Σελίδες

Παρασκευή 13 Σεπτεμβρίου 2013

ΣΤΟ ΣΤΑΥΡΟ, ΣΤΟ ΑΒΑΤΟ ΤΗΣ ΑΜΟΡΓΟΥ





Τις ημέρες που ο ήλιος αισθητά γέρνει προς το φθινοπωρινό ηλιοστάσιο και ο καιρός με ευδιάκριτα πλέον φαινόμενα συνηγορεί στην αίσθηση ότι πλησιάζει το τέλος του καλοκαιριού, έναν ιδιαίτερο σταθμό για τη ζωή των ανθρώπων της ελληνικής υπαίθρου αποτελούσε πάντα και συνεχίζει να αποτελεί μέχρι σήμερα σε ορισμένα σημεία όπου η ιθαγένεια έχει ακόμη δυνάμεις και ανθίσταται, το αγροτικό πανηγύρι του Σταυρού στις 14 του Σεπτεμβρίου (Τρυγητή), που μέσα στον αρχέγονο λατρευτικό χαρακτήρα του εξέφραζε με κάποιους λησμονημένους παλαιούς κωδικούς την αποτίμηση της συγκομιδής και αναλόγως, έδινε θάρρος ή μοίραζε απελπισία σε όποιον με τον ετήσιο μόχθο του είχε επενδύσει στο χωράφι ή το κοπάδι…
Για κάποιες κοινωνίες ανθρώπων, ιδίως αυτών που ξεκαλοκαίριαζαν στις ορεινές εξοχές της Αμοργού -στο σκληρό βουνό Κρίκελος στο νότιο τμήμα του νησιού και στο απόκοσμο, βαραθρώδες και απάτητο σε πολλά σημεία του ακρωτήριο Ξόδωτος, το οποίο σαν τεράστιο απολιθωμένο καράβι μοιάζει να έχει ρίξει άγκυρα στην ταραγμένη θάλασσα- κοντά στα λιτοδίαιτα κοπάδια τους, το πανηγύρι του Σταυρού γι’ αυτούς σήμαινε επίσης και την απαρχή της επιστροφής στη θαλπωρή των ήμερων χωριών της Αιγιάλης (Λαγκάδα, Θολάρια, Ποταμός) για ξεχειμώνιασμα. Το γεγονός συνδυάζονταν πάντα με μια αποχαιρετιστήρια γιορτή σε ένα σημείο όπου κατά τους απώτατους χρόνους πιθανόν να υπήρχε αρχαίο ιερό και στις ημέρες μας, εκεί, μέσα στο απόλυτο τεφρό τοπίο, λάμπει με το κατάλευκο σώμα του, το ανεμοδαρμένο εκκλησάκι του Σταυρού που έδωσε και το όνομά του σε όλη την περιοχή.


Το εκκλησάκι, το οποίο είναι το μόνο έργο που μαζί με κάποιες πέτρινες μάντρες που ρέπουν προς την οριστική διάλυση θυμίζουν το πέρασμα των ανθρώπων από αυτή την περιοχή, κανείς δεν θυμάται πότε ιδρύθηκε. Η μόνη βεβαιότητα την οποία συντηρεί η τοπική παράδοση είναι ότι κτίστηκε χάρη ενός θαύματος το οποίο εν περιλήψει αναφέρει πως ένας μοναχός από το βυζαντινό μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου, (9ος μ.Χ. αιώνας) ο οποίος πιθανώς βοσκούσε εκεί ένα κοπάδι κατσίκια, ξάπλωσε κάποτε σε κάποια βράχια κοντά στο πηγάδι και χωρίς να το καταλάβει, ένας σταυρός αποτυπώθηκε στο πανωφόρι του. Όταν επέστρεψε στο μοναστήρι, οι άλλοι μοναχοί είδαν το αποτύπωμα και εντυπωσιάστηκαν.

Το γεγονός που επαναλήφθηκε αρκετές φορές τους έβαλε σε σκέψεις και αναζητώντας το αίτιον αυτού του φαινομένου, ανακάλυψαν έναν ξύλινο σταυρό σε μια σχισμή των βράχων πάνω στα οποία ξάπλωνε ο φορέας της θεοσημίας και τον πήραν στο μοναστήρι. Ο σταυρός όμως δεν συμμερίστηκε αυτή την εξέλιξη και «πέταξε» πάλι προς το βουνό. Οι μοναχοί επέμεναν, αλλά ο σταυρός επ’ ουδενί λόγω ήθελε να μείνει στο τέμπλο του καθολικού του Θεολόγου. Έτσι, λέει η παράδοση, αναγκάστηκαν να χτίσουν το εκκλησάκι το οποίο, όπως και η ιστορία δηλώνει, αφιερώθηκε στην ημέρα της εύρεσης του τιμίου Σταυρού από την μητέρα του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Σημειώνουμε πως αυτός ο ξύλινος σταυρός, επενδεδυμένος με ασήμι βρίσκεται στο μοναστήρι της Χοζοβιώτισσας.

Ο Σταυρός του Κρίκελλου μπορεί να μην είναι το υψηλότερο εξωκκλήσι του νησιού, αποτελεί όμως ένα ιδιαίτερο γεωγραφικό σημείο στο αιχμηρό σώμα της Αμοργού και το πανηγυράκι που γίνεται εκεί την παραμονή της ετήσιας εορτής, εμπεριέχει όλα εκείνα τα στοιχεία τα οποία το καθιστούν το νήμα που συνδέει το ιθαγενές παρελθόν του νησιού με το δυσανάγνωστο σήμερα και η συμμετοχή σε αυτό αποτελεί κατά κάποιον τρόπο, πρόκριμα λόγου και στάσης για όσους προσπαθούν να διαβάσουν χωρίς παραμορφωτικά γιαλιά, την πορεία που έχει πάρει η μικρή τους πατρίδα.

Επί του προκειμένου, το μονοπάτι που οδηγεί από τον όρμο της Αιγιάλης (Γιάλης) ή από τα μοναδικά χωριά ως τον Άγιο Ιωάννη Θεολόγο κι απ’ εκεί σέρνεται σαν σκονισμένο φίδι πάνω από τους τρομερούς γκρεμούς ως τον αυχένα του Σταυρού είναι το αρχαίο νήμα που συνδέει ένα λαμπρό κτηνοτροφικό παρελθόν με το θορυβώδες τουριστικό σήμερα και για ορισμένους, το «περπάτημα» δηλώνει την κατεύθυνση που πρέπει να πάρει ο τουρισμός στην Αμοργό πιέζεται ασφυκτικά από την κατανάλωση του καλοκαιριού που επιβάλλουν η τουριστική αγορά και οι συνήθειες των ανθρώπων.

Κάπως έτσι έχουν τα πράγματα, καθώς στο σύνολο των πανηγυριστών, δυο κατηγορίες μπορούμε να ξεχωρίσουμε, τους ντόπιους που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο συνδέονται με την περιοχή του Σταυρού και τους πολλούς ομολογουμένως ξένους που αγαπούν την Αμοργό γιατί στο μεγαλύτερο τμήμα της το φυσικό περιβάλλον παραμένει όπως το έχει διαμορφώσει ο χρόνος και το έπλασαν οι άνθρωποι με τα χέρια τους και τα πόδια τους.

Στην περίπτωση, το μονοπάτι το έχουν χαράξει τα γυμνά πόδια των ανθρώπων από την αυγή της ιστορίας σίγουρα και οι οπλές των ζώων που βοσκούσαν στον Κρίκελο και αποτελεί το βασικό σημείο πρόσβασης στο Σταυρό. Υπάρχει και ένα άλλο μονοπάτι που ξεκινά από τη Λαγκάδα, ανεβαίνει στην κορυφή του Μαχού, περνάει δίπλα από μια μελαγχολική σειρά διαλυμένων ανεμόμυλων και αφού διαβεί την κορυφή Χωραφάκια καταλήγει στον Σταυρό. Λίγοι είναι όμως αυτοί που προτιμούν αυτό επειδή δεν προσφέρει τις συγκινήσεις εκείνου που διαβαίνει μέσα σπό τους γκρεμούς που τα θεμέλιά τους δέρνει η διαρκώς θυμωμένη θάλασσα. Για τον ίδιο λόγο το ακολουθήσαμε κι εμείς συμμετέχοντας σε μια παρέα πανηγυριστών και το περπατήσαμε με κομμένη ομολογουμένως ανάσα για να πάμε στο πανηγύρι. Αυτή είναι και η συνηθισμένη διαδρομή που ακολουθούν όσοι θέλουν να ανέβουν μέχρι εκεί, είτε μόνοι τους είτε με κάποιον ντόπιο για συνοδό.

Η διαδρομή προς τον Σταυρό ξεκινάει από τη Λόζα, την όμορφη πλατεία της Λαγκάδας και η αρχή της είναι ένα τσιμεντοστρωμένο πλατύ μονοπάτι που προχωρά μέχρι τη διακλάδωση που οδηγεί στην Παναγιά την Πανωχωριανή και προχωρά προς την Πορτάρα, σημείο που υπονοεί κατά κάποιο τρόπο την είσοδο του επισκέπτη στον κόσμο του Κρίκελλου, έναν κόσμο εντελώς διαφορετικό από τον όρμο της Αιγιάλης και για τους ντόπιους δηλώνει το αγροτοποιμενικό παρελθόν του τόπου.

Μετά την Πορτάρα, τα σημεία που διαβαίνει το μονοπάτι καλούνται Σκαράλωνα, Σεριανό, Λάκα, στου Γράμπαμπα, το λεγόμενο, Ασκούνταυλος, Ξερόλακκος και τα οποία κατά τη δεύτερη ανάγνωσή τους έχουν πολλά να δηλώσουν για την ιστορία της Λαγκάδας, προχωρά δίπλα από παρατημένα χωράφια στα οποία θεριεύουν πλέον τα σκίνα, οι αγκαθωτοί θάμνοι και οι αστοιβές και καταλήγει στην Αγία Βαρβάρα, ένα αχρονολόγητο εκκλησάκι δίπλα σε μια μεγάλη υπόγεια δεξαμενή που λειτουργεί ακόμα. Ακολουθεί η περιοχή Χοιροκουμάς η οποία ονομάστηκε έτσι από την εκτροφή των χοίρων και ως τοπωνύμιο αντηχεί την εποχή του μεγάλου δάσους με τις βελανιδιές που ο πολύτιμος καρπός τους ήταν η βασική τροφή των χοίρων. Αυτό το δάσος, που ήταν από τα πιο παλαιά και σπουδαία των Κυκλάδων κάηκε το 1835 και λόγω των ιδιαίτερων συνθηκών που επικρατούν στο νησί, ποτέ δεν κατάφερε να αναγεννηθεί.

Στο τέλος αυτής της διαδρομής η οποία δεν παρουσιάζει καμιά δυσκολία, αμέσως μετά από ένα μικρό συγκρότημα αγροικιών, ένα μονοπάτι με αριστερή κατεύθυνση οδηγεί στο μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου ενώ προς τα δεξιά, σύριζα σχεδόν με ένα από τους ψηλότερους τοίχους της Αμοργού που περικλείει ένα μεγάλο κτήμα που βόσκουν κατσίκια, το μονοπάτι κλιμακωτά ανεβαίνει την δασωμένη πλαγιά και σε ένα σημείο, σε αριστερή κατεύθυνση γίνεται ομαλό και από το ύψος του βαδίζει παράλληλα σε ένα μικρό δασωμένο οροπέδιο, τα λεγόμενα Καμπιά, όπου ανάμεσα στα πυκνά δέντρα διακρίνονται τα λείψανα πολλών αγροικιών. Εκεί κάποτε καλλιεργούσαν σιτηρά και είχαν αμπέλια, συκιές και μελισσομάντρια πολλοί Λαγκαδιανοί και Θολαριανοί.

Το μονοπάτι διασχίζει ομαλά μια περιοχή στα πετρώματα της οποίας κυριαρχούν τα γκριζοκόκκινα χρώματα και καλείται Χαλκό Χώμα. Το τοπωνύμιο απηχεί την εποχή που οι άνθρωποι συνέλεγαν χαλκό ή βωξίτη. Πιθανόν να υπήρχε κι εκεί ένα κοίτασμα μεταλλευμάτων, σαν αυτό που εκμεταλλεύονταν μέχρι το 1939 στην πλαγιά κάτω από το Σταυρό η οποία καλείται Μεταλλεία και να εξαντλήθηκε σε άγνωστους για όλους χρόνους.
Ακολουθεί ένα σημείο που καλείται Ξύλινος Σταυρός και το χαρακτηρίζουν δυό βράχοι ο ένας απέναντι στον άλλο. Εκεί το μονοπάτι αρχίζει να στενεύει και τέλος γίνεται ένα σύρμα που μόνο ένας άνθρωπος μπορεί να το βαδίσει και με μια ελαφρά κλίση αρχίζει να ανεβαίνει την ιδιαίτερα απότομη πλαγιά Λιθακιές. Πάνω από τα βήματα του περιπατητή αιωρούνται μέχρι τα σύννεφα οι κοφτοί βράχοι ενώ κάτω από τα πόδια του χάσκουν ιλιγγιώδεις γκρεμοί ύψους 700 μέτρων. Ούτε καν ακούγεται από εκεί ψηλά η θάλασσα, την κίνησή της την καταλαβαίνεις μόνο από το πηχτό στρώμα των αφρών που σιωπηλά σαλεύει στα ριζά των θεόρατων βράχων και την αλισάχνη που καλύπτει σαν ομίχλη τα κύματα. Τίποτα δεν ακούγεται στην διαδρομή, ούτε η ανάσα της παρέας από τον φόβο και το δέος που υποβάλει η απόκοσμη αυτή πλαγιά του Κρίκελλου.

Δεν νομίζω πως υπάρχει άλλη τόσο απότομη περιοχή στην Αμοργό, απότομη συνάμα και προκλητική για όλες τις αισθήσεις η οποία βάζει σε ετοιμότητα όλες τις δυνάμεις καθώς και ο παραμικρός θόρυβος μπορεί να σημαίνει την κατρακύλα ενός βράχου και μια τέτοια περίπτωση μπορεί να κρύβει πολλούς κινδύνους. Ευτυχώς όμως, η περιοχή είναι τόσο δύσβατη που ούτε τα κατσίκια δεν την πατάνε. Ο μόνος θόρυβος που ταράζει την απόκοσμη ησυχία είναι οι στριγγλιές από τα λογής αρπακτικά που φωλιάζουν στις εσοχές των βράχων τα οποία με το μάτι τους ορίζουν το βασίλειο τους και φυσικά ενοχλούνται από την παρουσία πολλών ανθρώπων στην αδιαμφισβήτητη επικράτειά τους.

Ακολουθώντας το πλατύ κοίλον της πλαγιάς το μονοπάτι και αφού κάνει δυο δύσκολα κάγκελα, καταλήγει στη μέση ενός κοφτού βράχου και αρχίζει να κατηφορίζει. Εκεί λέγεται του Γαμπρού το Πέρασμα, όχι βέβαια γιατί από εκεί έπεσε ένας γαμπρός, όπως συνηθίζεται να λέγεται και σε άλλες περιοχές, αλλά γιατί κάποτε πέρασε όντως κάποιος γαμπρός με τη νύφη και έκαναν στον Κρίκελο το γαμήλιο ταξίδι τους! Πότε έγινε αυτό, κανένας δεν γνωρίζει. Το ιδιαίτερο γεγονός, σχολιάζει με χαριτωμένο τρόπο τη σκληρή ζωή που έκαναν τα παλιά χρόνια οι τσοπάνηδες στον Κρίκελο.

Οι δυσκολίες του μονοπατιού σταματούν στον αυχένα που λέγεται Δέμα και από εκεί πλέον αρχίζει το μικρό οροπέδιο του Σταυρού. Στο Δέμα, δίπλα στο μονοπάτι διακρίνονται τα λείψανα μιας πέτρινης εγκατάστασης που λειτουργούσε σαν φράχτης που εμπόδιζε για κάποιους μήνες την έξοδο των ζώων από τον Σταυρό για να καταστρέφουν τις καλλιέργειες στα Καμπιά, ακόμα και στα Θολάρια έφταναν οι πεινασμένοι τετράποδοι δαίμονες και ξύριζαν κυριολεκτικά κάθε πράσινο φυλλαράκι που έβρισκαν μπροστά τους.

Η διαδρομή από τον Θεολόγο ως τον Σταυρό λειτουργεί ως μνήμη για τους ντόπιους ενώ όσον αφορά τους ξένους –εδώ δεν ισχύει ο χαρακτηρισμός τουρίστας- γιατί η Αμοργός έχει μια ιδιαίτερη κατηγορία πιστών επισκεπτών όλους τους μήνες του χρόνου που την αγαπούν γι’ αυτό που είναι και ιδιαίτερα στην πλευρά της που δεν έχει τραυματιστεί από καμία τεχνική παρέμβαση ή έχει οικοδομηθεί με πρόχειρα κτίρια. Οι ξένοι ανεβαίνουν στο Σταυρό, όχι πάντα κινούμενοι από ευλάβεια ή τη γνωριμία με ένα δρώμενο, όπως βλέπουν συνήθως τα άλλα πανηγύρια και ορμούν να διασκεδάσουν έχοντας μια λαθεμένη αντίληψη για τη συμμετοχή αλλά ως ένα κομμάτι της αγάπης που μοιράζονται με τους ντόπιους για τον τόπο.

Το κατάλευκο εκκλησάκι του Σταυρού το οποίο ακολουθεί την απλή νησιώτικη αρχιτεκτονική είναι χτισμένο κοντά στο μοναδικό πηγάδι της περιοχής, δίπλα από ένα μεγάλο βράχο που το προφυλάσει από τους δυνατούς αέρηδες. Τον ίδιο ρόλο παίζουν και οι ψηλοί πέτρινοι τοίχοι που το περιβάλλουν. Δίπλα του υπάρχει ένα παρατημένο κτίσμα, όπου παλαιότερα κατοικούσαν οι τσοπάνηδες ενώ σε κοντινή απόσταση, σε ένα ανοιχτό κοίλωμα της πλαγιάς, βρίσκεται το πανηγυρόσπιτο και το καπνισμένο μαγερείο όπου ετοιμάζουν το φαγητό που θα μοιράσουν μετά τον εσπερινό και η θολωτή σάλα με τα τσιμεντένια τραπέζια. Δίπλα πάλι στο πανηγυρόσπιτο, ένα δαιδαλώδες σύμπλεγμα από άσκεπα μαντριά και άδειες αποθήκες συμπληρώνει και υποννοεί τη χρήση του από τους τσοπάνηδες του παλαιού καιρού.

Αν δεν ανέβει κάποιος μέχρι εκεί πάνω, δύσκολα μπορεί να καταλάβει το τεφρό, καψαλισμένο από τον ήλιο και γδαρμένο από τον αέρα τοπίο που δυτικά ορίζεται από την ψηλή κορυφή του Κρίκελου Χωραφάκια και νότια από την κορυφή Πραματευτής. Στο μικρό οροπέδιο που είναι ανάμεσα στις δυο κορυφές, δεν υπάρχει ούτε ένα δέντρο για να δημιουργεί σκιά, ούτε ένα σημάδι από ανθρώπινη δραστηριότητα. Ανατολικά το μικρό οροπέδιο τελειώνει πάνω από την απόκρυμνη πλαγιά που λέγεται Μεταλλεία ενώ βόρεια μια τρομακτική ορθοπλαγιά ύψους άνω των 700 μέτρων το συνορεύει με το πέλαγος.

Όλος ο τόπος μοιάζει να οδεύει προς μια νέα παρθενία, καθώς δεν βοσκιέται από κανένα ζωντανό και οι αρχέγονες δυνάμεις της κυκλαδικής φύσης έχουν αφεθεί ελεύθερες να παλεύουν με τον ήλιο και τον άνεμο. Αν δεν υπάρξει καμιά παρέμβαση από τον άνθρωπο, νομίζω ότι κάποτε η χαμηλή βλάστηση που έρπει σήμερα ανάμεσα στις σκληρές πέτρες, θα υψωθεί και θα δημιουργήσει πάλι ένα δάσος όπως αυτό που κάηκε πριν από πολλά χρόνια. Βλέποντας μόνο τον αέρα να περιδιαβαίνει ανάμεσα στα λιθάρια και τα κοντά σχίνα, σκέφτεσαι πως κάπως έτσι θα ήταν οι πρώτοι αιώνες μετά την ανάδυση της Αμοργού από την Τηθύ, την αρχαία θάλασσα που ήταν η μήτρα των Κυκλάδων και του Αιγαίου. Το βλέπεις αλλά δεν μπορείς να μετρήσεις την υπομονή που έχουν τα δέντρα μέχρι να οργανώσουν ένα καινούργιο τοπίο. H μόνη παραφωνία μέσα σε αυτό το απόλυτο τοπίο, είναι οι σκουριασμένες σωλήνες που παράτησε μια μεταλλευτική εταιρεία που προσπάθησε να αναστήσει τα μεταλλεία και για να απομακρυνθούν, χρειάζεται η επιστράτευση ελικοπτέρου.

Κι όμως σε αυτό τον αφιλόξενο τόπο, τα παλαιότερα χρόνια οι Γιαλίτες διατηρούσαν τα μεγαλύτερα κοπάδια του νησιού. Απέναντι ακριβώς από το Σταυρό υψώνεται η στρογγυλή κορυφή Πραγματευτής, η ανάβαση της οποίας δεν παρουσιάζει ιδιαίτερες δυσκολίες και όποιος την «πατήσει» μπορεί να δει σε όλο σχεδόν το μήκος του το ακρωτήριο του Ξόδωτου που στεφανώνει η άγρια κορυφή Πάπας. Αυτό το άγριο, γυμνό τοπίο όχι πριν από πολλά χρόνια ήταν ένα ιδιαίτερο σημείο όπου έβοσκαν τα κοπάδια ορισμένων Θολαριατών που νέμονταν τον τόπο. Σε κάποιο επίσης σημείο του Ξόδωτου υπάρχει ακόμη το υπόλοιπο του αρχαίου δάσους από βελανιδιές και φίδες που σκέπαζε ολόκληρο τον Κρίκελο είναι εξαιρετικά δύσκολο όμως να πλησιάσει κάποιος αυτό το σημείο και γενικά είναι δύσκολη η πρόσβαση σε πολλά σημεία του Ξόδωτου και απαιτεί ικανότητες και εξοπλισμό ορειβάτη.

Από αυτό το δάσος έπαιρναν παλαιότερα ξύλα για την παρασκευή του φαγητού που ετοιμάζουν οι μάγειρες για το πανηγύρι. Τώρα που δεν υπάρχουν ξύλα, τα φέρνουν από το Θεολόγο με γαιδούρια τα οποία στην επιστροφή, από εκεί που ημερεύει το τοπίο και κάτω υποχρεώνονται να σηκώσουν στην πλάτη τους κάποιον ανήμπορο ή συνήθως παιδιά.
Το πανηγύρι του Σταυρού είναι η αφορμή να γνωρίσει κάποιος αυτόν τον μοναδικό τόπο. Πολλοί είναι εκείνοι που μαζί με τους ανθρώπους που θα προετοιμάσουν το πανηγύρι ανηφορίζουν στο Σταυρό την προηγούμενη ημέρα, κοιμούνται στα χαλάσματα των αγροικιών και νωρίς – νωρίς το πρωί δοκιμάζουν να περπατήσουν στο Ξόδωτο, ορισμένοι τολμηροί καταφέρνουν μάλιστα να φθάσουν μέχρι το παλαιό δάσος με τις φίδες και επιστρέφουν γύρω στο μεσημέρι να προλάβουν τον εσπερινό και να γευτούν το φαγητό. Η περίπτωση αποτελεί την καλύτερη ευκαιρία για κάποιον που θέλει να γνωρίσει τον τόπο παρέα με αυτούς τους ανθρώπους που στην πλειοψηφία τους είναι ντόπιοι και ξέρουν καλά τις διαδρομές.

Ο εσπερινός ακολουθεί το γνωστό τυπικό της εκκλησίας. Ο παπά Κώστας Νομικός, ιερέας στην ενορία της Λαγκάδας, θα περάσει πρώτα από το μαγειρείο με μια εικόνα και ευλογήσει το φαγητό, κρέας με ρύζι, που με ιδιαίτερη επιμέλεια ετοιμάζουν οι «υπηρέτες», υπό την καθοδήγηση του αειθαλούς Ηλία Βεκρή, που συμπληρώνει φέτος 30 χρόνια υπηρεσίας στο πανηγύρι του Σταυρού, του Μιχάλη Βεκρή και των άλλων εθελοντών, αρχίζει τον μεσημεριάτικο εσπερινό. Στο εκκλησάκι δεν χωράνε όλοι, ίσα – ίσα ο παπάς στο μικροσκοπικό ιερό και λίγοι πανηγυριστές ντυμένοι σεμνά. Οι περισσότεροι στέκονται στον περίβολο κάτω από τον ασβεστωμένο ψηλό τοίχο. Όσοι δεν χωρούν στριμώχνονται στα ριζά του τοίχου σαν μέλισσες σε κηρήθρα.

Κάτι που πρέπει να προσέξουν όσοι θελήσουν να παρακολουθήσουν τον εσπερινό, είναι το ντύσιμό τους γιατί ο παπα Κώστας είναι ιδιαίτερα αυστηρός σε αυτό το ζήτημα. Ούτε με παντελόνια δεν επιτρέπει στις γυναίκες να μπούνε στο εκκλησάκι γι’ αυτό πολλές είναι αυτές που παίρνουν μαζί τους μια φούστα να σκεπάσουν τα πόδια τους. Αμέσως μετά το πέρας του εσπερινού, τα κορίτσια της Γιάλης μοιράζουν γλυκά και ακολουθεί το φαγητό. Το φαγητό, βεβαίως δεν είναι ο σκοπός του πανηγυριού, ως κατάλοιπο όμως μιας άλλης αρχαίας τελετής, σφραγίζει τη γιορτή και δηλώνει την προσφορά. Όπως παλαιότερα τα σφάγια ήταν προσφορά των τσοπάνηδων που νέμονταν τον Σταυρό και το Ξόδωτο, έτσι περίπου γίνεται και σήμερα από κάποιους άλλους σύγχρονους κτηνοτρόφους και επειδή πάντα υπάρχει ο φόβος να μη φθάσει το φαγητό, οι επίτροποι φροντίζουν και προμηθεύονται επιπλέον κρέας από την αγορά.

Η στενότητα του χώρου υπαγορεύει και τον τρόπο διανομής και ανεξάρτητα από το πόσο φυσάει ή όχι, οι πανηγυριστές απαγκιάζουν στον τοίχο του μαγειρίου μέχρι νάρθει η σειρά τους να μπουν στο καπνισμένο καλύβι να πάρουν τη μερίδα τους και κατόπιν νάβρουν ένα βράχο να στρώσουν τραπέζι. Γι’ αυτό προσφέρεται κι ένα δαιδαλώδες σύμπλεγμα από ξεσκέπαστες καλύβες αλλά εκεί πρέπει να μοιράσει το χώρο με τα γαιδούρια.

Παλαιότερα, στα χρόνια που λειτουργούσε το μεταλλείο βωξίτη και απασχολούνταν σε αυτό και ξένοι εργάτες και τεχνικοί –ήταν και το χρήμα που κυλούσε- ανέβαιναν την παραμονή του Σταυρού και κάποιοι μουσικοί. Το ξένο όμως προς την Αμοργό στοιχείο, ως φορέας πιο ελαφρών αντιλήψεων για τη διασκέδαση και την επικοινωνία μεταξύ των φύλλων δημιούργησε προβλήματα και έτσι σταμάτησε το νυκτερινό γλεντοκόπι στα σπίτια γύρω από το Σταυρό. Για τη διακοπή του γλεντιού, υπάρχει και μια άλλη εκδοχή, ιδάιτερα σεβαστή. Λέγεται πως σε μια τέτοια ευωχία προέκυψε ένας καυγάς και σε όλη τη διάρκειά του, οι ευλαβείς πανηγυριστές έβλεπαν το μεγάλο μανουάλι που ήταν στηριγμένο σε μια σταθερή βάση να κινείται πέρα – δώθε σαν εκρεμμές και σταμάτησε μόνο όταν ηρέμησαν τα πνεύματα και αποκαταστάθηκε η τάξη. Μέσω λοιπόν της κίνησης του μανουαλιού, το θείον δήλωσε την αντίθεσή τους στα όργανα κι έτσι εδώ και 60 περίπου χρόνια, το πανηγύρι γίνεται χωρίς μουσική και γλεντοκόπι δίπλα στη εκκλησία.

Όταν τελειώσει το φαγητό και οι υπηρέτες αναλαμβάνουν την καθαριότητα, οι πανηγυριώτες αρχίζουν να ετοιμάζονται για την καθοδό τους. Φορτώνουν στα γαιδούρια όσα πράγματα μπορούν και παίρνουν το δρόμο της επιστροφής κάπως βιαστικά γιατί, ήδη η ημέρα έχει μικρήνει αρκετά και άμα νυχτώσει το μονοπάτι είναι αδύνατο να περπατηθεί.
Ένας άλλος λόγος, που βιάζει τους πανηγυριώτες είναι η στάση που ακολουθεί στο ανακαινισμένο χωραφόσπιτο του Γιώργου Βασσάλου κοντά στον Θεολόγο, όπου εδώ και πενήντα χρόνια όσοι ανεβοκατεβαίνουν στο Σταυρό, βρίσκουν ένα ποτήρι δροσερό νερό να ξεδιψάσουν, σύκα και σταφύλια και οπωσδήποτε εξαιρετική διπλοψημένη ρακή. Στο ρόλο των οικοδεσποτών, ο Γιώργος, η μητέρα του Ειρήνη και οι αδελφοί του, κερδίζουν τις εντυπώσεις από ντόπιους και ξένους και ειλικρινά καμαρώνουν το μικρό πανηγυράκι που γίνεται στην αυλή τους. Γι’ αυτό όμως που καμαρώνει περισσότερο ο Γιώργος και μοιάζει σαν να είναι η στιγμή που περιμένει όλο το χρόνο, καθότι ένας από τους παραδοσιακούς μελισσοκόμους της Αμοργού, είναι το άνοιγμα μιας κηρήθρας και το μοίρασμά της στους πανηγυριώτες. Είναι πράγματι η στιγμή που όλη η ημέρα στάζει μέλι…



Στη σειρά δίπλα από τον τοίχο περιμένουν
να πάρουν όλοι το φαγητό
Μέλι και ρακή διπλοψημένη κερνάει
τους πανηγυριστές ο Γιώργος Βασάλος
 
Ένα τμήμα του κειμένου , δημοσιεύτηκε στο περιοδικό της Ελευθεροτυπίας "Γεωτρόπιο", τον Σεπτέμβριο του 2006.
.









Δείτε και το σχετικό blog:
simadiatouaigaiou.wordpress.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου