Καθώς φτάνει ο καιρός για το μάζεμα της ελιάς που είναι και
η πιο εκτεταμένη καλλιέργεια στην Ελλάδα
αρχίζουμε να ακούμε και να διαβάζουμε ότι λείπουν εργατικά χέρια και
μπορεί ο καρπός να μείνει στα χωράφια. Με αφορμή τις ελιές ξεκινάει ένας άλλος
διάλογος για την έλλειψη εργαζομένων σε κάθε πτυχή σχεδόν της οικονομίας μας,
ακόμη και του Δημοσίου που παραδοσιακά είναι και ο μεγαλύτερος εργοδότης στη
χώρα μας!
Για την αντιμετώπιση του ζητήματος ακούγονται ένα σωρό
γνώμες, από ειδικούς και άσχετους, όλοι επισημαίνουν πως οι ντόπιοι δεν
φτάνουμε να καλύψουμε τις ανάγκες μας σε εργατικά χέρια και μάλιστα τα χρόνια
που θα ακολουθήσουν θα λιγοστέψουμε. Φυσικά σαν λύση αναφέρονται οι μετανάστες
αλλά κι εδώ υπάρχουν ένα σωρό ζητήματα που έχουν να κάνουν με το άσυλο, τον
χρόνο παραμονής, τις ειδικότητες, πράγματα που θα μπορούσαν να λυθούν εύκολα
αλλά ένα πλήθος ετερόκλητων δυνάμεων εμποδίζουν την δημιουργία ενός πλαισίου
που θα μπορούν να κινηθούν εργαζόμενοι και εργοδότες.
Στον διάλογο επίσης συχνά αναφέρεται η απροθυμία των νέων
(ηλικίας 20 – 30) οι οποίοι συγκροτούν και τον μεγαλύτερο δείκτη ανεργίας στην
Ευρώπη να εργαστούν στα χωράφια και σε άλλα χειρωνακτικά επαγγέλματα
προφασιζόμενοι τις σπουδές και την απειρία. Δικαιολογημένα, αφού η πλειονότητά
τους θεωρούσε το πτυχίο ως κλειδί που ανοίγουν οι πόρτες της εργασίας ενώ ο
τρόπος που σπούδασαν τους απομάκρυνε από την πραγματική αγορά της εργασίας που
ακόμη ο κάθε ανειδίκευτος μπορούσε να βρει ένα μεροκάματο.
Είναι ένα σωρό ζητήματα που στην ταχύτητα της εξέλιξής της
τις τελευταίες δεκαετίες η ελληνική κοινωνία ούτε καν ασχολήθηκε, όπως δεν
ενδιαφέρθηκε για την ερήμωση της υπαίθρου η οποία και αντιμετωπίζει φανερά
πλέον την έλλειψη όχι μόνο εργατικών χεριών για το μάζεμα των καρπών αλλά και
για μια σειρά άλλων επαγγελματιών τους οποίους μπορούν να αναζητήσουν πλέον
μόνο στις μεγάλες πόλεις και σε κάποια κεφαλοχώρια.
Τα τελευταία τριάντα χρόνια την ανάγκη αυτή κάλυψαν με
επιτυχία οι γείτονες Αλβανοί καθώς και άλλοι από τα Βαλκάνια αλλά καθώς άλλαξαν
τα πράγματα στις χώρες τους, όσοι επένδυσαν σε αυτές επέστρεψαν να κάνουν
νοικοκυριό εκεί. Όσοι δε φτιάχτηκαν στην Ελλάδα, άλλαξαν σιγά – σιγά τρόπο ζωής
και εξομοιώθηκαν με τους Έλληνες στις αντιλήψεις περί εργασίας και ποιος τις
κάνει. Από την άλλη μεριά, οι Ασιάτες και οι Αφρικανοί μετανάστες στην Ελλάδα,
ελάχιστα ενδιαφέρονται για τέτοιες δουλειές και μάλιστα όταν αυτές βρίσκονται
έξω από την Αθήνα ή άλλα αστικά κέντρα. Έτσι, και με μεγαλύτερο μεροκάματο αν
διαθέσουν οι παραγωγοί ελιάς, δύσκολα θα βρουν εργάτες.
Το θέμα πάντως δεν είναι καινούργιο. Πάντα στο μάζεμα της
ελιάς χρειάζονταν πολλά χέρια και μέχρι τις πρώτες δεκαετίες που η ύπαιθρος
ήταν γεμάτη κόσμο, οι νέοι από τα ορεινά χωριά κυρίως μετανάστευαν για δυο –
τρεις μήνες στις ελαιοπαραγωγικές περιοχές. Απ’ αυτές επέστρεφαν στα χωριά τους
με κάποια χρήματα γιατί δεν ήταν και τίποτα σπουδαία τα μεροκάματα τότε και
κανένα ντενεκέ λάδι που ήταν πιο πολύτιμο. Δεν πήγαιναν ψάχνοντας αλλά
ακολουθούσαν κάποιους που γνώριζαν τους ελαιοπαραγωγούς και αυτοί φρόντιζαν για
την διαμονή τους και την διατροφή τους. Σε αναλογία δε αντρών και γυναικών,
περισσότερα ήταν τα κορίτσια και αυτό ήταν και ένα ταξίδι χειραφέτησής τους
καθώς αρκετά παντρεύονταν εκεί που πήγαιναν. Το ίδιο συνέβαινε και με το μάζεμα
του βαμβακιού στη Θεσσαλία στη μέχρι που εμφανίστηκαν οι μηχανές. Άδειαζαν τα
ορεινά χωριά από τα κορίτσια που πήγαιναν να μαζέψουν βαμβάκι ή άλλα προϊόντα
στον κάμπο.
Η δεξαμενή αυτή των ντόπιων εργατικών χωριών άδειασε μετά
την δεκαετία του ΄80, όπως άδειασε και ολόκληρη η ύπαιθρος και το φαινόμενο
μπορεί να επαναληφθεί όταν υπάρξει ανάγκη που δεν θα βάζει μπροστά τα πτυχία ή
την απειρία. Πότε θα γίνει αυτό κανένας δεν γνωρίζει αλλά η ιστορία δεν
γράφεται όπως τη θέλουμε εμείς αλλά όπως αυτή κυλάει…
ΑΘΗΝΑ, 11102022
Σήμερα στη NEXTDEAL… Για τα εργατικά χέρια που λείπουν και τον κόσμο που ξέμαθε να δουλεύει…
ΑπάντησηΔιαγραφή