Είμαι από εκείνους τους ανθρώπους που έζησα και έφαγα στα
σχολικά συσσίτια, τα μακρινά χρόνια της δεκαετίας του ’60 στο χωριό, τότε που
το Μονοθέσιο Δημοτικό Σχολείο της Μεγάλης Κάψης αριθμούσε 37 παιδιά κι έτσι
μπορώ να απαντήσω στην Θεανώ Φωτίου η οποία βγήκε και μίλησε χωρίς να ντρέπεται
για τη «συντροφικότητα» που θα αναπτυχθεί στα σημερινά συσσίτια που προέκυψαν
από τη νέα φτωχοποίηση της ελληνικής κοινωνίας.
Να τα πάρουμε με τη σειρά όμως. Τα συσσίτια εκείνα προέκυψαν
όχι από τις δυσκολίες των φτωχών κοινοτήτων να φροντίσουν τα παιδιά τους, αλλά
από την αποδειγμένη αδυναμία όλων κυβερνήσεων μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τον
Εμφύλιο να δώσουν μια σοβαρή κατεύθυνση στην εθνική οικονομία και ιδιαίτερα να
υποστηρίξουν τους αγροτικούς πληθυσμούς, αν και είχαν στη διάθεσή τους το
τερατώδες σε πόρους σχέδιο Μάρσαλ και φυσικά από αυτή την ευθύνη δεν εξαιρείται
ούτε η Αριστερά με τις ιδεοληψίες της που έβαζε διαρκώς εμπόδια στην εξέλιξη της
Ελλάδας ως μια κανονική, όπως οι άλλες χώρα.
Τι έγιναν αυτοί οι πόροι, δεν είναι του παρόντος να
ασχοληθούμε. Το γεγονός ότι δεν έφτασαν ποτέ εκεί που έπρεπε, στη ρημαγμένη
ύπαιθρο χώρα με τη δημιουργία υποδομών, σωστής εκπαίδευσης και δίκαιης υποστήριξης
των πληγέντων και ευπαθών ομάδων, οδήγησε στην μετανάστευση και στην αστυφιλία,
πράγματα από τα οποία έβγαλαν από τα δύσκολα τους πολιτικούς και γέμισαν τα
ταμεία των εργολάβων. Ο κόσμος της υπαίθρου, ορεινής και νησιωτικής, αφού
πάλεψε για μια δεκαετία να αναστήσει την διαλυμένη χώρα χωρίς κανένα σχέδιο και
με μηδαμινή υποστήριξη είχε αποκάμει πλέον και δεν είχε δυνάμεις να προχωρήσει
στη νέα εποχή που ανοίγονταν όπως οι υπόλοιπες χώρες του κόσμου και εύκολα
έπεφτε θύμα της προπαγάνδας κάθε πολιτικής απόχρωσης.
Μια περίπτωση προπαγάνδας ήταν και τα σχολικά συσσίτια με τα
οποία ξεγελούσαν τις οικογένειες πως τάχα ενδιαφέρονταν για να μην είναι
πεινασμένα τα παιδιά όταν πήγαιναν στο σχολείο
χωρίς όμως να ενδιαφερθούν να διδάξουν ενδεχομένως πρώτα τις νοικοκυρές
πως θα έπρεπε να τρέφονται σωστά τα παιδιά ή να ερευνήσουν αν αυτές οι
οικογένειες ήταν πράγματι σε δεινή κατάσταση. Έφτιαξαν λοιπόν τα συσσίτια τα
οποία, όσο θυμάμαι εγώ στο χωριό είχαν πρωινό με γάλα σκόνη (σκονόγαλα το
λέγαμε και το χύναμε όταν δεν μας έβλεπε ο δάσκαλος γιατί ήταν αηδιαστικό στη
γεύση), κίτρινο λιπαρό τυρί από αμερικανικές αγελάδες, σογιέλαιο που μύριζε
παράξενα και σκληρό κατεψυγμένο κρέας από την Αργεντινή, πράγματα τα οποία αν
και παράγονταν σε αφθονία στο χωριό, δεν προτιμήθηκαν για να ζεσταθεί κάπως και
η τσέπη ορισμένων παραγωγών του χωριού.
Τα συσσίτια, θυμάμαι, καμιά οικογένεια δεν τα είδε στην αρχή
με καλό μάτι γιατί απλά αμφισβητούσε την όποια προκοπή είχε κάθε νοικοκυριό και
οι γονείς ήταν διστακτικοί για τη συμμετοχή μας αλλά φοβόνταν (και η ευθύνη εδώ
ήταν και της αριστεράς που συνδαύλιζε με τη στάση του «παρά πόδα» τον φόβο) μη
και η άρνηση ενός παιδιού στο συσσίτιο θεωρηθεί κάτι άλλο από τα
προαναφερόμενα. Έτσι αναγκαστικά πήγαμε όλα τα παιδιά στα συσσίτια, σιγά – σιγά
συνηθίσαμε ακόμα και το σογιέλαιο ενώ έπαψαν οι μουρμούρες και οι γκρίνιες. «Συντροφικότητα»
πάντως δεν θυμάμαι να αναπτύξαμε καμία, αυτήν την είχαμε στις δουλειές και στα
παιχνίδια αν προλαβαίναμε αλλά και δεν την είχαμε ανάγκη γιατί η αλληλεγγύη όπως
την ήξεραν οι συγχωριανοί μας ήταν πιο αποτελεσματική.
Το ίδιο έγινε και με τα συσσίτια κατόπιν στο Γυμνάσιο Αγίου
Γεωργίου, στη «Αγροτική Λέσχη» αλλά εκεί βόλευαν πολύ, ιδιαίτερα τους μαθητές
από τα χωριά που πήγαιναν στο Γυμνάσιο και όσο νάναι ούτε τα αγαθά είχαν άφθονα
αλλά και δεν ήξεραν από μαγειρική. Ούτε κι εκεί όμως αναπτύχθηκε «συντροφικότητα»,
βόλεμα ήταν όσο υπήρχε ανάγκη αλλά κάποιοι ψίθυροι για την προσβολή στη
νοικοκυροσύνη κάθε σπιτιού συχνά ακούγονταν!
ΑΘΗΝΑ, 18052017
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου