Σελίδες

Σάββατο 31 Αυγούστου 2013

ΕΝΑ ΣΥΝΝΕΦΟ ΑΠΟ ΡΟΖ ΜΕΤΑΞΑΚΙΑ



 
Ένα μικρό, πυκνό συννεφάκι από λαμπερά μεταξάκια που ξαπλώνει πάνω από ένα τοίχο στην Τρυπητή της Μήλου, είναι το καμάρι της κυρά Μαρίας Βαμβούνη ή Ρολογά, όπως συνηθίζουν στη Μήλο με τα διακριτικά προσωνύμια. Τα πυκνά ροζ μεναξάκια τα οποία καμαρώνει και όλος ο κόσμος που περνάει μπροστά από το σπίτι της είναι αποτέλεσμα μακρόχρονης και επίμονης προσπάθειας. Πρέπει μάλιστα να ξεπερνούν τα 20 χρόνια από τότε που οι ρίζες τους αναδεύουν το χώμα του κήπου της και είναι ένα λουλούδι, ιθαγενές του τόπου, πιάνεται εύκολα και ανάλογα με την περιποίησή του, ανταμείβει τον άνθρωπο που το φροντίζει. Η κυρά Μαρία προτιμά όπως λέει να έχει στην αυλή της ντόπια λουλούδια και πρασινάδες γιατί είναι απολύτως εξοικειωμένα με το κλίμα της Μήλου και δεν έχουν τις απαιτήσεις, όπως άλλα ξενικά είδη σε νερό και λιπάσματα και σε όλα τα λουλουδικά της δεν βάζει τίποτα άλλο από προσεγμένο σχινόχωμα που συλλέγει η ίδια στις εξοχές του νησιού. Μόλις ξεραθούν τα λαμπερά μεναξάκια περί τα μέσα του Μάη, η αυλή της αρχίζει αμέσως να ευωδιάζει από τους λευκούς κρίνους και μέχρι το φθινόπωρο, ένα μετά το άλλο παίρνουν τη σειρά τους όλα τα λουλούδια της Μήλου. Επί πλέον, το μεταξάκι της που το έχει από την πεθερά της, Καλλίτσα και από το οποίο δίνει ρίζα, όχι μόνο στις γειτόνισσες αλλά και σε όσους περαστικούς το επιθυμούν, από τότε που μακαρίστηκε ο άντρας της Μιχάλης, ένας από τους πιο δραστήριους αγρότες της Μήλου, είναι και η μοναδική συντροφιά της σε ένα σπίτι που βαραίνει η απουσία του νοικοκύρη…
 
Δημοσιεύτηκε στην «Ελευθεροτυπία», 02/06/2008, σελ. 62, στήλη «Ανθρώπινα».

ΚΛΗΜΑΤΑ ΠΑΛΙΑ ΟΣΟ ΚΑΙ Ο ΤΟΠΟΣ

Για τον Κώστα, κάθε τσαμπί σταφύλια πρέπει να ωριμάσει πάνω στο κλήμα για να μπορέσει έτσι να δώσει το καλύτερο αποτέλεσμα στο βαρέλι…
Πόσα χρόνια μπορεί να τραβάει τη δροσιά της παριανής γης ένα κλήμα και να καρπίζει ακόμα; Στο ερώτημα αυτό κανείς δεν μπορεί να απαντήσει με βεβαιότητα, υπάρχουν όμως ακόμα ορισμένοι άνθρωποι που η σχέση τους με τη γη του τόπου τους διατηρείται ακόμη αλώβητη και μπορούν να δώσουν μια πειστική απάντηση. Ένας από αυτούς είναι ο Κώστας Χασούρης, ο οποίος αφιερώνει τον περισσότερο χρόνο του στα αμπέλια και μάλιστα αυτά που θάλλουν με παραδοσιακά παριανά κλήματα. Αυτός ο άνθρωπος που η πίστη του στη γη της Πάρου είναι ακλόνητη και γι’ αυτή μάλιστα παλεύει από τη θέση του στον ομώνυμο Δήμο, είναι ο πλέον ενδεδειγμένος να μιλήσει για τους θησαυρούς που χαρίζει στον άνθρωπο που την αγαπά και κυρίως για το κρασί που δίνουν τα ονομαστά αμπέλια της Πάρου.
Ο Κώστας καλλιεργεί τα ίδια κλήματα (μαντηλαριά, μονεμβασιά, αηδάνι, σαββατιανό, ροδίτη, φωκιανό) που φύτεψαν οι πρόγονοί του και με την εμπειρία που απέκτησε τόσα χρόνια, δημιουργεί μοναδικά κρασιά γεμάτα αρώματα και γεύσεις. Χωρίς να στηρίζεται σε καμιά συνταγή, βάζει όμως πάντα προυποθέσεις την ακεραιότητα των σταφυλιών τα οποία δεν πρέπει να είναι ραντισμένα, τη σχολαστική καθαριότητα των ξύλινων βαρελιών και την συστηματική παρακολούθηση του ζυμώματος και έτσι δημιουργεί κρασιά για τα οποία όλοι έχουν να μιλάνε. Ο ίδιος λέει πως η φετινή παραγωγή ήταν καλή, βέβαια αν δεν υπήρχε η μεγάλη ξηρασία θα ήταν ακόμα καλύτερη και η ποιότητα των σταφυλιών είναι ανεβασμένη. Όσο για το ερώτημα που τέθηκε στην αρχή αυτού του κειμένου ο Κώστας είναι σίγουρος πως η μαντηλαριά, μπορεί να δίνει σταφύλια παραπάνω και από πεντακόσια χρόνια!
 
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 01092008

ΤΟ ΠΑΡΑΤΗΜΕΝΟ ΣΠΙΤΙ ΣΤΑ ΑΝΤΙΚΥΘΗΡΑ


Δεν είναι σαν το σπίτι που περιγράφει ο Γιώργος Σεφέρης στην «Κίχλη», (Α΄), σαν αυτά που «πεισματώνουν εύκολα,σαν τα γυμνώσεις» αλλά ένα άλλο, έξω από τις πολιτείες και τους δρόμους που περπάτησε ο Ποιητής, σε ένα από τα πιο απόμακρα ακρογιάλια της Μεσογείου, στην ανατολική ακτή των Αντικυθήρων στον οικισμό Κατσανεβιανά και το οποίο παραδόθηκε στον καιρό και τις αναποδιές του σαν το παράτησαν οι άνθρωποι και σήμερα δεν είναι παρά ένας σωρός από ερείπια που ανάμεσά τους υψώνονται λείψανα τοίχων.  
 
Έτσι το γνώρισα πριν από έξι χρόνια που πρωτοεπισκέφθηκα το μικρό αυτό νησί που βρίσκεται από τότε που αναδύθηκε από τη θάλασσα στο σταυροδρόμι όλων των πλοίων που πέρασαν από τη Μεσόγειο κι εφέτος, στις αρχές του Αυγούστου που ξαναβρέθηκα εκεί διαπίστωσα πως λιγόστεψε περισσότερο. Μόνο τη συκιά με τα μαύρα σύκα και τις δυο αμυγδαλιές με το λίγο καρπό στην αυλή του είδα, πιο πεισματωμένες από την άλλη φορά…
 
ΑΘΗΝΑ,31082013

Παρασκευή 30 Αυγούστου 2013

Ο ΚΥΡ ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΚΑΙ Ο "ΑΓΙΟΣ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΩΝ"


Σαράντα χρόνια περνάει στην ηλικία ο καπετάν Παντελής το καίκι του «Άγιος Παντελεήμονας» και το φροντίζει ακόμα σαν παιδί και το καμαρώνει.

Ο καπετάν Παντελής Βεκρής πλέει σήμερα στην ένατη δεκαετία της ζωής του και σίγουρα είναι ο μόνος άνθρωπος σε όλο το Αιγαίο, που μπορεί να πει πως τη ζωή του την πέρασε πάνω σε περισσότερα από εννιά, ενενήντα εννιά, ακόμα και εννιακόσια ενενήντα εννιά κύματα! Όντως, ο αειθαλής καπετάνιος είναι ο τελευταίος από τους ανθρώπους που έζησαν και δούλεψαν σε μια θάλασσα που οι περισσότεροι σήμερα αγνοούμε και ο μετρημένος λόγος που αναπτύσσει όταν ξετυλίγει με την εκπληκτική συνέπεια ενός αφηγητή τα περασμένα, καθηλώνει κάθε ακροατή του.

Με τη συνέπεια των παλιών θαλασσινών ο καπετάν Παντελής αποθησαυρίζει τα γεγονότα της θάλασσας που έζησε, σχολιάζει δίκαια για όλους τα πεπραγμένα της παλιάς ναυτοσύνης και μνημονεύει με συγκίνηση τους παλαιότερους από αυτόν καπεταναίους και εργάτες των ελληνικών θαλασσών. Με ιδιαίτερη όμως συγκίνηση αναφέρεται στα χρόνια που μαζί με τον πατέρα του και τα αδέλφια του έκαναν μεταφορές με το «Σοφία Βεκρή», ένα τρεχαντήρι των 70 τόνων που κατασκευάστηκε στον ταρσανά του Γιώργη Βαζαίου στο Ξυλοκερατίδι το 1924 και στόλιζε το λιμάνι των Καταπόλων μέχρι το 1953. Τι και αν έζησε με αυτό το καμάρι των Βεκρήδων και της Αμοργού: ήμερες θάλασσες και φοβερές τρικυμίες, επιτάξεις από τους Ιταλούς κατακτητές, βομβαρδισμούς από τους συμμάχους, ένα σωρό πράγματα και θαλασσινά θαύματα. Όταν μετά τον πόλεμο τέλειωσε η εποχή των μεταφορών και άλλαξαν όλα στις θάλασσες, ο καπετάν Παντελής ξεκίνησε το ψάρεμα με ένα μικρότερο τρεχαντήρι, τον «Άγιο Παντελεήμονα» και με αυτόν ακόμα ασχολείται. Τέλη του Αυγούστου ήταν που τον τράβηξε στη στεριά για επισκευές και τούτες τις ημέρες, είναι κιόλας έτοιμος για να πιάσει άλλη μια φορά το τιμόνι του και να βγει, όπως παλιά καμαρωτός από το λιμάνι των Καταπόλων για ψάρεμα στην ανοιχτή θάλασσα.


Δημοσιεύτηκε στην «Ελευθεροτυπία», στις 07092008

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Ο καπετάν Παντελής έφυγε για το μεγάλο της ζωής του ταξίδι τρείς μήνες από τη συνάντησή μας. Του είχα υποσχεθεί πως θα πήγαινα στις αρχές εκείνου του Νοέμβρη να τον συναντήσω και να συνεχίσουμε την κουβέντα μας αλλά δεν τον πρόλαβα, είχε σαλπάρει.

ΛΙΓΟ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ…


 
Καθώς αποχαιρετάμε τον υγρό Αύγουστο και ετοιμαζόμαστε να γνωρίσουμε ένα Σεπτέμβριο με περισσότερες δυσκολίες από ποτέ και επειδή δεν μπορούμε να καταλάβουμε πως φτάσαμε σε αυτή την κατάσταση, η «Ελεύθερη Ώρα» τα λέει όλα και δίνει απαντήσεις σε κάθε σας απορία. Σε περίπτερο της Κοραή, όλη η σειρά να μη χάσετε ούτε λέξη από τα απόκρυφα σχέδια των ισχυρών της γης και τα κακά μελλούμενα…
ΑΘΗΝΑ, 30082013

ΣΤΟ ΧΑΜΑΜ ΠΟΥ ΛΕΓΕΤΑΙ ΑΘΗΝΑ…


 
Το ότι είναι ανυπόφορος ο συνδυσμός ζέστης και υγρασίας στην πόλη, ούτε να λέγεται και αποτελεί μια πρόκληση για τολμηρούς φωτογράφους να αποτυπώσουν την δυσφορία των ιδρωμένων ανθρώπων που φοράνε τα πιο ελαφρά ρούχα που διαθέτουν και είναι υποχρεωμένοι να κυκλοφορούν ή απλά χαζεύουν στο κέντρο. Θα ήταν μια εξαιρετική πινακοθήκη που λίγα θα είχε να ζηλέψει από την Κούβα,όπως χαρακτήρισε χθες την Αθήνα ένας φίλος αλλά αμέσως είπε πως δεν ήρθε ακόμη η ώρα μας γιατί κάποια πράγματα είναι ακόμη ακριβά εδώ ,και ακόμη επειδή δεν μπορούμε να συνηθίσουμε στο ρούμι και χάνουμε τον καιρό μας πίνοντας μπύρες στα καφενεία και φτιάχνουμε κοιλιές…
Γι’ αυτό κι εγώ δεν αφιερώθηκα σήμερα σε κάτι τέτοιο αλλά δεν άφησα να μου ξεφύγει το μπάνιο που έκαναν κάτι περιστέρια στη γωνία Βαλτετσίου και Μαυρομιχάλη όπου είχε δημιουργηθεί ένας μικρός χείμαρος από την άντληση κάποιων νερών που υποθέτω είχαν πλημμυρίσει το υπόγειο ενός κλειστού κτιρίου γραφείων εκεί δίπλα. Ήταν πολύ το νερό και εκεί βρήκαν ευκαιρία να δροσιστούν ένα σωρό περιστέρια και όπως είδα το φχαριστιόνταν γιατί όπως καταλάβατε τα συντριβάνια στην Αθήνα φέτος τα άφησαν στεγνά κι όπου υπήρχαν κάτι λίγα νερά τα άφησαν να πρασινίσουν από την αδιαφορία ή την αφραγκία. ‘Ετσι τα περιστέρια που δεν είχαν που αλλού να δροσιστούν, βρήκαν την ευκαιρία να τσαλαβουτήσουν και με την κίνησή τους αυτή να μας πούνε πως έχουμε πολύ καιρό ακόμη να γίνουμε Κούβα…

ΑΘΗΝΑ, 30082013

 

Τετάρτη 28 Αυγούστου 2013

ΘΕΜΕΛΙΟ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ ΤΟΥ Η ΤΟΠΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ


Στο πανηγύρι του Προδρόμου ο Ζιαβλάνης έπαιξε λίγα τραγούδια του τόπου αλλά έφταναν να θυμίσουν σε όλους σε ποια γωνιά της Ελλάδας ήμασταν....


Συνέντευξη με τον σπουδαίο βιολιστή του Απεράντιου Γιώργο Πότσιο ή Ζιαβλάνη όπως τον γνωρίζουν όλοι στα χωριά και τους συνοικισμούς γύρω από την Πρασιά, το Ραυτόπουλο και την Αργιθέα γιατί αυτός ο λαμπρός άνθρωπος, πέρα από το είναι ένας μεγάλος μουσικός που τιμά τη γνήσια δημοτική παράδοση είναι και ένας από τους ελάχιστους που έμαθε την τέχνη του στον τόπο του, μόνο σε αυτόν λάλησε όσα χρόνια παίζει το βιολί του κι εκεί ζει ακόμα, στο μικρό χωριό του το Κυπαρίσι της Πρασιάς


Εκεί λοιπόν στην αυλή του σπιτιού με την ωραία θέα σε όλη την έκταση της Πρασιάς, Ζελενίτσα για τους παλιότερους, κλείσαμε το ραντεβού μας την επομένη ημέρα του ωραίου πανηγυριού που έγινε του Αϊ – Γιαννιού στον Πρόδρομο όπου με τα λίγα τραγούδια που έπαιξε, έδωσε και το πραγματικό στίγμα του πανηγυριού καθώς είναι ο μόνος μουσικός που μπορεί ακόμα να παίξει και να τραγουδήσει όπως οι παλιοί δάσκαλοι και η τέχνη του στηρίζεται ακριβώς σε ακούσματα που ξεκινάνε πρίν από τη δεκαετία 1940 – 1950, από τον περίφημο Γιώργο Λέκκο από τα Βραγγιανά της Αργιθέας και σε δημοτικά τραγούδια που άκουσε εδώ και εβδομήντα τόσα χρόνια από τους γέροντες και τις γερόντισσες της μικρής του πατρίδας, της Ζελενίτσας. Τόσο παλιά, όσο σχεδόν και ο τρανός κόσμος των αγραφιώτικων βουνών και ο ρους του Αχελώου…
Κατ’ αρχήν πρέπει να ομολογήσουμε πώς για να ξεκινήσεις μια συνέντευξη με τον Ζιαβλάνη, όσα πράγματα κι αν ξέρεις γύρω από τη δημοτική μουσική και φυσικά το φυσικό και τον ανθρωπογενή χώρο όπου αυτή εκφράζεται, δεν είναι και εύκολο πράγμα γιατί αυτός ο άνθρωπος έχει κυριολεκτικά γράψει ιστορία με το βιολί του και με πέντε – δέκα τυπικές ερωτήσεις και μέσα σε δυο ώρες δεν μπορείς εύκολα να ακούσεις και να καταγράψεις και να μεταφέρεις της ζωής του τα πεπραγμένα. Και εκατό ερωτήσεις να του κάνεις, σε όλες μπορεί να απαντήσει με έναν πληθωρικά ειλικρινή, δυνατό και καθάριο λόγο και μια εβδομάδα να κάτσεις μαζί του πάλι δεν πρόκειται να χορτάσεις να γράφεις τα όσα έζησε, περπάτησε, είδε και τραγούδησε.

«Αντέγραψα το βιολί του Γιώργου Λέκου»


Στην ουσία, η συνέντευξη που αφορούσε την προσωπική του πορεία στο δημοτικό τραγούδι απλώθηκε στην καταγραφή της ιστορίας της μουσικής του τόπου, όπως αυτή εξελίχθηκε εκατό σχεδόν χρόνια γιατί η μνήμη του πάει ακόμα πιο πίσω, μια ιστορία με ένα σωρό ενδιαφέροντα στοιχεία και στην οποία πρωταγωνιστής είναι ο ακμαίος βιολιτζής Γιώργος Πότσιος ή Ζιαβλάνης. γιός του Δημήτρη Πότσιου και της Αρετής που γεννήθηκε το 1929 στο Κυπαρίσι.

Δέκα χρονών κιόλας, εντυπωσιασμένος από το βιολί του Γιώργου Λέκου που έπαιζε στο γάμο μιας κόρης του παπα Λάμπρου Αλβανού, κατάφερε και έφτιαξε ένα βιολί με τα πιο πρόχειρα υλικά που είχε στη διάθεσή του και με αυτό το απίθανο όργανο, ξεκίνησε μια ιδιαίτερα συνεπή ως προς την παράδοση πορεία που τον οδήγησε στην πάνδημη αναγνώριση και βεβαίως στην κορυφή της εκτίμησης των συντοπιτών του.
Με ένα ξύλο κερασιάς που πελέκησε μόνος του και με ένα πάφλα έφτιαξε το πρώτο του βιολί το λιανοπαίδι της Ζελενίτσας και για χορδές, έβαλε τρίχες από μια αγελάδα που είχε μακριά ουρά. Εκείνο το πρωτόγονο όργανο βεβαίως και δεν τον ικανοποίησε και αμέσως μετά, με ένα ξύλο από λούκα και τρίχες που τράβηξε κρυφά από την ουρά του του αλόγου του Βασίλη Κουτέρη, έφτιαξε συνεταιρικά με τον Θωμά Μυρεσιώτη ο οποίος διέθετε κρυφά τα εργαλεία του πατέρα του, το αμέσως επόμενο που σαφώς ήταν πιο εξελιγμένο και με το οποίο άρχισαν να εξασκούνται και να παίζουν. Για να συμπληρωθεί μάλιστα η παρέα, έφτιαξαν ένα επίσης πρωτόγονο ντέφι με ξύλο συκιάς, ένα κατσικοτόμαρο και για βρονταλίδια κομμάτια από ντενεκέ. Η πρώτη τους εμφάνιση μάλιστα ως μουσικών έγινε τον φθινόπωρο του 1940 στα ξεφλουδίσια του Δήμου Μυρεσιώτη. «Πήγαμε εκεί» θυμάται
«και κάτσαμε κάτω και αρχίσαμε να παίξουμε. Τους έρχονταν θάμα και αυτουνούς. Μας ήξεραν και δεν μας είδαν; Λοιπόν κάτσαμε κάτω. Ο Θωμάς είχε το ντέφι κι εγώ το βιολί. Τάμπα, τουμπα, τώρα τι λέγαμε: Τρεις τον πάγαιναν μαρί, αίντε… αλλά ξεκινήσαμε. Μας έδωσαν και από κανένα δίφραγκο ο λαός εκεί πέρα. Που να βρεις τάληρο τότε!».


Θεμέλιο τα τραγούδια που έλεγαν οι παλιοί

Η εμφάνιση των δυο παιδιών με τα όργανα τους στη Ζελενίτσα έτυχε ευνοϊκής υποδοχής από έναν κόσμο που δεν έβλεπε και πολλές φορές όργανα στα πανηγύρια, τους γάμους και τις διασκεδάσεις και σε αυτές τις περιπτώσεις εκφράζονταν μόνο με τραγούδια που αναφέρονταν κυρίως στην ηρωική παράδοση, του γάμου και των σχετικών της χαράς εκδηλώσεων. Αυτά τα τραγούδια, τα οποία σχεδόν θυμάται όλα ο Ζιαβλάνης, ήταν γι’ αυτόν το μεγάλο θεμέλιο για να στηρίξει την τέχνη του και οι ερμηνείες των ηλικιωμένων συγχωριανών του, το σχολείο της μουσικής που ποτέ δεν πήγε, όπως εξάλλου και το Δημοτικό που τον έκοψε ο μεγάλος πόλεμος του 1940.
Η ιστορία εκείνα τα χρόνια άλλαζε κάθε μέρα καινούργια σελίδα και ο Γιώργος Πότσιος που είχε πάρει στα σοβαρά το βιολί πλέον έπαιξε στην πλατεία του χωριού για τους πρωταγωνιστές όλων των εκφράσεων του αντιστασιακού αγώνα και συνόδεψε με τους ήχους του τα βήματα καπεταναίων, ανταρτών και κόσμου που πίστεψε πως άμα έφευγαν οι κατακτητές όλα θα γίνονταν καλύτερα στον τόπο!
Δεν ήρθαν όμως έτσι τα πράγματα και ένα χρόνο μετά το ξέσπασμα του Εμφυλίου, ο Γιώργος βρίσκετε μαζί με την οικογένειά του στη Σπολάϊτα του Ξηρόμερου όπου έμειναν μέχρι την άνοιξη του 1950, δέκα μήνες σχεδόν μετά τη λήξη του Εμφυλίου που επαναπατρίστηκαν στη Ζελενίτσα να αρχίσουν μια καινούργια ζωή.
Ο Γιώργος όταν έφυγε από τη Ζελενίτσα πήρε μαζί του και το όργανο και με αυτό «διασκέδαζε» τους ανταρτόπληκτους. Τι τραγούδια έπαιζε στους καταυλισμούς; «Από εκείνα» λέει με μια εξαιρετική μνήμη
«που άκουγε ο άλλος και έκλαιγε. Σπιτάκι μου… Σταμάτα! Πέστο άλλη μια βολά ρε Γιώργο… και το τράβαγαν το ντρίλινο το φουστάνι οι γριές, γιατί από μέσα είχαν μια σακουλίτσα σε μια τσεπούλα και έβαναν κανένα φραγκάκι. Δεν υπήρχε τίποτα. Και έλεγα εγώ. Σπιτάκι μου περήφανο στον κόσμο ξακουσμένο. Τόσο καιρό που σ’ άφησα και σ’ ηύρα ρημαγμένο. Δώστου κλάμα οι γριές. Πέστο άλλη μια βολά… Μόλις τους ανάφερνες το σπίτι έβλεπες τα κλάμματα… Και από όλο το χωριό -βγάζουμε τώρα συμπεράσματα- θέλεις να ήταν 3 - 4 σπίτια να χρειάζονταν; Τα άλλα δεν χρειάζονταν τίποτα. Ήταν χαγιάτια. Έτσι ήταν τα σπίτια τότε και έλεγε ο άλλος, έχω και σπίτι. Που τόχεις το σπίτι;».


Η καθιέρωση έγινε στο μεγάλο πανηγύρι

Ξενιτιά, φτώχεια και ταλαιπωρία αλλά ο Γιώργος όμως δεν μπορούσε να ησυχάσει με το φτιαχτκό βιολί και έβαλε στο μυαλό του να βρει ένα ευρωπαϊκό. Με ένα χιλιάρικο που κατάφερε να συγκεντρώσει από τα επιδόματα που έδιναν τότε στους ανταρτόπληκτους πήγε στην Άρτα που του είπε ο Δήμος Πρώτας από το Αργύρι ότι υπάρχει κατάστημα με βιολιά και αγόρασε ένα ιταλικό, το φθηνότερο που είχε το μαγαζί. Δοκίμασε και άλλα, αλλά ήταν απλησίαστα για τις δικές του δυνατότητες. Έτσι αρκέστηκε σε ένα ιταλικό ενώ το φτιαχτό, το άφησε στο μαγαζί του Χρήστου Λίντα στο Αμπελάκι της Αμφιλοχίας με σκοπό να πουληθεί σε όποιον το ζητούσε, αλλά ένας απατεώνας που ήξερε την περίπτωση του το έφαγε με πλαστό σημείωμα!
Επικεφαλής της πορείας των επαναπατριζομένων με το καινούργιο βιολί στα χέρια, ο Γιώργος έπαιζε χωρίς σταματημό χαρούμενα τραγούδια σε όλη τη διαδρομή μέχρι τη Ζελενίτσα την οποία όλοι οι χωριανοί όταν ξεπέζεψαν έβαλαν μπροστά να την αναστήσουν. Έτσι έφτασαν μέχρι τις 6 Αυγούστου, του Σωτήρος που είχαν πανηγύρι και για πρώτη φορά έπαιξε με κανονικό βιολί και το γεγονός αποτέλεσε μεγάλη στιγμή για όλο το χωριό. Από εκεί όμως, καθώς ο Γιώργος έγινε πλέον επίσημος βιολιτζής και άρχισε να γίνεται περιζήτητος σε γάμους και διασκεδάσεις και καθώς ο Θωμάς Μυρεσιώτης σταμάτησε να τον ακολουθεί, προέκυψε το πρόβλημα της παρέας. Γι’ αυτό ο Γιώργος πήρε τον Κώστα Τσιάμη και τον Κώστα Ζαχάκη στους οποίους πήρε στον ένα κιθάρα και στον άλλο ντέφι και έτσι δημιουργήθηκε η ομάδα που διασκέδασε επί μια δεκαετία τους συγχωριανούς στα πανηγύρια και έπαιξε σε όλους τους γάμους, καθώς όπως λέει «από τη στιγμή που φύτρωσε στην Πρασιά οργανοπαίχτης που είχε εκεί το γύρισμά του, άλλος έκανε χρόνια να φανεί!». Ούτε όμως ο Ζιαγκλάνης και η παρέα του έβγαιναν έξω από το δικό τους χώρο. Εκείνα τα χρόνια πήγαιναν στα Πετρίλια για να πάρουν νύφες, πήγαιναν όμως συχνά και στο Μεζήλο (Δροσάτο) στο πανηγύρι του Αϊ – Λιά, στη Στάνα, στο Ασπρόρεμα και φυσικά σε όλα τα πανηγύρια του Απεραντίου. Συχνά όμως γίνονταν μεγάλα γλέντια στο μαγαζί του χωριού, τα περισσότερα απρόοπτα.


Τα γλέντια στο μαγαζί και στα ξεφλουδίσματα


«Άμα ήταν μια επίσημη ημέρα» λέει ο Ζιαγκλάνης για τα γλέντια στα μαγαζιά του χωριού
«κατέβαινα στο μαγαζί. Έλεγα θα κατεβώ στο μαγαζί, μπορεί να έρθει κανένας. Θα πάρω και το όργανό μου, θα το κρεμάσω εκεί. Ή κοντά ήμουν. Άμα έβλεπα ότι υπάρχει διάθεση, ώπ, φέρτο το βιολί. Το έφερναμε εδώ και γίνονταν η διασκέδαση με τραγούδια του τόπου, τα παλιά, αυτά που μάθαινα».Στο μεταξύ απέκτησε καινούργιο βιολί, ευρωπαϊκό της φίρμας «Στραντισβάριους» και τρεις κλάσεις παραπάνω από το ιταλικό που είχε πάρει από την Άρτα. Το βιολί αυτό το αγόρασε από ένα μαγαζί στη Θεσσαλονίκη τον Σεπτέμβριο του 1954 που απολύθηκε από το στρατό και το έφερε στο χωριό. Η πρώτη εμφάνιση του βιολιού αυτού έγινε τον ίδιο μήνα στα ξεφλουδίσια του Αλέξη Χαλαστάνη στα Φουσιανά.
«Μαζεύτηκε» θυμάται «όλος ο συνοικισμός και ταπ ταπ το ξεφλούδισαν, το έδεσαν κρεματζάλες, το κρέμασαν όπου τους έλεγε το αφεντικό στο σπίτι, και σάρωσαν καταή και το έβαλαν… άιντε στο χορό. Ως το μεσημέρι της άλλης ημέρας χόρευαν. Από τη νύχτα. Κι από εκεί το έσκασα εγώ μετά κι ήρθα εδώ και το έκοψα στον ύπνο. Πήρα και κανένα κατοστάρικο, 150 δραχμές δεν ξέρω τι μου έδωσαν. Αλλά δεν είχα ντελφιτζήδες και τέτοια. Τραγούδαγα και έπαιζα. Σκέτος. Πότε να προλάβαινα… Σε επίσημα έτσι ξεφλουδίσματα, σε τέτοια άμα με χάλευαν δεν προλάβαινα να βρω ντελφιτζή. Δεν ήταν και σημαντικό».
Η ντελφιτζής ή καλύτερα η παρέα του Ζιαγκλάνη ήταν πάντα ένα πρόβλημα, ιδιαίτερα μετά την αποχώρηση λόγω γάμου του Κωνσταντίνου Τσιάμη και το ατύχημα του Κώστα Ζαχάκη. «Τι να κάμω εγώ μετά; Ντροχιάστηκα» λέει.
«Έπρεπε να έχω κάποιον βοηθό να πηγαίνουμε μαζί. Πάω με τον μικρότερο αδερφό μου το Νίκο και του έμαθα ντέφι. Του αγόρασα ντέφι, Καλής ποιότητας, το πήρα και 30.000! Άρχισα να τον διδάχνω ότι ήξερα. Από πού να τον διδάξω; Με δίδαξε κανένας εμένα; Αλλά ότι μου έκοβε. Έτσι θα το βροντάς, έτσι θα το βαρείς, έτσι εδώ. Όχι έτσι.. Έτσι. Εδώ. Και έμαθε όπως παίζω να έρχεται κοντά μου γκλαφνώντας όπως λέμε στο χωριό μου. Τον έμαθα. Ο οποίος τώρα έχει 500 σφάγια, είναι τσοπάνης επάνω αυτού, αλλά άμα τον χρειαστώ για καμιά διασκέδαση και του πω κλείστα κι έλα κάτω, θα ρθεί. Του παραγγέλνω. Καμιά φορά λέει: δεν αδειάζω, δεν μπορώ, δεν έρχομαι. Αυτά είναι ανθρώπινα. Αλλά είχα αυτόν να εργάζομαι. Δεν άδειαζε όμως από τα πράματα, τα βιολιά δεν θέλουν πράματα. Τι έκανα εγώ; Έκανα με τον Βασίλη Καλαμίδα, τον αδερφό του τον Αντώνη, έκανα με τον Γεωργούλα, έκανα με τα φυντάνια που ήρθαν από αλλού. Παλαιότερα πήγαινα και στη Μεγαλόχαρη με τα πόδια και έπαιρνα τον Αλέξανδρο Τσιαμπά. Πεθαμός! Ήρθα σε πολλά σημεία, παρόλο που είχα μεράκι για τη δουλειά μου, σε πολλά σημεία να παρακαλιόμαι, να λέω, μπα δεν είναι δουλειά, θα τα παρατήσω. Γιατί ήταν κουραστική άλλο που ήμουν 20 χρονών και δεν ένιωθα τίποτα τι κάνω. Είχε κούραση».


Ένας μουσικός που θα ξεχάσουμε τον ήχο του!

Με τους τελευταίους παραδοσιακούς μουσικούς του Απεράντιου ο Ζιαβλάνης έπαιξε σε πολλούς γάμους στο Αγρίνιο, το Ξηρόμερο ενώ συχνά πήγαινε να παίξει στην Ελάτεια, τον Έξαρχο, το Σχηματάρι και άλλα χωριά της Βοιωτίας όπου είναι εγκατεστημένοι οι περισσότεροι από τα χωριά του Απεράντιου και της Αργιθέας και κάποιες φορές κατέβηκε και έπαιξε και στην Αθήνα σε χορούς Συλλόγων αλλά δεν του άρεσε, τον κούραζε η διαδρομή.
Την ωραία τέχνη του Ζιαβλάνη δεν υπάρχει περίπτωση να την ακούσουμε σήμερα ούτε σε κασέτες, ούτε σε δίσκους γιατί ο ίδιος δεν τα πηγαίνει καλά με τις δημόσιες σχέσεις, με τα ταξίδια εκτός περιοχής και βεβαίως με τα μηχανήματα. Αν και του το έχουν ζητήσει πολλοί, ποτέ δεν κατάφερε να γράψει ούτε ένα τραγούδι σε κασέτα και όσοι τον γνωρίζουν, τον γνωρίζουν από το προσωπικό τους άκουσμα. Πάντως νομίζω πως πρέπει, όσο διατηρεί ακόμη την ακμή του να υπάρξει -με την πρωτοβουλία τίνος δεν ξέρω, ασφαλώς και κάποιος θα υπάρχει- μια κανονική ηχογράφηση του Ζιαβλάνη γιατί όπως αναφέρθηκε, είναι ο μοναδικός και ο τελευταίος μουσικός στον Απεράντιο και την Αργιθέα που παίζει όπως έπαιζαν οι παλιοί μουσικοί του τόπου μας.
(Στη φωτογραφία, δίπλα στον Ζιαβλάνη είναι ο Δημήτρης (Τάκης) Παπαδιάς που χάρη σ' αυτόν και τη φιλοξενία του βρέθηκα στον Πρόδρομο για το πανηγύρι).

Η εκτίμηση μιας μεγάλης πορείας

- Από όλη την πορεία σαν μουσικός είσαι ευχαριστημένος; Έβγαλες λεφτά;
- Είμαι ευχαριστημένος γιατί ποτέ δεν έλλειψε η στιγμή να κάνω το δικό μου κέφι. Πρώτον αυτό και δεύτερο, αν δεν θάχα τη δουλειά αυτή, δεν θάχα τόσους φίλους, δεν θα γνώριζα τόση κοινωνία. Τα δυο αυτά με ευχαριστούν. Λεφτά δεν έβγαλα πολλά, δεν αμείβονταν τότε τα όργανα. Τζάμπα δουλεύαμε. Τώρα μετά που άρχισε ο κόσμος να πιάνουν λεφτά για να ρίχνουν, άλλαξαν τα πράγματα, θέλουν φίρμες μεγάλες, εξελίξεις και αν σε χαλέψει και κανένας, βαριέσαι κιόλας. Γεράσαμε πια...


Σημειώση: Η συνέντευξη με τον Ζιαβλάνη έγινε στο Κυπαρίσι της Πρασιάς στις 30/08/2008, στα πλαίσια μιας σειράς επισκέψεων γνωριμίας με τους παλιούς μουσικούς με στόχο, τη δημιουργία μέσω των αφηγήσεών τους μιας έκδοσης που θα αφορά την προσωπίκή πορεία αυτών των ανθρώπων μέσα από πανηγύρια, γάμους, γιορτές και γλέντια στο χώρο της Ευρυτανίας, των Αγράφων, της Αργιθέας και της αντιπέρα όχθης του Αχελώου περιοχής, των Τζουμέρκων και τα Ραδοβυζίων.
Το κείμενο που διαβάσατε, δημοσιεύτηκε στις 24/09/08 στον "Ευρυτανικό Παλμό" και αποτελεί τμήμα μιας μεγάλης συνέντευξης με τον Ζιαβλάνη η οποία ως φαίνεται θα αποτελέσει μαζί με τις αφηγήσεις του Γιάννη Μάκκα από τον Κρέντη, του Γιώργου Χαλκιά από τη Δυτική Φραγίστα και του Νίκου Βλάχου από τον Ψηλόβραχο, το κέντρο αυτού του έργου και ενδεχομένως, αν βρεθεί κάποιος ή κάτι να βοηθήσει, θα συμπληρωθεί και με ένα δίσκο για να ακούμε τι θα διαβάζουμε...


ΑΘΗΝΑ, ΣΕΠ 2008

ΤΟΥ ΑΪ - ΓΙΑΝΝΗ ΣΤΟΝ ΠΡΟΔΡΟΜΟ ΤΗΣ ΠΡΑΣΙΑΣ


Μπορεί να ήταν το παράπονο του Αϊ – Γιάννη που τόσα χρόνια είχε μείνει χωρίς πανηγύρι στην αυλή του και ευλόγησε την καλή προσπάθεια, μπορεί να ήταν η βαθιά νοσταλγία των Προδρομιτών της Πρασιάς για το γενέθλιο τόπο που καρποφόρησε σε διάθεση και προσφορά. Μπορεί να είναι και ένα σωρό άλλα πράγματα που συνέτειναν στην επιτυχία και την επανακαθιέρωση του, εκείνο όμως που είναι βέβαιο είναι πως το προχθεσινό πανηγύρι – μικρό αντάμωμα στον περίβλεπτο και ωραίο Πρόδρομο,ξεπέρασε κάθε προηγούμενό του!
Πριν προχωρήσουμε όμως στο μικρό αφιέρωμα για το ωραίο γεγονός πρέπει να ξεκαθαρίσουμε τι λέμε επιτυχία σε μια τέτοια γιορτή φανερώνοντας τα στοιχεία που διέκριναν αυτό το μικρό πανηγύρι του Προδρόμου. Κατ’ αρχήν η προσπάθεια αναβίωσής του που βαδίζει στον τέταρτο χρόνο, αξίζει κάθε έπαινο και πρέπει να σημειώσουμε πως οι Προδρομίτες που ανέλαβαν να αναστήσουν την παμπάλαια γιορτή των προγόνων τους, γνώριζαν πως αυτό έσβησε κάποια χρονιά εξαιτίας του άκριτου νεωτερισμού με την ανάληψη του πανηγυριού από ένα ιδιώτη ο οποίος μάλιστα επέβαλε μέσω της δύναμης που διαθέτει η όποια ορχήστρα και την αλλαγή του χώρου τέλεσής του. Ανεξάρτητα όμως από τον ιδιώτη και τα συμφέροντά του, πρέπει να το πούμε και δεν είναι κακό, ότι εκείνα τα χρόνια η μικρή κοινωνία των Προδρομιτών μόλις είχε αρχίσει να οργανώνεται στην εθνική της διασπορά που βρέθηκε και εκ των πραγμάτων ήταν ακόμη αδύναμη και οικονομικά ανίσχυρη.
Μη ξεχνάμε όμως και τις δυσκολίες που είχε λόγω της άθλιας κατάστασης του οδικού δικτύου εκείνα τα χρόνια, η επίσκεψη των αποδήμων στον Πρόδρομο. Κι ακόμη, ένα πανηγυράκι στο τέλος μάλιστα του Αυγούστου που έχουν φύγει από κάθε χωριό οι περισσότεροι παραθεριστές ακόμα και οι τσελιγκάδες πάντα περικλείει τον κίνδυνο της αποτυχίας στη διοργάνωσή του. Εν κατακλείδι, το σταμάτημα του πανηγυριού επέφερε εκείνα τα χρόνια και την πρόσκαιρη ακύρωση της κοινότητας η οποία όταν ήταν ακέραια και ισχυρή, μέσω αυτού του ιδιαίτερου γεγονότος εκφραζόταν.

Πέρασαν λοιπόν 15 χρόνια ως το 2005 όταν μια μικρή ομάδα -λιγότεροι από πέντε- Προδρομιτών πήρε την πρωτοβουλία να αναστήσει το πανηγύρι και ξεκίνησε με κάποια μικρά και απαραίτητα έργα που βελτίωσαν τον περιβάλλοντα χώρο της εκκλησίας που οπωσδήποτε είχε υποστεί φθορές από την μακρόχρονη εγκατάλειψη.Σιγά – σιγά διαμόρφωσαν το επικλινές έδαφος σε μια ωραία πλατεία, καθάρισαν τους θάμνους, φύτεψαν δέντρα, έφραξαν το χώρο της εκκλησίας και μεταμόρφωσαν το παλιό αλώνι σε μια ωραία πίστα για χορό! Για το πώς έγινε το αλώνι έχουν ακουστεί πολλά, αλλά δεν μπορούσε να γίνει διαφορετικά καθώς οι γυναίκες πλέον χορεύουν περισσότερο από τους άντρες και δεν λογαριάζουν καν τις ωραίες τους γόβες!

Μπορεί λοιπόν να ξεκίνησαν λίγοι αλλά στην πορεία της αναβίωσης βρέθηκαν πολλοί που θέλησαν να βοηθήσουν. Πρώτα απ’ όλους ο Ηλίας Αθ.Γιαννούλης που συστηματικά ασχολείται με τη συντήρηση της εκκλησίας, ενώ πολλοί τρανώτεροι από το χωριό που θυμούνταν τα παλιά πανηγύρια είπαν τη γνώμη τους για το τυπικό της γιορτής και όλοι τους άκουσαν. Κατόπιν ήρθε η σειρά των εθελοντών για όλες τις δουλειές του κι εδώ ήταν πολλοί εκείνοι που ανταποκρίθηκαν αμέσως. Γυναίκες, παιδιά, φίλοι του Προδρόμου, Πρασσιώτες από τους άλλους συνοικισμούς και γείτονες από τα Κέδρα, όλοι ανέλαβαν να κάνουν κάτι και το έφεραν σε αίσιο πέρας.
Το ίδιο έγινε και προχθές. Ένα σωρό χαρούμενα παιδιά ανέλαβαν να συμμαζέψουν από την παραμονή το χώρο, έπλυναν τα τραπέζια και τις καρέκλες ενώ οι μεγάλοι κρέμασαν τις τέντες που είναι ακόμη απαραίτητες μέχρι να μεγαλώσουν λίγο ακόμα τα πλατάνια που φύτεψαν στην αυλή, εγκατέστησαν το ψυγείο για τις μπύρες και τα αναψυκτικά και στο διπλανό ξεροχώραφο του Κωνσταντίνου Μπίτσα που ευγενικά επέτρεψε το παρκάρισμα των αυτοκινήτων έβαλαν τη γεννήτρια του ηλεκτρικού.

Οι γυναίκες μετά ανέλαβαν τη φροντίδα του φαγητού το οποίο δεν περιορίζονταν μόνο στη νηστίσιμη φασολάδα που έψησε πολύ καλά ο Στέφανος Χύτης με βοηθό τον Γιώργο Καλαμπαλίκη από τα Κέδρα αλλά είχε και σαλάτες και άλλα καλά, όλα σερβισμένα σε κανονικά πιάτα. Είναι απίστευτο αλλά μέσα σε ένα τέταρτο είχαν σερβιστεί και τα 300 άτομα και σε αυτό συνέβαλε η ενεργός παρουσία όλων των νέων οι οποίοι είχαν αναλάβει χρέη σερβιτόρου. Οι ίδιοι πάλι καθάρισαν στην εντέλεια το χώρο πριν αποχωρήσουμε όλοι, όταν σταμάτησε πια το πανηγύρι.


Πρέπει να το ξαναπούμε, μόλις τέλειωσε η θεία λειτουργία που τέλεσε ο παπα Χρήστος Τζήμας και το προσκύνημα της εικόνας από το εκκλησίασμα,όλα στην αυλή ήταν έτοιμα να αρχίσει το πανηγύρι. Οι διοργανωτές βέβαια λαχτάρισαν λίγο με την αργοπορία του δεξιοτέχνη του κλαρίνου Αποστόλη Τζιαχρήγια τον οποίο καλά λένε ότι «θέλει προκαταβολή και δέσιμο», αλλά ησύχασαν μόλις φάνηκε, κι αυτός από υποχρέωση αλλά και λόγω καταγωγής της μητέρας του από τα Κέδρα και τους αποζημίωσε με το παραπάνω. Και να μην έρχονταν πάντως, το καλό κλαρίνο από τον Καραμπίνη ήταν πάλι εγγυημένο. Στο βιολί της ορχήστρας ήταν ο σπουδαίοςΚώστας Καρπέτας από το Δομοκό, στην κιθάρα ο γιος του Βασίλη Καλαμίδα από τα Κέδρα Ηλίας και στην άκρη κάθισε ο μπάρμπα Γιώργος Πότσιος ή Ζιαβλάνης όπως τον ξέρουν όλοι στα χωριά του Απεράντιου και της Αργιθέας. Όταν ήρθε η σειρά του να παίξει κι αυτός όλοι το χάρηκαν και η ψυχή τους ταξίδεψε σε άλλα, πιο όμορφα χρόνια,τότε που οι τρανώτεροι, όπως οι γέροντες Παπαδημαίοι από το Ραυτόπουλο που παρά το βάρος των χρόνων που κουβαλούσαν στην πλάτη έφεραν μια γύρα κι αυτοί για το καλό της ημέρας καθώς και οι άλλοι συνομηλικοί τους.


Αυτός όμως που εκ μέρους της ορχήστρας είχε το πρόσταγμα της ημέρας ήταν ο τραγουδιστής Βαγγέλης Ποζιός από τα Κουμπουριανά της Αργιθέας ο οποίος κράτησε το τραγούδι στο ύψος που άρμοζε σε αυτό το πανηγύρι. Μόνο τρία –τέσσερα ταγούδια του συρμού βγήκαν από το στόμα του κι αυτά μόνο όταν, σε ένα διάλειμμα από τις υποχρεώσεις της, βγήκε στο αλώνι η νεολαία του χωριού.

Κάτι άλλο που πρέπει να πούμε κλείνοντας αυτό το μακρύ ρεπορτάζ για το πανηγύρι του Προδρόμου, είναι ότι ανάμεσα στους 300 μετρημένους από τον αριθμό των καρεκλών που ήρθαν στο πανηγύρι, ιδιαίτερη ήταν η παρουσία ανθρώπων από τα γειτονικά χωριά. Ανάμεσά τους διακρίναμε ένα τραπέζι γεμάτο Επινιανίτες, ένα άλλο με Βραγγιανιώτες, πολλούς ανθρώπους από το Συγγέρι (Κάτω Ραυτόπουλο) οι οποίοι έχουν και ιδιαίτερους λόγους να τιμούν τον Αϊ – Γιάννη,αρκετούς από τη Γρανίτσα και άλλα χωριά του Απεράντιου καθώς και ορισμένους από το Πετρίλο.
Ούτε λόγος φυσικά για την παρουσία των Κεδριωτών, από την εκκλησία των οποίων δανείστηκε ο Πρόδρομος τα τραπέζια καθώς και ορισμένων από τη Στεφανιάδα. Ο μεγαλοτσέλιγκας μάλιστα Φλότσιος και η παρέα του πρέπει να χόρεψαν περισσότερο από κάθε άλλον. Ακόμη, το πανηγύρι του Προδρόμου τίμησαν και αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία καθώς ο νέος χάρτης της Τοπικής Αυτοδιοίκησης ακόμη σχηματίζεται, ο δήμαρχος Αχελώου Θανάσης Οικονόμου, και βεβαίως ο ηγούμενος της Ιεράς Μονής Σπηλιάς πατέρας Νεκτάριος, τονίζοντας κι αυτός με την παρουσία του τη σημασία που έχει η Παναγία των Αγράφων για όλη την περιοχή.

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Το κείμενο και οι φωτογραφίες δημοσιεύτηκαν τον Σεπτέμβριο του 2008 στον Ευρυτανικό Παλμό και φιλοξενείται σήμερα στον blog "Η δική μου Ευρυτανία" χωρίς επεμβάσεις. Φυσικά και έχουν αλλάξει κάποια πράγματα από τότε αλλά η ουσία του πανηγυριού παραμένει η ίδια και ο κόσμος συνεχίζει να το τιμά.


Τρίτη 27 Αυγούστου 2013

ΟΙ ΝΤΟΜΑΤΕΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΉΠΟ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ ΜΟΥ



 
Για κάποιους λόγους φέτος δεν κατάφερα να πάω φέτος τον Αύγουστο στο χωριό και ομολογώ πως μου λείπει. Περισσότερο απ’ όλα μου έλειπαν οι ντομάτες που καλλιεργεί η μάνα μου σε δυο διαφορετικά σημεία των χωραφιών μας, με διαφορά το ένα από το άλλο 50  μέτρα υψόμετρο για να έχει πρώϊμη παραγωγή και οψιμότερη. Οι όψιμες ντομάτες της, τις οποίες κάνει πλέον με δικό της φυτώριο γιατί δεν της αρέσουν αυτές από το εμπόριο, αρχίζουν να ωριμάζουν στις αρχές του Αυγούστου και η σοδειά τους τελειώνει με το πρώτο χιόνι το φθινόπωρο. Εννοείται ότι δεν πρόκειται για απλές ντομάτες αλλά για φρούτα…
Επειδή δε η παραγωγή της κυρά Κούλας ξεπερνάει πάντα τις τρέχουσες ανάγκες του σπιτιού, κάθε χρόνο προς τα τέλη του Αυγούστου τις μαζεύει, τις αφήνει να στεγνώσουν λίγο και τις κάνει χυμό τον οποίο βάζει μέσα σε μπουκάλια μπύρας (όπως κάνουν τις μολότωφ!!!) και κατόπιν τα βράζει αρκετή ώρα σε ένα μεγάλο καζάνι. Έτσι φτιάχνει εξαιρετική σάλτσα που μοσχοβολάει φρέσκια ντομάτα για τα φαγητά της όλο το χρόνο. Παλαιότερα έφτιαχνε τοματομπελτέ αλατισμένο στον ήλιο και ακόμη παλαιότερα τον έβραζε και ήταν το ίδιο με τη σάλτσα σήμερα αλλά εγκατέλειψε αυτές τις μεθόδους γιατί άκουσε πως δεν είναι και τόσο υγιεινές και το έριξε στην εμφιάλωση καμιά 500αριά μπουκαλιών για να μοιράσει σε όλους μας. Έτσι έφτασαν και σε μένα σήμερα μερικά μπουκάλια και ήταν ευκαιρία να μαγειρέψω λίγα χλωρά φασόλια (χάντες) από τον κήπο της και δεν σας κρύβω ήταν εξαιρετικό το αποτέλεσμα.

ΑΘΗΝΑ, 27082013

Δευτέρα 26 Αυγούστου 2013

ΕΝΑ ΑΓΑΛΜΑ ΠΟΥ ΜΟΙΑΖΕΙ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ


 
Πόσα χρόνια θυμόμαστε εμείς που ζούμε κάπως κοντά στο Πολυτεχνείο και το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο την οδό Τοσίτσα, ένα μοναδικό δρόμο στην Αθήνα, να εξελίσσεται σε ανοιχτό χώρο εμπορίας ναρκωτικών και οικόπεδο όπου έλιωναν καθημερινά τόσοι και τόσοι άνθρωποι μπροστά στα μάτια των περαστικών, των τουριστών και φυσικά των αρχών που υποτίθεται ότι είναι επιφορτισμένες να αντιμετωπίζουν τέτοια δύσκολα προβλήματα.
Τα χρόνια είναι πολλά και το πρόβλημα μεγάλωνε μέχρι που φέτος η Αστυνομία, δυστυχώς η Αστυνομία και όχι κάποια άλλη αρχή κοινωνικού ή υγειονομικού ενδιαφέροντος, άδειασε με τον γνωστό τρόπο της την Τοσίτσα από χρήστες και εμπόρους και κάθε άλλο άτομο που συμπλήρωνε το μωσαϊκό της εξαθλίωσης και της απελπισίας. Έτσι από τους «θαμώνες» της Τοσίτσα κάποιοι μεταφέρθηκαν στους παρακάτω, προς τη Βάθης δρόμους ενώ πολλοί άλλοι πιθανόν να ακουλούθησαν άλλους, καθόλου σίγουρα ενδεικντόμενους δρόμους.

Έτσι στον σιωπηλό πλέον δρόμο που μπορούν άνετα και χωρίς κανένα φόβο να παρκάρουν τα αυτοκίνητά τους  οι υπάλληλοι του Μουσείου φαντάζομαι και τα παρτέρια του οποίου είδα χθές πως τα φροντίζουν ιδιαίτερα και ποτίζουν τακτικά το γκαζόν, το μόνο που έμεινε να θυμίζει την εποχή της εξαθλίωσης είναι το άγαλμα της δεμένης πισθάγωνα γυναίκας (συμπαθάτε με που δεν ξέρω περισσότερα ή γιατί δεν μπόρεσα να διαβάσω τα στοιχεία του) που κοιτάζει προς την είσοδο του Μουσείου φοβερά κακοποιημένο και βρωμισμένο.

Μπορεί σκέφτηκα να το άφησαν έτσι γιατί δεν προλάβαιναν να το καθαρίσουν και σύντομα να αρχίσουν το έργο της συντήρησής του αλλά έτσι όπως το έβλεπα μου πέρασε από το μυαλό η ιδέα πως μπορεί να το άφησαν έτσι να θυμίζει μια εποχή που κανένας δεν νομίζω πως επιθυμεί να επιστρέψει στην οδό Τοσίτσα και σε όλη γύρω την περιοχή. Δεν άφησα πολύ ώρα στο μυαλό μου αυτή τη σκέψη γιατί συλλογίστηκα πως κάτι τέτοιες ενέργειες θέλουν μεγάλη φαντασία και σε ένα τόπο που μάθαμε να κρύβουμε τα προβλήματα από κάτω από το χαλί, είναι πολύ λίγοι αυτοί από τους άρχοντες ή τους αρμοδίους που θα τολμούσαν να πάρουν τέτοιες πρωτοβουλίες

Όσο για το όνομα της δεμένης πισθάγκωνα γυναίκας, δεν μπήκα στον κόπο να το αναζητήσω γιατί όποιας και να ήταν, ότι και να συμβόλιζε, της Αθήνας έμοιαζε που αβοήθητη είναι εκτεθειμένη στο έλεος κάθε βάνδαλου και για να είμαστε δίκαιοι, και πολλών μορφωμένων που η συμπεριφορά τους δεν διαφέρει καθόλου από τους άλλους.

ΑΘΗΝΑ, 26082013

Κυριακή 25 Αυγούστου 2013

ΩΡΑΙΑ ΠΟΥ ΠΕΡΝΑΜΕ ΕΙΣ ΤΑ ΑΘΗΝΑΣ…


 
Η σκηνή χθεσινή, στην πλατεία Αιγύπτου που έμοιαζε και έκαιγε σαν έρημος στην αληθινή Αίγυπτο και η μόνη παρηγοριά ήταν ο ίσκιος του πλατάνου που μούλιαζε όμως στα νερά της τσιμεντένιας στέρνας με τα βρώμικα νερά που έχει καταντήσει το εκεί συντριβάνι. Είναι γνωστό ότι τα συντριβάνια σε αυτή την άμοιρη πόλη κατασκευάζονται μόνο για να βγάζει λεφτά ο εργολάβος και μόλις απομακρύνεται από το έργο φαίνεται πως παίρνει και τα μυστικά λειτουργίας μαζί του κι έτσι κανένας άλλος δεν ξέρει πως μπορεί να το βάλει να δουλέψει. Κατά ένα παράξενο τρόπο πάλι, τα συντριβάνια σε κάποιες πλατείες της πόλης, λειτουργουν το χειμώνα και τούτο είναι ένα από τους αστικούς μύθους που θέλοντας ή μη πιστεύουμε για να μη παραδεχτούμε πως όντως μας ψεκάζουν με φάρμακα λησμοσύνης, μη πώ τίποτα χειρότερο…
ΑΘΗΝΑ, 25082013

ΤΑ ΜΠΑΛΚΟΝΙΑ ΠΟΥ ΕΓΙΝΑΝ ΠΑΡΑΛΙΕΣ…


 
Μη νομίσετε όλοι εσείς που γυρνάτε σήμερα από τις διακοπές σε βουνάκαι θάλασσες πως κι εμείς που μείναμε εδώ δεν περάσαμε καλά. Μπορεί να μην δροσιστήκαμε σε τίποτα συντριβάνια γιατί απλά οι δημοτικές αρχές τα είχαν σταματήσει μάλλον λόγω κόστους λειτουργίας αλλά από ίσκιο χορτάσαμε γιατί ας είναι καλά κάποια δέντρα που υπάρχουν στις λίγες πλατείες και στους παρατημένους κήπους γιατί από καταστήματα με τέντες, ας μην μιλήσουμε αφού τα πιο πολλά τα βρήκε το καλοκαίρι με λουκέτο λόγω αναδουλειάς.
Ακόμη και μπάνια κάναμε, στις κοντινές ακτές και είδαμε πως η διαφορά με αυτές των Κυκλάδων ας πούμε, δεν ήταν μόνο στο εισητήριο με τα αστικά μέσα μεταφοράς αλλά και σε πολλά άλλα, σαφώς πιο οικονομικά. Όσοι βέβαια βαριόνταν να πάνε μέχρι το Σαρωνικό ή αλλού, την πέρναγαν στο μπαλκόνι τους όπως καλή ώρα οι νέοι συμπολίτες μας από την Ασία που σήκωσαν τις χρωματιστές ομπρέλες τους και έδωσαν στην απελπισμένη οδό Βεραντζέρου, εκεί κάτω στην Ομόνοια, ένα χρώμα παραλίας και μια ιδέας διακοπών. Όσο για το μαύρισμα που έκαναν, δεν μπορώ να πω τίποτα γιατί ήταν ψηλά και δεν έβλεπα χθες που πέρασα μια βόλτα από αυτή την γειτονιά που ήταν έρημη όσο και άλλες της Αθήνας.
ΑΘΗΝΑ, 25082013          

Σάββατο 24 Αυγούστου 2013

ΤΑ ΜΙΚΡΑ «ΤΕΡΑΤΑ» ΤΩΝ ΑΘΗΝΑΪΚΩΝ ΤΟΙΧΩΝ



 
Tον είδα χθες το απόγευμα τον πιτσιρικά δίπλα από μια κολώνα στην πλατεία Συντάγματος να στοχεύει με μια ωραία, μεγάλη φωτογραφική μηχανή κάτι σε μια εσοχή και πλησίασα να δω τι έβλεπε αυτός και έχανα εγώ. Τότε είδα πως είχε «πιάσει» με το φακό του ένα σιαμιαμίδι (ήτοι σαυράκι που ζει στα μπαλκόνια και στους τοίχους και τρέφεται με έντομα) και μάλιστα ήταν πολύ χαρούμενος που φωτογράφισε αυτό το μικρό κορκοδειολοειδές που άγνωστο για ποιο λόγο βρέθηκε να περπατάει πάνω στο γιαλιστερό μάρμαρο και για το οποίο ομολογώ πως δεν ξέρω τι απέγινε γιατί βιαζόμουν να πάω σε ένα ραντεβού στο Μουσείο Ακρόπολης. Σίγουρα θα επιζούσε σκέφτηκα γιατί μετά τη φωτογράφιση κάπου θα χωνόταν και καθώς δεν υπάρχουν γάτες πουθενά εκεί γύρω θα την έβγαζε καθαρή μέχρι να ανέβαινε σε κάποιο μπαλκόνι και ναφωλιάσει πίσω από τίποτα γλάστρες.  

Αυτά τα μικρά «τέρατα» της πόλης που αποτελούν κατά κάποιο τρόπο οικιακά ζώα για τα αθηναϊκά σπίτια είναι εντελώς άκακα αλλά όπως γνωρίζω, θέλουν για να ζήσουν ένα καθαρό περιβάλλον και κυρίως στο χώρο που κινούνται να μη ρίχνονται χημικά και άλλα δηλητηριώδη απορρυπαντικά, κάτι που δυστυχώς δεν αποφεύγει κανένας από τα φόβο των κατσαρίδων κυρίως που . Έτσι δεν αποκλείεται στο μέλλοννα μην βλέπουμε καθόλου σιαμιαμίδια στην πόλη παρά μόνο σε γκράφιτι, όπως αυτό το πολύ ωραίο που είδα περνώντας λίγο αργότερα στην οδό Βύρωνος κοντά στη Διονυσίου Αεροπαγίτου.
ΑΘΗΝΑ, 23082013


ΟΙ ΠΑΛΙΟΙ ΣΠΟΡΟΙ ΤΗΣ ΚΥΡΑ ΕΛΕΝΗΣ…


 
Η Ελένη Κοντογιάννη ζει με τον άντρα της Βασίλη στο χωριό Καστανιά (Προυσσού) στην Ευρυτανία, ένα χωριό κρεμασμένο θαρρείς πάνω από τον δύσκολο ποταμό Κρικελοπόταμο και αριθμεί καμιά πενηνταριά μόνιμους κατοίκους, ηλικιωμένους ως επί το πλείστον που κατά κάποιο τρόπο ζουν ακόμη στον απόηχο της παραδοσιακής ζωής των ορεινών Ελλήνων.
Το ζεύγος Κοντογιάννη που οι ρίζες τους κρατάνε από το διπλανό χωριό Πρόδρομος,  έχει τέσσερα παιδιά (Γιώργος, Δημήτρης, Παναγιώτης, Αννούλα) από τα οποία, τα δυο πρώτα εργάζονται στο Καρπενήσι αλλά πηγαινοέρχονται συχνά στο χωριό και βοηθούν τον πατέρα τους που διατηρεί ένα μεγάλο κοπάδι από κατσίκια και τα άλλα δυο ζουν στη Λαμία. Φυσικά δίπλα στον Βασίλη και το κοπάδι είναι διαρκώς η Ελένη, η οποία προλαβαίνει και το νοικοκυριό και φυσικά τους κήπους με τα λαχανικά καθώς και την αυλή της που είναι γεμάτη με ωραία λουλούδια, τα περισσότερα από τα οποία ο σπόρος τους είναι παλαιός και προσαρμοσμένος απόλυτα στις κλιματολογικές συνθήκες της περιοχής.

Αυτά τα έμαθα πιάνοντας κουβέντα με την Ελένη σαν την είδα να ποτίζει ένα ωραίο βασιλικό, από αυτούς που λέμε χειμωνιάτικους και με έκπληξη άκουσα πώς κρατάει τον ίδιο σπόρο που πήρε από την συγχωρεμένη πεθερά της, Σαννούλα Κοντογιάννη που έζησε όλη της τη ζωή στο κοντινό στην Καστανιά χωριό Πρόδρομος. Χοντρικά υπολογίσαμε πως πρέπει να είναι ο ίδιος σπόρος πάνω από 120 χρόνια γιατί και η Σαννούλα, τον είχε κρατήσει από τη δική της μητέρα ενώ είναι πιθανό να έχει και περισσότερη ιστορία.

Το ίδιο μου είπε πως κάνει και με τις ντομάτες, τα άλλα κηπευτικά και βέβαια με τα καλαμπόκια για τα οποία έμαθα πως καλλιεργεί ακόμη τα λεγόμενα «κοντόροκα», ήτοι ένα είδος καλαμποκιού του οποίου το ξυλώδες εσωτερικό είναι πολύ μικρό ενώ οι σπόροι του πολύ μεγάλοι, οι μεγαλύτεροι από κάθε άλλο ιθαγενή ποικιλία καλαμποκιού και φυσικά δεν έχει καμιά σχέση με τα υβρίδια που υποχρέωσαν οι διάφοροι προπαγανδιστές των πολυεθνικών να καλλιεργούν οι Έλληνες αγρότες για να είναι διαρκώς εξαρτημένοι από αυτές και τα φυτοφάρμακα που απαιτούνται για την καλλιέργεια τους.

Η περίπτωση της Ελένης δεν είναι ασφαλώς δεν είναι μοναδική. Κι άλλες γυναίκες, πιο ώριμες αλλά και νεώτερες και σε πολλά σημεία της Ελλάδας που τα χαρακτηρίζει κάπως η απομόνωση αλλά κυρίως και πίστη των καλλιεργητών στην παράδοση που θέλει να κρατάνε τον σπόρο από τη δική τους παραγωγή και να τον φροντίζουν υποδειγματικά ώστε να παράγουν καρπούς που θα έχουν τα ίδια χαρακτηριστικά κάθε χρόνο.

Στην περίπτωση επίσης σημασία έχει και το χωράφι ή ο κήπος που θα πέσει ο σπόρος και γι’ αυτό φροντίζουν κάθε χρόνο να το αλλάζουν ή αν δεν έχουν αυτή τη δυνατότητα να το λιπαίνουν καλά με κοπριά από τα δικά τους ζωντανά και όχι με λιπάσματα γιατί στη συνείδησή τους δεν συμβιβάζεται η χρήση χημικών λιπασμάτων με τους παλιούς σπόρους.
Έτσι άθελά τους, οι γυναίκες αυτές συντελούν στη διατήρηση εκείνων των ποικιλιών σπόρων και ειδών που αν δεν είναι ιθαγενείς, έχουν όμως εξελιχθεί και προσαρμοστεί στο κλίμα των αναρίθμητων μικροτόπων που παρουσιάζει το ανάγλυφο της ελληνικής γης και κατά συνέπεια, θεωρούνται μοναδικές ανεξάρτητα από την παραγωγή τους.

Το γεγονός ασφαλώς και ενθουσιάζει εκείνους που θεωρούν ότι το μέλλον της σωστής διατροφής του ανθρώπου θα στηριχθεί σε αυτούς τους σπόρους και είδη, αλλά τον κύριο λόγο εδώ τον έχει η ανάγκη του πληθυσμού όλου του πλανήτη που μεγάλο μέρος του λιμοκτονεί και η επιστήμη βεβαίως που θα κάνει τις απαραίτητες έρευνες για να γίνουν πιο αποδοτικές αυτές οι καλλιέργειες και να ασχοληθούν περισσότεροι μαζί τους.


Όπως και να έχει όμως το πράγμα, είναι ζήτημα αν στο μέλλον θα συνεχίσουν να υπάρχουν γυναίκες σαν την Ελένη Κοντογιάννη και άλλες συγχωρινές της που θα πιστεύουν με αυτό τον ωραίο τρόπο στη δύναμη που έχουν οι σπόροι και τα μυστικά των καλλιεργειών που μεταβιβάζονται από γενιά σε γενιά συνεχίζοντας έτσι μια παράδοση και τρόπο ζωής που όπως δείχνουν τα πράγματα, δεν πρόκειται να επαναληφθεί ξανά…

 ΕΘΝΟΣ - ΚΥΝΗΓΙ, 21082013

Δευτέρα 19 Αυγούστου 2013

ΜΕ ΤΟΝ ΚΩΣΤΑ ΠΛΙΑΤΣΙΚΑ ΣΤΗ ΛΑΪΚΗ ΚΑΛΛΙΔΡΟΜΙΟΥ



Μπορεί να μην είμαστε από αυτούς που πάνε στη λαϊκή να γεμίσουν καροτσάκια με πράγματα για μια εβδομάδα αλλά δεν χάνουμε ποτέ την ευκαιρία να κάνουμε τις βόλτες μας και να χαζέψουμε την κίνηση από τα γνωστά καφενεία της Καλλιδρομίου. Προχθές όμως, το Σάββατο μετά τον Δεκαπενταύγουστο που ούτε πάγκους πολλούς είχε, ούτε και πελάτες κάποιοι από τους πιστούς πήγαν στη λαϊκή και άλλοι στη «Μουριά» που ήταν ανοιχτή να περάσουν το Σάββατο όπως έχουν συνηθίσει. Ανάμεσά τους κι εγώ και είχα τη τύχη να συνατήσω τον Κώστα Πλιάτσικα στα σκαλιά του «Green Door» (ποιος αλήθεια θυμάται αυτό το λαμπρό άντρο διασκέδασης, το πρώτο μαγαζί που έβαλε «πόρτα» στα Εξάρχεια αλλά δεν είχε μακρύ βίο, να πίνει μπύρες με παραγωγούς της λαϊκής που σκότωναν κι αυτοί ελλειψει πελατών το χρόνο τους. Ήταν η ευκαιρία, σκέφτηκα να με ξαναγήσει στο έργο του που είναι απλωμένο σε όλους τους τοίχους του δρόμου και ήταν εύκολο να φανεί γιατί δεν υπήρχαν πάγκοι και παίρνοντας κάνα δυο μπύρες στο χέρι, περπατήσαμε και ο Κώστας μου είπε για τα δικά του, τις ιδέες του, τους στόχους του…
ΥΓ. Ο Κώστας έχει το εργαστήριό του στη γωνία Εμμ. Μπενάκη 103 και Καλλιδρομίου (τηλ. 2155306458) και είναι εκεί όλες τις ώρες. Έτσι, όποιος θέλει να γνωρίσει το έργο του, μπορεί να πάει κάποια στιγμή να τον πάρει και να περπατήσετε μαζί την Καλλιδρομίου τούτες τις μέρες που δεν έχει πολλά αυτοκίνητα παρκαρισμένα. Περισσότερα στο www.diasxizo.gr
Αθήνα, 18082013

Κυριακή 18 Αυγούστου 2013

ΤΑ ΜΠΑΝΙΑ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΛΙΑ ΤΟΥ ΦΛΟΙΣΒΟΥ


 
Επειδή πολλοί δεν πιστεύουν πως η φωτογραφία της προηγουμένης ανάρτησης με την κοπέλα να διαβάζει μπροστά σε μια θάλασσα είναι στο Φλοίσβο, προχωρώ στο ρεπορτάζ για να πιεσθούν και ακόμη να πω ότι οι διαφορές των παραλιών του Σαρωνικού με την «Ιταλίδα» για παράδειγμα στο Κουφονήσι είναι ελάχιστες.

Εκτός του ότι ένα μπάνιο στην «Ιταλίδα» κοστίζει κατά κατάμέσο όρο 80 - 100 ευρώ, στο Φλοίσβο δεν πάει παραπάνω από 2.4ο ευρώ, δηλαδή μόνο τα εισιτήρια. Όπως διαπίστωσα όλοι είχαν κουβαλήσει νερό καθώς και φαγώσιμα από το σπίτι. Τόσο που είχε πιάσει απελπισία έναν ταλαίπωρο που πήγαινε πέρα - δώθε και πούλαγε νερά, καφέδες, αναψυκτικά. Το ίδιο και τον άλλο ταλαίπωρο που με ένα ποδήλατο περνούσε ανάμεσα στους λουόμενους και πούλαγε σάντουιτς, τυρόπιτες και άλλα. Δεν ήταν όμως μόνο αυτοί που πουλούσαν πράγματα στην παραλία. Ανά δυο - τρία λεπτά περνούσε κάποιος ασιάτης που πουλούσε από πλαστικά σωσίβια, καπέλα, μέχρι μπανάνες και φυστίκια, ακόμα και κομπολόγια και εικόνες της  Παναγίας και ότι άλλο μπορεί να φανταστεί ο άνθρωπος και που φυσικά δεν υπάρχει περίπτωση να τα βρείτε ούτε στη Σαμοθράκη, ούτε στην Σίκινο, ούτε και στην Αίγινα.

Όσον αφορά τώρα τη γλώσα που μπορεί να συννενοηθεί κάποιος στον Φλοίσβο αλλά και σε όλες τις παρακάτω παραλίες είναι τα desperados με ολίγη ελληνική ενώ η μεταφορά με τα λεωφορεία (στα οποία όπως διαπίστωσα ελάχιστοι ήταν αυτοί που χτύπησαν εισιτήριο) είαι ολίγον προβληματική εκεί γύρω στο μεσημάρι γιατί το στριμωξίδι των ιδρωμένω ανθρώπων θυμίζει τρόλει στα περασμένα χρόνια.Τούτο φαίνεται ότι δεν ενοχλεί κανέναν γιατί που αλλού θα εύρισκε τόσο φθηνά (εως καθόλου) μια βόλτα στη θάλασσα και μάλιστα στη θάλασσα του Σαρωνικού; Σας προτείνω να το δοκιμάσετε κι εσείς μια μέρα και θα το υιοθετήσετε σαν βόλτα για μπάνιο.

 
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Οι φωτογραφίες «πάσχουν» λίγο και μπορεί να μην είναι αυτές που καλύπτουν το γεγονός και τούτο γιατί οι άνθρωποι πήγαν να κάνουν το μπάνιο τους και όχι να γίνουν ήρωες του εφήμερου επειδή με πήγε κι εμένα ο δρόμος στο Φλοίσβο. Έτσι, περιορίζομαι στην ευθύνη του κειμένου και μόνο.

Παρασκευή 9 Αυγούστου 2013

ΤΑ 50στά ΓΕΝΕΘΛΙΑ ΜΙΑΣ ΛΙΜΝΗΣ



Είναι η νεότερη λίμνη της Ελλάδας, αυτή της Στεφανιάδας που προέκυψε όταν με το μπάσιμο του νέου έτους 1963 και σε υψόμετρο 850 μέτρα η φοβερή πλαγιά Στοιχειό ξεκόλλησε από το βουνό Σμίνικο και έπεσε στον Στεφανιώτη ποταμό που είναι ένας από τους δυνατούς παραπόταμους του Αχελώου. Το γεγονός συντάραξε την περιοχή αλλά ευτυχώς δεν είχε θύματα ούτε σε ανθρώπους, ούτε και ζημιές σε οικισμούς έκανε.

 Τότε η Στεφανιάδα ήταν ακόμη ένα από τα πιο δυνατά χωριά της Αργιθέας καθώς η κοινότητά της αριθμούσε περί τις 400 ψυχές ενώ τα κοπάδια της ξεπερνούσαν τα 40.000 γιδοπρόβατα αλλά σιγά - σιγά και για τους ίδιους λόγους που ερήμωσε όλη η Ελλάδα έφτασε σήμερα, μισό αιώνα μετά και οι τρεις συνοικισμοί της (Ρωμιά, Αετοχώρι, Γ’ Μάραθος) να αριθμούν ελάχιστους μόνιμους κατοίκους και μόνο 400 ζωντανά από ένα μόνο κτηνοτρόφο, τον Κώστα Φλότσιο που έχει ακόμα μαντριά στην περίφημη Πλάκα.
Την έννοια της κοινότητας της λαμπρής άλλοτε Στεφανιάδας κατάφερε όμως να διατηρήσει ο Σύλλογος των Στεφανιωτών «Η Ιτιά» που ιδρύθηκε το 1982 και φέρει το όνομα της ωραίας κορυφής πάνω από τους οικισμούς και με κάθε τρόπο και με διάφορες εκδηλώσεις, έκδοση εφημερίδας, ημερολογίων και πολλών συναντήσεων να ενισχύει τη σχέση των αποδήμων με τη γενέτειρα και των νεότερων με την παράδοση και την ιστορία του τόπου.

Φέτος δε για να γιορτάσει τα πενήντα χρόνια της λίμνης η οποία έχει πλέον ωριμάσει και αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο του τόπου διοργανώνει εκδηλώσεις που φιλοδοξούν να φέρουν στη Στεφανιάδα κόσμο απ’ όλη την Αργιθέα και αλλού. Έτσι σε ειδικά διαμορφωμένο χώρο στην όχθη της λίμνης, την Κυριακή το βράδυ στις 8.30 θα πραγματοποιηθεί συναυλία της Ελένης Τσαλιγοπούλου ενώ τη Δευτέρα στην πλατεία του Πλατανιά, θα γίνει δημοτική βραδιά με το συγκρότημα του Ηλία Πλαστήρα.


Σημειώνουμε πως η Στεφανιάδα απέχει από την Καρδίτσα 70 χιλιόμετρα και η διαδρομή είναι μέσα από τα χωριά και κάτω από τα βουνά της Αργιθέας και ο επισκέπτης της περιοχής εκτός από την ωραία λίμνη μπορεί να γνωρίσει και τις άλλες ομορφιές του τόπου καθώς και τα βυζαντινά μνημεία της περιοχής, τα μοναστήρια Κώστη και Σπηλιάς. Περισσότερες πληροφορίες για όποιον θελήσει να βρεθεί αυτό εορταστικό διήμερο στη Στεφανιάδα μπορεί να έχει από την Ελένη Τσαπραίλη, 6974440814 και 2445031803.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Οι φωτογραφίες είναι του φίλου όλων μας και κυρίως της Στεφανιάδας, Δημήτρη Παπαδιά.
Καρδίτσα, 09082013