Μιλάω συχνά με ηλικιωμένους στο χωριό μου και αλλού καθώς
απ’ αυτούς συγκεντρώνω κάποια στοιχεία που μου είναι χρήσιμα γι’ αυτά που γράφω
και κατά συνέπεια κάνω συγκρίσεις και βγάζω και κάποια συμπεράσματα. Δεν θα πάω
μακριά, θα σας μεταφέρω τα λόγια της κυρά Μαρίας Τσιρώνη (1915), η οποία
ξεπέρασε αισίως ένα αιώνα ζωής και η μνήμη της παραμένει δυνατή και διαυγής,
ειδικά για τα παιδικά και νεανικά της χρόνια.
Έκατσα κοντά της μια μέρα και με την βοήθεια του γιού της Γιάννη,
μιλήσαμε για το χωριό και τους χωριανούς την προπολεμική περίοδο, ήτοι τη
δεκαετία του ’30 και απ’ αυτή τη συζήτηση σας μεταφέρω ένα απόσπασμα σχετικά με
το θέμα μας.
Σε μια τεράστια έκταση στις ανατολικές πλαγιές του
Τυμφρηστού που είναι το έδαφος της Μεγάλης Κάψης, δραστηριοποιούνταν παραπάνω από
300 άνθρωποι που ήταν τότε ο πληθυσμός της και όλοι, μα όλοι άναβαν μια και δυο φωτιές την ημέρα για τις ανάγκες
τους. Όχι μέσα στο χωριό, αλλά στα χωράφια τους που ήταν διασκορπισμένα μέσα
στα δάση όπου και είχαν τις καλύβες τους και τις άναβαν για να μαγειρέψουν, να
ψήσουν ψωμί, να τυροκομήσουν, να βλέπουν ο ένας τον άλλο τη νύχτα.
Σημειώνουμε πως τις περισσότερες φωτιές τις άναβαν στο
ύπαιθρο γιατί οι περισσότερες καλύβες ήταν κλαδόπλεχτες ή ήταν γεμάτες από
χορτάρια και υπήρχε πάντα ο κίνδυνος να αρπάξουν φωτιά κάτι που πρόσεχαν
ιδιαίτερα γιατί δεν περίσσευε ο κόπος να τις ξαναφτιάξουν. Τις άναβαν όμως σε
τέτοια σημεία, ώστε να μην τις φουντώνει ο αέρας και τις έβαζαν όσα ξύλα ήταν
αναγκαία ενώ παρέμεινε δίπλα τους πάντα ένας άνθρωπος για να τις προσέχει. Όταν
δεν τελείωναν την δουλειά τους, τις σκέπαζαν με χώμα ή τις έσβηναν με νερό αν
ήταν κοντά η πηγή κι έτσι δεν αποτελούσαν κίνδυνο για πυρκαγιά ακόμη κι αν
φυσούσε δυνατά. Για την ιστορία αναφέρουμε πως ο καπνός απ’ αυτές τις φωτιές
ήταν που έδινε και το στίγμα και κατά πως δήλωνε και την κατάσταση που ήταν σε
κάθε καλύβα.
Την είχαν την πυρκαγιά στο νου τους πάντα οι άνθρωποι, γιατί
αν έπιανε φωτιά δεν θα έκαιγε το δάσος (όπως επιπόλαια λέμε σήμερα) αλλά θα
έκανε στάχτη την περιουσία τους, ήτοι τα χωράφια που καλλιεργούσαν, τα αμπέλια,
τα δέντρα τους, τα μαντριά και εκείνες τις εποχές ήταν καταδικασμένοι στην
πείνα γιατί ούτε στους άλλους περίσσευαν για να τους δώσουν να πορευτούν τη
δύσκολη περίοδο, ούτε και το κράτος μπορούσε με κάποιο τρόπο τότε να τους
ανακουφίσει. Έτσι, η πρόληψή των πυρκαγιών ήταν μέσα στην καθημερινότητα και
όλοι πρόσεχαν να μη συμβούν και αν αυτό τύχαινε να γίνει, τότε τα πράγμα ήταν
μαύρα για όλους καθώς ένα τέτοιο φαινόμενο δεν γνωρίζει σύνορα.
Τι τα λέω αυτά; Για να θυμίσω ότι αν ο άνθρωπος δεν έχει
συναίσθηση του τόπου και μέτρο στις δραστηριότητες του, μοιραίο είναι να
βρίσκεται καθημερινά μπροστά σε προβλήματα που προκύπτουν από τις απρόοπτες
εκφράσεις της φύσης (πυρκαγιές, πλημμύρες, κατολισθήσεις κλπ) και να μη μπορεί
να τα αντιμετωπίσει καθώς έχει πλέον ξεμάθει να υφίσταται και τις συνέπειες
γιατί εδώ έρχεται το κράτος να τον ανακουφίσει επενδύοντας προφανώς σε ποικίλα
ανταλλάγματα. Έτσι, είναι βέβαιο ότι κανένας δεν πρόκειται να κουνηθεί από τη
θέση του να αντιμετωπίσει τη φωτιά που θα του κάψει το σπίτι γιατί πριν συμβεί
αυτό, δεν ένιωσε και υποχρεωμένος να καθαρίσει την αυλή του ή το χωράφι του από
τα ξερά χόρτα. Καθώς λοιπόν η εμπειρία από την πραγματική ζωή και τις
υποχρεώσεις της απομακρύνεται από την καθημερινότητά μας, μοιραίο είναι να
συμβαίνουν όλα αυτά…
ΥΓ. Η φωτογραφία από τις πυρκαγιές στη Ζάκυνθο, δανεική. Ευχαριστώ
όποιον την τράβηξε.
ΜΕΓΑΛΗ ΚΑΨΗ, 15082017
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου