Δευτέρα 28 Νοεμβρίου 2016

ΟΙ ΣΙΤΟΒΟΛΩΝΕΣ ΤΗΣ ΠΑΛΙΑΣ ΕΠΟΧΉΣ



Το χωριό μου, η Μεγάλη Κάψη Φθιώτιδας, είναι χτισμένο σε τέτοιο υψόμετρο που μπορεί να βλέπει, έστω και αν της κρύβει το μεγαλύτερο μέρος της κοιλάδας του Σπερχειού το δασωμένο μπροστά της βουνό το οποίο καλείται Μαυρογιάννη, ένα μεγάλο μέρος από τις πλαγιές των χαμηλών χωματόβουνων που την ορίζουν την Δυτική Φθιώτιδα…



Σε αυτές τις πλαγιές θυμάμαι πως σε πολλά σημεία υπήρχαν ξέφωτα τα οποία είχαν κερδηθεί κάποτε από το δάσος προς χάρη της γεωργίας και της εγκατάστασης των ανθρώπων που η παρουσία τους πλέον εκεί απομάκρυνε τα αγρίμια στις πιο απόκρημνες κα δύσβατες περιοχές των βουνών όπου και διατηρήθηκαν ως τα σήμερα. Στις τελευταίες δεκαετίες, ιδίως μετά την δεκαετία του ’60 αυτά τα ξέφωτα εγκαταλείφθηκαν για λόγους που όλοι γνωρίζουμε και το δάσος σιγά – σιγά στην αρχή και δυναμικά στη συνέχεια κατάκτησε πάλι το χαμένο του έδαφος και εδραιώθηκε όπως την παλιά εποχή.



Αυτά τα ξέφωτα, είναι άγνωστο πότε τα κέρδισε ο άνθρωπος από το δάσος και χωρίς υπερβολές πολλά θα μπορούσαμε να πούμε πως δημιουργήθηκαν στην αυγή της γεωργίας και διατηρήθηκαν λειτουργικά σε μια σειρά αιώνων μιας και ποτέ δεν φαίνεται πως ερήμωσε για μεγάλο διάστημα ο τόπος. Σε αυτά λοιπόν τα ξέφωτα, ο άνθρωπος είχε τα χωράφια του, τα κήπια του, το σπίτι του και τα μαντριά του και διακρίνονταν από μακριά από τα χρώματα που έπαιρναν τα σπαρτά στην εναλλαγή των εποχών και τον καπνό που ανέβαινε από το τζάκι του σπιτιού ή το παραγώνι της καλύβας και του μαντριού.



Πρόλαβα να τα δω αυτά τα πράγματα και να επισκεφτώ πολλές εγκαταστάσεις όταν αυτές ήταν ζωντανές και είχαν κόσμο αλλά είμαι και μάρτυς μισού αιώνα πάλι της σταδιακής εγκατάλειψής τους και της πλήρους ερήμωσής τους τις τελευταίες δεκαετίες. Το γεγονός εκτός από το συναισθηματικό κόμπιασμα που προκαλεί πια η οργιώδης επιστροφή του δάσους, αν εκτιμηθεί με οικονομικά κριτήρια, τότε μπορούμε να μιλούμε για μια πλήρη, ολοκληρωτική καταστροφή της τοπικής παραγωγής στη γεωργία, κτηνοτροφία και δασοπονία στη Δυτική Φθιώτιδα της οποίας οι συνέπειες διακρίνονται στις μαραζωμένες μικρές κοινότητες που διασώζονται ακόμη και στις δυο πλευρές του Σπερχειού.  



Με αυτές τις σκέψεις πήγα πριν από λίγες ημέρες στην Τσούκα, ένα χωριό πάνω από τη Μακρακώμη το οποίο όπως μου είπαν οι φίλοι εκεί έχει παραπάνω από 350 μόνιμους κατοίκους και μια μεγάλη γεωργοκτηνοτροφική δραστηριότητα για την οποία θα μιλήσουμε σε επόμενο σημείωμα. Από την Τσούκα λοιπόν με τον Γιώργο Καραλή, πρόεδρο του Πολιτιστικού Συλλόγου «Όρειος Μείραξ» και τον εξαιρετικό οδηγό Παναγιώτη Κωνσταντέλλο ή Dell για τους γνωστούς ξεκινήσαμε να γνωρίσουμε την περιοχή πάνω από το χωριό ακολουθώντας το δρόμο που οδηγεί στο Ζαχαράκη και τη 
Ρεντίνα.



Εκεί λοιπόν είδα πως η μάχη του ανθρώπου με το δάσος δεν έχει σταματήσει και σε πολλά σημεία διατηρείται ακόμη η ισορροπία αυτού με τη γεωργία. Τούτο βεβαίως οφείλεται στο ότι τα χωράφια της Τσούκας καθότι σχετικά επίπεδα μπορούν να οργωθούν με μηχανήματα αντί της παραδοσιακής μεθόδου με μουλάρια και βόδια και το προϊόν που παράγεται να αποτελεί τροφή, έστω και χλωρή για τα κοπάδια από τα αιγοπρόβατα που διατηρούν εκεί.



Το γεγονός, όπως αναφέρεται και στις αφηγήσεις των παλαιότερων αλλά και στην γραπτή ιστορία της περιοχής, πρέπει να είναι αποτέλεσμα της διαρκούς, ανά τους αιώνες καλλιέργεια αυτών των ημιορεινών σιτοβολώνων και το μαρτυρούν ακόμη και οι μεγάλες βελανιδιές που υπάρχουν στα σύνορα των χωραφιών και σε αρκετά σημεία μέσα σε αυτά. Για κάποιους λόγους, πρακτικούς αλλά και συμβολικούς, οι άνθρωποι που ξεχέρσωσαν τα αρχαία δάση για να τα καλλιεργήσουν άφηναν κάποια δέντρα να έχουν σκιά για το κοπάδι και τον θεριστή ή να βρίσκουν καταφύγιο όταν έπιανε καμιά ξαφνική μπόρα και για να τα προστατεύσουν από κανένα ασεβές τσεκούρι, τα περιέβαλλαν με μύθους και δοξασίες.



Από αυτή την μικρή διαδρομή σας παρουσιάζουμε σήμερα λίγες φωτογραφίες και θα επανέλθουμε σύντομα με περισσότερα για την περιοχή, τους ανθρώπους και τα έργα τους.


ΑΘΗΝΑ, 28112016

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου