Σάββατο 22 Αυγούστου 2015

ΚΑΙ ΤΑ ΚΡΕΜΥΔΙΑ ΘΕΛΟΥΝ ΤΗΝ ΚΟΤΣΙΔΑ ΤΟΥΣ



Έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε τα κρεμμύδια, το τόσο πολύτιμο προϊόν της γης με την ταπεινή ομορφιά του σε καφάσια ή σε παραπεταμένα τσουβάλια στα μανάβικα και στις λαϊκές. Είναι η τιμή του, η αντοχή του, είναι και η εμφάνισή του αν θέλετε και δεν του δίνουν και πολύ σημασία οι πωλητές αλλά αυτό δεν παύει να αποθαρρύνει κανέναν για να το βάλει στην τσάντα του και από εκεί στην κουζίνα του και στο τραπέζι του.

Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο και με τα κρεμμύδια που βγάζει η μάνα μου στον κήπο της και του χρόνου πιστεύω πως θα συνεχίσω εγώ. Πρώτα – πρώτα όπως τα φυτεύει ένα – ένα, έτσι τα βγάζει με την σκεπαρνιά και αφού ελέγξει αν είναι κανένα τραυματισμένο, τα αφήνει ξεραθούν λίγο μαζί με τα κοτσάνια τους και μετά τα πλέκει σε μια μεγάλη κοτσίδα και κατόπιν τα κρεμάει στην αποθήκη όπου και διατηρούνται σχεδόν μέχρι επόμενη συγκομιδή ενώ αν δεν φτάσουν, τότε καταφεύγει στα χλωρά καθώς η καλλιέργειά τους είναι αδιάλειπτη – όπως και τα σκόρδα εξάλλου που με τον ίδιο τρόπο συλλέγει και αποθηκεύει.



Την παρακολουθούσε πριν από λίγες ημέρες και μου φαίνονταν αδιανόητο να φτιάξω κι εγώ μια τέτοια κοτσίδα με σαράντα – πενήντα κρεμμύδια, προσπάθησα λίγο αλλά απογοητεύτηκα και άφησα να το μάθω πλέον όταν χρειαστεί από ανάγκη. Το λέω αυτό γιατί όντως στη προσπάθειά μου να «διαβάσω» τον αγώνα της επάρκειας στην ελληνική ύπαιθρο, με απλά μέσα,  έξω από την αγορά και χωρίς χρήμα, εκείνο που τον καθιστά αναπόφευκτο είναι η ίδια η ανάγκη και η οποία οδηγεί σε λύσεις και μεθόδους τις οποίες σχεδόν έχουμε ξεχάσει ή τις θεωρούμε ανεφάρμοστες χωρίς βέβαια να τις έχουμε πρώτα δοκιμάσει με τις δικές μας δυνάμεις αλλά και την εμπειρία που καταθέτουν οι άλλοι.




Τέλος πάντων, η μάνα μου είναι από εκείνες τις τελευταίες γυναίκες της ελληνικής υπαίθρου που όλη της τη ζωή πορεύτηκε αυτή και η οικογένειά της με όσα έβγαζε το χωράφι της και το κοπάδι της και φυσικά, τιμούσε με τον τρόπο της και πρόσεχε πολύ τη γης της και τα προϊόντα της καθώς κι εκείνα των δέντρων και των ζωντανών της. Έτσι, βλέποντάς την να πλέκει κοτσίδα τα κρεμμύδια διαπίστωσα επίσης πως τα χάιδευε ένα – ένα αποτώντας έτσι μια ελάχιστη τιμή στο θαύμα – γιατί θαύμα είναι ότι βγαίνει από τη γη και από αυτά δεν εξαιρούνται τα κρεμμύδια. Κατόπιν πήρε τις κοτσίδες και τις κρέμασε στα καρφιά κάποιου δοκαριού στην αποθήκη έτσι ώστε ούτε να τα επηρεάζει η υγρασία της αποθήκης αλλά ούτε και να τα φθάνουν τα τρωκτικά τα οποία ενδεχομένως καταφέρουν να εισβάλλουν στο χώρο. 

ΜΕΓΑΛΗ ΚΑΨΗ, 21082015

Πέμπτη 20 Αυγούστου 2015

ΕΚΛΟΓΕΣ ΘΑ ΚΑΝΟΥΜΕ Η ΜΑΡΜΕΛΑΔΑ;



Πάνω που έπιασα σήμερα να κάνω μαρμελάδα με άγρια ξινά κορόμηλα μας ήρθε ηθλιβερή είδηση για τις εκλογές και ενώ βρισκόμουν στο δίλλημα, να βάλω ζάχαρη να δέσει μαρμελάδα ή να τα βράσω τόσο όσο να γίνουν πάστα με ότι γλυκάδα έχει ο καρπός και μια κουταλίτσα να κάνω δικά μου αναψυκτικά, όπως μου είπε μια νοικοκυρά κάποτε στη Τζούρτζια Ασπροποτάμου; Εννοείται ότι για τις εκλογές, κανένα δίλλημα δεν έχω. Τούτη τη φορά, δαγκωτό στην ΑΡΙΣΤΟΚΡΑΤΙΚΗ ΑΝΑΡΧΙΑ με αρχηγό τον μαιτρ Βασίλη Χατζηϊακώβου… (Στη φωτογραφία, στίψιμο των βρασμένων κορόμηλων με τα χέρια να βγουν τα κουκούτσια και να τα περάσουμε από το σουρωτήρι να βγουν οι φλούδες).

ΜΕΓΑΛΗ ΚΑΨΗ, 20082015

Τετάρτη 19 Αυγούστου 2015

ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΠΑΖΑΡΙ ΤΗΣ ΣΩΤΗΡΑΣ

Δεν έχουν μείνει πολλές από τις γυναίκες της Ευρυτανίας που μαζεύουν συστηματικά τσάι και ρίγανη και τα πάνε στα παζάρια, όπως στη Σωτήρα. Στη φωτογραφία, από αριστερά, η Μαρία Ζαγκότση, η πιο παλιά συλλέκτρια Βασιλική (Μήτσαινα) Ζαγκότση από τον Άγιο Δημήτριο και μια άλλη συγχωριανή τους.
Μήνας των μεγάλων πανηγυριών ο Αύγουστος, με αυτό του Δεκαπενταύγουστου να είναι το μεγαλύτερο σε όλη την Ελλάδα και παράλληλα, μέχρι πριν από κάποια χρόνια αυτά συμπληρώνονταν και από ονομαστά παζάρια τα οποία λειτουργούσαν με αφορμή τη συγκέντρωση του κόσμου την παραμονή ή ανήμερα της γιορτής της Παναγίας κοντά σε μια εκκλησία ή γίνονταν αυτόνομα σε κάποιο μέρος που βρίσκονταν στο κέντρο μιας μεγάλης περιοχής ή δίπλα στους πολυσύχναστους κεντρικούς δρόμους εκείνης της εποχής.

Κάποτε οι παλιότεροι έφερναν από τη Φτέρη το τυρί σε τουλούμια και το πούλαγαν στη Σωτήρα, τώρα επικρατούν οι τενεκέδες, μικρούς ή μεγάλους ανάλογα τον πελάτη.

Ένα από αυτά τα μεγάλα παζάρια της παλιάς εποχής που συνεχίζει να λειτουργεί και σήμερα είναι αυτό της Σωτήρας όπως λέγεται και πήρε το όνομά του από τη Σωτήρα (την εκκλησία που είναι αφιερωμένη στη Μεταμόρφωση του Σωτήρος) στην ομώνυμη τοποθεσία κοντά στην Ανατολική Φραγκίστα, στην καρδιά της Ευρυτανίας. Το σημείο αυτό δεν είχε επιλεχθεί τυχαία και η λειτουργία του ανάγεται σε πολύ μακρινούς στο παρελθόν χρόνους, όταν όπως λέγεται λειτουργούσε εκεί μοναστήρι και αποτελούσε σταθμό για όσους πορεύονταν από την Αιτωλία προς τη Θεσσαλία ή από την Ευρυτανία προς τα Άγραφα και το Βάλτο μέσω των μεγάλων ημιονικών δρόμων εκείνης της εποχής.

Από τους πιο παλιούς συλλέκτες ρίγανης, ο Δημήτρης Γαντζούδης από τον Άϊ-Βλάση θυμίζει με τον τρόπο του τις περασμένες εποχές και έχει τόσα να διηγηθεί για τα παλιά χρόνια.

Όντως, όποιοι εμπορευόμενοι ή με τα κοπάδια τους έρχονταν τότε από την Αιτωλία αφού διάβαιναν τον Αχελώο που δεν είχε και πολύ νερό αυτήν εποχή περνούσαν από τις Φραγκίστες (Δυτική και Ανατολική), στάθμευαν στη Σωτήρα, τόπο και σήμερα όμορφο, γεμάτο νερά και πλατάνια να ξεκουραστούν και από εκεί να συνεχίσουν δίπλα πλέον από τον Μέγδοβα προς τα χωριά των Δολόπων κι από εκεί στον κάμπο της Θεσσαλίας. Πάνω σε αυτή την πανάρχαια διαδρομή σχεδιάστηκε να γίνει και ο περίφημος Παραμεγδόβιος δρόμος αλλά έμεινε στα χαρτιά και ουδέποτε φαίνεται πλέον ότι θα ολοκληρωθεί.
Από τη Σωτήρα επίσης περνούσε και ο δρόμος που έρχονταν από την Φθιώτιδα, διέσχιζε την Ευρυτανία και προχωρούσε κατόπιν προς τα Άγραφα, τον Απεράντιο και από εκεί διαβαίνοντας τον Αχελώο, κατέληγε στην περιοχή της Άρτας και την Ήπειρο. Με λίγα λόγια, λόγω του πολυσύνθετου ανάγλυφου των βουνών και των ποταμών της περιοχής, οι δρόμοι ακολουθούσαν το πιο εύκολη διαδρομή και συναντιόνταν στη Σωτήρα και τούτο διευκόλυνε πολύ τη διοργάνωση του παζαριού το οποίο γίνεται κάθε χρονιά ακόμη από τις 17 έως τις 19 Αυγούστου και χάρη στην παρουσία λίγων ακόμη ανθρώπων που παράγουν ορισμένα πράγματα διατηρεί κάτι λίγο από την παλιά λάμψη του μεγάλου παζαριού.


Κάποτε οι κουβέρτες που πήγαιναν στο παζάρι ήταν φτιαγμένες στους αργαλειούς και περασμένες από τη νεροτριβή αλλά σήμερα όλα αυτά τα παραμέρισε η τεχνολογία.
Καλάθια και πανέρια πάντα πήγαιναν στο παζάρι οι τσιγγάνοι από το Αγρίνιο και αλλού και τα έφτιαχναν εκεί αλλά τελευταία φάνηκαν και εισαγόμενα από την άκρη του κόσμου.

Μόλις αρχίσει και σουρουπώνει, τότε ζωντανεύει περισσότερο το παζάρι και ο κόσμος που πηγαίνει κάθεται και στα μαγαζιά για να φάει και να διασκεδάσει με τα όργανα.


Μέχρι πριν από δυο δεκαετίες σχεδόν, εποχή που δεν είχε διαλυθεί η λιτή και βασανισμένη αγροτοποιμενική οικονομία της Ευρυτανίας και πάρουν τα μάτια τους οι άνθρωποι και να φύγουν από τον ταλαίπωρο τόπο τους, στο παζάρι της Σωτήρας έφερναν να πουλήσουν το περίσσευμά τους και να αγοράσουν τα χρειαζούμενα που δεν έφταναν με άλλο τρόπο. Κι έρχονταν άνθρωποι από όλα τα ξεχασμένα χωριά να πουλήσουν τυρί, βούτυρο, μαλλιά ακόμη και ζωντανά γιδοπρόβατα και να αγοράσουν υφάσματα, εργαλεία, αντικείμενα για το κοπάδι και το μαντρί, όπως κουδούνια για παράδειγμα, πράματα για το νοικοκυριό.
Γάστρες πολύ χρήσιμες που μπαίνουν και στο φούρνο και στο τζάκι κατασκευάζει ο Σωτήρης Τριάντης από τον Άγιο Βλάση και τις πουλάει και στο παζάρι.
Προσθήκη λεζάντας
Μόλις αρχίσει και σουρουπώνει, τότε ζωντανεύει περισσότερο το παζάρι και ο κόσμος που πηγαίνει κάθεται και στα μαγαζιά για να φάει και να διασκεδάσει με τα όργανα.

Αποτελεί είδηση. Μετά από πολλά χρόνια, ξαναφάνηκαν στο παζάρι μαλλιά από κοπάδια της περιοχής και έμπορος να τα πάρει. Φθηνά είπαν αλλά είναι μια αρχή...

Το ρόλο του μανάβη αναλαμβάνει εδώ και πολλά χρόνια για τρεις μέρες στο παζάρι ο οπωροπώλης από τη Θεσσαλία
Ονομαστό ήταν το μέλι που έβγαινε στην Ευρυτανία, από άνθη και έλατο κυρίως και είναι πολλοί αυτοί που ακόμη συνεχίζουν να ασχολούνται με επιτυχία με τη μελισσοκομία.

Γκλίτσες για κάθε γούστο και με λογής υλικά φτιάχνει ο Χρήστος Καραδήμας, τις απλώνει με καμάρι στο παζάρι και προκαλεί τους μερακλήδες τσοπάνηδες και συνταξιούχους

Το μαγαζί του πλανόδιου από την Αφρική που γνωρίζει όλα τα παζάρια της Ελλάδας δεν διαθέτει δοκιμαστήριο κι έτσι όποιος θέλει ένα παντελόνι το προβάρει επί τόπου.




Το παζάρι της Σωτήρας ήταν η μόνη σχεδόν ημέρα του χρόνου για πολλούς ανθρώπους που έρχονταν ώρες πολλές με τα πόδια από τα απομονωμένα χωριά και τους άπειρους συνοικισμούς των Αγράφων που εκτός από τα προκλητικά αγαθά του εμπορίου έβλεπαν και τι πράγμα ήταν το χρήμα! Και ήταν και πολλοί αυτοί που έβγαζαν λίγες δραχμές πουλώντας τσάι και ρίγανη που μάζευαν από τα βουνά καθώς και άλλα βότανα και καρπούς που λίγοι ήξεραν να τα συλλέγουν και φυσικά έλεγαν και τι καλό μπορούσε το καθένα να κάνει στον άνθρωπο. Πολλοί ήταν επίσης εκείνοι που έφερναν να πουλήσουν εξαιρετικό μέλι από τις πρωτόγονες κυψέλες που διέθεταν τότε ενώ άλλοι από τα καμποχώρια έφερναν να πουλήσουν κηπευτικά και καρπούζια, κάτι που όλοι ήθελαν να δοκιμάσουν αλλά δεν ευδοκιμούσαν ή έβγαιναν καχεκτικά στα χωριά τους.

Δεν ήταν όμως μόνο οι εμπορευόμενοι που πήγαιναν στο παζάρι της Σωτήρας αλλά και πολύς άλλος κόσμος που είχε την ευκαιρία και την αντοχή στα πόδια του να πάει να χαζέψει, να φάει κανένα λουκούμι, να πιεί κανένα ποτηράκι, να διασκεδάσει με τα όργανα και φυσικά να παντρολογηθεί καθώς και να δει πολιτευτές, παράγοντες της τοπικής ζωής, να κλείσει παλιούς λογαριασμούς και να ανοίξει καινούργιους, ανάλογα τις καταστάσεις. Σε γενικές γραμμές, το παζάρι λειτουργούσε ως χώρος ανταμώματος και διαλόγου για τοπικά και ευρύτερα ζητήματα που απασχολούσαν τον κόσμο εκείνης της εποχής.


Μόλις αρχίσει και σουρουπώνει, τότε ζωντανεύει περισσότερο το παζάρι και ο κόσμος που πηγαίνει κάθεται και στα μαγαζιά για να φάει και να διασκεδάσει με τα όργανα.
Από αυτούς που χαίρονταν το παζάρι περισσότερο απ’ όλους ήταν οι γυναίκες και τα παιδιά. Οι γυναίκες γιατί τους δίνονταν η ευκαιρία να δούν άλλο κόσμο, κόσμο που πολλές δεν φαντάζονταν ότι υπήρχε γιατί πολλές ζούσαν σε εντελώς απομονωμένους οικισμούς, να δούν και να ζηλέψουν ρούχα και παπούτσια που αφενός η τσέπη τους ποτέ δεν θα τους βοηθούσε να τα αποκτήσουν ενώ αφετέρου σκέφτονταν τι θα πει και το χωριό. Μεγάλη επίσης ήταν και η χαρά των πιτσιρικάδων, όσους έπαιρναν οι γονείς τους στο παζάρι και δεν τους άφηναν στο κοπάδι, γιατί θα φορούσαν οπωσδήποτε τα καλά τους αλλά και γιατί θα έβλεπαν και δοκίμαζαν πράγματα που είχαν ακούσει πως υπάρχουν, όπως λεμονάδες για παράδειγμα στα παλιότερα χρόνια και κόκα κόλα στα νεώτερα και αν είχαν καμιά δραχμή περισσευάμενη να έπαιρναν και κανένα ψευτοπαιχνίδι. Χώρια δε που θα μπορούσαν μέσα στο συνωστισμό να διαφύγουν εντέχνως της προσοχής των μεγάλων και να κάνουν και καμιά αταξία από εκείνες τις παιδικές που δεν ξεχνιούνται ποτέ.

Κάποτε, μόνο τα ψητά και τα κοκορέτσια χαρακτήριζαν το παζάρι της Σωτήρας με την αλλαγή των καιρών όμως ήρθαν και τα σουβλάκια και του Γιώργου Τρίκα ήταν τα καλύτερα.

Το ιδιαίτερο στο παζάρι της Σωτήρας επίσης ήταν ότι όλος αυτός ο κόσμος κατασκήνωνε κάτω από τα δέντρα και έμεινε εκεί όσο να τελειώσει τις δουλειές και να διασκεδάσει και λίγο σαν του έμεινε χρόνος και χρήμα. Κουβαλούσαν με τα μουλάρια τους σκεπάσματα τα οποία έστρωναν στο έδαφος, τρόφιμα για να φάνε γιατί τα μαγαζιά για τον πολύ κόσμο ήταν ακριβά και έπαιρναν μόνο κανένα μεζέ, κοκορέτσι, σπληνάντερο ίσως γιατί ακόμη δεν είχαν αρχίσει να φτιάχνουν σουβλάκια. Τα μαγαζιά αυτά τα έστηναν για τις ημέρες του παζαριού άνθρωποι από τις Φραγκίστες κυρίως και από τα γύρω χωριά και πλήρωναν κάτι στην εκκλησία για τη συντήρησή της, όπως επίσης έκαναν και οι σοβαροί εμπορευόμενοι.

Υπό το βλέμμα του πελάτη, τεμαχίζει πάντα το ψητό ο Γιώργος Κοσμάς από την Ανατολική Φραγκίστα η οποία φημίζεται για την εξαιρετική ποιότητα των κρεάτων της
Τα μαγαζιά αυτά λοιπόν τα οποία στήνονταν πρόχειρα και με τα πλέον απαραίτητα εργαλεία, ήτοι κρεατόξυλα, μαχαίρια τσιγκέλια και σούβλες, προσέφεραν ψητό κρέας από αρνοκάτσικα και προβατίνες κάτι που ο κόσμος εκτιμούσε πολύ εκείνη την εποχή και ο οποίος μάλιστα έβγαινε και από δυο εβδομάδων νηστεία λόγω της εορτής της Παναγίας. Όσο για το σερβίρισμα, αρκούσε ένα κομμάτι λαδόχαρτο ή και εφημερίδας καθώς τα μαχαιροπήρουνα και τα πιάτα ήταν ελάχιστα. Για τα πιοτά δε, κρασί από μπουκάλι και ούζο γιατί το τσίπουρο ήταν εν διωγμώ τότε, με δυο τρία ποτηράκια βολεύονταν ολόκληρη η παρέα χωρίς να περάσουν από το νεροχύτη ενώ για πετσέτες, ας ήταν καλά το μανίκι.

Δεν πρόλαβε να βγάλει τη σούβλα από τη φωτιά ο Βασίλης Κοντοβάς από το Νεοχώρι, ο οποίος φημίζεται για το κοκορέτσι και τα ψητά που κάνει και έγινε ανάρπαστο.

Ένα κομμάτι του παζαριού πάλι, από τα πιο σημαντικά ήταν τα όργανα που έπαιζαν κατά ομάδες στα διάφορα μαγαζιά και διασκέδαζαν τον κόσμο με δημοτικά κυρίως τραγούδια και λίγα λαϊκά αν τους ζητούσαν οι χορευτές οι οποίοι ήταν και αυτοί που τους πλήρωναν. Τα όργανα έπαιζαν σε όλο το τριήμερο του παζαριού αλλά εκεί που τα έδιναν όλα ήταν την τελευταία νύχτα που όλοι είχαν παρατήσει τα εμπόρια και τις συναλλαγές και το έριχναν στη διασκέδαση. Τότε ήταν που κονόμαγαν και οι οργανοπαίχτες κανένα σοβαρό ποσό και 

Από το δικό του κοπάδι είναι τα σφαχτά που βάζει στην ψησταριά ο Κώστας Λάμπρου από την Ανατολική Φραγκίστα και ο γιός του Γιάννης μαθαίνει την τέχνη επί τόπου.
...
Έτσι ήταν το παζάρι της Σωτήρας μέχρι πριν από λίγα χρόνια. Σήμερα, παρόλο που καινούργιες δυνάμεις έχουν μπει στο χώρο της πλανόδιας αγοράς, όπως οι αλλοδαποί, κινέζοι με φτηνά ρούχα αλλά και από άλλα μέρη του κόσμου που πουλάνε διάφορα φθηνά πράγματα ή τα σουβλάκια αντικατέστησαν τα κοκορέτσια και ο χαλβάς Φαρσάλων τα λουκούμια, το παζάρι της Σωτήρας διατηρεί εντούτοις κάτι από την παλιά του αίσθηση και για τούτο πηγαίνει αρκετός κόσμος από την Ευρυτανία και τις γύρω και όσοι αναζητούν τίποτα σημάδια από την παλιά εποχή, μην απογοητευτούν. Μπορεί να αλλάζουν όλα αλλά το παζάρι δεν χάνει ποτέ το νοημά του και το σημαντικότερο, η οικονομική κρίση και η ανέχεια του κόσμου, το κάνει πάλι σημαντικό και απαραίτητο για την ζωή του τόπου.




ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Οι φωτογραφίες είναι από το παζάρι της Σωτήρας το 2012 και ενδεχομένως πολλά από τα πρόσωπα, εμπορεύόμενοι κυρίως να μην έρθουν κι εφέτος στη Σωτήρα καθώς και πολλοί από τους ντόπιους να το χαίρονται από τους ουρανούς...

ΑΘΗΝΑ, 20082012

Τρίτη 18 Αυγούστου 2015

ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ …ΣΕ ΚΟΡΦΟΛΟΓΗΜΑ



Ομολογώ, δεν ξέρω και πολλά από αμπελουργία. Κλήθηκα όμως σήμερα το απόγευμα - λόγω της αδυναμίας πλέον της μάνας να σκαρφαλώνει- σε μια κρεβατίνα με ζαμπέλες να την κορφολογήσω, ακολούθησα τις συμβουλές της και νομίζω πως τα κατάφερα. Κορφολόγημα λέγεται για όσους δεν γνωρίζουν το τσάκισμα του κλήματος είτε με τα χέρια, είτε με ψαλίδι ένα κόμπο παραπάνω από το σημείο που κρέμεται το σταφύλι και τούτο γίνεται για να κρατηθούν οι χυμοί του στον καρπό και να μην μεγαλώνουν άσκοπα οι λαίμαργες,  όπως λέγονται απολήξεις του. Στην αρχή δίσταζα, να κόψω ένα τόσο μεγάλο μέρος του κλήματος και μάλιστα ιδιαίτερα θαλερό αλλά σύντομα κατάλαβα πως αν το αφήναμε θα τρυγούσαμε αντί για σταφύλια κλάρες για το φούρνο και έτσι πήρα αέρα και σε κάνα δυο ώρες κατάφερα και κορφολόγησα όλη την κρεβατίνα ενώ παράλληλα έκανα και ένα έλεγχο στις υποστηλώσεις από κέδρινους κορμούς και διαπίστωσα πως κάποιες θέλουν αλλαγή αλλά αυτή είναι δουλειά του χειμώνα. Το γεγονός ότι τα κατάφερα μου έδωσε ιδιαίτερη χαρά ενώ κράτησα και κάνα – δυο σημειώσεις για το κορφολόγημα και σε άλλα πράγματα, όπως λόγου χάρη στην κοινωνία ή καλύτερα την πολιτική αν θέλετε όπου όταν αδιαφορεί αυτός που έχει την ευθύνη, τότε κάποια κλαριά λαίμαργα τραβάνε όλους τους χυμούς μόνο και μόνο να μεγαλώσουν και αφήνουν στεγνό τον καρπό ο οποίος σιγά – σιγά συρρικνώνεται και ότι ρόγες καταφέρει να ωριμάζει οι περισσότερες είναι ξυνές…

ΥΓ. Ζαμπέλες ή φράουλες είναι μια ποικιλία σταφυλιών που ευδοκιμούν στην ορεινή ζώνη, αναπτύσσονται χωρίς να έχουν μεγάλες απαιτήσεις σε όλα τα εδάφη, είναι ανθεκτικές σε αρρώστιες, ο καρπός τους είναι κόκκινος και απ’ αυτόν παράγεται κυρίως καλό τσίπουρο.  

ΜΕΓΑΛΗ ΚΑΨΗ, 18082015

Δευτέρα 10 Αυγούστου 2015

ΕΝΑΣ ΦΤΕΡΩΤΟΣ ΝΥΧΤΕΡΙΝΟΣ ΕΠΙΣΚΕΠΤΗΣ




Δεν γνωρίζω τι οδήγησε το μικρό πουλάκι να πέσει στη σίτα του φωτισμένου παράθυρου και μετά να κάτσει στο περβάζι και να με παρακολουθεί ήσυχο. Πιθανόν κάτι να το ξύπνησε εκεί που ήταν κουρνιασμένο και τρόμαξε αλλά δεν είχε κανέναν να το προστατεύσει καθώς ήδη έχει «πετάξει» από τη φωλιά και λογίζεται πλέον ώριμο πλάσμα στο κόσμο των πουλιών. Να κυνηγούσε το βράδυ έντομα, αποκλείεται καθώς αυτό το στρουθίον δεν είναι από τα νυκτόβια αλλά δεν αποκλείεται να είδε ένα εφιάλτη και να ξύπνησε τρομαγμένο.







Τέλος πάντων, μπορούμε να κάνουμε ένα σωρό υποθέσεις γιατί ένα νεαρό στρουθίον έπεσε πάνω στη σίτα του παραθύρου αλλά σημασία έχει πως δεν δίστασε να μπει στο δωμάτιο όταν την ανέβασα. Στην αρχή πετούσε εδώ κι εκεί και σαν κούρνιασε το πλησίασα και το έπιασα χωρίς αυτό να αντιδράσει. Μόνο η καρδούλα του χτύπαγε γρήγορα αλλά σιγά – σιγά ησύχασε και χαλάρωσε. Το ίδιο χαλάρωσα κι εγώ την χούφτα μου και σαν την άνοιξα το είδα να μην φεύγει, αντιθέτως άρχισε να περπατάει πάνω στο χέρι μου. Έτσι προκλήθηκα και έπιασα τη μηχανή να αποθανατίσω το ωραίο γεγονός που ένα πουλάκι ένιωσε τόσο χαλαρό και ασφαλή μαζί μου και κράτησα τις στιγμές που μέσα κι έξω από τα δαχτυλά μου, πάνω και κάτω από την παλάμη μου και στον ώμο μου ποζάριζε στο φακό.














Ήταν αργά και πέφτοντας για ύπνο άφησα το παράθυρο χωρίς σίτα και το πρωί είδα πως το μικρό πουλάκι είχε κάνει κυριολεκτικά φτερά αλλά πιστεύω πως και κάποια άλλη νύχτα θα πλησιάσει πάλι το παράθυρο και θα δώσει σήμα με τα φτεράκια του να του ανοίξω…

ΜΕΓΑΛΗ ΚΑΨΗ, 10082015

ΑΠΟ ΤΟΝ ΣΠΟΡΟ ΤΟΥ ΚΥΡ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ


Με την μάνα και την Άρτεμη, ξεσπυρίσαμε χθες τα πρώτα ξερά φασόλια της φετινής παραγωγής και ήταν εξαιρετικής ποιότητας και εμφάνισης. 

Μου αρέσει, από ανθρώπους που γνωρίζω σε διάφορα μέρη της Ελλάδας και είναι μερακλήδες στους κήπους, να ζητώ καμιά φορά λίγο σπόρο να τον δοκιμάσω στις δικές μου καλλιέργειες που φέτος ξεκίνησα και ελπίζω να συνεχίσω για πολλά χρόνια. Ομολογώ ότι δεν έχω την πείρα πάνω σε αυτό το εξαιρετικό έργο του κύκλου της σποράς, της βλάστησης, της περιποίησης και της συγκομιδής και πάντα απευθύνομαι στη μάνα μου για συμβουλές γιατί είναι από τις γυναίκες που από τότε που γεννήθηκε μέχρι σήμερα, καμιά χρονιά (πλην από την εσωτερική εξορία 1947 – 1950 λόγω του Εμφυλίου) δεν θυμάται να μην έχει κάνει κήπους και καλλιέργειες που στόχο είχαν την επάρκεια του σπιτιού σε αγροτικά αγαθά.

Έτσι λοιπόν πριν από τρία χρόνια, ζήτησα από τον κυρ Απόστολο Κουτρούμπα, κάτοικο Καστανιάς Προυσού Ευρυτανίας και καλλιεργητή επτά διαφορετικών ποικιλιών φασολιών (και άλλες  τόσες σε ντάλιες) να μου δώσει λίγο σπόρο από καθένα και μετά χαράς το έκανε. Απ’ αυτό τον μικρό θησαυρό έδωσα στη μάνα μου τον σπόρο από μια ντόπια ποικιλία λευκών κλαρωτών φασολιών που ωριμάζουν πολύ γρήγορα και ο καρπός τους είναι λαμπερός και δυνατός. Τα φύτεψε πέρσι και ενθουσιάστηκε, σε βαθμό που κράτησε σπόρο να κάνει περισσότερες φασολιές κι εφέτος ήταν τα πρώτα που μαζέψαμε ξερά και κάτσαμε μαζί με τη Άρτεμη, τα ξεσπυρίσαμε και τα απλώσαμε στο μπαλκόνι να βγάλουν όλη την υγρασία που μπορεί να έχουν γιατί αλλιώς μαμουνιάζουν και χαλάνε.


Με λίγα λόγια, όποιος δίνει με χαρά λίγο σπόρο από τον δικό του, έχει πολύ καλή απόδοση στο χωράφι που θα πέσει ενώ για τη διατήρησή του, είναι απαραίτητο να μην σπέρνεται κάθε χρονιά στο ίδιο μέρος γιατί εκφυλίζεται. Αυτό το ξέρουν πολύ καλά όλοι οι σοβαροί καλλιεργητές και φροντίζουν να αλλάζουν κάθε χρονιά μέρος ενώ αν δεν μπορούν να το κάνουν τότε πρέπει να ενισχύσουν το κήπο με κοπριά, πράγμα που σπανίζει πλέον γιατί η εγχώρια κτηνοτροφία έχει μέσα στα τελευταία τριάντα χρόνια διαλυθεί και η μόνη λύση δυστυχώς είναι η χρήση χημικών λιπασμάτων με τις γνωστές σε όλους μας συνέπειες. 

ΜΕΓΑΛΗ ΚΑΨΗ, 09082015

Κυριακή 9 Αυγούστου 2015

ΟΙ ΤΑΡΑΤΣΕΣ ΤΟΥ ΑΣΠΡΟΚΑΜΠΟΥ

Εκπληκτική η θέα των κορυφών του Τυμφρηστού από τα μεγάλα λιβάδια του Ασπρόκαμπου.

Απέναντι από το χωριό μου, τη Μεγάλη Κάψη Τυμφρηστού, απλώνεται μια μεγάλη περιοχή της οποίας το γεωφυσικό ανάγλυφο πρωτοδιάβασα στη ζωή μου και σε αυτό τον χάρτη της μικρής πατρίδας, έμαθα να ξεχωρίζω τα χωράφια και τις καλλιέργειες, τα δέντρα στις πλαγιές, τα μονοπάτια, τις στράτες και τα σύνορα του κόσμου. Σε αυτό τον χάρτη έμαθα να ξεχωρίζω κι ένα παρατημένο, λόγω κατολισθήσεων χωριό, τη Ζιώψη, κοιτίδα των περισσότερων οικογενειών στον Άγιο Γεώργιο Τυμφρηστού και του πατέρα μου.

Αιωνόβιες, υψωμένες βελανιδιές στον ξέφωτο μπροστά από το εξωκλήσι του Αϊ - Λιά

Όλα αυτά ήταν ένα μεγάλο χωματόβουνο, που εκτείνεται πάνω από τον Άγιο Γεώργιο Τυμφρηστού ως το Δίκαστρο με δεκάδες ρέματα που δημιουργούσαν ιδιαίτερους μικρότοπους, καλείται γενικώς Ασπρόκαμπος και ελάχιστοι είναι πλέον στην περιοχή που μπορούν να μιλήσουν για την κοινωνία αυτού του τόπου και να αναφερθούν με τα σωστά τους τοπωνύμια για τα διάφορα σημεία που τον συνθέτουν. 

Από το ύψωμα του Αϊ – Λιά φαίνονται τα χωριά Τυμφρηστός, Μεγάλη Κάψη και Μερκάδα χτισμένα όλα στο ίδιο υψόμετρο στις πλαγιές του Τυμφρηστού.

Το γεγονός οφείλεται σε μια κατολίσθηση στις αρχές του 20ου αιώνα που τραυμάτισε τη μητρόπολη της περιοχής, τη Ζιώψη και ανάγκασε τους κατοίκους της να μετακινηθούν χαμηλότερα προς τον Σπερχειό όπου μέχρι τότε υπήρχαν μόνο χάνια που εξυπηρετούσαν τους περαστικούς που πήγαιναν ή έρχονταν στην Ευρυτανία και λίγα σπίτια. Την μετεγκατάσταση όμως ενίσχυσε και το γεγονός ότι τότε ανοίχτηκε και ο αμαξιτός δρόμος προς Καρπενήσι και το μέρος με τα χάνια άρχισε να εξελίσσεται σε ένα σημαντικό εμπορικό κέντρο.

Ο Δημήτρης και ο Ηλίας Αντωνόπουλος στην αυλή της εκκλησίας της Παναγίας απέναντι από το παλιο χωριό Ζιώψη που έχει αρχίσει να ζωντανεύει πάλι.
Σιγά – σιγά λοιπόν και μέχρι την δεκαετία του ’50 η Ζιώψη εγκαταλείφθηκε και αυτό επηρέασε και τους άλλους συνοικισμούς γύρω της, όπως η Βίγλα, ο Ασπρόκαμπος, η Στρωμνού και άλλοι και μόνο λίγοι κτηνοτρόφοι τους πήγαιναν εκεί τα κοπάδια τους.  Σήμερα την ύπαρξη αυτών των παλιών συνοικισμών της Ζιώψης θυμίζουν ορισμένα εξωκλήσια που χάρη στη διάνοιξη πολλών δασικών δρόμων στην περιοχή έχουν επισκευαστεί και μπορούν πλέον να τα επισκεφτούν και άλλοι εκτός από τους κυνηγούς.

Το χωριό Άγιος Γεώργιος όπως φαίνεται από το δρόμο που ανεβαίνει στην Αγία Παρασκευή.
Λέω κυνηγούς γιατί η περιοχή ήταν και παραμένει ένας εξαιρετικός κυνηγότοπος για τριχωτά θηράματα και πουλιά κι εκεί διακρίθηκαν πολλοί από τους κυνηγούς του Αγίου Γεωργίου. Την παράδοση αυτή συνεχίζουν σήμερα και πολλοί νεότεροι και σαφώς είναι πιο εύκολο γι’ αυτούς να ανέβουν στον Ασπρόκαμπο για μπεκάτσες με τα αυτοκίνητά τους και όχι μετά από ένα τρίωρο περπάτημα. 

Όπως και να έχει όμως η διαδρομή έχει τις χάρες της καθώς περνάει μέσα από όμορφες εξοχές τις οποίες καταπίνει ραγδαία το δάσος ενώ η θέα προς τον Τυμφρηστό καθώς ανεβαίνει το μονοπάτι προς την Αγία Παρασκευή είναι εξαίσια. Πρώτα φαίνονται τα χωριά Μερκάδα και Μεγάλη Κάψη και όσο ανεβαίνουμε και τα υπόλοιπα χωριά, Τυμφρηστός, Μαυρίλο και Νεοχώρι και στο τέλος, σαν φθάσουμε στον Ασπρόκαμπο, βλέπουμε το Βελούχι σε όλη του μεγαλοπρέπεια. Το ίδιο ωραία είναι και η θέα προς το δασωμένο βουνό Μαυρογιάννη και το συγκρότημα της Γραμμένης Οξυάς.







Οι ταράτσες αποτελούν από τα αρχαιότερα κτίσματα του ανθρώπου και δεν είναι παρά μια προέκταση του εδάφους πάνω σε ένα πλέγμα από κλαδιά και ξύλα που δημιουργούν μια στέγη η οποία στηρίζεται σε μεγάλα ξύλα. Για τις ταράτσες δεν απαιτείτο καμιά ιδιαίτερη τεχνική και μπορούσε να τις κατασκευάσει ο καθένας που τις είχε ανάγκη για να στεγάζει βασικές λειτουργίες στο χωράφι και το κοπάδι. Δεν ήταν όμως και λίγες οι φορές που στέγαζαν και όλη την οικογένεια, ιδιαίτερα δε στην περίοδο της Κατοχής και της καταστροφής των χωριών από τους Γερμανούς τον Αύγουστο του 1944. Σήμερα είναι ζήτημα αν υπάρχουν σε όλη την περιοχή πάνω από το Σπερχειό, από τον Άγιο Γεώργιο ως τη Βίτωλη λίγες ακέραιες ταράτσες.  
Δίπλα στη διαδρομή και όσο βλέπει το μάτι στις δασωμένες πλαγιές δεν διακρίνονται πλέον παρά ελάχιστα ίχνη από τις εγκαταστάσεις των προγόνων καθώς ο τρόπος κατασκευής τους και η απουσία των ανθρώπων τις άφησαν στο έλεος του καιρού. Από τα κτίσματα εκείνης της εποχής σώζονται κάποιες ταράτσες και αυτό χάρη στη ανάγκη των κτηνοτρόφων.  Ταράτσες επί του προκειμένου είναι μια κατασκευή η οποία αποτελείται από μια στέγη και τα ξύλα που την κρατάνε ενώ πολλές φορές στεγάζουν και ένα χαμηλό τοίχο που έπαιζε το ρόλο του μαντριού.

 Η στέγη της, όπως μας είπε ο Παναγιώτης Τσώνος παλαιότερα ήταν από πατημένο χώμα ενώ αρκετές ήταν και εκείνες που είχαν κεραμίδια που είχαν φτιάξει οι ίδιοι οι άνθρωποι και από αυτά που κομμάτια τους είναι διασπαρμένα σε διάφορα σημεία καταλαβαίνουμε που υπήρχαν κάποτε ταράτσες. Ο Παναγιώτης Τσώνος, ο ιστορικός χασάπης του Αγίου Γεωργίου πρόλαβε και πριν λυγίσει η ταράτσα στην οποία έζησε τα παιδικά του χρόνια σαν τσοπανόπουλο, την επισκεύασε και σήμερα αποτελεί ένα μνημείο για την περιοχή.

Μια άλλη ταράτσα με χώμα στη στέγη της αλλά πάνω από ένα αδιάβροχο υλικό είναι στον Ασπρόκαμπο και στεγάζει τον Γιάννη Στεφανή από τη Βίτωλη που βόσκει εκεί ένα κοπάδι κατσίκια.  Στην ίδια περιοχή, ανεβαίνουν μέχρι σήμερα και κάνα δυο άλλα κοπάδια, των Κυριακάκηδων από τον Άγιο Γεώργιο και διακρίνονται κάποιες εγκαταστάσεις που πολλές φορές χρησιμοποιούνται από τους κυνηγούς όταν τους πιάνει κακοκαιρία το χειμώνα.

Από τον Ασπρόκαμπο πήραμε το χωματόδρομο που οδηγεί στη Ζιώψη η οποία τελευταία προκαλεί το ενδιαφέρον και ήδη κατοικείται από δυο – τρεις ανθρώπους που τους αρέσει η τοποθεσία με την υπέροχη θέα στον Τυμφρηστό και οι οποίοι έχουν φτιάξει ωραίους κήπους που αρδεύονται από τα άφθονα νερά της βρύσης της πλατείας με τον μεγάλο πλάτανο. Το παράδειγμά τους όπως μαθαίνω σκέφτονται να ακολουθήσουν και άλλοι κι έτσι δεν αποκλείεται σε λίγα χρόνια να ζωντανέψουν όλα τα σπίτια του παρατημένου χωριού.

Ο Δημήτρης Αντωνόπουλος δείχνει την κουφάλα ενός δέντρου μπροστά από το εξωκλήσι του Αϊ – Λιά όπου όταν ήταν παιδί ανέβηκε να πάρει τα πουλάκια από μια φωλιά.

Ζωντάνεμα παρατηρείται όμως και στην ευρύτερη περιοχή πάνω από τον Άγιο Γεώργιο καθώς είναι αρκετοί εκείνοι που έχουν τη δυνατότητα να αρχίσουν να ξαναφτιάχνουν τα χωράφια τους και τα αμπέλια τους, κυρίως συνταξιούχοι γιατί όπως καταλαβαίνουμε όλοι ένα τέτοιο εγχείρημα απαιτεί τουλάχιστον ένα μικρό σίγουρο εισόδημα. Ανάμεσα σε αυτούς είναι και ο Ηλίας Δ. Αντωνόπουλος που μαζί με τον πατέρα του περιηγηθήκαμε την περιοχή πριν από λίγες ημέρες και σταθήκαμε λίγο στο κτήμα τους, στη θέση Παναγία.

Ο Δημήτρης και ο Ηλίας Αντωνόπουλος μπροστά στις ωραίες και δροσερές βρύσες της Ζιώψης.


Ο Ηλίας συνταξιοδοτήθηκε από την Πυροσβεστική και πήρε τη σκυτάλη στα κτήματα και τα αμπέλια από τον πατέρα του Δημήτρη Αντωνόπουλο και συνεχίζει ικανοποιητικά. Δεν έμεινε όμως σε αυτά που βρήκε αλλά φυτεύει συνέχεια νέα δέντρα και ακόμη έφτιαξε μελίσσια τα οποία διατηρεί σε ένα οργανωμένο μελισσομάντρι στην άκρη του χωραφιού. Δεν είναι πολλά για να αναγκάζεται να τα μετακινεί αλλά όπως λέει, ο τόπος μπορεί να συντηρήσει μελίσσια όλο το χρόνο και να κάνουν και ωραίο μέλι καθώς διαθέτει ένα πλήθος ανθοφόρας βλάστησης. 

ΥΓ. Το κείμενο και οι φωτογραφίες δημοσιεύτηκαν στο ένθετο περιοδικό για το κυνήγι και τη φύση, της εφημερίδας Έθνος.