Σελίδες

Παρασκευή 31 Δεκεμβρίου 2021

ΣΑΝ ΤΑ ΝΕΡΑ ΝΑ ΦΕΥΓΟΥΝ ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ, ΣΑΝ ΤΑ ΝΕΡΑ NA ΕΡΧΟΝΤΑΙ…

 


Τις φετινές ευχές για τη νέα χρονιά που με τόσες ελπίδες ανατέλλει αύριο το πρωί διάλεξα να τις φορτώσω σε μια φωτογραφία της αρχαίας βρύσης Καμάρα στη μικρή πατρίδα. Κι αυτό γιατί τα νερά της ρέουν σταθερά όλο το χρόνο, έρχονται από τα έγκατα του βουνού μας, του θεϊκού Τυμφρηστού, δεν επηρεάζονται  ούτε από κατακλυσμούς, ούτε από καύσωνες και  δεν ξεδιψούν μόνο το σώμα αλλά δροσίζουν και το πνεύμα μας. Για το καλύτερο, το πιο σίγουρο, αυτό που αναζητούμε μετά από ένα τραγικό έτος.

Ας ξεπροβοδίσουμε το 2021 όπως τα νερά της Καμάρας που φεύγουν στο ρέμα και να σκύψουμε στην παλιά πέτρινη κούπα της να μεταλάβουμε από την αιώνια δύναμή της.  

Χρόνια Πολλά σε όλους. Καλή χρονιά, με δύναμη, υγεία και προκοπή!

ΜΕΓΑΛΗ ΚΑΨΗ, 31122021

Τρίτη 28 Δεκεμβρίου 2021

ΜΑΓΑΖΙΑ: ΤΟ ΧΑΜΕΝΟ ΚΕΝΤΡΟ ΤΩΝ ΧΩΡΙΩΝ

 

Ο θείος μου Κώστας Προβόπουλος με την γυναίκα του Σταθούλα, το 1998 στο μαγαζί μετά τον εκκλησιασμό των Χριστουγέννων ακούνε από κοινού ευχές στο τηλέφωνο.

Από τα βασικά στοιχεία της Κοινότητας, που προλάβαμε και ζήσαμε οι ωριμότεροι στις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες ήταν τα λεγόμενα μαγαζιά, τα καφεπαντοπωλεία των χωριών τα οποία αποτελούσαν εκτός από χώρους εμπορίου και αναψυχής των χωριανών, σημεία αναφοράς για κάθε χωριό και κυρίως χώροι συνάντησης και επικοινωνίας. 

Μετά τα Χριστούγεννα του 1998, στο μαγαζί της Ρήνως Σιακώνη, ο άντρας της  Σεραφείμ ο οποίος ήταν από τους καλύτερους αφηγητές του χωριού κάτι λέει για τα περασμένα.

Από κανένα χωριό δεν έλειπαν το καφεπαντοπωλεία, στο οποίο μαζεύονταν οι χωριανοί τα βράδια να κουβεντιάσουν μεταξύ τους, να ψευτοπιούνε  κανένα τσίπουρο ή ούζο όταν ήταν στη μόδα, να παίξουν ξηρή και κολτσίνα με κέρασμα λουκούμια ενώ για τις νοικοκυρές αυτά αποτελούσαν και την πηγή να προμηθευτούν κάποια αγαθά που δεν μπορούσαν να βγάλει το αγροτικό σπίτι τους. Κι ακόμη, αυτά τα σύνθετα καταστήματα  (λειτουργούσαν ως καφενεία, μπακάλικα, χασάπικα, ακόμη και κουρεία) μαζεύονταν οι άνθρωποι να πιούνε τον καφέ τους μετά τον εκκλησιασμό της Κυριακής και στις μεγάλες γιορτές του χρόνου. Σε κάποιο απ’ αυτά λειτουργούσε και το ταχυδρομείο όπως και το τηλεφωνείο και ο μπακάλης αναλάμβανε να ειδοποιεί όποιον χωριανό καλούσαν μια συγκεκριμένη ώρα να μιλήσει με τον καλούντα δημιουργώντας έτσι μια σειρά υποχρεώσεων που πάντα ήταν σε όφελός του και τούτο ήταν ένα αγκάθι στα μάτια των άλλων μαγαζιών του κάθε χωριού.  

Όσο για αγαθά, εκείνα τα μαγαζιά είχαν συνήθως πράγματα πρώτης ανάγκης, αλάτι, ζάχαρη, πετρέλαιο, σπίρτα, καφές αλλά και τυποποιημένα τρόφιμα, όπως μακαρόνια, κονσέρβες, ρύζι, σαπούνι καθώς και καραμέλες και σοκολάτες για τα παιδιά.  Αυτό επίσης που ήταν βασικό ήταν ότι είχαν πράγματα του νοικοκυριού που χρειάζονταν οι γυναίκες, όπως κουμπιά, βελόνες, λίγα υφάσματα, χρώματα βαφής, απλά φάρμακα. Την εποχή που έβγαιναν κηπευτικά και φρούτα έφερναν και κάποια που δεν ευδοκιμούσαν στο χωριό. Αρκετά από αυτά λειτουργούσαν και ως κρεοπωλεία, χωρίς μάλιστα ψυγεία τα πρώτα χρόνια. Κι αυτό το κατόρθωναν γιατί πριν προχωρήσουν στην σφαγή κάποιοι ζώου, ενημέρωναν το χωριό και αφού έβλεπαν από τις παραγγελίες δεν θα τους έμενε απούλητο κανένα κομμάτι, τότε το έσφαζαν. Αυτοί έκαναν και έψηναν συχνά κοκορέτσια και σπληνάντερα ενώ σε καμιά γιορτή έβαζαν στην ψησταριά ολόκληρο σφάγιο. Σε κάθε περίπτωση πάντως κινούνταν σύμφωνα με τις ανάγκες και τις δυνατότητες των χωριανών. Σε αυτά τα μαγαζιά έκαναν την εμφάνισή τους και αμέσως υιοθετήθηκαν τα απορρυπαντικά, τα εμφιαλωμένα αναψυκτικά και η Κόκα – κόλα και πράγματα που η συντήρησή τους απαιτούσε ψυγεία, οπότε εγκατέστησαν και γέμισαν τους χώρους και περιόρισαν την ανάπτυξη των τραπεζοκαθισμάτων και την παρουσία των ανθρώπων.




Στο μαγαζί του Κώστα Προβόπουλου, τα Χριστούγεννα του 1998

Αυτά τα μαγαζιά, στο κέντρο του χωριού συνήθως και κοντά στην εκκλησία ήταν οι πρεσβείες θα λέγαμε των χωριών με τον έξω κόσμο γιατί σε αυτά πήγαινε όποιος ήθελε να ρωτήσει για κάποιον ή κάτι στο χωριό, να αφήσει ένα δέμα, ένα φάκελο, μια ειδοποίηση και ήταν βέβαιος πως όλο και κάποιος θα βρεθεί να εξυπηρετήσει το θέλημά του. Σε αυτά επίσης, τα χρόνια της ομαλότητας εννοείται, γίνονταν και οι προεκλογικές συγκεντρώσεις με τους χωριανούς να πηγαίνουν, για ξεκάρφωμα, να ακούσουν όλους τους υποψηφίους.  Σε αυτά τα μαγαζιά οι χωριανοί γνώρισαν και τον κινηματογράφο, από περιοδεύοντα συνεργεία. Στο δικό μας χωριό έφερναν και έπαιζαν στα μαγαζιά οι αδελφοί Μυλωνά από τον Άγιο Γεώργιο ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου αλλά και ξένες και πήγαινε σχεδόν όλο το χωριό να τις παρακολουθήσει. Στα ίδια μαγαζιά είδαμε για πρώτη φορά τηλέοραση που εκτόπισε σιγά – σιγά τον κινηματογράφο απ’ αυτά και υπήρξε το πρώτο παράθυρο να δούμε τον κόσμο που απλώνονταν πέρα από το μικρό χωριό μας. 

Το κυριότερο όμως αυτών των μαγαζιών ήταν που λειτουργούσαν ως μικρά κοινοβούλια κάθε χωριού στα οποία η γνώμη των γεροντότερων ήταν αυτή που έδινε τον τόνο στις όποιες υποθέσεις απασχολούσαν τους χωριανούς. Όπως ζημιές στους κήπους από ανθρώπους και κοπάδια, άλλες βλάβες σε υπάρχουσες υποδομές  (ναι, όσο και να μας φαίνεται σήμερα παράξενο, σε όλα τα χωριά υπήρχαν πλήρεις και επαρκείς υποδομές: δρόμοι, μονοπάτια, γέφυρες, βρύσες, αυλάκια, στέρνες, αλώνια, δημόσια λιβάδια, τα οποία για λειτουργήσουν ήθελαν την προσοχή και την φροντίδα όλων). Τότε που ήταν γεμάτα τα χωριά κόσμο δεν υπήρχε περίπτωση να περάσει απαρατήρητη καμιά αταξία και ο υπαίτιος έδινε λόγο στο καφενείο, ενώπιον όλων. Αυτό το άτυπο, λαϊκό δικαστήριο δεν επέβαλλε ποινές αλλά με τον τρόπο του έβαζε σε τάξη τον υπαίτιο και τον φταίχτη ή τον απέδιδε στην χλεύη της κοινότητας, πράγμα που έφερνε και προ των ευθυνών τους όσους επιχειρούσαν να διαταράξουν την τάξη και στις σχέσεις  των συγχωριανών. Ληξίαρχος και καταγραφέας όλων, φυσικά ήταν ο μπακάλης, η προσωπικότητα του οποίου έδινε και το στίγμα του κάθε μαγαζιού…

Σβήνοντας σιγά – σιγά τα χωριά, έσβησαν κι αυτά τα πράγματα. Όσα απόμειναν από τα μαγαζιά ελάχιστα θυμίζουν τα παλιά, ως προς τη λειτουργία τους και ως προς τις υπηρεσίες που προσφέρουν πια στους ελάχιστους χωριανούς που τα επισκέπτονται. Και φυσικά δεν φταίνε γι’ αυτή την αλλαγή μόνο οι μαγαζάτορες που επιχείρησαν να προσαρμοστούν με τα νέα ήθη αλλά το κοινό που αποτελεί την πελατεία τους. Λέω κοινό και όχι χωριανοί γιατί οι περισσότεροι είναι εποχιακοί πελάτες, οι σχέσεις τους με το χωριό είναι χαλαρές έως αδιάφορες και το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι να περάσουν κάποια ώρα σε αυτά ευχάριστα ικανοποιώντας τις επιθυμίες τους και μόνο,  χωρίς πολλές φορές να καταλάβουν αν βρίσκονται στο ένα ή στο άλλο χωριό.

Το 1998 ο Γιώργος Ξαγάρας είχε κλείσει λόγω συνταξιοδότησης το μαγαζί που διατηρούσε στο ισόγειο του σπιτιού του Στέλιου Υφαντή στο δρόμο πάνω από την εκκλησία. 


ΥΓ. Το κείμενο αφορά τα μαγαζιά σε κάθε σημείο της Ελλάδας αλλά οι φωτογραφίες είναι από το χωριό μου, τα Χριστούγεννα του 1998, τότε που είχε ακόμη ελπίδες να ζήσει. Από τους αναφερόμενους στις φωτογραφίες δυστυχώς κανένας δεν είναι στη ζωή σήμερα.

ΜΕΓΑΛΗ ΚΑΨΗ, 28122021

Δευτέρα 27 Δεκεμβρίου 2021

ΕΝΑΣ ΓΑΤΟΣ ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΗΣ «ΟΜΙΚΡΟΝ»

 




Ένα τέλειο «όμικρον» σχηματίζει πάνω στην παλιά καρέκλα ο 16 μηνών γάτος μας που ακούει στο όνομα Ψουψούρης (1). Από το κρύο γιατί δεν του επιτρέπεται να μπαίνει στο σπίτι και σίγουρα σκέφτεται πως θα βγάλει την ιδιαίτερα κρύα αποψινή νύχτα. Διάβασε τις σκέψεις του η μάνα του, Γυρίστρα στο όνομα η οποία όντως είναι από εκείνες τις γάτες που κυνηγάει ακόμη στο χωράφι και ανεβαίνει στα δέντρα και πήδηξε πάνω του να τον ζεστάνει (2) μέχρι να μυριστούν και οι δυο την ώρα του συσσίτιο  και πάρουν κατόπιν το δρόμο προς την αποθήκη να κοιμηθούν στην παλιά φλοκάτη, αγκαλιά όλο το γατόσογο του σπιτιού μας.

ΜΕΓΑΛΗ ΚΑΨΗ, 27122021 

ΚΑΘΕ ΠΕΡΣΙ ΚΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ

 


Μετρηθήκαμε κι εφέτος στη λειτουργία των Χριστουγέννων και ο αριθμός αυτών που βρέθηκαν στην εκκλησία μας, την Αγία Τριάδα μας πολύ απογοήτευσε. Ήμασταν λιγότεροι από πέρσι – μη πω για πρόπερσι γιατί οι αριθμοί είναι αμείλικτοι. Κάθε χρόνος που περνάει φανερώνει πως οι συγχωριανοί λιγοστεύουν και σε λίγα χρόνια εκτός από κοινοτικό διαμέρισμα θα πάψουμε να υπάρχουμε έστω και σαν ενορία που τα τελευταία χρόνια το παλέψαμε αρκετά να δηλώνουμε μέσω αυτής και έστω νοητά ότι υπάρχουμε.

Βέβαια το φαινόμενο δεν αφορά μόνο τα Χριστούγεννα αλλά όλο το χρόνο καθώς και σε άλλες μεγάλες γιορτές ο αριθμός των συγχωριανών που εκκλησιάζονται – δίνουν δηλαδή το παρών τους σε μια δημόσια εκδήλωση συνεχώς λιγοστεύει. Πράγμα που δεν έχει να κάνει με την πίστη ή την ευλάβεια αλλά γιατί απλά λιγοστεύομε είτε από την εκδημία ορισμένων συγχωριανών, είτε από την απομάκρυνση κάποιων άλλων από το χωριό. Με την πανδημία φάνηκε πως τα πράγματα θα άλλαζαν κάπως αλλά αυτό κράτησε μόνο για ένα χειμώνα και απ’ όσους έμειναν πέρσι τέτοιες ημέρες στο χωριό, οι περισσότεροι γύρισαν στα σπίτια τους στις πόλεις κι άφησαν τα εξοχικά που είχαν βρει καταφύγιο τόσους μήνες.

Ο εκκλησιασμός πάντως δεν είναι και το στοιχείο που αποδεικνύει το πόσο είναι ζωντανό ένα χωριό καθώς στην περίπτωση υπεισέρχονται ποικίλα στοιχεία  που χαρακτηρίζουν τον καθένα συγχωριανό ξεχωριστά ή κάποιες οικογένειες. Εκείνο που είναι πιο σίγουρο είναι τα παρατημένα σπίτια που χρόνο με τον χρόνο αυξάνονται ενώ καινούργιο έχει να χτιστεί παραπάνω από δεκαπέντε χρόνια. Η εποχή που τα εξοχικά ήταν στοιχεία μιας ευμάρειας που αποδείχθηκε πλαστή και κούφια, πέρασε ανεπιστρεπτί και για τα περισσότερα πλέον το κόστος συντήρησης είναι πολύ υψηλό γιατί χτίστηκαν για να κατοικούνται μόνο τους ζεστούς μήνες ως καταλύματα διακοπών. Πρόχειρες κατασκευές, χωρίς μόνωση και εγκατάσταση για  θέρμανση είναι σαν ψυγεία και ελάχιστοι είναι εκείνοι που τολμούν να τα ανοίξουν και να τα κατοικήσουν αυτές τις ημέρες.

Βέβαια ούτε και σε αυτά που κατοικούνται οι προϋποθέσεις θέρμανσης είναι καλύτερες γιατί όταν χτίστηκαν οι συνήθειες των ανθρώπων ήταν πολύ διαφορετικές και κυρίως όλοι ήταν σε κίνηση, είχαν ασχολίες στο ύπαιθρο με τα ζωντανά τους κυρίως και αποζητούσαν  την θέρμανση λίγο το πρωί και κυρίως το βράδυ που μαζεύονταν όλοι στο σπίτι. Ήταν και μαθημένοι εξάλλου να αντέχουν περισσότερο το κρύο. Τώρα που οι περισσότεροι είναι συνταξιούχοι, μένουν στο σπίτι όλη την ημέρα και θέλουν να έχουν συνέχεια θέρμανση, πράγμα που επιβαρύνει τον προϋπολογισμό που έχει κάθε νοικοκυριό για καύσιμα, είτε πρόκειται για ξύλα, είτε για πετρέλαιο ή ηλεκτρισμό. Για όσους βάζουν στη ζυγαριά τα υπέρ και τα κατά της διαμονής στο χωριό ή την πόλη, ασφαλώς και επιλέγουν την δεύτερη περίπτωση γιατί όπως και να έχει η διαχείριση της θέρμανσης στις πόλεις γίνεται πιο εύκολα. Γι’ αυτό και κλειδώνουν τα σπίτια και αφήνουν το χωριό τους χειμερινούς μήνες.

Αυτό όμως που παίζει τον σημαντικότερο ρόλο είναι ότι από τα σπίτια στο χωριό, εξοχικά ή πατρικά απουσιάζουν οι  πρόγονοι, αυτοί δηλαδή που τα έχτισαν στις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, τα κατοίκησαν και μαζί με αυτά κράτησαν όρθια την Ελλάδα. Η γενιά αυτή κοντεύει βιολογικά να τελειώσει και όσοι επιμένουν να ζουν στα χωριά, περισσότερο μπελά δημιουργούν στους οικείους τους παρά χαρά. Γιατί εκτός από την θέρμανση που προβάλλεται ως ένα μεγάλο επιχείρημα, ένα σωρό άλλα ζητήματα που προκύπτουν με ζητήματα υγείας, τροφοδοσίας και κοινωνικότητας προκύπτουν καθημερινά. Ζητήματα που ούτως ή άλλως δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν από τις υπαλληλικές υπηρεσίες των Δήμων που πολύ απέχουν απ’ αυτές που χαρακτήριζαν κάποτε τις κοινότητες των ανθρώπων που κρατούσαν κάθε γωνιά της Ελλάδας ζωντανή. Από την στιγμή που οι πρόγονοι έπαψαν να υπάρχουν, ο κρίκος που συνέδεε τις γενιές έσπασε και κατά συνέπεια, οι επισκέψεις στο χωριό περιορίστηκαν μόνο σε διεκπεραιώσεις.

Κάποιοι λίγοι που ήρθαν στο χωριό για τα Χριστούγεννα ήδη έφυγαν και θα επιστρέψουν πιθανόν πάλι το Πάσχα να κάνουν έναν ακόμη κύκλο παρουσίας μέχρι να πιάσουν τα κρύα. Μέχρι τότε, το μόνο στοιχείο που θα είναι ορατό στο χωριό θα είναι ο χειμώνας που βάζει βαθιά τα σημάδια του κάθε χρόνο στα σπίτια, στο τοπίο, στους λίγους ανθρώπους…

ΜΕΓΑΛΗ ΚΑΨΗ, 27122021

Κυριακή 26 Δεκεμβρίου 2021

ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΑΛΦΟΝΣΙΝΑ ΣΤΟΡΝΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΑΝΟ ΝΙΑΒΗ

 


Ο Πάνος Νιαβής μας ξαφνιάζει τακτικά με τα έργα του κι ενώ όλοι περιμένουμε να διαβάσουμε το μυθιστόρημα που ετοιμάζει από καιρό, πιάσαμε πριν από λίγες ημέρες στα χέρια μας μια ωραία έκδοση με 30 ποιήματα της Αργεντινής ποιήτριας Αλφονσίνα Στόρνι.

Η συλλογή «No me olviden – Μη με ξεχάσετε στο φιλιατρό της λήθης» (Εκδόσεις «Παρουσία» του φίλου μας Βασίλη Χατζηϊακώβου) προέκυψε όταν στην αρχή της επιδημίας, τον Μάρτιο του 2020 ο Πάνος Νιαβής άρχισε να γνωρίζει την μεγάλη Αργεντινή ποιήτρια  (1892 – 1938) και μέσω μιας φίλης του στο Μπουένος Άιρες έλαβε μια ανθολογία ποιημάτων απ’ όλες τις ποιητικές της συλλογές. «Η ποίηση της Αλφονσίνα Στόρνι» λέει «ήταν πραγματική αποκάλυψη για εμένα. Ένιωσα την ανάγκη, εν μέσω της πανδημίας, να αποδώσω στα ελληνικά τα ποιήματα ετούτης της τόσο αισθαντικής ποιήτριας. Ήθελα να βγουν έξω από την ισπανική τους “κάμαρη” και να γίνουν στίχοι στην ελληνική γλώσσα».

Ανταμώσαμε ένα μεσημέρι στο κέντρο της Αθήνας, με όλες τις προφυλάξεις εννοείται και μου έδωσε υπογεγραμμένο το βιβλίο και με τις σελίδες του πέρασα αρκετές ώρες τούτες τις ημέρες. Πριν διαβάσω τα ποιήματα αυτής της μεγάλης ποιήτριας και πρωτοπόρου για τα δικαιώματα των γυναικών στην Αργεντινή, που λίγο γνωρίζουμε στην Ελλάδα, διάβασα το εκτενές βιογραφικό της για να μπω στο κλίμα και την ιστορία του πρώτου μισού του περασμένου αιώνα στη χώρα της και στη Λατινική Αμερική, πράγμα για το οποίο επίσης ελάχιστα είμαστε πληροφορημένοι. Ήταν ένα ταξίδι στην ιστορία αυτού του μεγάλου τόπου και μια γνωριμία με τόσους σπουδαίους ανθρώπους που ανάμεσά τους έζησε η Αλφονσίνα Στόρνι που πολύ όμορφα και τρυφερά μας σύστησε ο Πάνος.

Μια ποιήτρια όπως λέει, γι’ αυτόν συνθέτει σε μια ποιητική οντότητα, την Μαρία Πολυδούρη και την Κατερίνα Γώγου. Μια ποιήτρια που εμφανίζεται πότε ως λέαινα ή λύκαινα, έτοιμη να κατασπαράξει, και πότε ως εφήμερη πεταλούδα, που κρύβεται στους κήπους και γεύεται ανέμελη το νέκταρ των λουλουδιών. Σε μια στροφή του ποιήματος παρουσιάζεται βέβαιη, σίγουρη και ατρόμητη, ενώ στην αμέσως επομένη εμφανίζεται πληγωμένη, αιμορραγούσα, και να τρέχει να κρυφτεί σ’ ένα άγαλμα, σε μια παραλία, σε μια αμαρτία, σε μια ηδονή, ή σε ένα βυθό…

Καλοτάξιδο Πάνο και καλή συνέχεια στα όμορφα που δημιουργείς…

ΥΓ. Την ποιητική συλλογή «No me olviden – Μη με ξεχάσετε στο φιλιατρό της λήθης» μπορείτε να βρείτε στα κεντρικά βιβλιοπωλεία καθώς και στις Εκδόσεις «ΑΡΜΟΣ», Μαυροκορδάτου 11, τηλ. 21033041196.

ΜΕΓΑΛΗ ΚΑΨΗ, 26122021

Πέμπτη 23 Δεκεμβρίου 2021

ΤΟ ΣΤΟΛΙΣΑΜΕ ΚΙ ΦΕΤΟΣ ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ…

 


Από το χωράφι μας που πήγαμε μαζί με την Άρτεμη το ελατάκι· θυσία στο πνεύμα των Χριστουγέννων και τα στολίδια από πέρσι να ξορκίσουν όσο μπορούν την επιδημία. Δίπλα στο τζάκι που το ανάψαμε για να μην μπορούν να μπουν απόψε οι καλικάντζαροι στο σπίτι από την καμινάδα και να κρατάει με τα φωτάκια του μακριά μας τις νταρλαΐνες…  


 
Καλά Χριστούγεννα σε όλους, παντού στην Ελλάδα και τον κόσμο. Με υγεία, προκοπή και ευτυχία οι άγιες ημέρες.

ΜΕΓΑΛΗ ΚΑΨΗ, 23122021

Τετάρτη 22 Δεκεμβρίου 2021

ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ ΣΤΟΝ ΧΡΗΣΤΟ (ΚΙΤΣΟ) ΒΟΡΤΣΕΛΑ

 


Σήμερα στο παγωμένο κοιμητήριο της μικρής μας πατρίδας αποχαιρετάμε τον Χρήστο (Κίτσο) Βορτσέλα (1929- 2021), άνθρωπο καλό, αγαπητό σε όλους ο οποίος τιμούσε πάντα το χωριό μας συμμετέχοντας ενεργά στην κοινότητα και κρατώντας ένα σπίτι ανοιχτό.

Ο θάνατος του Κίτσου παραμονές Χριστουγέννων μας τύλιξε όλους σε μια θλίψη γιατί αυτός μετά την συνταξιοδότησή του επέλεξε να ζήσει στο χωριό, προσέχοντας τους γονείς του Βασίλη και Αρετή όσο αυτοί ήταν εν ζωή. Οι γονείς του και ιδιαίτερα η μητέρα του Αρετή (το γένος Ηλία Παπαδόπουλου) ήταν που του εμφύσησαν την αγάπη στο χωριό καθώς αυτοί ήταν από τους πρώτους που έχτισαν εξοχικό σπίτι το 1968 και έρχονταν και έμειναν πολλούς μήνες διατηρώντας πολύ καλές σχέσεις με όλους τους χωριανούς.  

Έρχονταν όμως και παλιότερα, στο πατρικό σπίτι, το Μοσχουτέϊκο που ζούσε ακόμη η γιαγιά Μαρούλα. Εγώ περίμενα πως και πως τον Κίτσο γιατί με γοήτευε πρώτα – πρώτα για τις ιστορίες που έλεγε (ιστορίες από τη τρέχουσα τότε ζωή του χωριού και τους ανθρώπους του), για την μεγάλη μοτοσυκλέτα με καλάθι που οδηγούσε με συνοδηγό τον αδερφό του Λευτέρη ο οποίος και με βάφτισε και πολύ περισσότερο για τις φωτογραφίες που έβγαζε.

Ο Κίτσος ήταν ο πρώτος άνθρωπος που με φωτογράφισε, από νήπιο και την βάφτισή μου και οι φωτογραφίες που έχω μέχρι την εφηβεία μου. Τον θυμάμαι με μια μηχανή Lubitel πρώτα και μια άλλη αργότερα να φωτογραφίζει με επαγγελματικό τρόπο διάφορες σκηνές από τη ζωή μας στο χωριό και κάποια γεγονότα που τύχαινε να είναι μπροστά. Αυτές οι φωτογραφίες ήταν που με προκάλεσαν να πιάσω κι εγώ μια μηχανή στο χέρι και στην ουσία να αντιγράψω τον τρόπο του. Βλέποντας σήμερα εκείνες τις ωραίες φωτογραφίες μπορεί κανείς να διαβάσει την ιστορία μιας εποχής και αποτελούν για όλους μας μνημείο.  

Δεν ήταν όμως μόνο οι φωτογραφίες του Κίτσου που με γοήτευαν. Την μηχανή του, μια μεγάλη VMW δεν την χάρηκα, ήμουν πολύ μικρός. Χάρηκα όμως τα πρώτα ταξίδια με τον θρυλικό άσπρο σκαραβαίο του σε κατόπιν με τα άλλα αυτοκίνητα που οδηγούσε. Με αυτό το αυτοκίνητο έκανα και το πρώτο ταξίδι στη θάλασσα το 1971, στο Γαλαξίδι. Τον Απρίλη του 1979 μάλιστα ταξίδεψα μαζί του, με άδεια από το στρατό, από το Σουφλί ως το χωριό και απόλαυσα την οδήγησή του καθώς ήταν ένας έμπειρος και σπάνιος οδηγός.  Τα κατοπινά χρόνια συνέχισα να πηγαίνω μαζί του διάφορες κοντινές βόλτες στο χωριό.

Ένα πράγμα που θα θυμάμαι από τον Κίτσο και την οικογένειά του φυσικά είναι το πρώτο μου ταξίδι στην Αθήνα, τον Ιούλιο του 1967 και την διαμονή στο ωραίο σπίτι τους, στην οδό Ευρίπου 11 στον λόφο Σκουζέ το οποίο είχε και κήπο. Ήταν η πρώτη μου επίσκεψη στην Αθήνα και με εντυπωσίασε  καθώς ο ίδιος, ο νονός μου και ο πατέρας τους Βασίλης μου γνώρισαν διάφορα σημεία της πόλης. Τότε ήταν η πρώτη φορά που πήγα στην Ακρόπολη με τον παππού Βασίλη και με τον νονό μου σε θερινό σινεμά, στη Ριβιέρα, στα Εξάρχεια. Από μια σύμπτωση, τώρα που επιστρέφω από το χωριό βρήκα ένα σπίτι στην οδό Δράμας που το πίσω του μπαλκόνι βλέπω ένα τμήμα από τον κήπο εκείνου του κήπου με μια δάφνη που επέζησε δίπλα την πολυκατοικία που το αντικατέστησε. Το γεγονός ξεπερνάει την έννοια του συμβολικού και δεν κρύβω πως με έχει ενθουσιάσει αρκετά.

Οι μνήμες από τον Κίτσο Βορτσέλα είναι πολλές και θα μείνουν, όπως και αυτός ζωντανές για όσο βλέπω τον κόσμο, είτε του χωριού, είτε της Αθήνας. Ας είναι ελαφρά η γη μας που θα τον σκεπάσει σήμερα.

Στη φωτογραφία, ο Χρήστος Βορτσέλας, μάνα μου κι εγώ το 1959 στη Ράχη…

ΜΕΓΑΛΗ ΚΑΨΗ, 22122021

Δευτέρα 13 Δεκεμβρίου 2021

ΡΟΥΜΕΛΙΩΤΙΚΕΣ ΕΥΧΕΣ ΜΕ ΕΡΓΑ ΤΟΥ ΜΗΛΙΟΥ

 


Παλεύω μέρες να βρω μια εικόνα που να μπορεί να σταθεί ως το σκηνικό όπου πάνω του θα γραφτούν οι ευχές για τις γιορτινές ημέρες που έρχονται και το νέο έτος αλλά φέτος ούτε τα ωραία χειμωνιάτικα τοπία με ενθουσιάζουν ούτε άλλες που να εμπεριέχουν έναν συμβολισμό για ένα ακόμη νέο ξεκίνημα που λέμε ότι  θα κάνουμε την Πρωτοχρονιά…

Νιώθω πως η επιδημία λειτούργησε καταλυτικά σε κάθε τι που κάνουμε στη ζωή μας, ακόμη και στο πως θα εκφράσουμε τις ευχές μας και πως θα τις μεταφέρουμε. Παλιά οι κάρτες που στέλναμε με το ταχυδρομείο έλυναν το θέμα καθώς υπήρχε μια τεράστια ποικιλία απ’ αυτές  και μπορούσαμε να διαλέξουμε ποια ταιριάζει σε κάθε αποδέκτη. Χώρια δε που είχαν και την υπογραφή μας, δείγμα της αναγνώρισης και της εκτίμησης που είχαμε για κάποια πρόσωπα. Εκτός αυτού υπήρχε και το τηλέφωνο που μια ζωντανή συνομιλία ασφαλώς και ανέβαζε ποιοτικά την επαφή και ζέσταινε και την καρδιά.

Όλα αυτά σιγά – σιγά πέρασαν στο παρελθόν και οι ανταλλαγές ευχών στην πλειονότητά τους γίνονται μέσω του δικτύου και των SMS στο τηλέφωνο. Στην πρώτη περίπτωση κυρίως οι κάρτες είναι κι εδώ τυποποιημένες – σε άπειρη ποικιλία μάλιστα χωρίς να επιτρέπουν στον αποστολέα να αφήσει την υπογραφή του και η μόνη λύση είναι να τις συνοδεύσει με λίγα λόγια αλλά με την ίδια γραμματοσειρά που θα χρησιμοποιήσει την έχουν κι άλλοι πολλοί και στο τέλος όλα μοιάζουν σαν να βγαίνουν από μια μηχανή. Με λίγα λόγια λείπει ο προσωπικός χαρακτήρας από κάθε κάρτα και ότι αυτή την προσωποποιούσε.  

Μιας και ακόμη ζω στον απόηχο της διετούς παραμονής στο χωριό και οι εμπειρίες μου σε αυτό το διάστημα αντλήθηκαν από τη φύση του, τα χωράφια και τους κήπους – πράγμα που ποικιλοτρόπως με κείμενα και φωτογραφίες έχω εξαντλήσει κατέφυγα στην ιστορία του και δεν βρήκα καλύτερο να την σχολιάζει από τα έργα που μας άφησε ο αείμνηστος Μήλιος (Αιμίλιος Δεδούσης 1924 - 2005) και τα οποία κοσμούν την αυλή του σπιτιού του και καλωσορίζουν τους επισκέπτες του χωριού μας στον κεντρικό δρόμο.

Πρόκειται για γλυπτά σε πέτρα που απεικονίζουν δυο αντρικές μορφές ρουμελιωτών των περασμένων εποχών όπως τις διέσωσε η ζωγραφική και η φωτογραφία μέχρι τα μέσα του περασμένου αιώνα. Μορφές με αδρά  χαρακτηριστικά και μουστάκια όπως συνήθιζαν οι άντρες εκείνα τα χρόνια. Ο Μήλιος πρόλαβε στα νεανικά του χρόνια να γνωρίσει έτσι τους συγχωριανούς μας και μίλησε μαζί τους πολλές φορές, τόσο που σε αυτόν καταφεύγαμε για πληροφορίες και πάντα με καλή διάθεση μας αφηγούνταν για πρόσωπα και καταστάσεις που έζησε το χωριό, ιδιαίτερα στην περίοδο της Κατοχής και του Εμφυλίου.

Αυτοδίδακτος γλύπτης ο Μήλιος δούλευε το ίδιο καλά το ξύλο και την πέτρα. Η φαντασία του οδηγούσε τα χέρια του να φτιάχνει έργα που είχαν τη ρίζα της έμπνευσής του όχι μόνο στο  φυσικό περιβάλλον, αλλά και στο μυθολογικό υπόβαθρο και την ιστορική μνήμη του τόπου. Έτσι είχε φτιάξει πολλές λυκόμορφες κατασκευές με τις οποίες στόλιζε τις βρύσες σε διάφορα σημεία του χωριού μας και ειδικά δίπλα στους δρόμους καθώς και σκάλιζε ανάλογες μορφές σε γκλίτσες και άλλα αντικείμενα καθημερινής αλλά και διακοσμητικής χρήσεως. Σημειώνουμε πως ο Μήλιος ότι έφτιαχνε, το έφτιαχνε για δική του ευχαρίστηση και το διέθετε στο κοινό πάντα αφιλοκερδώς. Τα τελευταία χρόνια που από τη μοναξιά, η υπομονή του ήταν απεριόριστη, ο Μήλιος άρχισε να σκαλίζει πάνω σε σκληρές πέτρες μορφές που παρέπεμπαν σε κλέφτες και αρματωλούς και γενικά πρόσωπα της ρουμελιώτικης ιθαγένειας χωρίς να τους δίνει ένα συγκεκριμένο όνομα, αφήνοντας τον καθένα να μαντέψει. Έτσι όποιος τα έβλεπε, μπορούσε να πει «Να ένας Καραϊσκάκης», «Να ένας Μπότσαρης», «Να ένας αντάρτης»…

Δυο απ’ αυτές τις μορφές λοιπόν διάλεξα να βάλω φέτος στην κάρτα που θα στείλω (με ηλεκτρονικό τρόπο) στους φίλους, τους συνεργάτες, στους ανθρώπους που γνωρίζω. Η επιλογή έχει να κάνει αφενός μεν την οιονεί αναγνώριση της προσφοράς του Μήλιου στο χωριό αλλά από την άλλη, μέσα από τον συμβολισμό τους να τροφοδοτήσουν την φαντασία για τα όσα είδαν με τα μάτια τους αυτοί οι πετρωμένοι πρόγονοι . Πράγματα που άλλα γνωρίζουμε και άλλα αγνοούμε αλλά κάθε ένα απ’ αυτά και όλα μαζί με την δυναμική τους επηρέασαν ποικιλοτρόπως την ζωή του χωριού και το κράτησαν μέχρι σήμερα ζωντανό.   

NEXTDEAL

ΜΕΓΑΛΗ ΚΑΨΗ, 13122021

Πέμπτη 9 Δεκεμβρίου 2021

ΠΕΘΑΙΝΟΝΤΑΣ ΜΟΝΟΣ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ…

 


Η είδηση από το LAMIANOW και την συνοδεύει μια φωτογραφία που δείχνει σακούλες με ψώνια κρεμασμένες στον τοίχο ενός φτωχικού σπιτιού, βάζει σε πολλές σκέψεις για το παρόν αλλά και το μέλλον της ελληνικής υπαίθρου και των λιπόθυμων κοινοτήτων της..  

Ένας άνδρας 78 ετών βρέθηκε νεκρός μέσα στο σπίτι του στο χωριό Τσούκα του Δήμου Μακρακώμης. Πρόκειται, όπως διαβάσαμε στο ρεπορτάζ  για έναν αδύναμο, χωρίς οικογένεια, μοναχικό και ήσυχο άνθρωπο, αγαπητό στους χωριανούς και τον οποίο στήριζαν διακριτικά.  Αυτός είχε να δώσει σημάδια ζωής κάποιες ημέρες και όταν τον αναζήτησαν είδαν πως τις σακούλες με τα ψώνια που κρεμούσαν δίπλα από την πόρτα του ήταν απείραχτες στη θέση τους. Του φώναξαν πολλές φορές, δεν αποκρίθηκε. Ο νους τους πήγε αμέσως στο κακό, κάλεσαν την Αστυνομία και έτσι τον βρήκαν πεθαμένο.  

Το θλιβερό γεγονός δεν είναι καινούργιο και φυσικά δεν αφορά μόνο την Τσούκα. Συχνά – πυκνά και ιδιαίτερα τους χειμερινούς μήνες που το κρύο στα ορεινά χωριά και όχι μόνο υποχρεώνει τους ανθρώπους να μένουν κλεισμένοι στα σπίτια τους, κάποιοι δεν βγαίνουν απ’ αυτά ποτέ. Αυτοί είναι συνήθως μοναχικοί άνθρωποι και τέτοιοι είναι και η πλειονότητα των κατοίκων στα χωριά. Συνταξιούχοι του ΟΓΑ οι περισσότεροι βιώνουν το λυκόφως της ζωής τους μέσα σε ποικίλες στερήσεις και κυρίως χωρίς φυσική επικοινωνία με τους συγχωριανούς ή τους οικείους τους. Αρκετοί απ’ αυτούς έχουν παιδιά στις πόλεις αλλά για διάφορους λόγους δεν θέλουν να πάνε να ζήσουν μαζί τους. Μένουν στα σπίτια τους των οποίων οι ανέσεις, όπως η θέρμανση και η καθαριότητα συζητούνται και αν έρθει το τέλος θέλουν να τους βρει εκεί. Αυτή είναι η πιο συνηθισμένη απάντηση σε όποιον τους ρωτά για αυτή την επιλογή τους ενώ όλες τις περιπτώσεις χαρακτηρίζει και μια περηφάνια  που στηρίζεται στην νιότη που πέρασε ο καθένας μια εποχή που πια δεν υφίσταται.  

Άλλοι απ’ αυτούς έχουν κάποια επικοινωνία με τους δικούς τους, άλλοι καθόλου και υπάρχουν πολλοί λόγοι γι’ αυτό. Άλλοι πάλι δεν έχουν κανέναν και η προσοχή σ’ αυτούς επαφίεται στην καλοσύνη των συγχωριανών η οποία εκφράζεται με διάφορους τρόπους και κυρίως με την προμήθεια κάποιων απαραίτητων αγαθών επιβίωσης και φυσικά φαρμάκων. Υποτίθεται πως σε αυτούς τους ανθρώπους έχουν την προσοχή τους και κάποιες υπηρεσίες των Δήμων, όπως η «Βοήθεια στο Σπίτι» αλλά αυτή είναι μια πονεμένη υπόθεση και λίγοι Δήμοι μπορούν να πουν ότι λειτουργεί ικανοποιητικά και δημοκρατικά. Τέλος, η προσοχή που δίνει  το χωριό σε αυτούς τους ανθρώπους, έχει να κάνει και με τον πρότερο βίο και την πολιτεία καθενός και αυτό επηρεάζει εν πολλοίς και την ανταπόκριση σε διάφορα ζητήματα και η οποία σκοντάφτει σε άλλοτε σε μικρότητες κι άλλοτε στην ιδιοτέλεια.

Είναι μεγάλο ζήτημα η επιβίωση αυτών των μοναχικών ανθρώπων σε μια χώρα που οι κοινότητες των ανθρώπων όπως ξέραμε μέχρι πριν από λίγα χρόνια δεν υφίστανται και τις περισσότερες φορές υπάρχουν σαν παρωδία. Η πληθυσμιακή αποψίλωση έχει φτάσει στο απόγειό της ενώ  η οικονομική δυσπραγία αντανακλάται και στην κοινωνική συμπεριφορά. Αποτέλεσμα είναι η προσοχή που δίνει ο ένας στον άλλο να μειώνεται στο ελάχιστο και οι απουσίες των συγχωριανών να γίνονται αισθητές αφού έχουν περάσει κάποια 24ώρα…    

ΑΘΗΝΑ, 09122021

Παρασκευή 3 Δεκεμβρίου 2021

Η ΤΡΙΤΗ ΔΟΣΗ ΒΓΗΚΕ ΚΟΥΝΗΜΕΝΗ…

 


Ήταν κάπως απόμερα το εμβολιαστικό κέντρο που πήγα σήμερα, στο Κ.Υ. Πλατείας Αττικής στην Πλατεία Πεσόντων Πυροσβεστών –ναι υπάρχει τέτοια πλατεία στην Αθήνα και είναι ωραία- να κάνω την τρίτη αναμνηστική δόση όπως λένε και οι συμπαραστάτες σφύριξαν αδιάφορα. Έτσι βρέθηκα εκεί μόνος αλλά γεμάτος θάρρος μπροστά στη βελόνα. Ζήτησα μάλιστα από το προσωπικό των εμβολιαστών να αποθανατίσουν τη στιγμή αλλά βρέθηκα σε άτομα που λόγω τηλεφώνων είχαν ξεχάσει τι είναι φωτογραφική μηχανή κι έτσι ότι έπιασε ο φακός βγήκε όπως να’ ναι κουνημένο. Δεν πειράζει, έκανα ένα βήμα για την δική μου ασφάλεια, των οικείων και όλων γύρω μας. Παρενέργειες δεν είχα καμία εκτός από μια διάθεση που όποιος θέλει να μάθει μπορεί να τον ενημερώσω στο inbox!

ΑΘΗΝΑ, 03122021