Κυριακή 3 Αυγούστου 2014

Η ΧΑΜΕΝΗ ΤΙΜΗ ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ


 
Για μένα που μεγάλωσα τη δεκαετίες ’60 - ’70 σε ένα χωριό της ορεινής Ελλάδας, την ωραία Μεγάλη Κάψη Τυμφρηστού με την ωραία θέα στα βουνά της Ρούμελης, ο Αύγουστος  ήταν ένας μήνας που το κύριο χαρακτηριστικό του ήταν η αναμονή της σοδειάς από τις καλλιέργειες στους κήπους και τα χωράφια στις οποίες οι συγχωριανοί μου είχαν αφιερώσει σημαντικό χρόνο και κόπο κατά τους προηγούμενους μήνες. Μόλις είχαν τελειώσει τα αλωνίσματα του Ιούλη, είχαν σοδέψει φακές, ρεβύθια και άρχιζαν να βγάζουν τις πατάτες ενώ τα φασόλια έδειχναν τι καρποφορία θα είχαν, όπως και τα καλαμπόκια. Ακόμη και τα αμπέλια έδειχναν τι τρύγο θα είχε ο κόσμος, όπως και οι καρυδιές και οι καστανιές. Αν τα είχε πάει καλά ο καιρός, σίγουρα θα είχαμε καλή σοδειά και απ’ αυτά.
Όσον αφορά τώρα τους τσοπάνηδες, ο Αύγουστος γι’ αυτούς ήταν ο πιο ξεκούραστος μήνας γιατί είχε πάψει πια το άρμεγμα και η τυροκομία και καθώς τα ζωντανά βρίσκονταν στην περίοδο της αναπαραγωγής, δεν απασχολούσαν και πολύ τους νοικοκυραίους τους κι έτσι όλοι είχαν λίγο χρόνο να πάρουν μια ανάσα και να διασκεδάσουν και να δουν κόσμο στα πανηγύρια. Στης Παναγίας μάλιστα το μεγάλο πανηγύρι, τον Δεκαπενταύγουστο, το οποίο κανένα χωριό δεν υστερούσε να κάνει, εκτός από την εκτίμηση των κόπων της χρονιάς, φανερώνονταν και η κοινωνική δραστηριότητα σε γάμους κυρίως και αραββώνες ώστε μέχρι το τέλος του Σεπτέμβρη κάθε κοινότητα να προσβλέπει στην αύξησή της.

Κάπως έτσι έβλεπε τον Αύγουστο ένα παιδί εκείνα τα χρόνια που νωπές ήταν ακόμη οι αναμνήσεις από την τραγική δεκαετία του ’40 - ’50 ενώ οι πρωταγωνιστές της, ένθεν κακείθεν, ορατοί και αόρατοι κυλοφορούσαν ανάμεσά μας, άλλοι με το αλαζονικό ύφος του νικητή και άλλο με τη γερτή σκιά του ηττημένου και αναλόγως επηρρέαζαν τη ζωή των χωριανών. Ήδη είχαν περάσει αρκετά χρόνια από τότε και η δίνη της ιστορίας πίεζε την εποχή εκείνη να χωθεί όλο και πιο βαθιά στη μνήμη των ανθρώπων που την έζησαν.
Εκείνα τα χρόνια, ήταν που ανυποψίαστοι ακούσαμε από το ραδιόφωνο ότι ο «Αύγουστος λουζότανε στην ακροθαλασσιά» από τη Ρένα Κουμιώτη στο δίσκο «Το θαλασσινό τριφύλλι» του Λίνου Κόκκοτου σε στίχους του Οδυσσέα Ελύτη και δεν υποψιαστήκαμε καθόλου πόσο θα άλλαζε η ζωή της Ελλάδας τα επόμενα χρόνια. Ήδη όπως διαπιστώσαμε τις επόμενες  χρονιές, όλο και περισσότεροι άρχισαν να πηγαίνουν αντί για το βουνό να παραθερίσουν στις θάλασσες και τούτο μας γοήτευσε τόσο που το βάλαμε κι εμείς στόχο, στόχος που επιτεύχθηκε κιόλας σε μια πενταετία. Στις αρχές της δεκαετίας του ’80 πάνω κάτω, ανακαλύπταμε μαγεμένοι τις Κυκλάδες ακούγοντας τα «Νησιώτικα» που ερμήνευε ο Γιάννης Πάριος και προπαγάνδιζαν ένα τρόπο ζωής που υιοθετήθηκε απ’ όλους πλέον κι έτσι ο Αύγουστος πλέον, ταυτίστηκε με τις διακοπές στη θάλασσα συμπάσης της ελληνικής κοινωνίας.

Στα χρόνια που πέρασαν από τότε, η παραδοσιακή ζωή και η οικονομία της αυτάρκειας του χωριού υποχώρησαν δραματικά και όλα προσαρμόστηκαν απολύτως στην υπερτοπική αγορά και η επιβίωση των ανθρώπων έφτασε πλέον να εξαρτάται από τις συντάξεις του δημοσίου και τα λογής επικουρικά έσοδα με τα οποία φρόντισαν επιμελώς όλες οι μεταπολιτευτικές κυβερνήσεις να δέσουν όλους τους ανθρώπους σε ένα πράγμα που τολμώ να χαρακτηρίσω ως «Κολχόζ: το Ελληνικό Δημόσιο». Έτσι λοιπόν υποχώρησε (πλήν ελαχίστων εξαιρέσεων) η αυτονομία κάθε γωνιάς της ελληνικής γης και όλα πλέον εξαρτώνται από ένα κτηνώδες «κέντρο» που επιβάλλει συμπεριφορές που ακυρώνουν την αυτοτέλεια και φυσικά το καλοκαίρι όπως το ζούσε ο κόσμος κάποτε που μπορεί να μην είχε τις σημερινές ανέσεις και δυνατότητες για ταξίδια και εμπειρίες, αλλά είχε κάτι μοναδικό και ανεπανάλητο, μια αυτοτέλεια στα πράγματα που το συνέθεταν και μια ανεπιτήδευτη λιτότητα σε κάθε έκφρασή του, στο βουνό, τη θάλασσα ή τον κάμπο!!!
ΑΘΗΝΑ, 03082014

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου