Ο θείος μου Κώστας Προβόπουλος με την γυναίκα του Σταθούλα,
το 1998 στο μαγαζί μετά τον εκκλησιασμό των Χριστουγέννων ακούνε από κοινού
ευχές στο τηλέφωνο.
Από τα βασικά στοιχεία της Κοινότητας, που προλάβαμε και ζήσαμε
οι ωριμότεροι στις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες ήταν τα λεγόμενα μαγαζιά, τα
καφεπαντοπωλεία των χωριών τα οποία αποτελούσαν εκτός από χώρους εμπορίου και
αναψυχής των χωριανών, σημεία αναφοράς για κάθε χωριό και κυρίως χώροι συνάντησης
και επικοινωνίας.
Μετά τα Χριστούγεννα του 1998, στο μαγαζί της Ρήνως Σιακώνη,
ο άντρας της Σεραφείμ ο οποίος ήταν από
τους καλύτερους αφηγητές του χωριού κάτι λέει για τα περασμένα.
Από κανένα χωριό δεν έλειπαν το καφεπαντοπωλεία, στο οποίο
μαζεύονταν οι χωριανοί τα βράδια να κουβεντιάσουν μεταξύ τους, να ψευτοπιούνε κανένα τσίπουρο ή ούζο όταν ήταν στη μόδα, να
παίξουν ξηρή και κολτσίνα με κέρασμα λουκούμια ενώ για τις νοικοκυρές αυτά
αποτελούσαν και την πηγή να προμηθευτούν κάποια αγαθά που δεν μπορούσαν να
βγάλει το αγροτικό σπίτι τους. Κι ακόμη, αυτά τα σύνθετα καταστήματα (λειτουργούσαν ως καφενεία, μπακάλικα,
χασάπικα, ακόμη και κουρεία) μαζεύονταν οι άνθρωποι να πιούνε τον καφέ τους
μετά τον εκκλησιασμό της Κυριακής και στις μεγάλες γιορτές του χρόνου. Σε
κάποιο απ’ αυτά λειτουργούσε και το ταχυδρομείο όπως και το τηλεφωνείο και ο
μπακάλης αναλάμβανε να ειδοποιεί όποιον χωριανό καλούσαν μια συγκεκριμένη ώρα
να μιλήσει με τον καλούντα δημιουργώντας έτσι μια σειρά υποχρεώσεων που πάντα
ήταν σε όφελός του και τούτο ήταν ένα αγκάθι στα μάτια των άλλων μαγαζιών του
κάθε χωριού.
Όσο για αγαθά, εκείνα τα μαγαζιά είχαν συνήθως πράγματα
πρώτης ανάγκης, αλάτι, ζάχαρη, πετρέλαιο, σπίρτα, καφές αλλά και τυποποιημένα
τρόφιμα, όπως μακαρόνια, κονσέρβες, ρύζι, σαπούνι καθώς και καραμέλες και σοκολάτες
για τα παιδιά. Αυτό επίσης που ήταν
βασικό ήταν ότι είχαν πράγματα του νοικοκυριού που χρειάζονταν οι γυναίκες,
όπως κουμπιά, βελόνες, λίγα υφάσματα, χρώματα βαφής, απλά φάρμακα. Την εποχή
που έβγαιναν κηπευτικά και φρούτα έφερναν και κάποια που δεν ευδοκιμούσαν στο
χωριό. Αρκετά από αυτά λειτουργούσαν και ως κρεοπωλεία, χωρίς μάλιστα ψυγεία τα
πρώτα χρόνια. Κι αυτό το κατόρθωναν γιατί πριν προχωρήσουν στην σφαγή κάποιοι
ζώου, ενημέρωναν το χωριό και αφού έβλεπαν από τις παραγγελίες δεν θα τους
έμενε απούλητο κανένα κομμάτι, τότε το έσφαζαν. Αυτοί έκαναν και έψηναν συχνά
κοκορέτσια και σπληνάντερα ενώ σε καμιά γιορτή έβαζαν στην ψησταριά ολόκληρο
σφάγιο. Σε κάθε περίπτωση πάντως κινούνταν σύμφωνα με τις ανάγκες και τις
δυνατότητες των χωριανών. Σε αυτά τα μαγαζιά έκαναν την εμφάνισή τους και
αμέσως υιοθετήθηκαν τα απορρυπαντικά, τα εμφιαλωμένα αναψυκτικά και η Κόκα –
κόλα και πράγματα που η συντήρησή τους απαιτούσε ψυγεία, οπότε εγκατέστησαν και
γέμισαν τους χώρους και περιόρισαν την ανάπτυξη των τραπεζοκαθισμάτων και την
παρουσία των ανθρώπων.
|
Στο μαγαζί του Κώστα Προβόπουλου, τα Χριστούγεννα του 1998 |
Αυτά τα μαγαζιά, στο κέντρο του χωριού συνήθως και κοντά
στην εκκλησία ήταν οι πρεσβείες θα λέγαμε των χωριών με τον έξω κόσμο γιατί σε
αυτά πήγαινε όποιος ήθελε να ρωτήσει για κάποιον ή κάτι στο χωριό, να αφήσει
ένα δέμα, ένα φάκελο, μια ειδοποίηση και ήταν βέβαιος πως όλο και κάποιος θα
βρεθεί να εξυπηρετήσει το θέλημά του. Σε αυτά επίσης, τα χρόνια της ομαλότητας
εννοείται, γίνονταν και οι προεκλογικές συγκεντρώσεις με τους χωριανούς να
πηγαίνουν, για ξεκάρφωμα, να ακούσουν όλους τους υποψηφίους. Σε αυτά τα μαγαζιά οι χωριανοί γνώρισαν και
τον κινηματογράφο, από περιοδεύοντα συνεργεία. Στο δικό μας χωριό έφερναν και
έπαιζαν στα μαγαζιά οι αδελφοί Μυλωνά από τον Άγιο Γεώργιο ταινίες του
ελληνικού κινηματογράφου αλλά και ξένες και πήγαινε σχεδόν όλο το χωριό να τις
παρακολουθήσει. Στα ίδια μαγαζιά είδαμε για πρώτη φορά τηλέοραση που εκτόπισε
σιγά – σιγά τον κινηματογράφο απ’ αυτά και υπήρξε το πρώτο παράθυρο να δούμε
τον κόσμο που απλώνονταν πέρα από το μικρό χωριό μας.
Το κυριότερο όμως αυτών των μαγαζιών ήταν που λειτουργούσαν
ως μικρά κοινοβούλια κάθε χωριού στα οποία η γνώμη των γεροντότερων ήταν αυτή
που έδινε τον τόνο στις όποιες υποθέσεις απασχολούσαν τους χωριανούς. Όπως
ζημιές στους κήπους από ανθρώπους και κοπάδια, άλλες βλάβες σε υπάρχουσες
υποδομές (ναι, όσο και να μας φαίνεται
σήμερα παράξενο, σε όλα τα χωριά υπήρχαν πλήρεις και επαρκείς υποδομές: δρόμοι,
μονοπάτια, γέφυρες, βρύσες, αυλάκια, στέρνες, αλώνια, δημόσια λιβάδια, τα οποία
για λειτουργήσουν ήθελαν την προσοχή και την φροντίδα όλων). Τότε που ήταν
γεμάτα τα χωριά κόσμο δεν υπήρχε περίπτωση να περάσει απαρατήρητη καμιά αταξία
και ο υπαίτιος έδινε λόγο στο καφενείο, ενώπιον όλων. Αυτό το άτυπο, λαϊκό
δικαστήριο δεν επέβαλλε ποινές αλλά με τον τρόπο του έβαζε σε τάξη τον υπαίτιο
και τον φταίχτη ή τον απέδιδε στην χλεύη της κοινότητας, πράγμα που έφερνε και
προ των ευθυνών τους όσους επιχειρούσαν να διαταράξουν την τάξη και στις
σχέσεις των συγχωριανών. Ληξίαρχος και
καταγραφέας όλων, φυσικά ήταν ο μπακάλης, η προσωπικότητα του οποίου έδινε και
το στίγμα του κάθε μαγαζιού…
Σβήνοντας σιγά – σιγά τα χωριά, έσβησαν κι αυτά τα πράγματα.
Όσα απόμειναν από τα μαγαζιά ελάχιστα θυμίζουν τα παλιά, ως προς τη λειτουργία
τους και ως προς τις υπηρεσίες που προσφέρουν πια στους ελάχιστους χωριανούς
που τα επισκέπτονται. Και φυσικά δεν φταίνε γι’ αυτή την αλλαγή μόνο οι
μαγαζάτορες που επιχείρησαν να προσαρμοστούν με τα νέα ήθη αλλά το κοινό που
αποτελεί την πελατεία τους. Λέω κοινό και όχι χωριανοί γιατί οι περισσότεροι
είναι εποχιακοί πελάτες, οι σχέσεις τους με το χωριό είναι χαλαρές έως
αδιάφορες και το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι να περάσουν κάποια ώρα σε αυτά
ευχάριστα ικανοποιώντας τις επιθυμίες τους και μόνο, χωρίς πολλές φορές να καταλάβουν αν βρίσκονται
στο ένα ή στο άλλο χωριό.
|
Το 1998 ο Γιώργος Ξαγάρας είχε κλείσει λόγω συνταξιοδότησης
το μαγαζί που διατηρούσε στο ισόγειο του σπιτιού του Στέλιου Υφαντή στο δρόμο
πάνω από την εκκλησία. |
ΥΓ. Το κείμενο αφορά τα μαγαζιά σε κάθε σημείο της Ελλάδας
αλλά οι φωτογραφίες είναι από το χωριό μου, τα Χριστούγεννα του 1998, τότε που
είχε ακόμη ελπίδες να ζήσει. Από τους αναφερόμενους στις φωτογραφίες δυστυχώς
κανένας δεν είναι στη ζωή σήμερα.
ΜΕΓΑΛΗ ΚΑΨΗ, 28122021