Σελίδες

Παρασκευή 26 Αυγούστου 2022

Ο ΠΑΝΟΣ ΥΦΑΝΤΗΣ ΚΑΙ ΟΙ … ΓΙΔΟΥΛΕΣ ΤΟΥ

 


Στους ερημότοπους που έχει καταντήσει ολόκληρη η ελληνική ύπαιθρος στο καιρό μας λόγω της τραγικής αποψίλωσης του πληθυσμού και της υποχώρησης, έως την αφάνεια πλέον της παραδοσιακής ζωής, σκηνές σαν αυτή που είδαμε χθες το απόγευμα επιστρέφοντας από το Καρπενήσι με τον εξάδελφό μου Δημήτρη Προβόπουλο στο δρόμο λίγο πριν το απόκοσμο και ισκιωμένο από τεράστια έλατα ρέμα Χράμπα, είναι σπάνιες και πολύτιμες τόσο για την αίσθηση της συνέχειας, όσο και της πατριδογνωσίας…

Εκεί συναντήσαμε τον Πάνο Υφαντή, κάτοικο Τυμφρηστού που είχε βγάλει μετά το απόβρεχο τις τρεις ωραίες κατσίκες του να βοσκήσουν στα βάτα και στα χαμόκλαδα δίπλα στο δρόμο. Ένας άνθρωπος και τρεις γίδες δίπλα σε ένα δρόμο φυσικά και δεν λένε τίποτα στους νεότερους και μόνο κάποιοι που τα βλέπουν ως φολκλόρ μπορεί να σταματήσουν και να βγάλουν μια φωτογραφία να την ανεβάσουν στα ΜΚΔ να δηλώσουν τάχα πως είδαν κι αυτό ή ήταν εκεί. Το ίδιο θα έκαναν και κάποιοι φωτογράφοι, να μοιράσουν την φωτογραφία στα έντυπα, όσα απόμειναν πια και στους ιστότοπους για τον τουρισμό καθώς πιστεύουν πως με τέτοιες φωτογραφίες θα προσθέσουν κύρος στο πόνημά τους.

Φυσικά κι εμείς δεν είχαμε ούτε τέτοια πρόθεση, ούτε και διάθεση. Σταματήσαμε και πρώτα «φτύσαμε» κυριολεκτικά τις ωραίες κατσίκες για να μην τις ματιάσουμε και μετά χαιρετήσαμε τον τσοπάνο. Τον Πάνο τον ξέρουμε χρόνια, ήταν χειριστής μηχανημάτων όπως μπουλντόζες, γκρέιντερ και άλλα και δούλεψε πολλά χρόνια τόσο στα χωριά του Ανατολικού Τυμφρηστού αλλά κυρίως στην Ευρυτανία, όλες τις εποχές. Δεν υπάρχει δρόμος εκεί να μην τον έχει περάσει ο Πάνος είτε να τον ανοίξει από τα χώματα το καλοκαίρι, είτε από τα χιόνια τον χειμώνα και ήταν πολύ αγαπητός από τον κόσμο καθώς απ’ αυτόν εξαρτιόνταν και η επικοινωνία τους με τον έξω κόσμο. Μέχρι τα απίστευτα Ψιανά και Δολιανά έχει πάει αρκετές φορές να ανοίξει τον δρόμο που συνεχώς κλείνει.

Ο Πάνος πριν από τρία χρόνια συνταξιοδοτήθηκε και ζει στον Τυμφρηστό με την γυναίκα του Βασιλική (Μπακογιώργου) από τη Δάφνη Ευρυτανίας και τον γιο του Βαγγέλη μηχανικό. Ο άλλος του γιός, ο Χρήστος είναι δάσκαλος στον Πειραιά. Κουρασμένος από την βαριά δουλειά στα μηχανήματα ο Πάνος κάνει στον Τυμφρηστό μια ήσυχη ζωή, ασχολείται με τον κήπο του και ιδιαίτερα με τις τρείς όμορφες κατσίκες του. Την μεγάλη, την πεντάχρονη Φιορούλα του, την μεσαία Ζάνα και την μικρή Αστέρω που την ονόμασε έτσι γιατί έχει ένα άσπρο αστεράκι ανάμεσα στα κερατάκια της. Και οι τρεις προέρχονται από την ίδια οικογένεια και τούτο αποτελεί παράδοση για τις μανάρες για να έχουν μεταξύ τους φιλικές σχέσεις. Αλλιώς όλη μέρα, όπως το συνηθίζουν εξάλλου οι κατσίκες θα δοκίμαζαν τα κέρατά τους η μια στης άλλης το σώμα ή το κεφάλι. Από το μικρό κοπαδάκι του φυσικά λείπει ο τράγος, αλλά όταν χρειάζεται πάει και φέρνει μαζί τους ένα από τα βαρβάτα που έχει ο ξάδερφός του Νίκος Σεϊντής και γίνεται η δουλειά. Πρόπερσι μάλιστα από ένα τέτοιο μαρκάλο (έτσι το λένε για τις κατσίκες) η Φιορούλα γέννησε πέντε κατσικάκια και τον παίδεψαν πολύ μέχρι να πάρουν πάνω τους και να αρχίσουν να βόσκουν.

Οι κατσίκες του Πάνου είναι «μανάρες». Έτσι έλεγαν παλιότερα τις κατσίκες που δεν ήταν κοπάδι και κρατούσαν στα σπίτια, δυο – τρεις, το πολύ πέντε. Σχεδόν κάθε σπίτι σε χωριό είχε τις δικές του γιατί απ’ αυτές έπαιρναν το γάλα που έπιναν και έφτιαχναν κυρίως βούτυρο και σπανίως τυρί. Ήταν σαν λέμε σήμερα το γαλατάδικο του σπιτιού και δεν είχε τις ανάγκες και το κόστος της διατροφής που απαιτεί μια αγελάδα. Γι’ αυτό και οι πιο αδύναμοι οικονομικά στα χωριά και οι γέροντες είχαν από δυο – τρείς «γιδούλες» να πορεύονται. Τις βοσκούσαν μέσα στα χωράφια και τους κήπους, πολλές φορές δεμένες με ένα καναβίδι από τα κέρατα ή τα πόδια γιατί όσο και να τις πρόσεχαν πάντα αυτές εύρισκαν τρόπο να κουρέψουν κλήματα, δέντρα και καλλιέργειες. Ακόμα και στους δρόμους μέσα και έξω από το χωριό τις βοσκούσαν και δεν άφηναν βάτο για βάτο. Έτσι ήταν καθαροί οι δρόμοι και τα μονοπάτια, από τις «μανάρες» κατσίκες και ακόμη και από τα γαιδουρομούλαρα που κινούνταν στα χωριά. Τώρα που ούτε αυτά υπάρχουν, ούτε και κατσίκες γέμισαν παντού βάτα και αγριόδεντρα και δύσκολα πια περνιούνται. Ένας λόγος πάλι που μανάρες έκαναν μόνο κατσίκες ήταν γιατί αυτά τα υπέροχα ζώα είναι από τα καθαρότερα οικόσιτα και μπορούσαν ακόμη να συζούν στο ίδιο δωμάτιο ή καλύβα. Όσοι έχουν ζήσει στα χωριά τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες θα θυμούνται πολλές γερόντισσες να μένουν με τις μανάρες τους κάτω από την ίδια στέγη…

Η παράδοση με τις μανάρες κατσίκες έχει σχεδόν σβήσει και όποιος δει τον Πάνο Υφαντή στο δρόμο με τις «γιδούλες» ενδεχομένως δεν μπορεί να καταλάβει το ρόλο του ή να διαβάσει την σκηνή και η προσέγγισή του θα είναι επιφανειακή η επιεικώς φολκλορική. Τον Πάνο όμως δεν τον ενδιαφέρει καν αυτό και το εισπράττει με συγκατάβαση καθώς αυτός παίζει, με πλήρη συνείδηση μάλιστα, έναν πανάρχαιο ρόλο, τόσο κοινωνικό, όσο και οικονομικό. Ενδεχομένως δεν έχει την ανάγκη να συντηρεί δυο – τρεις «γιδούλες» που είχαν παλιότερα οι άνθρωποι αλλά αυτό το κάνει γιατί του αρέσει να τις βγάζει να βοσκήσουν, να τις φροντίζει και αυτές να τον ακολουθούν πιστές και φρόνιμες ομορφαίνοντας το τοπίο που τόσο ανάγκη έχει αυτές τις σκηνές να μην είναι άδειο.


ΥΓ. Η λέξη «μανάρα» ή «μανάρι» από την αγροτοποιμενική παράδοση έχει μεταπηδήσει και στην καθομιλουμένη των πόλεων και εκφράζει το νεαρό εκείνο άτομο, ιδίως θηλυκό και σπανίως αρσενικό που είναι όμορφο, φροντισμένο και καλοθρεμμένο από κάποιον ή την οικογένειά του. Όταν δε χρησιμοποιείται η λέξη, πάντα την ακολουθεί ένα θαυμαστικό!

ΜΕΓΑΛΗ ΚΑΨΗ, 26082022

1 σχόλιο: