Σελίδες

Πέμπτη 27 Οκτωβρίου 2011

ΑΦΗΓΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ ΤΟΥ '40

Πόσοι, αλήθεια, απέμειναν ζωντανοί σήμερα από εκείνους τους στρατιώτες που πήραν μέρος στον ελληνο-ιταλικό πόλεμο το χειμώνα του 1940-41, κατόπιν αμύνθηκαν στη γερμανική εισβολή, την επόμενη άνοιξη, και εν τέλει τον πιο σκληρό Απρίλη της Ελλάδας, νικητές παραδόθηκαν στη μοίρα του ηττημένου;

Λίγοι, πολύ λίγοι είναι αυτοί που έφτασαν ώς τις μέρες μας και είναι σε θέση ακόμη να αφηγηθούν τα όσα, από τη θέση που βρίσκονταν, έζησαν εκείνη την περίοδο. Ολοι βεβαίως βαδίζουν στην 9η δεκαετία της ζωής τους και παρά το βάρος των χρόνων που κουβαλάνε, ισιώνουν το κορμί σαν παλικαράκια σαν αρχίζουν να μιλάνε για τις ημέρες του πολέμου και τα θολωμένα μάτια τους αστράφτουν σαν στη μνήμη τους έρχονται εικόνες φόβου από τα πεδία των μαχών, αλλά και πατριωτικού ενθουσιασμού σαν αναφέρονται σε μικρά και μεγάλα κατορθώματα. Το μεγαλύτερο όμως κατόρθωμα για όλους είναι ότι, από την ημέρα που έπαψαν να είναι στρατιώτες, κατάφεραν να φτάσουν ζωντανοί στα σπίτια τους!

Βρήκαμε (το φθινόπωρο του 2008) τέσσερις από αυτούς και μιλήσαμε μαζί τους:
Τον Βαγγέλη Γαλάνη, μεταγωγικό στην Αλβανία, στο συνοικισμό Μυλογόζι του Μυροφύλλου Τρικάλων.
Τον Κώστα Λιανό, μεταγωγικό στην Αλβανία, στο χωριό Παλαιοχώρι Λοκρίδας.
Τον Γιώργο Τσιτσιμπή, τυφεκιοφόρο και ανάπηρο με ένα πόδι από την τελευταία μάχη στο Πόγραδετς, στις 12 Απριλίου 1941, στη Νεράιδα του Δήμου Ιτάμου Αγράφων.
Τον Σπύρο Δήμο, υπερασπιστή των οχυρών Μεταξά, στο χωριό του, τα Σαραντάπορα της ορεινής Καρδίτσας.

Σίγουρα υπήρχαν και πολλοί άλλοι, αλλά τους 4 προαναφερόμενους τους ένωνε και ένα άλλο κατόρθωμα: εκτός από τις ημέρες που κατεβαίνουν στην κοντινή τους πόλη για ιατρικές εξετάσεις και ψώνια, όλο τον υπόλοιπο χρόνο κατοικούν μόνιμα στα χωριά τους.

ΣΗΜΕΙΩΣΗ:  Οι συνεντεύξεις με τους πολεμιστές του 1940 συνεχίστηκαν και τα επόμενα χρόνια με πολλούς εν ζωή Έλληνες που πρωταγωνίστηκαν σε εκείνη την περίοδο και συνθέτουν ένα ενδιαφέρον υλικο καταγραφής, όχι μόνο για τους ιστορικούς αλλά για κάθε τόπο και κοινότητα ανθρώπων.


ΓΙΩΡΓΟΣ ΤΣΙΤΣΙΜΠΗΣ Τυφεκιοφόρος

Ένας όλμος τού άλλαξε τη ζωή...


Οποιος γνωρίσει τον μπαρμπα-Γιώργο και ακούσει τη ζωή του, δικαίως θα σκεφτεί τι θα μπορούσε να είχε κάνει αυτός ο άνθρωπος αν δεν είχε αφήσει ένα πόδι στην Αλβανία...


Ο Γιώργος Τσιτσιμπής (1917 - 2010), από τα Σαραντάπορα της Καρδίτσας, υπηρέτησε κανονικά στην κλάση του το 1938, διακρίθηκε ως καλός σκοπευτής (επαινέθηκε μάλιστα για την ευστοχία του) και απολύθηκε τον Απρίλη του 1940. Με την κήρυξη του πολέμου επιστρατεύεται και παρουσιάζεται στο 5ο Σύνταγμα Τρικάλων. Από εκεί πηγαίνει στα έμπεδα της Λάρισας και τελικά εντάσσεται στο 13ο Σύνταγμα της Χίου, το οποίο επιχειρεί τους πρώτους μήνες του 1941 στην προωθημένη γραμμή του Πόγραδετς. Εκεί στα παγωμένα χαρακώματα ο σκληρός Αγραφιώτης δείχνει τις ικανότητές του, αλλά στην τελευταία μάχη που έδωσε η μονάδα του τραυματίζεται σοβαρά στο πόδι και λίγες ώρες πριν καταρρεύσει το μέτωπο χειρουργείται στην Κορυτσά και επιστρέφει ύστερα από 4 μήνες στο χωριό του με ένα πόδι.

Τον βρήκα το καλοκαίρι του 2008 στο χωριό και άνοιξα μια μεγάλη κουβέντα μαζί του• τη συνεχίσαμε πριν από λίγες ημέρες στην Αθήνα και μιλήσαμε με τις ώρες. Οταν τελείωσα την απομαγνητοφώνηση διαπίστωσα πως, χωρίς να το καταλάβουμε, γράψαμε ένα βιβλίο! Από τις σπουδαίες σελίδες όμως της ζωής του διαλέξαμε εκείνες που, όπως λέει, μέσα σε μια στιγμή άλλαξαν τη ζωή του για πάντα.

«...Μόλις ήθελε να φέξει, διαταγή από τη Μεραρχία, επίθεση. Πάλι επίθεση όλα τα στρατεύματα της περιοχής εκείνης εκεί. Ορέ γαμώ το κέρατό του... Εμένα, μου λέει ο λοχαγός να καθίσεις εκεί να βάζεις με το τρεμπλόν, μη πας μπροστά με τη λόγχη, θα βάζεις από εδώ τώρα. Ξέρω, τους κανονίζω εγώ, λέω. Ξέρω, έμαθα, λέει, είσαι καλός. Ολοι οι άλλοι, εφ' όπλου λόγχη οι κακομοίρηδες. Ενα παιδί, στην τράπεζα δούλευε, μόλις ήρθε το βράδυ -έπαιρναν μεγάλες κλάσεις τότε- πήγε σε μια μεριά στο χαράκωμα και του λέω: αν ρίξουν όλμους, γιατί έριχναν τη νύχτα οι Ιταλοί, μη καθίσεις αυτού, γιατί θα σε σκοτώσουν. Ρίχνουν όλμους, είναι επισημασμένο το μέρος. Μην καθίσεις, αλλού τράβα, σε άλλο χαράκωμα τρύπωσε. Δεν άκουσε αυτό που του είπα...

»...Ηταν μια διμοιρία εκεί σε ένα χαράκωμα. Διατάχθηκε ένας διμοιρίτης να κάνει επίθεση. Κάνει επίθεση ο κακομοίρης εκεί, έπεσαν με τα μούτρα. Τον έβλεπα, δεν μου 'τυχε καμιά φορά να κάνω επίθεση με τη λόγχη. Τους έβλεπα με τις λόγχες, πήδηξαν επάνω, πετάχτηκαν οι Ιταλοί με τα χέρια επάνω, παραδόθηκαν. Ενας λόχος Ιταλοί, τους πήραν, πάνε για πίσω. Παρακάτω ήταν άλλοι, επιτέθηκαν εκεί, έπιασαν λιγάκι μάχη, ύστερα παραδόθηκαν κι εκείνοι. Τους πήραν, τους πάνε πίσω. Εγώ με τον λοχαγό. Ηταν κάτι ολμιστές σε μια μεριά. Μου λέει, κάτσε εδώ εσύ, θα ρίξεις όλα τα βλήματα και τότε θα φύγεις εσύ από εδώ και θα 'ρθείς σε εμένα που θα είμαι μπροστά. Ηξερα εγώ πού ήταν αυτός; Κοιτάω τους ολμιστές, ήταν σε ένα χαράκωμα, ήταν ένα υπολοχαγός, είχε 4 - 5 στρατιώτες. Α, λέει, εφ' όπλου λόγχη. Τρελάθηκες; λέει ένας λοχίας, Κρητικός, τι τη θέλεις την εφ' όπλου λόγχη κύριε υπολοχαγέ; Να κάνουμε επίθεση! Επίθεση χωρίς προπαρασκευή πυροβολικού λέω, όλμων και τα λοιπά, πώς θα πάμε έτσι, λέω, θα μας σκοτώσουν, θα πάμε σαν αρνιά το Πάσχα. Εφ' όπλου λόγχη λέει, όποιος δεν υπακούσει θα τον σκοτώσω. Τότε είχαν διαταγή. Είπες όχι, μπαμ εκτέλεση. Εγώ ήμουν εκεί δίπλα. Ο θεός όμως τον έφερε έναν όλμο. Δεν έπεσε μέσα στο χαράκωμα, έπεσε έξω και καθώς πέφτουν τα βλήματα, φεύγουν έτσι, σηκώνουν το μέρος που ήμουν εγώ. Από εκεί ήταν ένας άλλος από την Κρήτη, τον παίρνουν τον κακομοίρη τα βλήματα και του τσάκισαν τα χέρια, τις πλάτες, χάλια. Μόλις είδε αυτό, έφυγε ο λοχαγός. Μόλις είδε άσπρισε. Του λέει ο λοχίας. Κύριε λοχαγέ, θα κάνουμε επίθεση; Οχι, όχι λέει. Κάτσε, κάτσε. Εκείνη τη στιγμή στέλνει ο λοχαγός σύνδεσμο και λέει: ο Τσιτσιμπής αυτός να έρθει μαζί σας. Τους άφησε εκεί. Τι έγιναν; Αυτοί ξέρουν...

»... Κάποια ώρα, κάτι γεροντάκια -επιστράτευαν τότε μεγάλους σε ηλικία- τέσσερα του Πυροβολικού ήρθαν εκεί. Δυο δεν μπορούσαν να πάνε. Επρεπε να είναι τέσσερις. Μεγάλη διαδρομή. Ηξεραν το μέρος αυτοί. Βρε παιδιά λέω, νερό. Ακουγα κάτι ρεματάκια με νερό. Οι καημένοι οι τραυματιοφορείς ήξεραν πως δεν κάνει να πιω νερό. Μου λένε, συνάδελφε δεν κάνει να πιεις νερό, πιο πέρα θα βρούμε καθαρότερο, εδώ έχει πτώματα, ξέρω εμείς, να μην πιούμε τα πτώματα, ξέρω εγώ ένα νεράκι, εκεί θα πιούμε, να με ξεγελάσουν. Κατάλαβα εγώ. Πάμε πιο πέρα, πού νερό. Νερό, βρε παιδιά. Θα βρούμε, δεν το βρήκαμε ακόμα. Φτάσαμε σε ένα αγροτικό σπίτι. Ηταν σε ένα χωράφι, ένα σπίτι. Μόλις μας είδαν με τα κιάλια οι Ιταλιάνοι από μέσα άρχισαν να ρίχνουν. Α, τώρα λέω. Φευγάστε, τρυπώστε εσείς να γλιτώσετε. Εγώ, ένας είμαι, τραυματισμένος. Τι να κάνουν οι κακομοίρηδες, το έσκασαν. Με άφησαν μέσα στο χωράφι. Αν έρθει καμία, δεν πίστευα πως θα 'ρθει γιατί το πυροβολικό δεν είναι πολύ εύστοχο. Ηξερα, έπρεπε να έρθει εκεί που χρειάζεται για να σε πάρει. Και να ρίχνει το πυροβολικό βροχή. Ρίξετε λέω. Εριξαν τρία - τέσσερα, τα παράτησαν ύστερα. Α, κάποια ώρα μέσα από κάτι ρουπάκια έβγαιναν αυτοί. Ελάτε τώρα λέω, μη φοβάστε. Ελάτε. Μη μας ρίξουν. Είμαστε στη λάκκα, άμα μπούμε στο λόγγο, ας ρίχνουν. Με πήραν από εκεί, μπήκαμε μέσα στο ντυμένο ύστερα, πού να μας δούνε. Δεν ξανάριξαν. Πηγαίναμε, ύστερα μας πήραν κάτι αυτοκίνητα, φορτηγά. Ηταν ένας δρόμος, τόση η λάσπη. Και να σε κουνάνε, τραυματισμένος. Να σε πονάει. Αϊ στο διάολο...

»... Φτάνουμε στο Ορεινό Χειρουργείο. Ηταν ένας ανθυπίατρος. Μόλις με είδε, με είδε σε τι βάσανο ήμουν. Παίρνει ένα ποτήρι με τσάι, πιε το μου λέει. Δώστο μου να το πιω, ακόμα τόλεγε η περδικούλα μου. Θα το πιω. Θα καείς, θα το χύσεις. Δεν το χύνω, λέω. Δεν είμαι από εκεινούς. Μόλις το πήρα, εκείνο ήταν. Αντί να το πάω στο στόμα, το πήγα στα ρούχα. Ζεματίστηκα. Αμέσως αυτός κάτι οινόπνευμα μου έβαλε επάνω και μου πέρασε με εκείνο το οινόπνευμα. Δεν με έκαψε. Από εκεί, γραμμή ύστερα, Κορυτσά. Στην Κορυτσά, ωραίο νοσοκομείο, ήταν καλό. Εκείνης της εποχής ήταν άλφα - άλφα. Και να 'ναι στους Αλβανούς! Μπορεί να το είχαν φτιάξει οι Ιταλιάνοι. Πήγα εκεί, κόντευε να ξημερώσει, ήταν νύχτα. Ηρθε μια νοσοκόμα, ύστερα ο γιατρός. Α, κάνε αυτή την ένεση της λέει. Παυσίπονη, από εκείνες που έκανε, κάτι μικρές. Πού να με έπιανε εμένα ένεση. Πήγα να πεθάνω από τον πόνο. Τα χρειάστηκα τότε. Τι φωνάζεις, λέει μια νοσοκόμα εκεί. Λέει, τι φωνάζεις; Ηταν κάτι πτυελοδοχεία πάνω στο κομοδίνο, τα τράβηξα από κοντά της εκεί, έφτασαν, έφτασαν. Με τόση δύναμη που τα εκσφενδόνιζα, αν την έπιανε κανένα, θα τη σκότωνα στον τόπο. Ντιπ. Μόλις αυτό, πήγε για παράπονα. Ηρθε ο γιατρός. Μου λέει, παιδί μου, αυτό και αυτό συμβαίνει. Πρέπει να σε χειρουργήσουμε. Αλλιώς δεν περνάει ο πόνος. Χειρούργημα; λέω. Χειρούργημα. Θα σου κάνω μια ένεση αλλά κοστίζει πολλά λεφτά, 400 δραχμές. Εγώ λέω, δεν αξίζω 400 δραχμές γιατρέ λέω. Δεν έχουμε, ο στρατός. Και μου κάνει μια από τις παυσίπονες. Ηταν τότε, έβγαναν αυτές τις μεγάλες, τις παυσίπονες.. Μου 'κανε, πού, τίποτα. Τζιαούναγα, δεν μπόρεγα.

»... Διαταγή να μετακινηθούν όλα τα στρατεύματα για τα Γιάννενα, έρχονταν ο γερμανικός στρατός. Ερχονταν. Γέμισε το νοσοκομείο Αλβανούς. Αυτοί έρχονταν για πλιάτσικο, ήταν και Ελληνες. Οι γυναίκες είχαν ένα σταυρουδάκι, οι άντρες δεν θυμάμαι τι σημείο είχαν και τους κάναμε διάκριση. Μπήκαν πολλοί Αλβανοί μέσα και φοβόμασταν μη μας καθαρίσουν. Εκαναν πλιάτσικο. Δεν πάει, στο διάολο. Σε λιγάκι ώρα έρχεται ένας οδηγός, ένας Κρητικός, έκανε μεταφορές. Είχε ένα παλιοφορτηγό, ένα σαράβαλο. Ερχεται, τήραξε τον έναν. Τήραξε εμένα, μη φοβάσαι, μη φοβάσαι. Ενας μουστάκιας, ώς εδώ, ώς τα αυτιά το μουστάκι. Είμασταν κι εμείς... τη γενειάδα την είχαμε ώς εδώ. Με τα γένια, μουστάκια, ακούρευτοι, ψείρες. Ασ' τις ψείρες. Θέλω να σου πω, τα γένια τα είχαμε ως εδώ. Ημασταν όλοι ένα σόι. Ηρθε, μου λέει μη φοβάσαι, μη φοβάσαι τίποτα. Εγώ θα σε γλιτώσω. Εγώ ώς το βράδυ θα σε έχω στα Γιάννενα. Πώς θα με έχεις στα Γιάννενα; Είναι τόσο μακριά τα Γιάννενα. Μη σε νοιάζει εσένα, θα σε έχω στα Γιάννενα. Αυτός ήξερε το διάταγμα, τους βαριά τραυματίες πρώτα και ύστερα τους ελαφρότερα. Ξεκινήσαμε, μόλις δεν ήταν πολλά χιλιόμετρα από εκεί που φύγαμε, δεν θυμάμαι πόσα χιλιόμετρα, κοιτάμε ήταν μια φάλαγγα, κι έρχονταν όλο στρατός, μεταγωγικά, πυροβόλα, ήταν Σέρβοι. Τους κυνηγούσε ο γερμανικός στρατός και αυτοί πήγαιναν να μπουν στην Ελλάδα. Εμείς φεύγουμε τότε κι αυτουνούς τους αφήσαμε στο Αλβανικό. Ηταν ακόμα πολύς στρατός».
......

Ο ανάπηρος στρατιώτης Γιώργος Τσιτσιμπής έφτασε στην Αθήνα, νοσηλεύτηκε με πολλές δυσκολίες στα νοσοκομεία και πήρε εξιτήριο στις 14 Αυγούστου από το Ζάππειο, όπου είχαν βάλει τους τραυματίες μετά την κατάληψη των άλλων νοσοκομείων από τους Γερμανούς. Με το τρένο επέστρεψε στην Καρδίτσα κι από εκεί με μουλάρι τον μετέφεραν οι δικοί του στο χωριό. Εκεί έζησε όλη την περίοδο της Κατοχής, της Αντίστασης κατόπιν, ενώ κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου, όπως όλοι οι συγχωριανοί του έζησε στην Καρδίτσα. Επέστρεψε παντρεμένος με την Ευρυδίκη Ζήση το 1950 στη Νεράιδα, με την οποία απέκτησαν δυο παιδιά και έζησε με ό,τι δουλειά μπορούσε να κάνει με τα χέρια του ενώ για πολλά χρόνια διετέλεσε πρόεδρος της κοινότητας και εργάστηκε συστηματικά και μεθοδικά για την ανάπτυξη του χωριού του. Μέχρι τον Αύγουστο του 2010 που πέθανε, τους περισσότερους μήνες ζούσε στην Αθήνα ενώ κάθε καλοκαίρι φρόντιζε να ανεβαίνει στο χωριό του, όπου όλοι τον αναγνώριζαν ως υπόδειγμα θέλησης και δύναμης κι ακόμη ως τον μεγαλύτερο κυνηγό που πέρασε από την περιοχή και θυμούνται το ωραίο κλαρίνο που έπαιζε στα πανηγύρια!


ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΓΑΛΑΝΗΣ Μεταγωγικός

Το ταξίδι της ζωής του....

Ο Βαγγέλης Γαλάνης έχασε τη συντροφιά του, τον αδερφό του, κι έτσι υποχρεώθηκε να πάει στα Τρίκαλα να έχει συντροφιά τα παιδιά του



Ο Βαγγέλης Γαλάνης (1916 - 2011) μέχρι το 1937, που κατατάχτηκε για πρώτη φορά στο στρατό στο 5ο Σύνταγμα Τρικάλων, δεν είχε φύγει ποτέ του από το Μυλογόζι, ένα απόμερο, πάνω από τον ρου του Αχελώου, μαχαλά του χωριού Μυρόφυλλο Τρικάλων. Γίδια και πρόβατα είχε και όπως έδειξαν τα πράγματα μέχρι σήμερα, αν δεν τον έπαιρναν τα γηρατειά, με αυτά ακόμη θα ασχολούνταν. Το 1939 απολύθηκε αλλά ένα χρόνο μετά τον κάλεσαν πάλι, τούτη τη φορά να πάει στην Αλβανία.

«Πήγα μέχρι τα στενά της Κλεισούρας στην Αλβανία. Μέχρι εκεί πήγα σ' ένα χωριό, Κούκερι το έλεγαν, και γύρισα με τα ποδάρια μαζί με δύο μουλάρια. Εγώ ήμουν του πεζικού, παρουσιάστηκα στο 5ο Σύνταγμα Τρικάλων. Εκεί έγινε ένα Τάγμα Πεζικού, περίσσεψα, δεν με πήραν. Μαζί με άλλους, καμιά 40αριά, μάς πήγαν στα έμπεδα στη Λάρισα. Εκεί μείναμε καμιά 40αριά ημέρες, μετά έκαναν επιτάξεις εκεί. Επίταξαν καραγκούνικα κάρα, εμένα μου έδωσαν ένα μονόκαρο μ' ένα μουλάρι.

»Δεν ήξερα να το μεταχειριστώ, αλλά με έμαθαν κάτι Καραγκούνηδες. Επάνω εκεί φόρτωσα ένα κιβώτιο πυρομαχικά ορεινού πυροβολικού. Ενα κιβώτιο μοναχά. Μετά μπήκαμε στο τρένο στη Λάρισα και βγήκαμε στην Καλαμπάκα. Από την Καλαμπάκα πήραμε τα κάρα και δρόμο δρόμο βγήκαμε στο Μέτσοβο. Το κάρο το τράβαγε το επιταγμένο μουλάρι. Εκεί κάτσαμε 2-3 ημέρες και μετά περάσαμε τα σύνορα και πήγαμε στην Πρεμετή, εγώ με το κάρο και το κιβώτιο με τα πυρομαχικά. Είχε 2-3 οβίδες μέσα. Προχωρώντας από κει πήγαμε στο χωριό Κούκερι. Εκεί αφήσαμε τα κάρα σε κάτι χωράφια και στα ζώα έβαλαν σαμάρια. Εκεί έγινα μεταγωγικός, στα μετόπισθεν. Ολο τον καιρό στις μεταγωγές, στο Κούκερι κοντά στα στενά της Κλεισούρας, ένας δρόμος από κει πάει για τα Τίρανα και ένας τρίτος πάει για τα Τρία Αβγά.

»Οταν κήρυξε η Γερμανία τον πόλεμο στις 6/4, εμείς οπισθοχωρήσαμε κανονικά. Από το Κούκερι ήρθαμε στα Γιάννενα όλο το τάγμα, δεν διαλύθηκε. Οταν ήρθαμε, κατά σύμπτωση είχαμε αναμερίσει σε ένα μέρος έξω από τα Γιάνεννα. Πέρασε η γερμανική φάλαγγα, πέρα για τα σύνορα, προς το Καλπάκι. Εκεί μείναμε εμείς. Θυμάμαι ακριβώς το Πάσχα, τη Λαμπρή. Το βράδυ είχε κάνει συνθηκολόγηση ο Τσολάκογλου και άρχισαν πυροβολισμοί στα Γιάννενα, γινόταν χαμός. Μόλις ξημέρωσε, μου λέει εμένα ο επιλοχίας που είχαμε: Φεύγουμε. Πού να πάμε; Να φύγουμε, δεν λέει τίποτα εδώ. Και μας λέει ο διοικητής, δεν θα φύγει κανένας. Εμείς θα πάμε κάπου αλλού. Αλλά δεν θα φύγει κανένας. Με αυτό που είπε ο διοικητής, έφυγαν, διαλύθηκε το τάγμα. Εφυγαν, κατάλαβαν τι έγινε. Φεύγω από τα Γιάννενα. Είχα το δικό μου μουλάρι, ένα άσπρο, αλλά ένας νοσοκόμος είχε ένα μουλάρι, ήταν εδώ από τα Τρίκαλα και πήγε και το έδεσε πίσω από το δικό μου. Πάρ' το, μου είπε, δεν το θέλω εγώ. Με μια ομάδα εμείς. Ο επιλοχίας αυτός είχε κάτι γνωστούς, ήταν από κάτω από το Αγρίνιο. Καμιά 10αριά ήμασταν. Περάσαμε και πήραμε το δρόμο της Αρτας, ήρθαμε στην Αρτα. Ο επιλοχίας αυτός, με την παρέα που είχε, πήγε για το Αγρίνιο. Εγώ γύρισα προς τα εδώ, με τα μουλάρια, το ένα πίσω από το άλλο. Ηρθα για το Μυρόκοβο, στο μαχαλά Μυλογόζι. Τα είχα κάμποσο καιρό. Μετά ήρθε μια διαταγή και πήγαμε στα Τρίκαλα να τα παραδώσουμε. Οι δικοί μας τα ζήτησαν. Τώρα, τι τα έκαναν αυτοί, δεν ξέρω. Στους Γερμανούς τα έδωσαν; Δεν ξέρω...»

Ετσι πήγαν χαμένα τα μουλάρια που έφερε στο Μυλογόζι ο Βαγγέλης Γαλάνης από την Αλβανία. Ποιοι και πως τους ξετρύπωσαν εκεί, ούτε που θυμάται. Λέει όμως πώς τότε στον τόπο του έλυναν και έδεναν οι χωροφύλακες, οι οποίοι είχαν παντού τους ανθρώπους τους. Ετσι πρέπει να τον εντόπισαν.
....

Από τότε και μέχρι την αρχή του 2008 ο Βαγγέλης Γαλάνης ζούσε στο Μυλογόζι, πρώτα με την οικογένειά του και στα τελευταία χρόνια μόνος με τον κατά 3 χρόνια μικρότερο αδερφό του Λάμπρο και, ανεξάρτητα με το τι γίνονταν στον κόσμο, αυτοί είχαν τα γίδια τους και τα πρόβατά τους. Από την ημέρα όμως που έπαψε να ζει ο Λάμπρος, τον Βαγγέλη τον πήραν τα παιδιά του και ζει μαζί τους στα Τρίκαλα. Σημειώνουμε πως και οι δυο τους είναι οι τελευταίοι άνθρωποι που συνάντησαν τον Αρη Βελουχιώτη, στην προσπάθειά του να κατεβεί το απόκρημνο Μυλογόζι και να περάσει τον Αχελώο, προσπάθεια που είχε κατάληξη το θάνατό του στο λαγκάδι Φάγγος της Μεσούντας.



ΚΩΣΤΑΣ ΛΙΑΝΟΣ, Μεταγωγικός

«Μόλις ξυπνήσαμε άρχισαν να μας πυροβολούν»


Ελευθερία της πατρίδας για τον Κώστα Λιανό σήμαινε πως κανένας δεν είχε το δικαίωμα να του στερήσει τη δυνατότητα να οργώσει και να σπείρει τη γη του!
Αγρότης και αυτοδίδακτος μηχανουργός ο Κώστας Λιανός (1917), από το Παλαιοχώρι της Λοκρίδας, κατετάγη κληρωτός το 1938 και υπηρέτησε 8 μήνες ως προστάτης οικογένειας στο περίφημο 542 Σύνταγμα Ευζώνων της Λαμίας. Στις 20 Αυγούστου 1940 επιστρατεύεται πάλι στο ίδιο Σύνταγμα, με την ειδικότητα του μεταγωγικού, και η ιταλική επίθεση βρίσκει τη μονάδα του (Λόχος Διοικήσεως του 1ου Τάγματος) στο μοναστήρι της Κληματιάς, στην Τσαμουριά. Η μονάδα του, με τα ηρωικά μεταγωγικά της, παρέμεινε στο μέτωπο μέχρι την ημέρα της κατάρρευσης και ο Κώστας, όπως όλοι οι στρατιώτες, παίρνει το δρόμο της επιστροφής στο χωριό με τα πόδια έχοντας συντροφιά το άλογο, Καρατζίκο το έλεγε, με το οποίο είχε δεθεί όλο αυτό το διάστημα, καθώς και ένα μουλάρι που μάζεψε στο δρόμο.

«...Με ένα ζωντανό ξεκίνησα εγώ, μαζί με έναν άλλο από το χωριό μας, τον Γιώργο Νικολάου και ένα παιδί από τη Σουβάλα, κάποιον Δεληγιάννη. Οταν ξεκινήσαμε μαζί μας ήταν και ο ταγματάρχης μας, Καραμέρη τον έλεγαν και τον έπνιξαν οι Ιταλοί, σαν τους έπιασαν και τους έβαλαν σε ένα σαπιοκάραβο. Αυτόν τον είχαν εγκαταλείψει όλοι οι δικοί του, εκτός από έναν ανιψιό του, τον λοχία Κώστα Δημουλά. Μαζί μας ήταν και ο ανθυπολοχαγός από τη Δρυμαία, Μήτσος Παπαμιλτιάδης. Ηταν και άλλοι αξιωματικοί μαζί μας, ήταν και ένας από την Αμφισσα, ξεκινήσαμε περπατώντας...

»...Οταν περάσαμε τον Αραχθο, βορειότερα από την Αρτα, και βρεθήκαμε στο Πέτα, βρήκαμε έναν λοχία από τη δική μας μονάδα που είχε μαζέψει μια αγέλη στρατιωτικά μουλάρια για να τα εμπορευτεί. Είχε ένα μικρό παιδί που τα φύλαγε. Μόλις τα είδαμε εμείς, πήγαμε και πήραμε όλοι από ένα μουλάρι. Εγώ πήρα ένα ντρένιο (σιδερόψαρο) που μου άρεσε πολύ. Παίρνει και ο ταγματάρχης ένα άλογο. Ερχεται όμως αυτός ο πονηρός λοχίας μαζί με τον πατέρα του και μας επιτίθενται. Πάνω καταπάνω μας να μας πάρουν τα μουλάρια. Τα πήραμε, φτάσαμε σε μια ρεματιά και κουρασμένοι πέσαμε να κοιμηθούμε. Αυτοί όμως τη νύχτα μας κύκλωσαν γύρω γύρω και μόλις ξυπνήσαμε άρχισαν να μας πυροβολούν. Αφήστε λένε τα μουλάρια, αλλιώς σας σκοτώνουμε όλους. Ρε παιδιά, λέει ο ταγματάρχης, πολέμησα στην Αλβανία, δεν είμαι τώρα ταγματάρχης και θέλω να γυρίσω στο χωριό μου να καλλιεργήσω, να μου αφήστε ένα άλογο. Και του άφησαν αυτού. Εγώ κατάφερα και το κράτησα το μουλάρι. Οι άλλοι τα αμόλησαν όλοι γιατί φοβήθηκαν μη μας σκοτώσουν ο λοχίας με τους συνεργάτες του».

Στόχος του Κώστα Λιανού, όπως και των άλλων βέβαια, ήταν να γυρίσει στο χωριό του με ένα ζευγάρι ζωντανά γιατί είχαν επιστρατεύσει το δικό του και το ήθελε για το όργωμα. «Τα πήραν όλα» λέει, «εκτός από αυτά που ήταν ακατάλληλα. Αμα ήταν ακατάλληλα για τον πόλεμο θα ήταν ακατάλληλα και για το χωράφι. Θα ήταν καμιά εκατοσταριά. Είχε αδειάσει το χωριό από τα νέα μουλάρια γιατί αυτά έπαιρναν». Ετσι, με τα λίγα ζωντανά που συγκεντρώθηκαν το καλοκαίρι του 1941 στο Παλαιοχώρι, το οποίο σημειωτέον ήταν και παραμένει μέχρι σήμερα ένα χωριό με σπουδαία παραγωγή σε σιτηρά, οι κάτοικοί του μπόρεσαν και ανταποκρίθηκαν στις ανάγκες των καλλιεργειών κι έτσι όχι μόνο δεν πείνασαν, αλλά βοήθησαν όσο μπορούσαν τους πεινασμένους της Αθήνας που έφταναν μέχρις εκεί αναζητώντας λίγο αλεύρι. «Δεν πεινάσαμε, εμείς» θυμάται. «Είχαμε. Ερχονταν κόσμος με το τρένο και έφερνε πράγματα να τα αλλάξει με τρόφιμα. Πολλοί πέθαναν εδώ στο χωριό. Μην πω και τα χειρότερα. Τους λήστευαν κιόλας. Τους σκότωναν κιόλας. Εδώ στου Καρανάσιου που κατέβαιναν κάτω, τους περίμεναν και τους σκότωναν».
....

Ο Κώστας Λιανός πέρασε όλη τη ζωή του στο Παλαιοχώρι μαζί με τη γυναίκα του Αικατερίνη, που την παντρεύτηκε το 1946. Δεν έπαψε ποτέ να καλλιεργεί τη γη ενώ ασχολήθηκε με την κατασκευή γεωργικών μηχανών, τομέα μάλιστα στον οποίο διακρίθηκε και βραβεύτηκε. Παράλληλα, έχοντας μια ιδιαίτερη κλίση προς τα γράμματα, έγραψε και εξέδωσε, εκτός βέβαια από την προσωπική του ιστορία στον Αλβανικό πόλεμο, αρκετά βιβλία με ιστορικά, λαογραφικά και φιλοσοφικά - θρησκειολογικά ακόμη θέματα, πολλά ποιήματα, ενώ όταν έβρισκε χρόνο, αυτός ο διαρκώς ανήσυχος άνθρωπος, ζωγράφιζε, έκανε χαλκογραφίες και σήμερα, που η όρασή του μειώθηκε, για να μην μένει άπραγος, σκαλίζει το ξύλο και φτιάχνει από γκλίτσες μέχρι κομπολόγια.


ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Θα ακολουθήσει σύντομα και η αφήγηση του Σπύρου Δήμου...






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου