Σελίδες

Τετάρτη 17 Ιουνίου 2020

ΤΑ ΜΟΥΡΑ, ΕΝΑΣ ΞΕΧΑΣΜΕΝΟΣ ΓΛΥΚΟΣ ΚΑΡΠΟΣ




Άρχισα από χθες μια καινούργια σειρά κειμένων για τη ζωή στο χωριό που και μετά την άρση των περιοριστικών μέτρων για την αποφυγή της επιδημίας, παραμένει η ίδια και τη διαφορά κάνει η αλλαγή της εποχής που από πικρή άνοιξη εξελίσσεται σιγά – σιγά σε ψυχρό καλοκαίρι. Η θερμοκρασία δεν λέει να ανεβεί με τίποτα κι έτσι και οι κουβέρτες δεν πήγαν στη ντουλάπα αλλά και δυσκολεύονται να αναπτυχθούν όλα τα κηπευτικά.

Όσοι παρατηρούν προσεκτικά τα καιρικά φαινόμενα και θυμούνται, υπολογίζουν πως όλα έχουν καθυστερήσει να αναπτυχθούν τουλάχιστον δέκα ημέρες και τούτο μπορούμε να το διαπιστώσουμε και οι υπόλοιποι με απλό τρόπο. Για παράδειγμα: δεν έχουν βγει ακόμη τα βλίτα οποία παρά την ταπεινότητά τους ήταν πάντα καλοδεχούμενα γιατί αποτελούσαν στην ουσία την πρώτη παραγωγή του κήπου και φυσικά η πρώτη σαλάτα του καλοκαιριού.

Καθυστερημένα βγήκαν και τα κεράσια στα οποία αναφέρθηκα χθες αλλά ομολογώ παρασύρθηκα από το κύρος που έχουν αυτά τα λαμπερά φρούτα και ξέχασα τα μούρα που είναι και τα πρώτα που ωριμάζουν και στην μικρή πατρίδα αλλά οι περισσότεροι τα αγνοούν επιδεικτικά και ούτε καν φροντίζουν τις μουριές. Που και που τις κλάδευαν (τις πετσόκοβαν κυριολεκτικά) να ταΐσουν κατσίκες και κουνέλια αλλά από τότε που έκλεισε αυτός ο κύκλος κανένας δεν δίνει σημασία στις μουριές και στον καρπό τους.

Κοντά στο σπίτι είναι μια μουριά η οποία βγάζει εξαιρετικά άσπρα μούρα με πολύ γλυκό καρπό κι εφέτος που την κλάδεψα αυστηρά για να μην πάρει ύψος και βαρύνει τον ταλαιπωρημένο κορμό της και άφησα τα πλάγια κλαδιά, αυτά γέμισαν από καρπούς. Αυτή η μουριά είναι στο δρόμο που οδηγεί στον αχυρώνα και στο μεγάλο χωράφι και την χαιρετούσα κάθε μέρα που περνούσα από εκεί αλλά τούτες τις ημέρες που είναι γεμάτη καρπούς η καλημέρα μας γίνεται ολόκληρος διάλογος και κρατάει μέχρι να αδειάσω τα κλαδιά από τα μούρα τα οποία βρίσκω κάθε πρωί δροσερά – δροσερά να με περιμένουν.

Τα μούρα, αυτά τα άσπρα και κάποια άλλα, μελανά και μαύρα ήταν οι πρώτοι καρποί που δοκίμαζαν όλοι οι χωριανοί γιατί λίγο πολύ όλοι είχαν μια μουριά στην αυλή τους ενώ πολλές υπήρχαν και στα χωράφια των εξοχών. Σε αντίθεση με τα άλλα καρποφόρα δέντρα τις μουριές δεν τις φύτευε κανένας, το ρόλο αυτό είχαν αναλάβει τα πουλιά που έφταναν τα μούρα και στα πιο ψηλά κλαδιά και όπου άδειαζαν την κοιλία τους φύτρωνε κάποια. Τώρα πουλιά όπως παλιά δεν υπάρχουν, ούτε και κότες να περιμένουν κάτω από τις μουριές να χορτάσουν κι έτσι τα μούρα όπου ωριμάζουν πάνε χαμένα στο έδαφος.

Παλιότερα πάλι που τα μούρα ήταν καλοδεχούμενα απ’ όλους γιατί με αυτά δρόσιζαν και γλύκαιναν το στόμα τους στα χωράφια, όσοι μπορούσαν να ανέβουν στις μουριές τα μάζευαν ένα – ένα με τα χέρια και τα έτρωγαν αμέσως γιατί είναι τόσο ευαίσθητα που ούτε σε δοχείο μπορούν να μείνουν πολλή ώρα, ούτε και να μεταφερθούν. Όσοι δεν μπορούσαν να ανέβουν στις μουριές, άπλωναν κάτω από τα κλαδιά τους ένα καθαρό σεντόνι και με μια κλάρα τα τίναζαν και αυτά έπεφταν βροχή. Έτσι μπορούσαν να τα φάνε με τις χούφτες αλλά σκέφτονταν πως το σεντόνι έπρεπε να πάει για πλύσιμο γιατί κολλούσε και γι’ αυτό η ιδέα να τινάζουν μούρα δεν άρεσε καθόλου στις νοικοκυρές που δεν είχαν και πολύ χρόνο… 

ΥΓ. Τις φωτογραφίες τις τραβάει η Άρτεμη και παράλληλα μαθαίνει πράγματα από την αληθινή ζωή του τόπου που κανείς δεν φρόντισε να δείξει στους νεώτερους.

ΜΕΓΑΛΗ ΚΑΨΗ, 17062020

1 σχόλιο:

  1. Της καρποφορίας συνέχεια, με μια μικρή αναφορά στα ταπεινά μούρα που ωριμάζουν στη σκιά των επιβλητικών κερασιών και λίγοι είναι αυτοί που τα εκείνοι που τα εκτιμούν ενώ λιγότεροι αυτοί που φροντίζουν τις μουριές. (Η ανάρτηση και στο μπλογκ του Ακτήμονα που το facebook δεν επιτρέπει να βλέπουμε την δραστηριότητά του).

    ΑπάντησηΔιαγραφή