Τετάρτη 19 Αυγούστου 2015

ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΠΑΖΑΡΙ ΤΗΣ ΣΩΤΗΡΑΣ

Δεν έχουν μείνει πολλές από τις γυναίκες της Ευρυτανίας που μαζεύουν συστηματικά τσάι και ρίγανη και τα πάνε στα παζάρια, όπως στη Σωτήρα. Στη φωτογραφία, από αριστερά, η Μαρία Ζαγκότση, η πιο παλιά συλλέκτρια Βασιλική (Μήτσαινα) Ζαγκότση από τον Άγιο Δημήτριο και μια άλλη συγχωριανή τους.
Μήνας των μεγάλων πανηγυριών ο Αύγουστος, με αυτό του Δεκαπενταύγουστου να είναι το μεγαλύτερο σε όλη την Ελλάδα και παράλληλα, μέχρι πριν από κάποια χρόνια αυτά συμπληρώνονταν και από ονομαστά παζάρια τα οποία λειτουργούσαν με αφορμή τη συγκέντρωση του κόσμου την παραμονή ή ανήμερα της γιορτής της Παναγίας κοντά σε μια εκκλησία ή γίνονταν αυτόνομα σε κάποιο μέρος που βρίσκονταν στο κέντρο μιας μεγάλης περιοχής ή δίπλα στους πολυσύχναστους κεντρικούς δρόμους εκείνης της εποχής.

Κάποτε οι παλιότεροι έφερναν από τη Φτέρη το τυρί σε τουλούμια και το πούλαγαν στη Σωτήρα, τώρα επικρατούν οι τενεκέδες, μικρούς ή μεγάλους ανάλογα τον πελάτη.

Ένα από αυτά τα μεγάλα παζάρια της παλιάς εποχής που συνεχίζει να λειτουργεί και σήμερα είναι αυτό της Σωτήρας όπως λέγεται και πήρε το όνομά του από τη Σωτήρα (την εκκλησία που είναι αφιερωμένη στη Μεταμόρφωση του Σωτήρος) στην ομώνυμη τοποθεσία κοντά στην Ανατολική Φραγκίστα, στην καρδιά της Ευρυτανίας. Το σημείο αυτό δεν είχε επιλεχθεί τυχαία και η λειτουργία του ανάγεται σε πολύ μακρινούς στο παρελθόν χρόνους, όταν όπως λέγεται λειτουργούσε εκεί μοναστήρι και αποτελούσε σταθμό για όσους πορεύονταν από την Αιτωλία προς τη Θεσσαλία ή από την Ευρυτανία προς τα Άγραφα και το Βάλτο μέσω των μεγάλων ημιονικών δρόμων εκείνης της εποχής.

Από τους πιο παλιούς συλλέκτες ρίγανης, ο Δημήτρης Γαντζούδης από τον Άϊ-Βλάση θυμίζει με τον τρόπο του τις περασμένες εποχές και έχει τόσα να διηγηθεί για τα παλιά χρόνια.

Όντως, όποιοι εμπορευόμενοι ή με τα κοπάδια τους έρχονταν τότε από την Αιτωλία αφού διάβαιναν τον Αχελώο που δεν είχε και πολύ νερό αυτήν εποχή περνούσαν από τις Φραγκίστες (Δυτική και Ανατολική), στάθμευαν στη Σωτήρα, τόπο και σήμερα όμορφο, γεμάτο νερά και πλατάνια να ξεκουραστούν και από εκεί να συνεχίσουν δίπλα πλέον από τον Μέγδοβα προς τα χωριά των Δολόπων κι από εκεί στον κάμπο της Θεσσαλίας. Πάνω σε αυτή την πανάρχαια διαδρομή σχεδιάστηκε να γίνει και ο περίφημος Παραμεγδόβιος δρόμος αλλά έμεινε στα χαρτιά και ουδέποτε φαίνεται πλέον ότι θα ολοκληρωθεί.
Από τη Σωτήρα επίσης περνούσε και ο δρόμος που έρχονταν από την Φθιώτιδα, διέσχιζε την Ευρυτανία και προχωρούσε κατόπιν προς τα Άγραφα, τον Απεράντιο και από εκεί διαβαίνοντας τον Αχελώο, κατέληγε στην περιοχή της Άρτας και την Ήπειρο. Με λίγα λόγια, λόγω του πολυσύνθετου ανάγλυφου των βουνών και των ποταμών της περιοχής, οι δρόμοι ακολουθούσαν το πιο εύκολη διαδρομή και συναντιόνταν στη Σωτήρα και τούτο διευκόλυνε πολύ τη διοργάνωση του παζαριού το οποίο γίνεται κάθε χρονιά ακόμη από τις 17 έως τις 19 Αυγούστου και χάρη στην παρουσία λίγων ακόμη ανθρώπων που παράγουν ορισμένα πράγματα διατηρεί κάτι λίγο από την παλιά λάμψη του μεγάλου παζαριού.


Κάποτε οι κουβέρτες που πήγαιναν στο παζάρι ήταν φτιαγμένες στους αργαλειούς και περασμένες από τη νεροτριβή αλλά σήμερα όλα αυτά τα παραμέρισε η τεχνολογία.
Καλάθια και πανέρια πάντα πήγαιναν στο παζάρι οι τσιγγάνοι από το Αγρίνιο και αλλού και τα έφτιαχναν εκεί αλλά τελευταία φάνηκαν και εισαγόμενα από την άκρη του κόσμου.

Μόλις αρχίσει και σουρουπώνει, τότε ζωντανεύει περισσότερο το παζάρι και ο κόσμος που πηγαίνει κάθεται και στα μαγαζιά για να φάει και να διασκεδάσει με τα όργανα.


Μέχρι πριν από δυο δεκαετίες σχεδόν, εποχή που δεν είχε διαλυθεί η λιτή και βασανισμένη αγροτοποιμενική οικονομία της Ευρυτανίας και πάρουν τα μάτια τους οι άνθρωποι και να φύγουν από τον ταλαίπωρο τόπο τους, στο παζάρι της Σωτήρας έφερναν να πουλήσουν το περίσσευμά τους και να αγοράσουν τα χρειαζούμενα που δεν έφταναν με άλλο τρόπο. Κι έρχονταν άνθρωποι από όλα τα ξεχασμένα χωριά να πουλήσουν τυρί, βούτυρο, μαλλιά ακόμη και ζωντανά γιδοπρόβατα και να αγοράσουν υφάσματα, εργαλεία, αντικείμενα για το κοπάδι και το μαντρί, όπως κουδούνια για παράδειγμα, πράματα για το νοικοκυριό.
Γάστρες πολύ χρήσιμες που μπαίνουν και στο φούρνο και στο τζάκι κατασκευάζει ο Σωτήρης Τριάντης από τον Άγιο Βλάση και τις πουλάει και στο παζάρι.
Προσθήκη λεζάντας
Μόλις αρχίσει και σουρουπώνει, τότε ζωντανεύει περισσότερο το παζάρι και ο κόσμος που πηγαίνει κάθεται και στα μαγαζιά για να φάει και να διασκεδάσει με τα όργανα.

Αποτελεί είδηση. Μετά από πολλά χρόνια, ξαναφάνηκαν στο παζάρι μαλλιά από κοπάδια της περιοχής και έμπορος να τα πάρει. Φθηνά είπαν αλλά είναι μια αρχή...

Το ρόλο του μανάβη αναλαμβάνει εδώ και πολλά χρόνια για τρεις μέρες στο παζάρι ο οπωροπώλης από τη Θεσσαλία
Ονομαστό ήταν το μέλι που έβγαινε στην Ευρυτανία, από άνθη και έλατο κυρίως και είναι πολλοί αυτοί που ακόμη συνεχίζουν να ασχολούνται με επιτυχία με τη μελισσοκομία.

Γκλίτσες για κάθε γούστο και με λογής υλικά φτιάχνει ο Χρήστος Καραδήμας, τις απλώνει με καμάρι στο παζάρι και προκαλεί τους μερακλήδες τσοπάνηδες και συνταξιούχους

Το μαγαζί του πλανόδιου από την Αφρική που γνωρίζει όλα τα παζάρια της Ελλάδας δεν διαθέτει δοκιμαστήριο κι έτσι όποιος θέλει ένα παντελόνι το προβάρει επί τόπου.




Το παζάρι της Σωτήρας ήταν η μόνη σχεδόν ημέρα του χρόνου για πολλούς ανθρώπους που έρχονταν ώρες πολλές με τα πόδια από τα απομονωμένα χωριά και τους άπειρους συνοικισμούς των Αγράφων που εκτός από τα προκλητικά αγαθά του εμπορίου έβλεπαν και τι πράγμα ήταν το χρήμα! Και ήταν και πολλοί αυτοί που έβγαζαν λίγες δραχμές πουλώντας τσάι και ρίγανη που μάζευαν από τα βουνά καθώς και άλλα βότανα και καρπούς που λίγοι ήξεραν να τα συλλέγουν και φυσικά έλεγαν και τι καλό μπορούσε το καθένα να κάνει στον άνθρωπο. Πολλοί ήταν επίσης εκείνοι που έφερναν να πουλήσουν εξαιρετικό μέλι από τις πρωτόγονες κυψέλες που διέθεταν τότε ενώ άλλοι από τα καμποχώρια έφερναν να πουλήσουν κηπευτικά και καρπούζια, κάτι που όλοι ήθελαν να δοκιμάσουν αλλά δεν ευδοκιμούσαν ή έβγαιναν καχεκτικά στα χωριά τους.

Δεν ήταν όμως μόνο οι εμπορευόμενοι που πήγαιναν στο παζάρι της Σωτήρας αλλά και πολύς άλλος κόσμος που είχε την ευκαιρία και την αντοχή στα πόδια του να πάει να χαζέψει, να φάει κανένα λουκούμι, να πιεί κανένα ποτηράκι, να διασκεδάσει με τα όργανα και φυσικά να παντρολογηθεί καθώς και να δει πολιτευτές, παράγοντες της τοπικής ζωής, να κλείσει παλιούς λογαριασμούς και να ανοίξει καινούργιους, ανάλογα τις καταστάσεις. Σε γενικές γραμμές, το παζάρι λειτουργούσε ως χώρος ανταμώματος και διαλόγου για τοπικά και ευρύτερα ζητήματα που απασχολούσαν τον κόσμο εκείνης της εποχής.


Μόλις αρχίσει και σουρουπώνει, τότε ζωντανεύει περισσότερο το παζάρι και ο κόσμος που πηγαίνει κάθεται και στα μαγαζιά για να φάει και να διασκεδάσει με τα όργανα.
Από αυτούς που χαίρονταν το παζάρι περισσότερο απ’ όλους ήταν οι γυναίκες και τα παιδιά. Οι γυναίκες γιατί τους δίνονταν η ευκαιρία να δούν άλλο κόσμο, κόσμο που πολλές δεν φαντάζονταν ότι υπήρχε γιατί πολλές ζούσαν σε εντελώς απομονωμένους οικισμούς, να δούν και να ζηλέψουν ρούχα και παπούτσια που αφενός η τσέπη τους ποτέ δεν θα τους βοηθούσε να τα αποκτήσουν ενώ αφετέρου σκέφτονταν τι θα πει και το χωριό. Μεγάλη επίσης ήταν και η χαρά των πιτσιρικάδων, όσους έπαιρναν οι γονείς τους στο παζάρι και δεν τους άφηναν στο κοπάδι, γιατί θα φορούσαν οπωσδήποτε τα καλά τους αλλά και γιατί θα έβλεπαν και δοκίμαζαν πράγματα που είχαν ακούσει πως υπάρχουν, όπως λεμονάδες για παράδειγμα στα παλιότερα χρόνια και κόκα κόλα στα νεώτερα και αν είχαν καμιά δραχμή περισσευάμενη να έπαιρναν και κανένα ψευτοπαιχνίδι. Χώρια δε που θα μπορούσαν μέσα στο συνωστισμό να διαφύγουν εντέχνως της προσοχής των μεγάλων και να κάνουν και καμιά αταξία από εκείνες τις παιδικές που δεν ξεχνιούνται ποτέ.

Κάποτε, μόνο τα ψητά και τα κοκορέτσια χαρακτήριζαν το παζάρι της Σωτήρας με την αλλαγή των καιρών όμως ήρθαν και τα σουβλάκια και του Γιώργου Τρίκα ήταν τα καλύτερα.

Το ιδιαίτερο στο παζάρι της Σωτήρας επίσης ήταν ότι όλος αυτός ο κόσμος κατασκήνωνε κάτω από τα δέντρα και έμεινε εκεί όσο να τελειώσει τις δουλειές και να διασκεδάσει και λίγο σαν του έμεινε χρόνος και χρήμα. Κουβαλούσαν με τα μουλάρια τους σκεπάσματα τα οποία έστρωναν στο έδαφος, τρόφιμα για να φάνε γιατί τα μαγαζιά για τον πολύ κόσμο ήταν ακριβά και έπαιρναν μόνο κανένα μεζέ, κοκορέτσι, σπληνάντερο ίσως γιατί ακόμη δεν είχαν αρχίσει να φτιάχνουν σουβλάκια. Τα μαγαζιά αυτά τα έστηναν για τις ημέρες του παζαριού άνθρωποι από τις Φραγκίστες κυρίως και από τα γύρω χωριά και πλήρωναν κάτι στην εκκλησία για τη συντήρησή της, όπως επίσης έκαναν και οι σοβαροί εμπορευόμενοι.

Υπό το βλέμμα του πελάτη, τεμαχίζει πάντα το ψητό ο Γιώργος Κοσμάς από την Ανατολική Φραγκίστα η οποία φημίζεται για την εξαιρετική ποιότητα των κρεάτων της
Τα μαγαζιά αυτά λοιπόν τα οποία στήνονταν πρόχειρα και με τα πλέον απαραίτητα εργαλεία, ήτοι κρεατόξυλα, μαχαίρια τσιγκέλια και σούβλες, προσέφεραν ψητό κρέας από αρνοκάτσικα και προβατίνες κάτι που ο κόσμος εκτιμούσε πολύ εκείνη την εποχή και ο οποίος μάλιστα έβγαινε και από δυο εβδομάδων νηστεία λόγω της εορτής της Παναγίας. Όσο για το σερβίρισμα, αρκούσε ένα κομμάτι λαδόχαρτο ή και εφημερίδας καθώς τα μαχαιροπήρουνα και τα πιάτα ήταν ελάχιστα. Για τα πιοτά δε, κρασί από μπουκάλι και ούζο γιατί το τσίπουρο ήταν εν διωγμώ τότε, με δυο τρία ποτηράκια βολεύονταν ολόκληρη η παρέα χωρίς να περάσουν από το νεροχύτη ενώ για πετσέτες, ας ήταν καλά το μανίκι.

Δεν πρόλαβε να βγάλει τη σούβλα από τη φωτιά ο Βασίλης Κοντοβάς από το Νεοχώρι, ο οποίος φημίζεται για το κοκορέτσι και τα ψητά που κάνει και έγινε ανάρπαστο.

Ένα κομμάτι του παζαριού πάλι, από τα πιο σημαντικά ήταν τα όργανα που έπαιζαν κατά ομάδες στα διάφορα μαγαζιά και διασκέδαζαν τον κόσμο με δημοτικά κυρίως τραγούδια και λίγα λαϊκά αν τους ζητούσαν οι χορευτές οι οποίοι ήταν και αυτοί που τους πλήρωναν. Τα όργανα έπαιζαν σε όλο το τριήμερο του παζαριού αλλά εκεί που τα έδιναν όλα ήταν την τελευταία νύχτα που όλοι είχαν παρατήσει τα εμπόρια και τις συναλλαγές και το έριχναν στη διασκέδαση. Τότε ήταν που κονόμαγαν και οι οργανοπαίχτες κανένα σοβαρό ποσό και 

Από το δικό του κοπάδι είναι τα σφαχτά που βάζει στην ψησταριά ο Κώστας Λάμπρου από την Ανατολική Φραγκίστα και ο γιός του Γιάννης μαθαίνει την τέχνη επί τόπου.
...
Έτσι ήταν το παζάρι της Σωτήρας μέχρι πριν από λίγα χρόνια. Σήμερα, παρόλο που καινούργιες δυνάμεις έχουν μπει στο χώρο της πλανόδιας αγοράς, όπως οι αλλοδαποί, κινέζοι με φτηνά ρούχα αλλά και από άλλα μέρη του κόσμου που πουλάνε διάφορα φθηνά πράγματα ή τα σουβλάκια αντικατέστησαν τα κοκορέτσια και ο χαλβάς Φαρσάλων τα λουκούμια, το παζάρι της Σωτήρας διατηρεί εντούτοις κάτι από την παλιά του αίσθηση και για τούτο πηγαίνει αρκετός κόσμος από την Ευρυτανία και τις γύρω και όσοι αναζητούν τίποτα σημάδια από την παλιά εποχή, μην απογοητευτούν. Μπορεί να αλλάζουν όλα αλλά το παζάρι δεν χάνει ποτέ το νοημά του και το σημαντικότερο, η οικονομική κρίση και η ανέχεια του κόσμου, το κάνει πάλι σημαντικό και απαραίτητο για την ζωή του τόπου.




ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Οι φωτογραφίες είναι από το παζάρι της Σωτήρας το 2012 και ενδεχομένως πολλά από τα πρόσωπα, εμπορεύόμενοι κυρίως να μην έρθουν κι εφέτος στη Σωτήρα καθώς και πολλοί από τους ντόπιους να το χαίρονται από τους ουρανούς...

ΑΘΗΝΑ, 20082012

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου