Σελίδες

Παρασκευή 27 Δεκεμβρίου 2013

ΤΑ ΤΖΑΚΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΓΕΡΟΝΤΕΣ ΣΤΑ ΑΔΕΙΑ ΧΩΡΙΑ


Μπορεί  ένας χορταριασμένος  δρόμος στον Αμάραντο της Καρδίτσας να μας ταξιδέψει σε παλιές μνήμες και όσο να’ ναι να μας συνεπάρει λιγάκι η νοσταλγία που φέρνει το φθινόπωρο και να μετρήσουμε  πράγματα που χάνονται σιγά – σιγά από τη ζωή μας και λιγοστεύουν τον παλιό κόσμο που μας κάποτε μας περιέβαλλε.  Κάπως έτσι είναι, γιατί αυτού του είδους οι δρόμοι στην ελληνική ύπαιθρο κοντεύουν να κλείσουν από την απραξία που πλάκωσε τον τόπο και από τη διεκδίκηση του δάσους που επανέρχεται δυναμικά στο χώρο που του αφαίρεσαν κάποτε οι άνθρωποι.

Το ίδιο συμβαίνει όμως και με μερικά παλιά σπίτια που η παρουσία τους δήλωνε κατά κάποιο τρόπο από την ιθαγενή αρχιτεκτονική τους την ταυτότητα κάθε χωριού ενώ οι ένοικοί τους αποτελούσαν ένα κεφάλαιο για τη ζωή και την πορεία της κοινότητας. Όπως για παράδειγμα το πετρόχτιστο μεγάλο σπίτι του μπάρμπα Βαγγέλη Γρηγορίου και της γυναίκας του Ελισσάβετ (με περασμένα τα 90 και οι δυό) στη δυτική άκρη του Αμαράντου.

Στο σπίτι οδηγήθηκα από τον καπνό - καπνός σε χωριό των Αγράφων σημαίνει όχι μόνο ότι είναι ζωντανό ακόμη το σπίτι αλλά ότι και αυτοί που το κατοικούν έχουν αναμμένο τζάκι. Το λέω αυτό γιατί το τζάκι έχει μεγάλη διαφορά από την σόμπα η χρήση της οποίας συνδυάζεται μεν με άλλα χρηστικά πράγματα, αλλά έχει στερήσει από τα περισσότερα σπίτια στα ορεινά χωριά τη ζεστασιά της πατροπαράδοτης εστίας και τη διάθεση που προκαλεί σε αυτούς βρίσκονται κοντά της και βεβαίως την επαφή του ματιού με την φωτιά.  


Βλέποντάς λοιπόν το τζάκι να καπνίζει, περπάτησα σαν υπνωμένος μέχρι εκεί και στάθηκα σε μια απόσταση που να μπορώ να βλέπω τον καπνό να ανεβαίνει στο μουντό ουρανό. Γι’ αυτό και δεν πρόσεξα καν το παράταιρο με το ύφος του σπιτιού παράθυρο που ήταν ανοιχτό μόνο στις μισές του γρίλιες. Υπέθεσα πως δεν θα ήταν κανένας μέσα εκείνη τη στιγμή ή και να ήταν πάλι, τι θα τον ένοιαζε αν εγώ στεκόμουν δίπλα στο σπίτι του και φωτογράφιζα μια καπνοδόχο που έβγαζε καπνό στον ουρανό; Χώρια που σκεφτόμουν πως όποιος θα με έβλεπε, θα με περνούσε μάλλον για λιγάκι ελαφρό στο μυαλό γιατί έδινα σημασία και προσοχή σε ένα γεγονός γι’ αυτούς πολύ συνηθισμένο.

Κάποια στιγμή κατάλαβα πως ένας άνθρωπος με κοίταζε από το παράθυρο. Γύρισα και είδα τον μπάρμπα Βαγγέλη να με κοιτάζει με ενδιαφέρον γι’ αυτό που έκανα. Το παραξένεψε το γεγονός μου είπε μετά, που φωτογράφιζα το τζάκι να καπνίζει και με ρώτησε γιατί το έκανα. Δεν ήταν παρατήρηση εκ μέρους του, είχε όμως ο τόνος της φωνής του μια γερή δόση απορίας μαζί με μια λεπτή – λεπτή χροιά ειρωνείας. Δεν έδωσα σημασία σε αυτό, προσπαθούσα να βρω μια θέση που ο καπνός θα είχε ως φόντο ένα δέντρο ή την πλαγιά απέναντι γιατί δεν φαίνονταν στο μουντό ουρανό και μετά του απάντησα  πως μου άρεσε η εικόνα που έβλεπα. Τότε έδειξε πως κατάλαβε κάτι αλλά η συγκαταβατική κίνηση του κεφαλιού του έδειξε πως πάλι τον στεναχωρούσε κάπως η κατάστασή μου. Τον ρώτησα πως είναι και μου απάντησε πως σε αυτό το σπίτι ζει εδώ και πολλά χρόνια με τη γυναίκα του η οποία εμφανίστηκε κι αυτή απορημένη κάποια στιγμή μέσα από το δωμάτιο και στάθηκε προσοχή δίπλα του σαν της ζήτησα να μείνει στο παράθυρο για μια φωτογραφία την οποία υποσχέθηκα να τους την πάω στον Αμάραντο με την πρώτη ευκαιρία.


Τελειώνοντας με τις φωτογραφίες και τη σύντομη κουβέντα απομακρύνθηκα νοιώθοντας τα μάτια τους καρφωμένα στην πλάτη μου μέχρι που έστριψα στο δρόμο πλημμυρισμένος από το φόβο μήπως μου πουν πως δεν είμαι καλός φωτογράφος (έτσι εννόησαν ότι είμαι) γιατί στη φωτογραφία που θα τους πάω μπορεί να μην φαίνονται μαζί τόσο καλά το ζευγάρι των γερόντων και ο καπνός που ανέβαινε στον μουντό ουρανό πάνω από τα κεραμίδια. Ήταν αδύνατο να μπουν στο θέμα και οι γέροντες στο παράθυρο και ο καπνός κι έτσι το μοίρασα  το θέμα – άλλη σημασία είχε το τζάκι κι άλλη οι μοναχικοί άνθρωποι στον Αμάραντο και σε κάθε χωριό της Ελλάδας. Και όπως όλοι γνωρίζουμε, την ημέρα που δεν θα δούμε καπνό να ανεβαίνει στον ουρανό από το τζάκι κάποιου σπιτιού στο χωριό, θα καταλάβουμε πως μια άλλη ψυχή του παλαιού κόσμου πέταξε για πάντα στον ουρανό. 

ΚΑΡΔΙΤΣΑ, 28112009

ΣΗΜΕΙΩΣΗ 1: Δεν πρόλαβα να πάω τη φωτογραφία στον μπάρμπα Βαγγέλη, ακολούθησε τον καπνό στους ουρανούς το χειμώνα του 2010 που ακολούθησε.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ 2: Το κείμενο και οι φωτογραφίες δημοσιεύτκαν σε ένθετο περιοδικό της εφημερίδας "ΕΘΝΟΣ", τον Δεκέμβριο του 2009.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου