Σελίδες

Κυριακή 30 Μαΐου 2010

«ΞΕΓΝOΙΑΣΤΟΙ» ΚΑΒΑΛΛΑΡΗΔΕΣ ΣΤΑ '70s


"Ξεγνοιαστος καβαλλάρης" με τη μηχανή του Σταύρου Σκαργιώτη

Κάθε ένας βλέπει από τη μεριά του ορισμένα πράγματα που κατά συνθήκη έχουν διαμορφώσει συνήθειες, συμπεριφορές, συνείδηση και πολιτισμό ακόμη και βεβαίως από τη στιγμή που τα γνώρισε και εκτίμησε, άδηλα ή φανερά έχουν σημαδέψει κατά κάποιο τρόπο τη ζωή του…

Δεν θα μακρηγορήσουμε με αυτό το ζήτημα αλλά μιας και ανοίχτηκε το πρωί ένας διάλογος με αφορμή το θάνατο του ενός από τους δυο «ξέγνοιαστους» καβαλλάρηδες, του Ντένις Χόπερ τον οποίο εγώ θαύμαζα πολύ περισσότερο από τον Πήτερ Φόντα καλό είναι να πούμε λίγα πράγματα ακόμα, χρήσιμα για την κατανόηση της πορείας ολόκληρης της γενιάς της μεταπολεμικής Ελλάδας, είτε στην Αθήνα πορεύονταν αυτή, είτε στην επαρχία.

Στην Αθήνα εγώ ούτε ήξερα τότε τι γίνονταν καθώς οι εφημερίδες αργούσαν να φτάσουν στο χωριό και τα νέα περιοδικά, όπως το «Φαντάζιο», το οποίο υπήρξε το κύριο εργαλείο πληροφόρησης του νέου τρόπου ζωής που έπρεπε να υιοθετηθεί (άλλο κεφάλαιο αυτό και για άλλη στιγμή η ανάπτυξή του) ήταν είδος πολυτελείας για τα πενιχρά οικονομικά μας.

Ο κινηματογράφος από την άλλη, ήταν ένας χώρος που μπορούσαμε να πάμε αν είχαμε βέβαια ένα τάληρο και αν υπολανθάναμε της προσοχής του γυμνασιάρχη που μας σφαλιάριζε κιόλας αν μας έπιανε μέσα σε τέτοια ιδρύματα. Ξέραμε λοιπόν πότε θα έλειπε από τον Άγιο Γεώργιο και πηγαίναμε στον κινηματογράφο του Κώστα Μυλωνά όλο το Γυμνάσιο και βλέπαμε όντως ενδιαφέροντα έργα καθώς ο αιθουσάρχης δεν φρόντιζε μόνο να παίζει ελληνικό κινηματογράφο αλλά έφερνε και ορισμένες ενδιαφέρουσες ξένες.

Φαίνεται λοιπόν πως Κώστας που ήταν ιδιαίτερα έξυπνος καταλάβαινε ποιες ταινίες θα είχαν επιτυχία και στον κινηματογράφο του και τις έφερνε αμέσως μόλις αυτές προβάλλονταν στην Αθήνα ή στη Λαμία . Έτσι εκτός του «Ξέγνοιαστο Καβαλάρη», εκεί θυμάμαι να έχω δει όλα τα γουέστερν και από τότε μου άρεσε ο Κλιντ Ίστγουντ καθώς και το «ακατάλληλο» "Δεκαήμερο" του Βοκάκιου κρεμασμένος μαζί με άλλα παιδιά στα κλαριά ενός δέντρου του διπλανού κήπου γιατί ήταν θερινή προβολή.

Τέλος πάντων είδαμε όλοι τον «Ξέγνοιαστο Καβαλάρη» και από εκεί και πέρα άρχισαν οι αλλαγές στη ζωή μας. Ήδη είχαν αρχίσει να επιβάλλονται τα μπλου τζην στο ντύσιμό μας και το Γυμνάσιο παρουσίαζε μια παρδαλή εικόνα καθώς πολλά παιδιά φορούσαν ακόμα τα παραδοσιακά ρούχα του χωριού. Βέβαια όσοι τόλμησαν να φορέσουν πρώτοι μπλου τζην το «πλήρωσαν» με διάφορους τρόπους, ακόμα και με αποβολές ενώ για τα κορίτσια δεν γίνεται λόγος γιατί φορούσαν ακόμα ποδιές και διατηρείτο η ομοιομορφία.

Ο μπελάς άρχισε να μέσα σε όλες τις κουβέντες μπήκαν οι μηχανές των πρωταγωνιστών της ταινίας που για όλους φάνταζε σαν κάτι το μυθικό. Εκεί οι μόνες μεγάλες μηχανές που κυκλοφορούσαν ήταν κάνα δυο πανάρχαιες BMW, η μία μάλιστα με καλάθι του σιδερά και λίγα μηχανάκια, ZUNDAP και FLORETTA ενώ αρκετά ήταν τα ποδήλατα που όλοι είχαμε μάθει νοικιάζοντάς τα από το μαγαζί του Θαλή Παππά. Έτσι λοιπόν άρχισαν τα όνειρα για τις μεγάλες μηχανές και μέσα σε δυο χρόνια μάλιστα, το 1975 φάνηκε η πρώτη, μια HONDA που την πήρε ο Δημήτρης (Κρίνος) για να πηγαίνει τάχα τον πατέρα του που ήταν ταχυδρόμος στα χωριά και τον ζηλεύαμε όλοι και θέλαμε να κάτσουμε στη σέλα της έστω και για μια φωτογραφία όπως βλέπαμε να κάνουν οι σταρ στα περιοδικά.

Όσοι δε ήμασταν στην ίδια τάξη με τον Σταύρο Σκαργιώτη ο οποίος διατηρεί ακόμη φούρνο με ξύλα στη Μακρακώμη, μπορούσαμε να φωτογραφηθούμε με τη δική του, μια μεγάλη κάπως μηχανή κι έτσι κανένας συμμαθητής απ’ ότι θυμάμαι δεν έμεινε χωρίς να έχει τη σχετική φωτογραφία στον τοίχο του δίπλα από την αφίσα των «Ξέγνοιαστων Καβαλλάρηδων». Απ’ όσο δε μπορώ να εκτιμήσω, ελάχιστοι συνέχισαν με το όνειρο της μοτοσυκλέτας γιατί τους πρόλαβε το νεοελληνικό όραμα του αυτοκινήτου!!!

Η ιστορία με τους «Ξέγνοιαστους Καβαλλάρηδες» από τα χωριά της Δυτικής Φθιώτιδας δεν τελειώνει εδώ και κάποια από τα κεφάλαιά της θα βγουν κάποτε σε ένα σχετικό με την περιοχή και τα χρόνια εκείνα βιβλίο που νομίζω πως ήρθε η ώρα να το τελειώσω…


ΑΘΗΝΑ, 30052010

ΤΕΛΟΣ ΦΕΤΟΣ ΜΕ ΤΙΣ ΤΖΑΚΑΡΑΝΤΕΣ...

Από τη θέση που βρίσκονται μόνο τα αγάλματα απολαμβάνουν την ομορφιά των ανθισμένων δέντρων στο Ζάππειο

Το έχει η μέρα φαίνεται σαν πρόκειται να βγω στην πόλη να κάνω κάποιες φωτογραφίες και χαμηλώνει το φωτισμό ή μάλλον με βάζει με τρόπο να μάθω να βελτιώνω τις φωτογραφίες με διάφορα κόλπα της μηχανής που για να τα γνωρίσω πρέπει να διαβάσω 230 σελίδες με 7αράκι γράμμα…

Η Λέσχη Αξιωματικών πίσω από τα ανθισμένα κλαδιά των τζακαράντων.

Τέλος πάντων δεν είναι αυτό το θέμα αλλά το περπάτημα στην πόλη που ξεκίνησε λιγάκι αργά ομολογώ το μεσημέρι από την οδό Ρηγγίλης να φωτογραφίσω τις ανθισμένες τζακαράντες που είδα σαν περνούσα από εκεί προχθές. Όντως αυτός ο δρόμος έχει μια ωραία δεντροστοιχία με τζακαράντες και στις δυο πλευρές του και απ’ ότι είδα ο Δήμος ανανεώνει τα παλιά δέντρα με νεώτερα τα οποία ήταν και περισσότερο ανθισμένα.

Η δεντροστοιχία με τις τζακαράντες στην οδό Ρηγγίλης που σήμερα δεν είχε και σπουδαία κίνηση καθώς το ενδιαφέρον ήταν σε άλλο δρόμο...

Όταν τώρα λέμε δεντροστοιχία στην Αθήνα, μοιάζει περισσότερο με ανέκδοτο παρά με πραγματικότητα γιατί στις περισσότερες φορές τα δέντρα δείχνουν να είναι χρήσιμα μόνο για τα αυτοκίνητα που προφυλάσσονται έτσι από τον ήλιο ενώ πολλοί απ’ ότι γνωρίζω έχουν την άποψη πως αυτά εμποδίζουν την κυκλοφορία πάνω στα πεζοδρόμια που παρκάρουν τα μηχανάκια τους διάφοροι απαράδεκτοι και θρασείς τύποι.

Έτσι πέφτουν τα λουλούδια από τις τζαγκαράνγκες στα πεζοδρόμια της Αθήνας...

Έτσι πιστεύω πως για να δεις μια πραγματική δεντροστοιχία στην Αθήνα μόνο τον Δεκαπενταύγουστο μπορεί να γίνει και όχι μάλιστα σε όλους τους δρόμους. Στην περίπτωση δε της οδού Ρηγγίλης όπου οι τζακαράντες είναι αρκετά ψηλές και πιο εύρρωστες από αυτές της οδού Αθήνας όταν σηκώσει κάποιος ψηλά τα μάτια θα δει πως είναι ωραίο να ζει κανείς εκεί καθώς τα λουλούδια από τα δέντρα μπαίνουν αυτό τον καιρό μέσα στα μπαλκόνια και ευωδιάζει ολόκληρος ο τόπος.

Κάποιος έχει μια βδομάδα να κινήσει το αυτοκίνητό του από τη Ρηγγίλης αλλά φαίνεται πως είναι γείτονας και έχει κάρτα να παρκάρει εκεί...

Ωραία εικόνα δε είναι να βλέπει κάποιος τα ωραία κτίρια πίσω από την κουρτίνα που δημιουργούν τα αραιά ανθισμένα κλαδιά από τις Τζακαράντες, όπως για παράδειγμα τη Λέσχη Αξιωματικών της Φρουράς της Αθήνας (υπάρχει και τέτοιο πράγμα αν δεν το ξέρετε και έχει μαλιστα και ρόλο αν χρειστεί), το κτίριο της παλιάς ΕΡΤ και βεβαίως των γραφείων της Νέας Δημοκρατίας!

Προσοχή, οι φωτογραφίες του κτιρίου των γραφείων της ΝΔ απαγορεύονται... Λες και όποιος θέλει να κάνει κάτι δεν βρίσκει άλλο τρόπο να μελετήσει την είσοδο...

Αυτό όντως είναι ένα ωραίο κτίριο αλλά σήμερα διαπίστωσα πως είναι απαγορεύεται να το φωτογραφίζουμε. Αυτό μου το είπε με πολύ ευγενικό όντως τρόπο μια κοπέλα αστυνομικός που ήταν εκεί για να βλέπει τι γίνεται στο δρόμο και νομίζω πως δεν χρειάζεται εξήγηση γιατί. Υπάκουσα και έβαλα τη μηχανή στην τσάντα γιατί εκεί που περπατούσε μπορεί να κινούσα το ενδιαφέρον και τίποτα άλλων και άντε τώρα πώς να ξέμπλεκα…


Όντως είναι από τις καλύτερες δεντροστοιχίες με τζακαράντες αυτή στο Ζάππειο και έμοιαζε σαν μωβ συννεφάκια πάνω από την έκθεση.

Περπάτησα κατόπιν μέσα από τον Εθνικό Κήπο μέχρι το Ζάππειο όπου κάτω από την ωραία δεντροστοιχία ήταν απλωμένη η έκθεση βιβλίου γεγονός που πάλι θα με εμπόδιζε να κάνω τη φωτογραφία που ήθελα. Διαπίστωσα πάντως πως οι τζακαράντες του Ζαππείου είναι μεγάλα και δυνατά δέντρα και σε σχέση με αυτά των δρόμων είχαν περισσότερα λουλούδια που ήταν σωρός πεσμένα στο πεζοδρόμιο. Κι εκεί επίσης η μυρωδιά ήταν έντονη αλλά καθώς διαπίστωσα τον λιγοστό κόσμο που περιδιάβαινε την έκθεση άλλα πράγματα τον ενδιέφεραν και ούτε καν σήκωνε το κεφάλι ψηλά να ει τουλάχιστον από πού έρχονταν οι μεγάλες μωβ χιονονιφάδες που πατούσε…

Πίσω από τα κιόσκια, που δεν έχουν φαίνεται κανένα ενδιαφέρον τα λουλούδια είναι στρώμα στο πεζοδρόμιο.


Απ’ ότι διαπίστωσα επίσης, τα άνθη στις τζακαράντες θα κρατήσουν κάνα δυο μέρες ακόμα και γι’ αυτό ίσια – ίσια προλαβαίνετε να τις γνωρίσετε και να τις μυρίσετε…


Αλλιώς, του χρόνου…

Η ΧΕΛΙΔΟΝΟΦΩΛΙΑ ΤΗΣ ΛΑΜΠΑΣ


Δεν νομίζω πως μπορεί να δοθεί κάποια εξήγηση αναφορικά με το τι ώθησε το ζευγάρι κάποιων χελιδονιών να χτίσει τη φωλιά του στην εγκατάσταση μιας λάμπας ηλεκτρικού φωτισμού πάνω από την είσοδο της εκκλησίας της Αγίας Παρασκευής στο χωριό Καλογριανά (Μεζδάνι) του κάμπου της Καρδίτσας…

Το βέβαιο πάντως είναι ότι τα πουλιά αυτά δεν χρειάζονται καθόλου το ηλεκτρικό φως, παραδείγματος χάρη για να διαβάσουν, γιατί τα «γράμματα» τους είναι εντελώς άχρηστα και ότι είναι απαραίτητο να μάθουν για τη ζωή διδάσκεται με απλό τρόπο από τη μια γενιά στην άλλη. Πέραν αυτού, οι λάμπες στις εκκλησίες είναι αναμμένες ελάχιστες νύχτες, κυρίως κατά τις ημέρες της Μεγάλης Εβδομάδας, οπότε ο κόπος τους για φως μόνο αυτές τις ημέρες νομίζω πως είναι πολύ δυσανάλογος με το ωφέλιμο με αυτά αποτέλεσμα. Χώρια δε που ο διακόπτης βρίσκεται πάντα στο εσωτερικό της κλειδωμένης εκκλησίας και οι επίτροποι είναι πολύ σχολαστικοί και δεν αφήνουν ποτέ ανοιχτό παράθυρο ή κάποια τρύπα να μπαινοβγαίνουν τα πουλιά για να μη δημιουργούν ακαθαρσίες και θόρυβο.

Η περίπτωση πάλι να εκμεταλλεύονται τη θερμοκρασία μιας αναμμένης λάμπας στην επώαση των αυγών τους δεν έχει νόημα γιατί ισχύουν οι προαναφερόμενοι λόγοι για τις ώρες λειτουργίας των εκκλησιών. Το γεγονός επίσης να βγήκαν ως σταθερό σημείο τη βάση της λάμπας να χτίσουν εκεί πάνω τη φωλιά πάλι δεν μπορεί να θεωρηθεί σημαντικό γιατί σε άλλες πολλές περιπτώσεις καταφέρνουν και τις χτίζουν με επιτυχία στον κάθετο τοίχο.

Ορισμένοι μπορούν επίσης να υποθέσουν πως την έχτισαν εκεί να τα προστατεύει η Αγία Παρασκευή αλλά και τούτο δεν είναι τόσο πειστικό γιατι τα χελιδόνια φροντίζουν από μόνα τους και υπέρ του δέοντος την ασφάλεια της φωλιάς τους χτίζοντάς την σε μέρη που είναι αδύνατο να ανέβουν γάτες, ποντίκια και ερπετά. Αντιθέτως σε αυτό το σημείο είναι πολύ πιθανό να την καταστρέψει ένας άνθρωπος, ο επίτροπος για παράδειγμα που ενοχλείται από τις κουτσουλιές τους ή ο ηλεκτρολόγος αν χρειαστεί να επισκευάσει την εγκατάσταση.

Πιθανόν αν γνωρίζαμε τη γλώσσα των χελιδονιών να μαθαίναμε κάτι για την περίπτωση αλλά επειδή αυτό δεν πρόκειται να συμβεί ποτέ στον αιώνα τον άπαντα, μένουμε με τις υποθέσεις μας…

ΚΑΡΔΙΤΣΑ, 20052010

Παρασκευή 28 Μαΐου 2010

ΟΙ ΑΚΡΙΤΕΣ ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΟΝΗΣΟΥ

Σ’ αυτή την πόρτα μπήκαν μαζί πριν από 57 χρόνια και από τότε μέχρι σήμερα την ίδια διαβαίνουν ο Μικές Μακαρούνας με την Κατερίνα στην απόμακρη Παλαιόνησο

Δυο καίκια όλα και όλα μπορούν να δέσουν στη μικρή σκάλα της Παλαιονήσου αλλά λίγο ανοιχτά τα τουριστικά και τα κότερα δεν βρίσκουν ούτε θέση το καλοκαίρι.

Η Παλαιόνησος είναι το μοναδικό ίσως μέρος της Καλύμνου που η φυσιογνωμία του μικρού παραθαλάσσιου οικισμού δεν έχει αλλοιωθεί από καμιά άλλη επέμβαση, πλην του δρόμου που έφτασε μόλις πέρσι ως εκεί και ικανοποίησε ένα δίκαιο αίτημα των ελάχιστων ανθρώπων που επιμένουν να ζουν ολοχρονίς στον πατρογονικό τους τόπο.


Δεν ήταν πάντως και εύκολο πράγμα να σκάψουν τα μηχανήματα τα σκληρά βράχια του άνυδρου βουνού που σκεπάζει ανάλογα με τον καιρό, άλλοτε προστατευτικά και άλλοτε απαγορευτικά, ένα μικρό σύνολο απλών κατοικιών και πέτρινων αγροτικών εγκαταστάσεων με ελάχιστους κήπους και τα ακόμα λιγότερα δέντρα τα οποία υποφέρουν μονίμως από την ξηρασία. Έτσι, σαν ψέμα σχεδόν, έφτασε μετά από πολλούς κόπους πέρσι ο δρόμος στην κορυφή του οικισμού και το γεγονός εορτάστηκε όπως έπρεπε απ’ όλους γιατί στην ουσία, η Παλαιόνησος, το λέει και το όνομά της, έπαυε πλέον νε είναι σαν ένα ξεχωριστό νησί, πάνω στο νησί της Καλύμνου και να εξαρτάται από το αν μπορεί να πλεύσει ένα σκάφος από και προς από αυτή!

Περισσότερο όμως από όλους του Καλύμνιους το χάρηκαν οι μόνιμοι κάτοικοι της Παλαιονήσου που πλέον δεν θα αναγκάζονται να περπατάνε μια ώρα ανηφόρα μέχρι τα Σκάλια κι απ’ εκεί να πηγαίνουν στις δουλειές τους και λόγω ηλικίας συχνά και στους γιατρούς. Φυσικά θα μπορούσαν να μετακινηθούν και από τη θάλασσα αλλά αυτή η βορινή πλευρά της Καλύμνου σηκώνει συχνά βαρύ καιρό και φουρτούνες. Έτσι, η μόνη τους διέξοδος ήταν η δια της ξηράς μετακίνηση και η οποία τώρα έγινε πιο σύντομη χάρη στον προαναφερόμενο δρόμο ο οποίος εκτός από την ευκολία έφερε και ένα σημαντικό ρεύμα τουριστών που χαίρονται την όμορφη μικρή παραλία.

Τρεις άντρες με το ίδιο όνομα Ηλίας να είναι πάνω σε ένα καίκι που το λένε «Ηλία» δεν γίνεται κάθε ημέρα. Από αριστερά ο Ηλίας Μαλιδάκης, ο μικρός Ηλίας και ο Ηλίας Μακαρούνας από την Παλαιόνησο.

Ένας μικρός κόρφος είναι αυτή η παραλία που με πολλά αρμυρίκια στην αμμουδιά της αποτελεί και ένα ωραίο αραξοβόλι για κάθε τουριστικό σκάφος και βεβαίως ασφαλές καταφύγιο σε περίπτωση κακοκαιρίας. Εκεί δένουν και τα καίκια τους ο Ηλίας Μακαρούνας τον «Ηλία» και ο Ηλίας Μαλιδάκης τη «Μαρία» που αποτελούν τον αλιευτικό στόλο της Παλαιονήσου και σαν ευκαιρούν πηγαίνουν για ψάρεμα.

Στην Παλαιόνησο που οπωσδήποτε θα ξαφνιάσει τον επισκέπτη γιατί είναι το μόνο σημείο στην Κάλυμνο, πιθανόν και σε όλη τη Δωδεκάνησο που θυμίζει άλλες εποχές, οι κάτοικοι ζούσαν από την κτηνοτροφία και τη λίγη γεωργία και συνάμα, οι άντρες τα καλοκαίρια πήγαιναν στο σφουγγάρι για να συμπληρώσουν το μικρό εισόδημά τους. Απ’ εκεί άλλοι γύριζαν με λεφτά και ζούσαν σαφώς πιο άνετα και άλλοι σακατεμένοι που βασανίζονταν ολόκληρη την επόμενη ζωή τους μέσα στη φτώχεια.

Το να βρεθεί κάποιος στην Παλαιόνησο, όντως αποτελεί μια ωραία εμπειρία αλλά άμα δεν βρει έναν άνθρωπο να του μιλήσει για τον τόπο και τους κατοίκους του, θα μοιάζει σαν να πήγε σε ένα ψαροχώρι στη Σενεγάλη για παράδειγμα, έκανε τις φωτογραφίες που ήθελε και έφυγε χωρίς να αλλάξει κουβέντα με κανέναν άνθρωπο. Εμείς σταθήκαμε τυχεροί γιατί στη μικρή σκάλα που σκεπάζουν τα αρμυρίκια βρήκαμε τρείς Ηλίες να απολαμβάνουν το μεσημέρι τους δίπλα από τα καίκια τους. Πιο ομιλητικός, καθότι και μόνιμος κάτοικος ο Ηλίας Μακαρούνας πήρε την κουβέντα και σε ελάχιστο χρόνο μας μίλησε για την ιστορία της Παλαιονήσου. Ο ίδιος πρότεινε να πάμε να βρούμε τον 82χρονο Μικέ Μακαρούνα και την 77χρονη γυναίκα του Κατερίνα που ήταν παλαιότεροι να μάθουμε περισσότερα για τον τόπο τους. «Αμα δεν γνωρίσετε την κυρά Κατερίνα» είπε «που έφτιαχνε τις ωραιότερες κριθαρένιες κουλούρες στο νησί και δεν υπάρχει κανένας Καλύμνιος που να μην τις έχει δοκιμάσει, είναι σαν να μην έχετε έρθει στην Παλαιόνησο».

Ο Ηλίας Μακαρούνας που κατοικεί και αυτός μόνιμα στην Παλαιόνησο έχει τον «Ηλία» του δεμένο στη σκάλα και όταν μπορεί ανοίγεται για λίγο ψάρεμα

Ο Ηλίας μας συνόδευε μάλιστα μέχρι το σπίτι τους και βρήκαμε την Κατερίνα, μια γυναίκα που από την πρώτη ματιά φαίνονταν ο αγώνας που έδωσε στη ζωή της, μαντηλωμένη να στέκει μπροστά στον κρύο φούρνο της και τον Μικέ που κι αυτού φαίνονταν καθαρά τα σημάδια που του άφησε ο βυθός και οι θάλασσες. Μας σύστησε και το ζευγάρι των γερόντων κάθισε μαζί μας στην ασβεστωμένη αυλή και ανοίξαμε μαζί τους μια κουβέντα που κράτησε αρκετή ώρα και μας άφησε ωραίες εντυπώσεις από αυτούς τους ανθρώπους που πραγματικά έπιασαν τη ζωή τους από τα κέρατα όπως θα λέγαμε γιατί αλλιώς θα δυστυχούσαν.
Κι ακόμη, γιατί ενώ τα χρόνια που έχουν φορτωμένα στην πλάτη τους και οι συνέπειές τους στην υγεία είναι σοβαρές, ούτε μια στιγμή δεν σκέφτηκαν να πάνε να ζήσουν μακριά από το σπίτι που έκαναν οικογένεια και μεγάλωσαν τα παιδιά τους. Το σπίτι αυτό ήταν το πατρικό του Μικέ και η Κατερίνα που κατάγεται από την κοντινή Ψέριμο ήρθε νύφη και ζουν μαζί παραπάνω από 55 χρόνια. Φυσικά σε τίποτα δεν έμοιαζε η Παλαιόνησος με την σχετικά εύφορη Ψέριμο που είχε μεγαλώσει, αλλά σ’ αυτό δεν έδωσε καμιά σημασία. Αμέσως προσαρμόστηκε και ακολούθησε τον τρόπο ζωής που είχαν τότε στον καινούργιο τόπο που θα ζούσε. Γνώριζε πολύ καλά επίσης πως ο άντρας της πήγαινε στο σφουγγάρι και ήταν και γι’ αυτό καλά προετοιμασμένη.

Δεν απλός δύτης ο Μικές και δεν βούταγε στη θάλασσα μόνο για το μεροκάματο λέει το βραβείο που το έδωσε το Βασιλικό Ναυτικό για τις επιδόσεις του στις καταδύσεις

Όπως και όλοι εξάλλου οι Καλυμνιώτες, ο Μικές που γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Παλαιόνησο, ακολούθησε τους συμπατριώτες του στο σφουγγάρι στις θάλασσες της Μεσογείου. Πότε στο Άγιο Όρος, πότε στις ακτές της Πελοποννήσου, πότε στην Κρήτη και πότε στην Αφρική. Από τα σαράντα τόσα καλοκαίρια που πήγε στο σφουγγαράδικα, τα είκοσι τα πέρασε στις θάλασσες της Βεγγάζης απ’ όπου μάλιστα έφερε και το εγγλέζικο, καφέ ύφασμα για να ράψει το γαμπριάτικο κουστούμι το οποίο κρατάει ακόμα καινούργιο σε μια ντουλάπα. Στην αρχή ο Μικές βουτούσε με ελεύθερη κατάδυση αλλά στα τελευταία χρόνια κατέβηκε στο βυθό και με ξένο αέρα. Δυστυχώς όμως ούτε και αυτός δεν γλίτωσε από την κατάρα που χτυπούσε τους σφουγγαράδες, κατάρα η οποία οφείλονταν κυρίως στον ανεπαρκή ή πρωτόγονο εξοπλισμό των σφουγγαράδικων εκείνης της εποχής καθώς και στην απληστία των εμπόρων που υποχρέωναν τους απελπισμένους από τη φτώχεια δύτες να βουτήξουν κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες.

Έτσι σαν έσπασε κάποια ημέρα η σωλήνα απορρόφησης του κομπρεσέρ που έστελνε αέρα στο δύτη και ο Μικές είδε τα μάτια του να κολλάνε στο γυαλί του σκάφανδρου. Τον τράβηξαν αμέσως επάνω και τον έστειλαν στο νοσοκομείου της Ρόδου όπου παρέμεινε καμιά 40αριά ημέρες μέχρι να διορθωθεί κάπως η όρασή του. Και όταν βουτούσε με ελεύθερη κατάδυση πάλι ένοιωσε πως έχανε τις αισθήσεις του αλλά κατάφερε να βγει στην επιφάνεια και να πάει στο ντεπόζιτο να ξαπλώσει. Όταν ξύπνησε όμως διαπίστωσε πως βρισκόταν σ’ ένα κρεβάτι στη μεγάλη μπρατσέρα. Ρώτησε τους άλλους πως βρέθηκε εκεί, κι εκείνοι του απάντησαν πως είχε πέσει σε αφασία και τον τάραξαν στις σφαλιάρες μέχρι να ξυπνήσει!

Όλα τους τα παιδιά και τα εγγόνια στην Κάλυμνο είναι αλλά ο Μικές και η Κατερίνα τα θέλουν πιο κοντά τους κι έχουν γεμίσει τους τοίχους με φωτογραφίες τους

Αν και όλα αυτά τα χρόνια ο Μικές έζησε μέσα και δίπλα στη θάλασσα, με το ψάρεμα δεν ασχολήθηκε ποτέ συστηματικά. Μόνο σαν έφυγε από τα σφουγγαράδικα για δυο – τρία χρόνια αναγκάστηκε να βουτήξει με ψαροντούφεκο. Δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς γιατί οι υποχρεώσεις της ζωής ήταν μεγάλες και το χωράφι με το κοπάδι δεν αρκούσαν να ζήσει η πολυμελής οικογένειά του. Έτσι ακολούθησε τον ξάδερφό του Νικόλα Καμπουράκη που είχε το σκάφος «Αγγελής» στα ψαρέματα. Πήγαιναν κυρίως στις θάλασσες του Αγίου Όρους και της Λήμνου τις οποίες θυμάται να είναι φορτωμένες από μεγάλα ψάρια. Μαζί τους ήταν και ένα άλλο καίκι και δούλευαν συναιτερικά και θυμάται πως ήταν φορές που και τα δυο καίκια μαζί έβγαζαν από ένα έως ενάμιση τόνο ψάρια! Όσο καιρό ψάρευαν στις θάλασσες του Βορείου Αιγαίου σπάνια έπιαναν λιμάνια γιατί έρχονταν σε αυτούς οι μανάβηδες και έπαιρναν τα ψάρια. Έτσι, δεν πάτησε το πόδι του ούτε στην Καβάλα, ούτε στη Θεσσαλονίκη!

Το πώς προσαρμόστηκε τώρα ένας σφουγγαράς με το ψαροντούφεκο, δεν ήταν και εύκολη υπόθεση λέει και σχολιάζει πως το ψαροντούφεκο είναι πιο δύσκολο από τα σφουγγάρια. «Γιατί το ψάρι όταν θα το χτυπήσεις πρέπει να το βγάλεις επάνω γιατί θα σου φύγει από το καμάκι, ενώ το σφουγγάρι το βάζεις στο καλάθι και συνεχίζεις. Άμα δεν το βγάλεις στη μια βουτιά, θα το βγάλεις στην άλλη. Ενώ ο ροφός αν καθυστερήσεις, μπορεί να φύγει από πάνω και πάει το ψάρι!».

Πάνε βεβαίως αρκετά χρόνια από τότε που ο Μικές βούταγε με το ψαροντούφεκο και οι θάλασσες ήταν γεμάτες ψάρια. Ακούει λέει πως δεν υπάρχουν πια εκείνα τα ψάρια, αλλά δεν πιστεύει πως καθώς ο βυθός στο Άγιο Όρος και γενικά στα νησιά του Βόρειου Αιγαίου είναι καρπερός θα υπάρχει ακόμη ψάρι για όλους. Πάντως λέει, δεν μπορεί να πει τίποτα με σιγουριά γιατί έχει να βουτήξει με ψαροντούφεκο πάνω από 30 χρόνια για να έχει δική του εντύπωση. Ούτε από τους γνωστούς του πάλι που δούλευαν εκείνα τα χρόνια μαζί μαθαίνει τίποτα γιατί και αυτοί έχουν αποσυρθεί, ούτε που τους βλέπει πια γιατί σπάνια απομακρύνεται από την Παλαιόνησο.

Ο Μικές αφού βούτηξε σε όλες τις θάλασσες της Μεσογείου για σφουγγάρια και για ψάρια γύρισε πίσω τσακισμένος και ασχολείται μόνο με το μικρό κοπάδι του

Έτσι έκλεισε τα χρόνια του στη θάλασσα ο Μικές και επέστρεψε στο κοπάδι και στα χωράφια του τα οποία ποτέ δεν είχε εγκαταλείψει η γυναίκα του Κατερίνα που είχε καταγωγή από την Ψέριμο και είχαν παντρευτεί το 1953. Εκείνα τα χρόνια ο Μικές μόλις σχόλαγε το Πάσχα, μαζί με όλους τους άντρες της Καλύμνου έμπαιναν στα σφουγγαράδικα και γύριζαν τον Σεπτέμβριο. Τότε η Κατερίνα αναλάμβανε όλες τις υποχρεώσεις του κοπαδιού, των χωραφιών και το μεγάλωμα των έξι παιδιών που απόκτησαν και όλα μεγάλωσαν στην Παλαιόνησο. Εκείνα τα χρόνια το κοπάδι τους αριθμούσε περί τα 400 κεφάλια και όλες οι δουλειές του περνούσαν από τα χέρια της.

Δεν είναι σαν τις κουλούρες που έκανα εγώ μοιάζει να λέει η κυρά Κατερίνα η οποία έχει πέντε χρόνια τώρα να βάλει φωτιά στο φούρνο της και να μοσχομυρίσει ο τόπος

Ξύπναγαν τα παιδιά από τις 5 το πρωί λέει να πάνε να τα κατεβάσουν από το βουνό, να τα βάλουν στο μαντρί και να τα αρμέξουν γρήγορα – γρήγορα γιατί έπρεπε να πάνε στο σχολείο στα Σκάλια, μια ώρα δρόμος με τα πόδια από την Παλαιόνησο και να επιστρέψουν το βράδι. Η Κατερίνα με τη βοήθεια του πεθερού της έπηζε το γάλα και έκανε τυριά και μυζήθρες που δυο φορές την εβδομάδα, νωρίς το απόγευμα τα φόρτωνε στο γάιδαρο και πήγαινε μέχρι τα Σκάλια. Από εκεί τα μεταφόρτωνε σε αυτοκίνητο και τα πήγαινε στην Κάλυμνο και τα πουλούσε. Μέχρι να περάσει από όλα τα σπίτια που της είχαν παραγγείλει, έφταναν τα μεσάνυχτα. Τότε έπαιρνε ένα ταξί, συνήθως με τον Παντελή Καραβοκυρό ή τον Γιάννη Πιζάνια που την άφηναν στα Σκάλια και έπαιρνε πάλι τον γάιδαρο και γύριζε κατάκοπη στο σπίτι της. Την επομένη το πρωί η ημέρα ξεκινούσε πάλι από τις 5 το πρωί και το πρόγραμμα ήταν πανομοιότυπο. Έτσι η ζωή συνεχίζονταν μέχρι του Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου, στις 29 Ιουνίου οπότε σταματούσε το άρμεγμα.

Αν δεν μας πληροφορούσε κάποιος ντόπιος προς τα πού πέφτει η Παλαιόνησος, ακόμα θα ψάχναμε να τη βρούμε. Όσο κρυφή είναι, άλλο τόσο όμορφη είναι…

Εκείνη την ημέρα γίνονταν και το μεγάλο και μοναδικό πανηγύρι της Παλαιονήσου, πανηγύρι άμεσα συνδεδεμένο με την κτηνοτροφία και άνοιγε τον καινούργιο κύκλο της χρονιάς για το κοπάδι και τα ζωντανά τα οποία αφήνονταν ελεύθερα στο βουνό για να αρχίσει η αναπαραγωγή τους. Τότε έπαιρνε μια ανάσα και η Κατερίνα και ασχολούνταν με τα παιδιά τα οποία φρόντιζε να πηγαίνει στην Ψέριμο κάθε καλοκαίρι γιατί εκεί το νερό ήταν καλύτερο από της Παλαιονήσου το οποίο ήταν υφάλμυρο και να το προμηθευτούν έπρεπε να πάνε μια ώρα δρόμο ως την παραλία της Συκάτης, σε ένα βλυχό πηγάδι. Με ένα ντενεκέ στον ώμο και άλλους δυο στην πλάτη του γαιδάρου φρόντιζε να καλύψει τις ανάγκες του σπιτιού σε νερό και κατά τους μήνες που τυροκομούσε, πήγαινε ως το πηγάδι και δυο φορές την ημέρα.

Στην Ψέριμο, στο πατρικό της σπίτι πήγαινε επίσης η Κατερίνα, σαν καταλάβαινε πως έρχονταν η ώρα της να γεννήσει. Το πρώτο της παιδί, τον Σκεύο τον γέννησε μέσα στο καίκι του Γιάννη Τσακιριού, στις 8 του Γενάρη το 1954. Πρωτάρα καθώς ήταν δεν κατάλαβε σωστά τους πόνους που είχε. Θεώρησε πως αυτοί προέρχονταν από ένα πήδημα που έκανε πάνω από τον φουσκωμένο ποταμό που τρέχει σαν πιάνουν οι βροχές στη μέση του οικισμού και όταν κατάλαβε πως ήταν από τη γέννα που έρχονταν, για να προλάβουν να την πάνε στην Ψέριμο που ήταν πιο κοντά από την Κάλυμνο και είχαν τον καιρό καλό μπροστά τους την έβαλαν μέσα στο καίκι. Δεν χρειάστηκε όμως να πάει περισσότερα από 200 μέτρα ο Τσακιριός και ήρθε στη ζωή ο Σκεύος. Το γεγονός έγινε μάθημα για την Κατερίνα και έτσι φρόντιζέ να βρίσκεται πάντα στην Ψέριμο την κατάλληλη ώρα και κοντά στην περίφημη μαμή, την Αφροδίτη Μαμουζέλου. Εκεί λοιπόν γεννήθηκαν η Μαρία, η Αφροδίτη, ο Πέτρος και ο Λευτέρης ενώ ο μεσαίος, ο δάσκαλος Νικόλας γεννήθηκε στην Κάλυμνο, στο σπίτι που είχαν κάνει στον Άγιο Ανδρέα. Όπως αναφέρθηκε, όλα τα παιδιά πήγαν εκείνα τα χρόνια στο Δημοτικό σχολείο στα Σκάλια, ο Νικόλας και ο Λευτέρης συνέχισαν στο Γυμνάσιο Καλύμνου και όλα ζουν σήμερα στο νησί και έχουν το νου τους στους δυο γέροντες που δεν λένε να απομακρυνθούν από το σπίτι τους στον απόμερο οικισμό.

Έτσι κυλούσε η ζωή των Μακαρουναίων στην Παλαιόνησο μέχρι που έπαθε τη ζημιά ο Μικές και αποσύρθηκε από τη θάλασσα. Οι συνέπειες αυτού του ατυχήματος επηρέασαν το εισόδημα της οικογένειας και για να μπορέσουν να τα βγάλουν πέρα η Κατερίνα άνοιξε μια καινούργια δουλειά η οποία την έκανε λίγο πολύ γνωστή σε όλη την Κάλυμνο. Έφτιαξε ένα μεγάλο φούρνο στην αυλή του σπιτιού τους, έκανε κριθαρένιες κουλούρες και τους πουλούσε στην Κάλυμνο. Προμηθεύονταν κριθαρένιο αλεύρι από τη Κω ή και Λέρο, ζύμωνε και φούρνιζε 1.000 – 1.200 κουλούρες την εβδομάδα και σαν εμφανίζονταν στην Κάλυμνο γίνονταν ανάρπαστες. Ποιο ήταν το μυστικό της; Η ποιότητα του κριθαριού σίγουρα, το υφάλμυρο νερό της Συκάτης, τα φρύγανα και τα κλαριά που κουβαλούσαν από το βουνό και βεβαίως το μεράκι της και δύναμη με την οποία ζύμωνε. «Έβαζα τα χέρια μου» λέει «πάνω σε δυο μαξιλάρια τη νύχτα αλλά δεν μπορούσα να κοιμηθώ από τον πόνο. Άρχιζε από την πλάτη και έβγαινε από τα νύχια ο πόνος… Ζύμωνα και έπλαθα 150 κουλούρες τη φουρνιά και το καλοκαίρι φούρνιζα και δεύτερη φορά. Έκανα μεγάλο αγώνας τότε αλλά έβγαζα μέχρι 10.000 δραχμές την εβδομάδα».

Πράγματι ήταν μεγάλος ο αγώνας της και τα κατάφερνε όλα μοναχή της γιατί τα κορίτσια της είχαν παντρευτεί και είχαν φύγει από το σπίτι και ο άρρωστος Μικές, όταν δεν ασχολούνταν με το κοπάδι, το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να τις τρίβει το ζυμάρι και να μαζεύει κλαδιά. Μόνη της κουβαλούσε νερό με το γάιδαρο από τη Συκάτη, μόνη της φούρνιζε και ξεφούρνιζε. Μια φορά την εβδομάδα, σαν συγκέντρωνε ένα μεγάλο αριθμό από κουλούρες, ειδοποιούσαν τον Γιάννη Κουτελά και έρχονταν με το καίκι του την «Κυρά Ψηλή» από το Βαθύ και φόρτωναν τις κουλούρες. Από το Βαθύ και πέρα της πήγαιναν στην Κάλυμνο με αυτοκίνητο.

Η Κατερίνα έχει σταματήσει να κάνει τις ονομαστές κουλούρες της εδώ και πέντε χρόνια αλλά από εκείνο τον μεγάλο αγώνα της επιβίωσης της έμεινε ένας πόνος, όχι στα κουρασμένα χέρια της αλλά στα πόδια. Με τα χέρια της που απαλλάχθηκαν από το βάσανο του ζυμαριού, μπορεί και σήμερα να πλάσει μοσχομυριστές κουλούρες αλλά με τα πόδια δεν μπορεί να κάνει τίποτα. Την ευχαριστεί όμως το γεγονός ότι την τέχνη της, την ακολουθούν δυο άλλες γυναίκες στην Παλαιόνησο, η Φωτεινή Μακαρούνα και η Πετρούλα Καλιδώνη κι έτσι η παράδοση δεν θα σταματήσει.

Δεν είναι σαν τις κουλούρες που έκανα εγώ μοιάζει να λέει η κυρά Κατερίνα η οποία έχει πέντε χρόνια τώρα να βάλει φωτιά στο φούρνο της και να μοσχομυρίσει ο τόπος

Ο Μικές πάλι, παρά τα προβλήματα που έχει με τα μάτια του συνεχίζει να έχει ένα σημαντικό σε αριθμό κοπάδι προβάτων γιατί μπορεί να το κουμαντάρει πιο εύκολα από τα κατσίκια που θέλουν να τα κυνηγάει στο βουνό. Έτσι περνάει η ημέρα τους στην Παλαιόνησο, το πιο ενδιαφέρον κομμάτι της παλιάς Καλύμνου και κάνουν συντροφιά με τους τέσσερις γείτονες τους τον Ηλία Μακαρούνα και τη Φωτεινή και τον Ποθητό Καλιδώνη και τη γυναίκα του Πετρούλα. Όσο για το δρόμο, δεν έχουν να πουν τίποτα άλλο εκτός του ότι άργησε λιγάκι να έρθει και όλα αυτά τα χρόνια, δεν θυμούνται πόσα ζευγάρια παπούτσια έλιωσαν στο μονοπάτι μέχρι τα Σκάλια!

- Δημοσιεύτηκε στο ένθετο περιοδικό της εφημερίδας Έθνος, τον Οκτώβριο του 2008.

ΤΟΥ ΚΑΘΕΝΟΣ Ο "ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ"...


Είναι βέβαιο ότι η κατσίκα που βλέπουμε πίσω από την εύγλωττη πινακίδα, σε μια στροφή πριν από το χωριό Προφήτης Ηλίας της Σαμοθράκης το οποίο φημίζεται για τις ψησταριές του δεν ξέρει να διαβάζει!

Γιατί αν ήξερε, το δαιμόνιο τετράποδο σίγουρα θα έβρισκε ένα τρόπο να την καταστρέψει ή να σβήσει τουλάχιστον από τη λίστα των εδεσμάτων τις αράδες που την αφορούν και την ξαποστέλνει για τη νοστιμιά της από τον παράδεισο των πουρναριών που είναι ολόκληρο το νησί, στον παράδεισο που ενδεχομένως πηγαίνουν μετά το ψήσιμο και αυτά τα ζωντανά για να βοσκήσουν όσες πρασινάδες επιθυμούν χωρίς να τα φοβίζει πλέον καμιά σούβλα και μαχαίρι χασάπη.

Κατά τα άλλα η Σαμοθράκη με την ιδιαίτερη ομορφιά της είναι ο πραγματικός επίγειος παράδεισος των κατσικιών τα οποία για τους ντόπιους αποτελούν τη βάση της οικονομίας και δεν παραξενεύονται όπου και να τα συναντήσουν. Για τον επισκέπτη όμως αποτελούν φαινόμενο γιατί παρουσιάζονται στα πιο απίθανα μέρη, από την κορυφή του ψηλού βουνού Σάος ή Φεγγάρι μέχρι τον αφρό της παραλίας.

Παντού και σε κάθε σημείο, από τα χωράφια μέχρι τα μεγάλα φαράγγια τα οποία αποτελούν και το αγαπημένο τους μέρος, οι κατσίκες εμφανίζονται και εξαφανίζονται σαν φαντάσματα. Τις μόνες στιγμές που καταλαβαίνεις την παρουσία τους είναι όταν περνούν από τα χείλη των φαραγγιών και παρασύρουν πέτρες και χαλίκια που πέφτουν με θόρυβο στο κενό και στα νερά. Τότε όντως η παρουσία τους περικλείει κινδύνους και όσοι δεν ξέρουν απ’ αυτά, μπορεί και να πάθουν κάποιο ατύχημα. Γι’ αυτό και οι περισσότεροι επισκέπτες της Σαμοθράκης επιθυμούν να γνωρίσουν τις κατσίκες στον «Παράδεισο» με τις ψησταριές παρά σε κάποιο νοσοκομείο.

ΣΗΜ: Όσο παρατηρώ το εικονισματάκι δίπλα από την πινακίδα, τόσο περισσότερο σκανδαλίζομαι με την απρόσμενη σύνθεση της φωτογραφίας που τραβήχτηκε πριν από δυο χρόνια και βρέθηκε στα αδημοσίευτα κείμενα στο στομάχι του αρχείου.

ΣΑΜΟΘΡΑΚΗ, O5072010

Πέμπτη 27 Μαΐου 2010

ΚΑΙ ΤΑ ΧΕΛΙΔΟΝΙΑ ΜΑΤΙΑΖΟΝΤΑΙ…



Έχει παρατηρηθεί από τους απλούς κυρίως ανθρώπους της υπαίθρου πως κατά τα τελευταία χρόνια έχει σημειωθεί μεγάλη μείωση των χελιδονιών σε όλη την επικράτεια…

Το γεγονός λένε, οφείλεται στην καταστροφή των βιοτόπων τους στην Αφρική όπως ακούνε καμιά φορά από την τηλεόραση αλλά αυτοί συμπληρώνουν πως μεγάλη ευθύνη έχει και το Τσερνομπίλ της συνέπειες του οποίου ποτέ δεν μάθαμε ακριβώς και κατά πολύ επίσης ευθύνεται η ραδιενέργεια από τους πρόσφατους βομβαρδισμούς που διέταξε ο ειρηνιστής καουμπόης Μπιλ Κλίντον στην πάλαι ποτέ μεγάλη Γιουγκοσλαυία. Γενικά πάντως οι παραδοσιακοί πληθυσμοί της ελληνικής υπαίθρου είναι βαθιά πεισμένοι πως η ραδιενέργεια φταίει για ένα σωρό παράξενα πράγματα που βλέπουν και ζουν και θαρρετά μπορώ να πω ότι την ίδια άποψη με αυτούς κι εγώ έχω.

Για τα χελιδόνια λένε πως αυτά μολύνθηκαν πολύ εκείνες τις τραγικές ημέρες του 1986 όταν έσκασε το πυρηνικό εργοστάσιο στην Ουκρανία, ημέρες που μάλιστα έβρεχε πολύ και τα νερά πλημμύρισαν τα σωθικά της γης με τεράστιες ποσότητες ραδιενέργειας. Τα χελιδόνια επιβαρύνθηκαν δε περισσότερο και με τη φρέσκια λάσπη που μάζευαν να χτίσουν τις φωλιές τους και μέσα σε αυτές τις θανατηφόρες παγίδες μεγάλωσαν εκείνη τη χρονιά τα πουλάκια τους. Μαζί δε με όλα τ’ άλλα πράγματα του κόσμου μολύνθηκαν και τα νερά που ζούσαν τα κουνούπια και με τη σειρά της η μολυσμένη τροφή πέρασε στο σώμα τους κι έτσι την επόμενη χρονιά μόνο οι μισές από τις παλιές φωλιές ζωντάνεψαν πάλι. Το είδαν τότε αλλά δεν έδωσαν και πολλή σημασία αλλά με το πέρασμα του χρόνου βλέποντας πως λιγόστεψαν πάρα πολύ τα χελιδόνια στα χωριά τους, θυμήθηκαν τη συμφορά και πάνω σε αυτή θεμελίωσαν την αιτία και κανείς δεν την αμφισβητεί.

Επειδή τα χελιδόνια ήταν πάντα μια καλή συντροφιά σε όλα τα σπίτια, σε όλους άρεσε να χτίζουν μια φωλιά σε ένα παράθυρο ή στο μπαλκόνι αλλά οι αποδεκατισμένοι πληθυσμοί τους δεν έφταναν να τους ικανοποιήσουν όλους. Και γι’ αυτό ορισμένοι θεωρούν το εαυτό τους τυχερό και φροντίζουν με όποιο τρόπο νομίζουν να ευχαριστήσουν τα χελιδόνια που προτίμησαν το δικό τους σπίτι από εκείνο του γείτονα ή κάποιο άλλο στο χωριό.

Έτσι δεν μπορεί να θεωρηθεί με τίποτα υπερβολή το κρέμασμα μιας πλεξίδας σκόρδων κάτω από τη φωλιά γιατί όπως λέει η κυρά του σπιτιού, μπορεί να της τα ματιάσουν, να φύγουν και να μη ξαναγυρίσουν!!!


ΜΕΓΑΛΗ ΚΑΨΗ, 26052010

Τετάρτη 26 Μαΐου 2010

ΜΕ ΓΑΛΟΤΣΕΣ ΣΤΑ ΣΥΝΝΕΦΑ!!!


Η πρώτη εντύπωση που μπορεί να δημιουργήσει η σημερινή εικόνα από ένα αμπέλι στην Ευρυτανία είναι ότι τα κλήματα έβγαλαν ποδάρια τα κλαδιά και περπατάνε στον αέρα…

Δεν μπορεί όμως να συμβεί ποτέ αυτό γιατί απλά δεν τους το επιτρέπουν οι ρίζες τους και το περπάτημα στα σύννεφα όπως γνωρίζουμε, είναι ένα προνόμιο που μόνο οι άνθρωποι διαθέτουν και ανεξάρτητα από το αν η εμπειρία τους από κάτι τέτοιο δεν ήταν σχεδόν ποτέ ευχάριστη, μόλις τους δοθεί η ευκαιρία το επαναλαμβάνουν.

Αν ανατρέξουμε τώρα στην μια παλιά παροιμία που λέει πως μουτζώνουμε κάποιον -επί του προκειμένου τον ουρανό γιατί οι διαθέσεις του δεν συμβαδίζουν με τις ανάγκες μας- με χέρια και με πόδια έτσι ανάποδα που είναι βαλμένες οι γαλότσες μας μπερδεύει γιατί λένε πώς μια τέτοια μούντζα δεν πιάνει γιατί όπως και τα χέρια δεν πρέπει να έχουν γάντια, έτσι και τα πόδια δεν πρέπει να όχι μόνο παπούτσια αλλά ούτε και κάλτσες!

Τι μπορεί λοιπόν να είναι αυτό που βλέπουμε στη φωτογραφία;

Τίποτα το φοβερό. Ένας άνθρωπος έπλυνε μέσα - έξω τις γαλότσες του μετά από το ένα ψέκασμα του αμπελιού του και τις έβαλε ανάποδα πάνω στα παλούκια να στεγνώσουν και ακόμα να μη μπει μέσα κανένας σκορπιός ή άλλο έντομο και του τσιμπήσει το πόδι την επόμενη φορά που θα τις βάλει…

ΧΕΛΙΔΟΝΑ, 2805201

Κυριακή 23 Μαΐου 2010

Η ΤΙΜΗ ΕΝΟΣ ΣΠΑΝΙΟΥ ΠΑΠΑΓΑΛΟΥ


Νοστάλγησα σήμερα το απόγευμα τα βουνά που δεν πήγα αυτές τις μέρες και τον αέρα τους που σκορπίζει τους φόβους και διαλύει τα μαυλίσματα του καθενός. Και πεθύμησα ν’ ακούσω ένα κούκο να λαλάει πρωί – πρωί στο δάσος κι όχι να με τρελαίνουν από το ραδιόφωνο και την τηλεόραση οι επαγγελματίες παπαγάλοι με τις φτιαγμένες ειδήσεις που επαναλαμβάνουν όλη τη μέρα χωρίς να κουράζονται .



«Μαύρη λίστα» με ονόματα 26.000 φορολογούμενων που χρωστούν στο δημόσιο 520 εκατομμύρια ευρώ και διαθέτουν ακίνητα, έχει καταρτίσει η Ειδική Ομάδα Κρούσης που έχει συσταθεί στο υπουργείο Οικονομικών. Εάν μέχρι τις τέλος του μήνα δεν τακτοποιήσουν τα χρέη τους, τότε τα ακίνητά τους κινδυνεύουν να «βγουν στο σφυρί». [Από τις ειδήσεις].



Έκλεισα με ένα σκληρό κλικ το πρωί το ραδιόφωνο και ξεκίνησα να βγω στην πόλη να δω τα μωβ συννεφάκια που δημιουργούν οι ανθισμένες τζακαράντες πάνω από τους δρόμους και σε τίποτα ξεχασμένα άλση της Αθήνας. Μου άρεσε που η χθεσινή ανάρτηση δημιούργησε ένα τόσο όμορφο διάλογο και ήθελα να τον συμπληρώσω με καινούργιες φωτογραφίες και να πούμε και απόψε καμιά καλή κουβέντα περί αυτών των δέντρων και να ξεχαστούμε...

Δεν λογάριασα όμως καθόλου τον καιρό κι επέστρεψα σύντομα και σχεδόν άπρακτος στο σπίτι αλλά έκανα σχέδια την αυριανή ημέρα ελπίζοντας τουλάχιστον πως δεν θα ψιχαλίζει.

Στο σπίτι έχω τη συνήθεια να αφήνω διαρκώς ανοιχτό σε χαμηλή ένταση το ραδιόφωνο για να πιάνω καμιά σοβαρή είδηση αλλά σήμερα διαπίστωσα κάτι το πολύ παράξενο. Η φωνή του εκφωνητή όταν έλεγε την παραπάνω είδηση γι’ αυτούς που χρωστάνε στην Εφορία έμοιαζε να είναι σε κάποια «πειραγμένη» συχνότητα, τέτοια που να προκαλεί αφενός μεν φόβο στον ακροατή ότι θα βρεθεί αλυσοδεμένος στα τάρταρα αν δεν συμμορφωθεί και αφετέρου να του χαϊδεύει τα αυτιά όπως κάνουν οι μαυλιστές (κράχτες ήθελα να πω αλλά φοβάμαι πως θα παρεξηγηθώ) στα θύματά τους να πλησιάσουν στο μέρος που είναι κρυμμένοι και να επιτελέσουν το σκοπό τους, νόμιμο ή παράνομο δεν έχει καμιά σημασία.

Τον άκουσα μια φορά στις 3, τον άκουσα να εκφωνεί περίληψη στις 3.30. Τον ξανάκουσα πάλι στις 4 και πριν τελειώσει το δελτίο, έκανα πάλι τη σωστή κίνηση κλείνοντας το ραδιόφωνο κι έβαλα αμέσως να ακούσω ένα αγαπημένο μου έργο, τις «Μπαλάντες της οδού Αθηνάς» του Μάνου Χατζηδάκη που κολλάει με την περίπτωση για να ισιώσω την ακοή μου και να διώξω το φόβο που άδειαζαν οι ειδήσεις όλη τη μέρα μέσα στο σπίτι.

Και εδώ μου ήρθε στο νου ο μεγάλος κόκκινος παπαγάλος που είδα χθες στο γνωστό μαγαζί που πουλάει πουλιά, ζώα και άλλα σχετικά στη γωνία Ακαδημίας και Σοφοκλέους και μου κίνησε την περιέργεια για το χρώμα του και φυσικά για την ικανότητά του να μιλάει, πράγμα που φαίνονταν από τη μικρή ανακοίνωση που ήταν κρεμασμένη στο κλουβί του. «Είναι βέβαιο ότι μιλάει» ρώτησα τον υπάλληλο και αυτός μου απάντησε πως άμα αρχίσει να μιλάει δεν τον σταματάς με τίποτα. Μόλις άκουσα αυτό μου διαλύθηκε και η αμυδρή έστω διάθεση να αποκτήσω ένα φτερωτό συνομιλητή στο σπίτι και τον ρώτησα μόνο από περιέργεια πόσο πουλάει το πουλί. «Χίλια πεντακόσια ευρώ» μου απάντησε και μου τόνισε πως πρόκειται για μεγάλη ευκαιρία και η τιμή που πρότεινε ήταν αποκλειστικά για μένα!

Τον ευχαρίστησα για τις πληροφορίες που έδωσε και απομακρύνθηκα προς τις ανθισμένες τζακαράντες σκεπτόμενος πως οι τιμή των σπάνιων παπαγάλων πρέπει να ακολούθησε τις αμοιβές των άλλων «παπαγάλων» που ξημεροβραδιάζονται στις οθόνες και τα μικρόφωνα προσπαθώντας με το αζημίωτο βέβαια να μας πείσουν ότι φταίμε να πρέπει να πληρώσουμε γιατί σε λίγο δεν θα ορίζουμε ούτε το παντελόνι που φοράμε…

ΣΤΟ ΜΑΡΑΘΟ ΤΟΥ ΚΑΤΣΑΝΤΩΝΗ


Ο Μάραθος των Αγράφων είναιι η γενέτειρα του ήρωα Κατσαντώνη

 Καθώς περνούν τα χρόνια, κάποια πράγματα που ξεκίνησαν κυρίως από την αγάπη ορισμένων ανθρώπων για τη γενέθλια γη και προσφοράς προς τον τόπο τους, δείχνουν να ωριμάζουν με ταχύτερο ρυθμό απ’ ότι και οι πλέον αισιόδοξοι είχαν φανταστεί και να αποκτούν διαστάσεις που ούτε είχαν τότε εκφραστεί!
Η προτομή του Κατσαντώνη


Φουστανελοφόροι γέροντες παραστέκουν στην προτομή του Κατσαντώνη

Επί του προκειμένου, η ετήσια εκδήλωση «Κατσαντώνεια» που διοργανώνεται κάθε χρόνο ανήμερα της εορτής του Αγίου Πνεύματος στο Μάραθο, το Μύρεσι των ευρυτανικών Αγράφων. Η εκδήλωση που ξεκίνησε πριν από λίγα χρόνια, σιγά – σιγά καθιερώθηκε ως η πλέον ουσιαστική εκδήλωση τιμής στον λαμπρό προεπαναστατικό ήρωα κλεφταρματωλό Αντώνη Κατσαντώνη και για όλους τους αρματωλούς των Αγράφων, εκείνων των ανθρώπων που τη σπίθα της ελευθερίας που φώλιαζε στην καρδιά τους την έκαναν πυρκαγιά για τον τύραννο και οι αγώνες τους έδειξαν το δρόμο που έπρεπε να ακολουθήσει το δουλωμένο Γένος.


Κλέφτικα τραγούδια και χορός από τους γέροντες στην πλατεία.

 
Με τα χρόνια η εκδήλωση εξελίχθηκε και σε ένα άτυπο μνημόσυνο προς όλους εκείνους τους ανωνύμους αγραφιώτες, τους τσοπάνηδες και τους αγρότες που στάθηκαν δίπλα στους εξεγερμένους αρματωλούς και με τον τρόπο τους ο καθένας υποστήριξαν τον αγώνα τους. Θα έλεγα επίσης πως στα χρόνια που πέρασαν, τα «Κατσαντώνεια» λειτούργησαν ακόμα και ως προς την αναθεώρηση κάποιων απόψεων σχετικά και το μοναδικό φυσικό και το βιωμένο περιβάλλον των Αγράφων και έκαναν κάποιους ιδιαίτερα υπερήφανους για την καταγωγή τους.

Εμ, ο μπάρμπα Λάμπρος Κοντογούνης θέλει γερό κράτημα στο χορό...

Οι κορφές, τα ξάγναντα, οι ραχούλες, τα ρέματα, τα μονοπάτια, οι εκκλησίες, τα εικονίσματα, οι πηγές, τα καλύβια, οι στρούγκες και τα αλώνια των προγόνων, έγιναν τα ιδιαίτερα στοιχεία που πάνω τους στηρίζουν την ψυχή τους και παίρνουν δύναμη σήμερα οι περισσότεροι Αγραφιώτες. Τα «Κατσαντώνεια», όπως και κάποιες ανάλογες εκδηλώσεις λειτούργησαν έτσι ώστε η αφηρημένη έννοια «Άγραφα» να γίνει μια απτή εικόνα και η ιδέες που πηγάζουν από αυτό τον τόπο να αποκρυσταλλωθούν σε συγκεκριμένες πράξεις και ενέργειες. Τι άλλη απόδειξη, από την διαρκή επιτυχία των «Κατσαντώνειων» ως προς τούτο υπάρχει;

Ο μπάρμπα Στέλιος Πεσλής με τον αδερφό του Ταξιάχη είναι από τους τελευταίους μόνιμους κατοίκους του Μαράθου.

Ο μπάρμπα Λάμπρος Κοντογούνης με τον "τσολιά", Λευτέρη Αβράμπο που διατηρεί την καλύτερη ψησταριά στα Επινιανά.

 
 Οι απόγονοι των ανθρώπων εκείνων, από το Μάραθο και τα γύρω χωριά των Αγράφων δίνουν κάθε χρόνο δυναμικά το παρών τους στην πλατεία του Κατσαντώνη, στο Μάραθο. Να τιμήσουν αφενός τους ήρωες προγόνους τους και αφετέρου, με την παρουσία τους να ζωντανέψουν έστω και για λίγες ώρες το λιποθυμισμένο χωριό τους. Τρανή απόδειξη για το ότι ο Μάραθος πνέει τα λοίσθια είναι το γεγονός ότι τα λίγα σπίτια που τα τζάκια τους καπνίζουν ακόμα, δεν φτάνουν να στεγάσουν έστω για μια νύχτα, όχι μόνο τους επισκέπτες, αλλά ούτε τους ίδιους Μαραθιώτες επισκέπτες. Έτσι επιστρατεύονται δωμάτια και κρεβάτια στα γύρω χωριά ενώ πολλοί είναι εκείνοι που καταφθάνουν ανήμερα της γιορτής στο χωριό και φεύγουν πριν τους πιάσει η νύχτα.

Ο Στέλιος και Ταξιάρχης Πεσλής μαζί με τις κυράδες τους όλοι τους τη ζωή την πέρασαν στο Μάραθο των Αγράφων.

Η μελαγχολική αυτή διαπίστωση η οποία συμπληρώνεται με την πικρή διαπίστωση της εκδημίας κάποιων ηλικιωμένων βαραίνει ακόμα περισσότερο την ψυχή των Μαραθιωτών. Κάθε χρόνο οι Μαραθιώτες διαπιστώνουν ότι κάποιος δικός τους πήρε τη θέση του στο μικρό τους νεκροταφείο κι απ’ εκεί αγναντεύει το χωριό και τους χωριανούς.

ΟΙ ΜΟΝΟΜΟΙ ΚΑΤΟΙΚΟΙ ΤΟΥ ΜΑΡΑΘΟΥ

Ο Πάνος Πεσλής με τη γυναίκα του Γιαννούλα

Ο Χρήστος Πεσλής με τη βουλγάρα γυναίκα του

Ο Κώστας Καλύβας με την Κατερίνα ζούν στον  οικισμό Πλάτανοι

Ο Φώτης Χρ. Πεσλής είναι ο νεότερος κάτοικος του Μαράθου

Η ΤΕΧΝΗ ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΠΕΣΛΗ


Ο Χρήστος Πεσλής κάθε χρόνο καταφέρνει να επαναλάβει το «θαύμα» στην ψησταριά του καθώς είναι ο άνθρωπος που ξέρει καλύτερα απ’ όλους όχι μόνο να ψήσει ένα αγραφιώτικο αρνί, αλλά και να το λιανίσει. Όποιος έχει αμφιβολίες γι’ αυτό δεν έχει παρά να παραγγείλει ένα αρνί στο Χρήστο και να ανηφορίσει μια μέρα στο Μάραθο.

Ο Μάραθος όπως φαίνεται από το δρόμο που οδηγεί στο Κερασοχώρι.


.

Σάββατο 22 Μαΐου 2010

ΤΑ ΜΩΒ ΣΥΝΝΕΦΑ ΤΗΣ ΟΔΟΥ ΑΘΗΝΑΣ

Και στις δυο πλευρές της οδού Αθηνάς τα δέντρα ανθισμένα

Τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια δεν θυμάμαι να έχω μείνει στην Αθήνα κανένα Σαββατοκύριακο του Μάη, πόσο μάλιστα το τριήμερο του Αγίου Πνεύματος καθότι οι δημοσιογράφοι ως «πνευματικοί άνθρωποι» δεν πηγαίναμε στη δουλειά την Κυριακή απόγευμα κι έτσι κερδίζαμε μια ημέρα αργίας…

Πάει καιρός όμως που έλειψε αυτό το άγχος και καθώς έχω αφήσει το «πνεύμα» μου στον αυτόματο -όπως κάνω και με τις φωτογραφικές μηχανές και άλλα εργαλεία- να ρυθμίζει αυτό πότε θα πετάξει και πότε θα κουρνιάσει σε κανένα όμορφο τόπο ούτε καν έδωσα σημασία στο εορταστικό τριήμερο και στα ταξίδια που θα μπορούσα να κάνω κι έμεινα στην Αθήνα.

Έτσι είπα να κάνω και μια βόλτα στην πόλη να δοκιμάσω μια καινούργια, μεγάλη φωτογραφική μηχανή με πολλές δυνατότητες (τις οποίες άφησα να ψάξω μια άλλη φορά) και κατηφόρισα προς Ομόνοια όπου ελάχιστος κόσμος κυκλοφορούσε. Ούτε ο γνωστός κόσμος που ζει και κινείται εκεί πέρα φαίνονταν, ούτε οι δεκάδες αλλοδαποί ήταν εκεί, ούτε μικροπωλητές – κανένας, τίποτα…

Φυσικά δεν είχα σκοπό να φωτογραφίσω ανθρώπους εκεί κάτω, ούτε ποτέ το συνηθίζω, αλλά όλο και κάποιο στιγμιότυπο θα ξεφύτρωνε κι έτσι θα έβρισκα ένα θεματάκι για σήμερα που πολύ επιθυμούσα να εγκαινιάσω την καινούργια μηχανή η οποία παρεπιπτόντως δεν είναι εύχρηστη όσο η μικρή Cannon G9 για φωτογραφίες του δρόμου.

Δεν έβγαινε από πουθενά λοιπόν θέμα και πήρα να βαδίσω την οδό Αθηνάς όπου στις 3 το μεσημέρι η κίνηση ήταν ελάχιστη. Τότε είδα πως ο ουρανός στο βάθος αυτού του παρεξηγημένου δρόμου ήταν μέσα σε ένα μωβ σύννεφο από τα λουλούδια των δέντρων που αν δε κάνω λάθος πρέπει να λέγονται πιπεριές* και άρχισα να τις πλησιάζω και να τις φωτογραφίζω.

Στον τοίχο του ξενοδοχείου (,...) γράφουν με μελαγχολικό τόνο...

Η φωτογράφηση αυτών δέντρων που μοσχοβολούσαν από τα λουλούδια που έπεφταν σαν μεγάλες μωβ νιφάδες χιονιού στα άδεια πεζοδρόμια δεν ήταν και εύκολη δουλειά καθώς ο ουρανός σήμερα ήταν ντυμένος στα σκούρα και τα ανθισμένα κλαριά ούτε καν «έγραφαν» στην εικόνα. Έπρεπε να εστιάσω εκεί που τα δέντρα είχαν ως φόντο κάποιους τοίχους από τα κοντινά τους κτίρια και ομολογώ πως έκανα μια σπουδαία δουλειά καθώς τα κτίρια της οδού Αθηνάς διαθέτουν μεγάλη ποικιλία ύφους και ειδικά όταν αυτά είναι κάποια ερειπωμένα ή ανακαινισμένα νεοκλασσικά.

Στα ερειπωμένα κτίρια της πλατείας Αγίας Ειρήνης έχουν άλλο ύφος

Οπωσδήποτε σε ένα διατηρημένο νεοκλασικό η εικόνα είναι διαφορετική...

(*) Δεκτή κάθε παρατήρηση και υπόδειξη περί των προαναφερόμενων δέντρων. Θα βοηθήσετε μάλιστα στην πληρέστερη ανάπτυξη του κειμένου για μια επόμενη συμπληρωμένη δημοσίευση.

ΣΤΟ ΜΑΡΚΕΛΕΣΙ ΤΗΣ ΑΡΓΙΘΕΑΣ


Το πανηγύρι του Αγίου Κωνσταντίνου στο Αετοχώρι είναι κατά κάποιο τρόπο το πρώτο μικρό αντάμωμα των κατοίκων όλων των συνοικισμών της Στεφανιάδας στηνΑργιθέα που είχαν ξεχειμάσει στο χωριό με εκείνους που ήρθαν με τα κοπάδια από τον κάμπο.

Το πανηγυράκι του Αγίου Κωνσταντίνου θυμίζει στους Στεφανιώτες τα παλιά χρόνια, τότε που όλοι οι χωριανοί επέστρεφαν με τα κοπάδια τους από τον κάμπο και ήθελαν να ανταμώσουν.

Μαρκελέσι το έλεγαν κάποτε το χωριό και ήταν γεμάτο ζωή, Αετοχώρι το λένε τώρα και είναι άδειο από ανθρώπους και στον ουρανό του κανένας αετός δεν πετάει…

Με τέσσερις παπάδες, ούτε στα μεγαλοχώρια του κάμπου και στις πλούσιες ενορίες δεν γίνεται πανηγύρι σαν αυτό που έγινε στον ξεχασμένο Άγιο Κωνσταντίνο

Σαν να βγήκαν από την φιάλη του χρόνου, κάποια πράγματα στο πανηγυράκι θύμισαν στους παλιότερους πως η γενιά τους έχει ακόμα λόγο και οι νεότεροι τους ακούνε…

Φυσικά και ο Άγιος Κωνσταντίνος δεν έχει καμιά σχέση με τα κοπάδια αλλά το πανηγύρι στη χάρη του έγινε κατόπιν κληρώσεως! Ήθελαν λένε να κάνουν ένα τέτοιο πανηγύρι και για να μην αδικήσουν κανένα άγιο, έβαλαν κλήρο και έτυχε στον Άγιο Κωνσταντίνο και από τότε καθιερώθηκε ως το πρώτο πανηγύρι του καλοκαιριού και συγκέντρωνε κόσμο από όλα τα γειτονικά χωριά και τους συνοικισμούς.

Με τα χρόνια καθώς άδειασε το χωριό (δυο – τρεις άνθρωποι μένουν εκεί το χειμώνα) και έμεινε μάλιστα και χωρίς παπά, όταν έπεφτε η γιορτή στη μέση της εβδομάδας δημιουργούνταν πρόβλημα. Η λύση δόθηκε με τη μετακίνηση της γιορτής προς το Σάββατο, όπως και έγινε και πέρσι και η επιτυχία του πανηγυριού ξεπέρασε κάθε προσδοκία των διοργανωτών τους. Κατ’ αρχήν έδωσαν το παρών τους όχι ένας, αλλά τέσσερις παπάδες. Ο ηγούμενος της Ιεράς Μονής Σπηλιάς, Νεκτάριος Μητρόπουλος, ο παπα Βασίλης Γυφτογιάννης εφημέριος του χωριού Κουμπουριανά, και οι συνταξιούχοι παπα Ηλίας Νασιώκας από το Πετροχώρι (Σπυρέλο) και ο υπέργηρος παπα Κώστας Κωστακιώτης που είχε πρωτολειτουργήσει στη εκκλησία του Αγίου Κωνασταντίνου πριν από 60 τόσα χρόνια και συνταξιοδοτήθηκε από εκεί ήρθε να τιμήσει την μεγάλη ημέρα των χωριανών του.

Μετά τη λειτουργία ακολούθησε το προσκύνημα της εικόνας στο προαύλιο της εκκλησίας από όλους τους εκκλησιαζόμενους και μέχρι να ετοιμαστούν τα όργανα υπήρχε, όπως παλιά χρόνος να αλλάξουν δυο κουβέντες, για όσα έγιναν το χειμώνα και να μετρηθούν, να δουν αν λείπει κανένας σε ταξίδι αγύριστο.

Οι πιο παλιοί μίλαγαν για τα παλιά πανηγύρια, τότε που είχε πολύ κόσμο το χωριό και οι μουσικοί ήταν ντόπιοι, για τις συνήθειες εκείνης της εποχής, τα κοπάδια και τους τσελιγκάδες και τα γεγονότα, από τον πόλεμο και εδώθε που έμειναν ανεξίτηλα στη μνήμη τους. Σαν να ένιωθαν πως φεύγοντας αυτοί από τον κόσμο, κανένας δεν θα είναι πλέον να μιλήσει για κλεψιές και για κατορθώματα τσοπαναραίων μίλαγαν συνέχεια και γοήτευαν τους ακροατές με τα λεγόμενά τους.

Οι διοργανωτές μοίρασαν στα τραπέζια ψητό κρέας (από τα καλύτερα που έχω δοκιμάσει), πίτες που είχαν φτιάξει εκεί στο χωριό και άλλες νοστιμιές και πριν ακόμα τελειώσει το φαγητό άρχισε το πανηγύρι με ένα σκάρο που έπαιξε με μαεστρία ο Απόστολος Τζιαχρής, το πιο ονομαστό κλαρίνο των Αγράφων και όλης της ορεινής Θεσσαλίας.

Το χορό ξεκίνησαν οι παπάδες με τους επίσημους και ακολούθησε ο κόσμος που έδειξε πως αντέχει μέχρι αργά το απόγευμα, σαν άρχισαν να πέφτουν οι ίσκιοι και να κατεβαίνει το απογευματινό αεράκι από την Οξιά. Τότε άρχισαν να φεύγει ο κόσμος που έδειχνε πως είχε ευχαριστηθεί το πανηγύρι και αποχαιρετούσαν ένας - ένας τους διοργανωτές του πανηγυριού ευχόμενοι του χρόνου να είναι καλύτερα και να μη λείπει κανένας…

Ο παπα Ηλίας Νασιώκας, χαιρετίζει τον πρόεδρο του Συλλόγου Στεφανιάδας Βασίλη Στεργίου και τον επαινεί για την ωραία πρωτοβουλία που είχαν για το πανηγύρι.



Οι Στεφανιώτες φημίζονταν πάντα για τις λαμπρές επιδόσεις τους στο χορό και δεν υπήρχε κανένας που στα πανηγύρια δεν έφερνε πολλές φορές τις βόλτες του…

Ο Στέφανος Χύτης από τα διπλανά Κέδρα, ο Θωμάς Χάμπλας και ο Κώστας Τσαπραίλης ήταν ομολογουμένως οι καλύτεροι χορευτές σε αυτό το πανηγύρι.

Ο παπα Κώστας Κωστακιώτης ήταν πραγματικός ο οικοδεσπότης στο πανηγύρι του Αγίου Κωνσταντίνου γιατί από αυτή την εκκλησία πρωτολειτούργησε πριν 60 χρόνια
 
Παρά την ηλικία του, ο παπα Ηλίας Νασιώκας δεν σταμάτησε στιγμή να χορεύει και δεν άφησε κανέναν χωρίς να τον κρατήσει να χορέψει πρώτος στη σειρά.
 
Η παράδοση θέλει τους παπάδες στην Αργιθέα να ανοίγουν το χορό σε κάθε πανηγύρι και να μην σταματάνε ούτε στιγμή. Εδώ πρώτος είναι ο παπα Βασίλης Γυφτογιάννης

Ο Απόστολος Τζιαχρής εκτελεί την παραγγελιά και το κλαρίνο συνοδεύουν οι ήχοι από τα μπουκάλια της σαμπάνιας που κερνάει τον μερακλή που χορεύει πρώτος.
 
Ο μπάρμπα Μιλτιάδης Φλούδας και η κυρά του Ευθαλία. 97 χρονών σήμερα ο γέροντας είναι ο τελευταίος από τους παλιούς τσελιγκάδες της Στεφανιάδας.
 
 
Η Λίμνη της Στεφανιάδας, η το Στ’χειό όπως λένε οι ντόπιοι είναι η νεώτερη λίμνη της Ελλάδας, μόλις 45 χρονών και η ομορφιά της είναι ακόμη άγνωστη σε πολλούς.