

Ο Μικές πάλι, παρά τα προβλήματα που έχει με τα μάτια του συνεχίζει να έχει ένα σημαντικό σε αριθμό κοπάδι προβάτων γιατί μπορεί να το κουμαντάρει πιο εύκολα από τα κατσίκια που θέλουν να τα κυνηγάει στο βουνό. Έτσι περνάει η ημέρα τους στην Παλαιόνησο, το πιο ενδιαφέρον κομμάτι της παλιάς Καλύμνου και κάνουν συντροφιά με τους τέσσερις γείτονες τους τον Ηλία Μακαρούνα και τη Φωτεινή και τον Ποθητό Καλιδώνη και τη γυναίκα του Πετρούλα. Όσο για το δρόμο, δεν έχουν να πουν τίποτα άλλο εκτός του ότι άργησε λιγάκι να έρθει και όλα αυτά τα χρόνια, δεν θυμούνται πόσα ζευγάρια παπούτσια έλιωσαν στο μονοπάτι μέχρι τα Σκάλια!

- Δημοσιεύτηκε στο ένθετο περιοδικό της εφημερίδας Έθνος, τον Οκτώβριο του 2008.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου