Σελίδες

Πέμπτη 5 Απριλίου 2018

ΤΑ ΚΟΠΑΔΙΑ ΤΗΣ ΛΑΜΠΡΗΣ ΤΟ ΠΑΛΙΟ ΚΑΙΡΟ...




Ήταν πάντα αυτές οι μέρες, του Μεγαλοβδόμαδου, πριν από δυο – τρεiς δεκαετίες που σε όλα τα χωριά, κυρίως τα ημιορεινά που οι νοικοκυραίοι κτηνοτρόφοι έκαναν πρόωρη Λαμπρή γιατί περνούσε από το μαντρί τους ο χασάπης, το άδειαζε από αρνοκάτσικα και για λίγες μέρες, πριν εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους έβλεπαν λίγο χρήμα στις τσέπες τους!


Οι εποχές αυτές που σχεδόν κάθε σπίτι είχε ένα κοπαδάκι από γιδοπρόβατα με το οποίο πορεύονταν όλο το χρόνο πέρασαν, ανεπιστρεπτί, όπως φαίνεται. Το κοπαδάκι, είκοσι με τριάντα το πολύ κεφάλια και αυτά ανάλογα με τα χωράφια που είχε κάθε νοικοκυριό και βεβαίως τα ανάλογα άτομα να το προσέχουν, αποτελούσε το κεφάλαιο με το οποίο επιβίωνε κάθε σπίτι. Παρείχε γάλα για να φτιάξουν τυρί και βούτυρο για να καλύψουν τις ανάγκες της οικογένειας και ενδεχομένως να πουλήσουν και λίγο, μαλλιά για βαριά ρούχα, κανένα στέρφο, γερασμένο ή άρρωστο ακόμη για την ιδιοκατανάλωση και τον τοπικό χασάπη αλλά εκείνο που όλοι αγωνίζονταν ήταν να έχουν κάποια να πουλήσουν για το Πάσχα που το έθιμο επιτάσσει αρνί ή κατσίκι στη σούβλα ή στο φούρνο με πατάτες.



Τα αρνοκάτσικα που προορίζονταν για τον χασάπη του Πάσχα τα πρόσεχαν ιδιαίτερα – όσο τους επέτρεπε ο καιρός και οι τροφές που αποθήκευαν γιατί με την πώλησή τους έπιαναν μερικά λεφτά και με αυτά εξυπηρετούσαν τα χρέη σε προμηθευτές και τα βερεσέδια στα μπακάλικα του χωριού και αν περίσσευαν ψώνιζαν και τίποτα ρούχα και είδη ανάγκης που δεν μπορούσαν να παράξουν. Όσο περισσότερα γιδοπρόβατα έτρεφαν, τόσο πιο σίγουροι ένιωθαν ότι πετυχαίνουν το στόχο τους αν και πάντα γκρίνιαζαν για  τον χασάπη που τους εύρισκε, όπως έλεγαν, στην ανάγκη και τους έπαιρνε τα ζωντανά για… ένα κομμάτι ψωμί.



 Έτσι έλεγαν, αλλά αποδέχονταν την κατάσταση και δεν προσπαθούσαν να βρουν άλλο τρόπο να πουλήσουν ή να τα προωθήσουν στην αγορά οι ίδιοι.  Σε πολλά χωριά δεν υπήρχαν καν δρόμοι, ούτε και αυτοκίνητα για να τα πάρουν και να τα πάνε σε κάποια πόλη κι έτσι ήταν αναγκασμένοι να τα δώσουν σε αυτόν που έρχονταν στο χωριό τους.
Ο χασάπης που πήγαινε σε κάποιο χωριό να μαζέψει αρνοκάτσικα ήταν συνήθως γνωστός γιατί πήγαινε πολλά χρόνια και γνώριζε τον κάθε χωριάτη ξεχωριστά. Ήξερε που έχει μαντρί, πόσο πρόσεχε το κοπάδι, τις αδυναμίες του καθενός και τις παραξενιές κι ανάλογα κινούνταν με γνώμονα πάντα το συμφέρον του.  Ο χασάπης εμφανίζονταν στο χωριό πάντα την ίδια ημέρα, με τα πόδια τα παλιότερα χρόνια και με αυτοκίνητο όταν έγιναν οι δρόμοι και ήταν συνήθως του Λαζάρου και των Βαίων. Ήταν δε πάντα καλοδεχούμενος κι όλοι κρυφοκοίταζαν πόσο φουσκωμένη ήταν η τσέπη του καθώς ήταν κανόνας να πληρώνει επί τόπου και μετρητοίς στον νοικοκύρη τα πράματα που αγόραζε. Όταν τέλειωνε τις αγορές απ’ όλο το χωριό συγκέντρωνε τα πράματα σε ένα μαντρί κάποιου χωριάτη και τα πήγαινε κατόπιν με τη βοήθεια κάποιων που ήταν  μαζί του στον προορισμό του κι εκεί τα έσφαζε.



Οι χωριάτες από τη στιγμή που έφευγε ο χασάπης άρχιζαν στην ουσία και να τυροκομούν το γάλα τους καθώς πια δεν υπήρχαν τα αρνοκάτσικα που ρούφαγαν τα γαλάρια κι έτσι έβαζαν ως στόχο να φτιάξουν και κάποιους ντενεκέδες τυρί και λίγο βούτυρο αυτοί που είχαν γίδια για να πουλήσουν στα παζάρια του καλοκαιριού και να κονομήσουν λίγα λεφτά για να καλύψουν διαρκείς ανάγκες ή τα απρόοπτα του βίου τους. Έτσι έκλεινε ο κύκλος της ετήσιας παραγωγής του κοπαδιού κι άρχιζε το φθινόπωρο η νέα περίοδος της φροντίδας μέχρι το Γενάρη που κανόνιζαν να γεννήσουν και άρχιζε ο καινούργιος ως την Λαμπρή.  

Το σημαντικό στην περίπτωση ήταν ότι δεν το κοπάδι που διατηρούσε κάθε χωριάτης δεν είχε κανένα κόστος αφού οι ανάγκες του καλύπτονταν από τη βοσκή στου καθενός τα χωράφια και στις κοινοτικές ή δασικές εκτάσεις που ήταν γι’ αυτό το σκοπό προορισμένες ενώ για το χειμώνα φρόντιζαν να έχουν ξηρό χορτάρι πάλι από τα χωράφια τους ή κλαρί από το δάσος. Με λίγα λόγια, δεν υπήρχε ούτε ένα σημείο της έκτασης του χωριού που να μην είχε ενδιαφέρον για τη βοσκή, ακόμη και τα πλάγια με τα βάτα ήταν χρήσιμα για τα οικόσιτα γίδια και οι άκρες των κήπων για τα μανάρια που κάποιοι διατηρούσαν στα σπίτια τους. Ο κτηνοτροφικός δε πλούτος κάθε χωριού φαίνονταν καθαρά από την ένταση της βόσκησης μέσα σε αυτό και στις εξοχές γύρω του. «Έφεγγε ο τόπος» έλεγαν χαρακτηριστικά και δεν μπορούσε κανένας να κρυφτεί από τα μάτια των άλλων καθώς τη χαμηλή βλάστηση ξύριζαν κυριολεκτικά τα γίδια. Εξυπακούεται πως κάποιοι φρόντιζαν να έχουν και λίγο καρπό (καλαμπόκι ή κριθάρι) μετρημένο σπυρί το σπυρί για τα ζωντανά που είχαν ανάγκη ενίσχυσης της τροφής τους όταν αυτά γεννούσαν ή περνούσαν μια περίοδο ανάρρωσης.


Το κοπάδι άρχισε να έχει έξοδα όταν άρχισαν να ανοίγονται δρόμοι στα χωριά, από τα μέσα της δεκαετίας του 1950 ως το 1985 που δεν έμεινε κανένα χωρίς αυτό το αγαθό του σύγχρονου πολιτισμού καθώς και του ηλεκτρικού ρεύματος. Πολιτισμός βέβαια για τους περισσότερους σήμαινε την έξοδό τους στις πόλεις και στον κάμπο για να λυτρωθούν, όπως έλεγαν από τα βάσανα της αγροτοποιμενικής ζωής που έκαναν κι έτσι άρχισαν να αποψιλώνονται τα χωριά και κατέληξαν σήμερα να κατοικούνται από ελάχιστους, μη ενεργούς στην πλειονότητά τους ανθρώπους και οι οποίοι ζουν κυρίως από συντάξεις.

Τούτο έχει ως αποτέλεσμα να μην υπάρχουν πλέον σε κανένα χωριό τόσα πράματα ώστε να συμφέρει στον χασάπη να ξεκινήσει να πάει να αγοράσει και αν συμβαίνει, πρόκειται για μεμονωμένες περιπτώσεις, για λίγους που έχουν ξεμείνει στα χωριά και διατηρούν ένα κοπάδι το οποίο βέβαια βόσκει παντού γιατί έχουν εγκαταλειφθεί παντού οι καλλιέργειες και μόνο μέσα στα χωριά υπάρχουν λίγοι φραγμένοι κήποι. Τα περισσότερα κοπάδια πλέον είναι στον κάμπο όπου και μένουν όλο το χρόνο ή σε οργανωμένες φάρμες απ’ όπου και τα προμηθεύονται οι χασάπηδες για την αγορά του Πάσχα και για όλη τη χρονιά.

Έτσι στα χωριά που αναφέρεται το παρόν δημοσίευμα η Λαμπρή είναι μια, εκείνη στην εκκλησία και τα ντόπια αρνοκάτσικα που θα μπουν στη σούβλα, λίγα και μετρημένα καθώς τα περισσότερα προέρχονται πια από τα κρεοπωλεία των πόλεων και μάλιστα σφραγισμένα όπως υποχρεώνει η σχετική νομοθεσία. Με αυτό τον τρόπο παύουν να λειτουργούν και τα υπαίθρια σφαγεία που έδιναν έναν επί πλέον ματωμένο τόνο στη Μεγάλη Παρασκευή και το Μεγάλο Σάββατο σε κάθε αυλή με τα απελπισμένα βελάσματα των αρνοκάτσικων.



Πέρα από την ηθογραφία των αμνών και των κατσικιών του Πάσχα, το θέμα έχει και μια άλλη διάσταση που ακροθιγώς παρουσιάζεται σε αυτό το σημείωμα και θα αναπτυχθεί σε κάποιο επόμενο μιας και αφορά την ύπαιθρο όλης της χώρας. Η συρρίκνωση μέχρι εξαφάνισης της παραδοσιακής οικονομίας δεκάδων χιλιάδων νοικοκυριών σε συνδυασμό με την μόνιμη οικονομική κρίση, έχει ως συνέπεια των περεταίρω φτωχοποίηση κοινωνικών ομάδων που στοιχειωδώς κάλυπταν τις ανάγκες τους σε τροφή τουλάχιστον χωρίς κόστος και υποχρεώσεις. Το μοντέλο μοιάζει παρωχημένο στην εποχή της τεχνητής νοημοσύνης θα πουν πολλοί ενθουσιώδεις αλλά μην ξεχνάμε, η κοινωνίες σε κάθε εποχή ήταν σύνθετες και αλληλοεξαρτώμενες και οι εμπειρίες των περασμένων γενεών πάντα πολύτιμες…   

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Οι φωτογραφίες με τα πρόβατα μπροστά στο ερειπωμένο σπίτι και τις γίδες είναι από την περιοχή του Αγαλιανού, παραποτάμου του Αχελώου, στην πλευρά της Ευρυτανίας στη θέση Αμπέλια. Το θέμα δημοσιεύτηκε στο ένθετο περιοδικό της εφημερίδας "Δημοκρατία" για το κυνήγι και το ψάρεμα στις 04/04/2018.

ΑΘΗΝΑ, 05042018


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου