Τρίτη 14 Αυγούστου 2018

ΤΟ ΤΖΑΚΙ ΠΟΥ ΠΕΡΙΜΕΝΕΙ ΜΙΑ ΝΕΑ ΣΠΙΘΑ




Ο κύριος λόγος που διάλεξαν κάποτε οι άνθρωποι να κατοικήσουν στα Ισιώματα, σε μια προσήλια πλαγιά του Αχελώου κοντά στο χωριό Σιβίστα, ήταν ότι ήταν ότι βρίσκονταν κοντά στο νερό αλλά και σε μια απόσταση ασφαλείας από το μεγάλο και απρόοπτο ποτάμι. Εκεί, σε άγνωστη στιγμή της ιστορίας του τόπου, έστησαν το πρώτο καλύβι τους με κλαδιά και πέτρες, έσπειραν τις γενιές που ακολούθησαν και κράτησαν ζωντανό τον τόπο μέχρι τις μέρες μας σχεδόν που έσβησαν χωριά και κοινότητες,  διαλύθηκαν κοπάδια και κολληγιές, γειτονιές και στράτες βουβάθηκαν και έκλεισαν από τα βάτα και τα αγριόδεντρα.

Εκείνοι οι άνθρωποι τον σέβονταν τον τόπο, δεν τον πλήγωναν με νταμάρια κι έτσι οι πέτρες που έπιασαν στα χέρια τους να στήσουν το καλύβι τους, από τη φλούδα της γης της πήραν και πήραν μόνο όσες είχαν ανάγκη και τις έβαλαν τη μια πάνω στην άλλη προσεκτικά και με τέχνη για να υψώσουν τους τοίχους και στη σκεπή, πάλι φλούδες από πέτρες έβαλαν γιατί το χώμα της γης τους ήταν γεμάτο χαλίκια και δεν μπορούσαν να ζυμώσουν κεραμίδια. Κάποιους τοίχους του έφτιαξαν με κλαριά, τα έπλεξαν γύρω από μεγάλα παλούκια και τα άλειψαν με λάσπη για να κρατήσουν έξω το κρύο και τη ζέστη. Στο πάτωμα κράτησαν το χώμα και σε μια άκρη, έστρωσαν σανίδια και έφτιαξαν τα κρεβάτια τους όπου δίπλα ο ένας στον άλλο άφηναν το κορμί τους και το μυαλό τους να το αλαφρώσει ο ύπνος.

Δεν ήταν όμως μόνο το κρεβάτι που μάζευε τη φαμελιά μετά τον κάματο και τις δυσκολίες της μέρας στο σπίτι· οι δουλειές του χωραφιού και του κοπαδιού πολλές φορές τους ανάγκαζαν να κοιμηθούν στο ύπαιθρο, σε κάποια εσοχή των βράχων ή να ξημερώσουν σε μια κουφάλα από δέντρο. Η βαριά αλλά αδιάβροχη κάπα που κουβαλούσαν όλοι στην πλάτη, ήταν η κουβέρτα και το μαξιλάρι τους μαζί όλο το χρόνο και σε κάθε περίπτωση.
Στο καλύβι μαζεύονταν κάθε μέρα όλοι μπροστά από το τζάκι και με το νου τους 
στραμμένο στη γάστρα που έψηνε στη θράκα του τη μπομπότα και ότι πίττες έφτιαχνε με τα μέσα που διέθετε η κάθε νοικοκυρά ή στην κατσαρόλα που έβραζε αυτά που έβγαζε ο κήπος, το χωράφι και το κοπάδι γιατί εκεί μετριόνταν η προκοπή κάθε σπιτιού και στο χαμηλό τραπέζι μοιράζονταν ίσια σε όλους. Στο ίδιο τζάκι πάλι μπροστά μαζεύονταν το χειμώνα να ζεστάνουν το κορμί τους και στο αχνό φως από τα κλαριά συζήταγαν τα καθέκαστα της ημέρας, έλεγαν ιστορίες από τα παλιά και οι γυναίκες πάλευαν με τα εργόχειρά τους.  

Όταν έφυγαν οι άνθρωποι από τα Ισιώματα αλλά και από κάθε σπίτι και καλύβι στην Ευρυτανία πολλοί δεν χρειάστηκε καν να τα κλειδώσουν καθώς ότι τα αναγκαία τα πήραν μαζί τους και τίποτα απ’ ότι άφησαν δεν είχε καμιά αξία. Ούτε και κανένας έμεινε πίσω είχε διάθεση να το ψάξει εκτός αν αυτός είχε κανένα κοπαδάκι γιδοπρόβατα που  ήθελε να το στεγάσει εκεί γιατί τον βόλευε κι έτσι του έδινε μια ολιγόχρονη παράταση ζωής μέχρι που κι αυτός τα παρατούσε κι έφευγε για να μην ξαναγυρίσει πια ποτέ στον τόπο.
Σε αντίθετη περίπτωση, αναλάμβανε ο καιρός και καθώς δεν ήταν κανένας εκεί να το υποστηρίξει, το μαδούσε σιγά – σιγά με τους αέρηδες και η βροχή που εύρισκε παντού τρύπες να μπει μέσα δεν αργούσε να το διαλύσει. Το μόνο στοιχείο του που μπορούσε να αντισταθεί ήταν ο τοίχος με το τζάκι αλλά και αυτό δεν θα άντεχε πολύ. Λίγο η βροχή, λίγο η παγωνιά το υπονόμευαν και σιγά – σιγά το άφησαν να στέκει όρθιο σαν σκηνικό από μια άλλη εποχή που σε λίγο κανένας δεν θα θυμάται ή σαν οικογενειακό εικόνισμα στην άκρη του παρατημένου χωραφιού που μπορεί κανένας περαστικός να ανάψει κι ένα κεράκι στη μνήμη όλων των ψυχών που στην παραστιά του προσκύνησαν.

Το τζάκι είναι το μόνο στοιχείο στο παρατημένο σπίτι στα Ισιώματα που για λίγα χρόνια ακόμη θα θυμίζει πως κάποτε εκεί υπήρχε ένα ζωντανό σπίτι· εκεί στην ερημιά του Αχελώου  ως ένα μνημείο μιας άλλης ζωής που κανένας δεν αποκλείει να επιστρέψει κι αυτό πάλι να παίξει τον μόνο ρόλο που ξέρει: να μαζεύει μπροστά του την οικογένεια που τους δεσμούς της δυνάμωνε ο κοινός αγώνας για μια λειψή σοδειά από το φτενοχώραφο και μια στάλα γάλα από το κοπαδάκι που βοσκούσε στους πουρναρότοπους.  

ΥΓ. Την φωτογραφία τράβηξε η Αγλαϊα Σκεπετάρη που με τον φακό της καταγράφει με αγάπη και προσοχή όλα τα ιδιαίτερα στοιχεία του τόπου της.

ΑΘΗΝΑ, 14082018, Περιοδικό "Δημοκρατία - Κυνήγι", 07082018

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου