Σελίδες

Πέμπτη 25 Ιουνίου 2020

ΜΙΑ ΦΟΥΡΚΕΤΑ ΚΑΝΕΙ ΤΗ ΔΙΑΦΟΡΑ


Μια φουρκέτα δεν είναι χρήσιμη μόνο στα μαλλιά αλλά μπορεί 
να κάνει θαύματα όταν φτιάχνουμε γλυκό κεράσι.
Όπως μετά τις καταιγίδες έρχονται εξαιρετικές αιθρίες έτσι και μετά από τις πικρές στιγμές ακολουθούν άλλες που μας κάνουν να ξεχνούμε τα παθήματα και αυτά βεβαίως να μας γίνονται μαθήματα. Ο λόγος για την πτώση από την κερασιά που αναφέρθηκα χθες και την τύχη που είχα να μην σπάσω τίποτα. Μόνο μια γραντζουνιά στο δεξί χέρι αποκόμισα κι αυτή επουλώθηκε πολύ γρήγορα κι έτσι δεν είχα πρόβλημα με τις δουλειές στο χωράφι.

Τα κεράσια που ήταν στη σακούλα που κρατούσα όταν έπεσα φυσικά και έγιναν πολτός και ούτε οι κότες δεν τους έδωσαν σημασία. Το γεγονός με οδήγησε να ανέβω πάλι στη σκάλα, με περισσότερες προφυλάξεις βέβαια και προσοχή να μαζέψω άλλα για να κάνουμε γλυκό. Έτσι μάζεψα άλλες δυο σακούλες από την κερασιά του γείτονα, τα τελευταία από τα κορφινά κλαδιά και το μόνο που με στεναχωρούσε ήταν ότι τα στερούσα από τους σπουργίτες που έκαναν πάρτι αυτές τις ημέρες πάνω σε αυτές τις κερασιές. Άφησα λίγα και γι’ αυτούς, στα κλαδιά που δεν έφτανα κι έτσι δεν έμεινε κανένας παραπονεμένος.

Το μάζεμα ακολούθησε η διαλογή η οποία δεν ήταν εύκολη γιατί πρόσεχα όταν τα ξεκολλούσα από τα κλαδιά και ήρθε η ώρα της προετοιμασίας. Δεν το είχα ξανακάνει αλλά κάτω από τις οδηγίες της μάνας μου και της αδερφής μου Μαρούλας πήρα μια φουρκέτα και άρχισα να βγάζω τα κουκούτσια. Η Άρτεμη δήλωσε πως δεν μπορεί να το κάνει αυτό και περιορίστηκε να τραβάει κάποιες φωτογραφίες από την ιστορική στιγμή…

Δυο κιλά κεράσια υπέστησαν τη βάσανο της φουρκέτας 
για να βγει το κουκούτσι τους και είναι έτοιμα για την κατσαρόλα.

Μοιάζει εύκολο να βγάζει κάποιος το κουκούτσι από τα κεράσια με μια φουρκέτα αλλά δεν είναι έτσι που νομίζουμε. Πρώτα – πρώτα απαιτείται υπομονή και μια επιδεξιότητα στα χέρια γιατί πρέπει μετά την αφαίρεση του κουκουτσιού ο καρπός να μείνει ακέραιος γιατί αλλιώς θα επρόκειτο για μαρμελάδα πράγμα που δεν ήταν ο στόχος μας. Έπαιρνα ένα – ένα τα κεράσια, τα οποία επαναλαμβάνω ότι ήταν τα καλύτερα ίσως από ποτέ που ωρίμασαν στο χωριό και επί πλέον ήταν νοστιμότερα γιατί τα μάζεψα από τη κερασιά του γείτονα Πάνου Τσιρώνη και με μια προσεκτική κίνηση βύθιζα στη σάρκα τους την φουρκέτα και αφαιρούσα το κουκούτσι χωρίς να τα λιώσω. Το γεγονός εκτιμήθηκε πολύ από τη μάνα μου,  την αδερφή μου που δεν περίμεναν πως τα κατάφερνα και κάνω αυτή τη δουλειά.

Μου άρεσε πολύ αυτό που έκανα αλλά παράλληλα μου δημιούργησε και κάποιες απορίες. Όπως για το αν στα ζαχαροπλαστεία κάνουν το ίδιο πράγμα, εκτιμώντας βέβαια πως κάτι τέτοιο πρακτικά θα ήταν ασύμφορο. Στην απορία μου η απάντηση ήταν ότι στα ζαχαροπλαστεία και στις βιοτεχνίες γλυκών κουταλιού η αφαίρεση του κουκουτσιού γίνεται με ένα ειδικό εργαλείο αλλά αυτό κάνει μια τρύπα στο κεράσι. Στη δική μας περίπτωση, ισχυρίστηκαν οι γυναίκες, η φουρκέτα αφαιρεί το κουκούτσι και στη θέση του δημιουργείται μια φωλιά η οποία γεμίζει σιρόπι κι έτσι γίνεται πιο ωραίο το γλυκό. Η πληροφορία με ικανοποίησε πολύ και ένιωσα πως κάνω κάτι μοναδικό, την πρώτη φορά που ασχολήθηκα με την ζαχαροπλαστική και κυρίως με τα γλυκά κουταλιού.

Το αποτέλεσμα σε δυο εκδοχές: Μια με τα κόκκινα κεράσια του γείτονα
και η άλλη με τα πετροκέρασα μιας άλλης κερασιάς. 
Στην κουβέντα έμαθα επίσης για την χρήση, με μέτρο πάντα και κατά την κρίση της νοικοκυράς του «ξινού» για να γίνονται πιο κρουστοί οι καρποί, της αρμπαρόριζας για να παίρνει γεύση καθώς και για τις αναλογίες με ζάχαρη. Ομολογώ ότι αυτά δεν με ενθουσίασαν καθόλου καθώς το ενδιαφέρον μου για την ζαχαροπλαστική και την κουζίνα γενικώς είναι αυτό του μέσου ανθρώπου και σταμάτησα να ασχολούμαι μη χαλάσω την μαγεία που μου πρόσφερε μια φουρκέτα στο βγάλσιμο των κουκουτσιών. Στις σημειώσεις μου κράτησα μόνο ότι για ένα κιλό γλυκό κεράσι χρειάζεται ένα κιλό ζάχαρη και ανάλογα με τις διαθέσεις της νοικοκυράς και το μέσο που χρησιμοποιεί, άλλοτε βράζονται μαζί κι άλλοτε πρώτα γίνεται το σιρόπι και μετά μπαίνουν τα κεράσια στην κατσαρόλα…

ΜΕΓΑΛΗ ΚΑΨΗ, 25062020

Τετάρτη 24 Ιουνίου 2020

ΜΙΑ ΑΝΩΔΥΝΗ ΠΤΩΣΗ ΑΠΟ ΚΕΡΑΣΙΑ


Η αγκούτσα, συνήθως από κλαδί κερασιάς που λυγίζει εύκολα είναι το πρωτόγονο εργαλείο που βοηθάει να φέρνουμε κοντά μας τα κεράσια από τα απόμακρα κλαριά που είναι και τα πιο ωραία και η σκάλα αλουμινίου απαραίτητη…

Σήμερα φάγαμε τα τελευταία κεράσια της φετινής χρονιάς και όλοι έχουμε να πούμε πως ήταν εξαιρετικής ποιότητας. Βέβαια δεν ήταν από τα παλιά κεράσια τα ξακουστά Καψιώτικα, αυτά έχουν ξεχαστεί αφού κανείς δεν φρόντισε τις παλιές κερασιές, αλλά από ποικιλίες Βοδενών (Εδέσσης) που πριν από πολλά χρόνια σε μια άλλη προσπάθεια για την ανάπτυξη της ελληνικής επαρχίας φύτεψαν στο χωριό και φαίνεται πως προσαρμόστηκαν πολύ καλά και καρπίζουν σχεδόν κάθε χρόνο. Εννοείται ότι καρπίζουν μόνο όταν βοηθήσει και ο καιρός και κυρίως αν δεν πάθουν καμιά ζημιά οι κερασιές από τον πάγο οι οποίες επιβιώνουν θαυμάσια  χωρίς υποστήριξη φυτοφαρμάκων και λιπασμάτων. Παρ’ όλα αυτά  καταφέρνουν αυτά τα υπέροχα δέντρα να δημιουργούν από μόνα τους εξαιρετικούς καρπούς που μας ομορφαίνουν τη ζωή και μας γλυκαίνουν το στόμα τούτο τον καιρό στο χωριό που δεν υπάρχει άλλο φρούτο και μέχρι να ωριμάσουν τα κορόμηλα.  


Η έφοδος στη κερασιά με την βοήθεια μιας σκάλας αλουμινίου αρχίζει… Παλιότερα δεν χρειάζονταν καθόλου η σκάλα αλλά φαίνεται πως εγώ κόντυνα ή ψήλωσαν τα δέντρα…

Είναι μεγάλο κεφάλαιο οι κερασιές και τα κεράσια στο χωριό και δεν εξαντλείται με ένα ή δυο κείμενα. Ιδιαίτερα δε όταν εκτός από το μάζεμα των κερασιών έρχεται και η ώρα αυτά να γίνουν γλυκό μια εμπειρία που θα διαβάσετε σε επόμενη ανάρτηση. Δεν το είχα τολμήσει ποτέ στη ζωή μου αυτό αλλά φέτος είπα να μάθω και έμπλεξα στα δύσκολα. Πριν αρχίσουμε να κάνουμε γλυκό, χρεώθηκα το μάζεμα γιατί κανένας άλλος στο σπίτι δεν τολμά πλέον να ανέβει σε μια κερασιά ύψους 8 μέτρων (με σκάλα αλλά σε κάποια σημεία πρέπει να περπατήσει και πάνω στα κλαδιά). Παλιά ανέβαινα και σε δέντρα πάνω από 15 μέτρα -τόσο και περισσότερο ψηλές ήταν οι παλιές κερασιές εκείνης της εποχής- και έχοντας εκείνη τη μνήμη, το τόλμησα και μάλιστα στην κερασιά του γείτονα Πάνου Τσιρώνη γιατί στις δικές μας είχαν τελειώσει. Ύψωσα λοιπόν την αλουμινένια  συρτή σκάλα μέχρι το τελευταίο κλαδί της κερασιάς και άρχισα να μαζεύω με τη βοήθεια της αγκούτσας για να φέρνω κοντά μου τα κλαδιά και να αποφεύγεται έτσι ο κίνδυνος να σπάσουν.


Θέλει την τέχνη του το μάζεμα των κερασιών από ψηλά δέντρα και αυτά που είχα μάθει μικρός για το πώς γίνεται αυτό και κυρίως για την αντοχή που μπορεί να έχει ένα κλαδί, αποδείχθηκαν χρήσιμα

Τα κατάφερα μια χαρά στην πρώτη πλαστική σακούλα και πήρα δεύτερη. Την είχα γεμίσει κι αυτή σχεδόν οπότε ξαφνικά ένιωσα να είμαι στο κενό. Τι είχε συμβεί; Ο αέρας που φυσούσε δυνατός εκείνη την ώρα πήρε τη σκάλα ενώ πατούσα σε ένα κλαδί και δεν είχα πια που να στηριχθώ. Ένιωσα να πέφτω αλλά χωρίς να αφήσω τη σακούλα από τα χέρια με τα πολύτιμα κεράσια που είχα μαζέψει από τα κλαδιά της κορυφής πιάστηκα από ένα άλλο κλαδί και καθώς αυτό λύγισε μείωσε την ταχύτητα της πτώσης. Ήταν μια πρακτική που είχα μάθει από μικρός και το κάναμε τότε σαν πλάκα, να πέφτουμε δηλαδή από κάποιο δέντρο και να πιανόμαστε από τα κλαδιά και να προσγειωνόμαστε. Έτσι κατάφερα να πέσω στα μαλακά χωρίς να σπάσω τίποτα, μόνο ένα γδάρσιμο στο χέρι με έτσουξε ενώ τα κεράσια που ήταν στη σακούλα έγιναν πολτός. Η μάνα μου που με παρακολουθούσε μου έβαλε τις φωνές αλλά το γεγονός ότι δεν χρειάστηκε να  καλέσουν ασθενοφόρο να με μαζέψει, την έκανε να μονολογήσει ότι παρά τα χρόνια μου τα καταφέρνω με τα δέντρα μια χαρά. Ήταν μια εμπειρία πάντως που μάλλον δεν θα ξανασυμβεί γιατί κάτι μου είπε μέσα μου μετά πως ο καιρός για τέτοια κατορθώματα έχει περάσει ανεπιστρεπτί…

Η εμπειρία της πτώσης από μια κερασιά ενώ μάζευα κεράσια μου θύμισε χθες ότι ο καιρός για τέτοια κατορθώματα έχει περάσει αναπιστρεπτί και για να απολαμβάνουμε κεράσια πρέπει να υποχρεώσουμε με συνεχή κλαδέματα τα δέντρα να μην ψηλώνουν…

ΜΕΓΑΛΗ ΚΑΨΗ, 24062020

Δευτέρα 22 Ιουνίου 2020

ΕΝΑΣ ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ ΜΕ ΣΚΟΝΗ 30 ΕΤΩΝ…




Ξεκίνησα προχθές μια καινούργια σειρά κειμένων καταγραφής και σχολιασμού κάποιων στιγμών και ορισμένων γεγονότων στο χωριό όπου παραμένω και μετά την άρση των όποιων μέτρων επιβλήθηκαν για την επιδημία και ασχολούμαι με τα πατρογονικά χωράφια και προσπαθώ ό ίδιος να αναστήσω έναν κόσμο που γνώρισα στα παιδικά μου χρόνια. 

Παρά τον καθημερινό κάματο προσπαθώ να βρίσκω λίγο χρόνο να δουλεύω, να γράφω δηλαδή κάποια κείμενα για την επιβίωση σε ότι ΜΜΕ απόμειναν και έχουν και την δυνατότητα να πληρώσουν, γράφω όμως και δικά μου τα οποία στην αρχή καλύπτονταν κάτω από τον γενικό τίτλο «Ζώντας έναν πραγματικό κύκλο αγροτικής ζωής». Καλός ήταν για να συνδέει μια σειρά κειμένων που συγγένευε η επιδημία αλλά στένευε κάπως τα όσα ήθελα να γράψω και για πράγματα που ενώ συμβαίνουν σε αυτό το χώρο, μπορούν εντούτοις να συμβούν και σε οποιοδήποτε άλλο σημείο και να είναι το ίδιο ενδιαφέροντα.

Έτσι από σήμερα όλα τα κείμενα θα στεγάζονται κάτω τον τίτλο «Η ζωή στο χωριό με άλλο μάτι» ώστε να υπάρξει η δυνατότητα για ποικίλες προσεγγίσεις και συλλογισμούς. Γιατί, όσο και να αναφερόμαστε στο «χωριό», η πραγματικότητα πολλές φορές απέχει πάρα πολύ απ’ αυτό το ιδεατό που έχουμε στο μυαλό μας ή εκείνο που καλλιεργείται από τους πατριδοτοπικούς συλλόγους ή από τα ΜΜΕ προσπαθούν ακόμη να δημιουργούν «προορισμούς» σε μια Ελλάδα που τίποτα δεν έχει μείνει να θυμίζει την ομορφιά της και φυσικά τίποτα να θυμίζει αυτό που σε γενικές γραμμές λέμε «κοινότητα».  

Ασφαλώς και πρόκειται για μια περιπέτεια και στην οποία πολύ θα ήθελα να σας έχω συνομιλητές και γιατί όχι και συνοδοιπόρους σε αυτό το ταξίδι σε μια άγνωστη πια ενδοχώρα. Τούτο το λέω με πολύ θάρρος καθώς οι αναμνήσεις μου ως ενεργού κατοίκου ενός ορεινού χωριού μπορεί να σταματάνε σαράντα χρόνια πριν, το 1980 που πήγα στην Αθήνα αλλά στην ουσία ποτέ δεν έλειψα από το χωριό και παρακολουθούσα στενά την εξέλιξή του. Τώρα επιστρέφω, όχι για να περάσω απλά τον καιρό μου όπως κάνουν οι συνταξιούχοι ή οι αργόσχολοι παραθεριστές αλλά να δοκιμάσω αν μπορεί να αναστηθεί ένα κομμάτι απ’ εκείνο τον κόσμο που τον διέκρινε η λιτότητα, το μέτρο και χαρακτηρίζονταν από ένα διαρκή αγώνα που στόχο είχε την επάρκεια αγαθών.

Το χαρακτηριστικό σε αυτό τον αγώνα ήταν η ελάχιστη εξάρτηση από το χρήμα και τα όπλα που διέθετε ο κάθε άνθρωπος ήταν η σωματική του δύναμη που δοκιμάζονταν καθημερινά στο χωράφι, το κοπάδι και το δάσος, η εύνοια του καιρού που πολλές φορές ήταν απογοητευτική και φυσικά η διάθεση της κοινότητας που πάντα είχε και τις καλές και τις κακές της στιγμές. Τα υπόλοιπα, ήταν λεπτομέρειες που συζητιόνταν το βράδυ εκτενώς στο καφενείο και αποτελούσαν την πρώτη ύλη για τη μυθολογία κάθε τόπου ή πολύ σύντομα στο λιτό τραπέζι λίγο πριν τον ανακουφιστικό ύπνο που θα ακολουθούσε μια άλλα επίπονη ημέρα που τις περισσότερες φορές έμοιαζε απελπιστικά με την προηγούμενη.

Πολλοί που έχουν τις ίδιες αναμνήσεις με μένα, σίγουρα θα με δουν με… συμπάθεια και θα ανατρέξουν σε ανάλογες μνήμες ενώ πολλοί θα ισχυριστούν πως ξύνω πληγές. Το καταλαβαίνω και δεν είμαι διατεθειμένος να αναλωθούμε σε άγονες αντιπαραθέσεις. Ούτε και να ζυγίσουμε (σε πια ζυγαριά άλλωστε;) πόσο δύσκολη ήταν η ζωή τότε και πόσο εύκολη είναι σήμερα. Όλοι διαθέτουμε κρίση και μπορούμε να βγάλουμε συμπεράσματα σε μια εποχή που σκοντάβουμε διαρκώς από το ένα αδιέξοδο στο άλλο…

ΥΓ. Η φωτογραφία συμβολική, μπροστά σε έναν χρήσιμο καθρέφτη που βοηθάει τους οδηγούς να αποφεύγουν ατυχήματα στη στροφή του κάτω δρόμου προς την Παλιόγουρνα τον οποίο βλέπουν όλοι πως έχει πάνω του σκόνη τουλάχιστον δυο δεκαετιών αλλά κανένας δεν πήρε την πρωτοβουλία να τον καθαρίσει...

ΜΕΓΑΛΗ ΚΑΨΗ, 22062020

ΣΤΟΥ ΑΝΤΩΝΗ ΚΑΘΕ ΠΡΩΙ ΓΙΑ ΚΡΙΤΣΙΝΙ




Κατά παράδοση, τα  ψώνια από ένα παντοπωλείο γίνονταν πάντα τις πρωϊνές ώρες και τούτο είχε να κάνει με την καθημερινή σχέση του κόσμου με την αγορά και την επικοινωνία που είχε κάθε άνθρωπος με τους επαγγελματίες κάθε είδους. Τούτο ήταν από τα θεμέλια κάθε τοπικής κοινωνίας· από το πιο μικρό χωριό ως την μεγάλη πόλη η καθημερινή αυτή συνδιαλλαγή εκτός από τον εμπορικό της χαρακτήρα προκαλούσε τον κοινωνικό διάλογο, διατηρούσε την συνοχή της και καλλιεργούσε μια σειρά σχέσεων που την στήριζαν.

Ο Αντώνης Παπαδάκος που διατηρεί το Παντοπωλείο «Αμάραντες Γεύσεις» στην Καρδίτσα (Δ. Τερτίπη 12, στον κεντρικό πεζόδρομο) στο οποίο ο Καρδιτσιώτης αλλά και όποιος άλλος βρεθεί στην Καρδίτσα καταφέρνει να συνθέτει την παλιά εικόνα του παντοπώλη με το καινούργιο το οποίο, σαφώς και δεν έχει να κάνει με την εικόνα του πολυκαταστήματος που με την υπερπροσφορά ποικίλων τυποποιημένων αγαθών, στοχεύει απλά στην κατανάλωση μειώνοντας πολλές φορές την ποιότητα και στερώντας φυσικά από τον καταναλωτή την δυνατότητα να ρωτήσει και να μάθει περισσότερες πληροφορίες γι’ αυτό που αγοράζει. Για να το δοκιμάσει δε αν του αρέσει ή όχι , ούτε λόγος…

Έτσι από σήμερα το πρωί οι πελάτες του Αντώνη εκτός από μια σειρά εκλεκτών προϊόντων από την Θεσσαλία κυρίως αλλά και ορισμένων άλλων από την υπόλοιπη Ελλάδα θα βρίσκουν και το κουλούρι τους ή να το πούμε διαφορετικά, τρία νέα προϊόντα αρτοποιείου που προέκυψαν από την συνεργασία του Παντοπωλείου, του παραδοσιακού νερόμυλου Κέδρου Καρδίτσας και του Φούρνου «Ζαχαρή» στα Φάρσαλα. Τα αναφέρουμε ένα – ένα γιατί έτσι θα τα ξεχωρίζουμε από τα ανάλογα που κυκλοφορούν ευρέως στην αγορά:

Κριτσίνι από δίκοκο σιτάρι 100%
Παξιμάδια με βιολογικό χαρούπι
Φρυγανιές ολικής άλεσης.

Στην ωραία αυτή θεσσαλική συνεργασία, ο Αντώνης Παπαδάκος διέθεσε από το Παντοπωλείο «Αμάραντες Γεύσεις» διαλεγμένες πρώτες ύλες: μέλι, ελαιόλαδο, λιναρόσπορο, χαρουπάλευρο, κονιάκ, ο παραδοσιακός νερόμυλος του Κέδρου Καρδίτσας του Γιώργου Παπαγεωργίου εξαιρετικό αλεύρι ολικής άλεσης χωρίς συντηρητικά και το αρτοποιείο του Αλέκου Ζαχαρή στα Φάρσαλα έβαλε την τέχνη του ψησίματος.

Τα εξαιρετικά προϊόντα που από σήμερα το πρωί μπορούν οι Καρδιτσιώτες να δοκιμάσουν και φυσικά να προμηθευτούν από το Παντοπωλείο και είμαι βέβαιος πως θα τα εκτιμήσουν και το κριτσίνι από τον Αντώνη θα τους γίνει μια καθημερινή συνήθεια. Το εγγυάται η ποιότητα των υλικών και η διάθεση του Αντώνη και των συνεργατών του να προβάλλουν τα αγαθά της Θεσσαλίας και το Παντοπωλείο «Αμάραντες Γεύσεις» στο κέντρο της Καρδίτσας ένας χώρος που όλοι γνωρίζουν και επισκέπτονται καθημερινά.

Καλή επιτυχία Αντώνη, Γιώργο και Αλέκο.

ΚΑΡΔΙΤΣΑ, 22062020

Σάββατο 20 Ιουνίου 2020

ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΕΝΟΣ ΤΖΙΤΖΙΚΑ




Από τις πιο ευχάριστες στιγμές στο χωριό είναι η παρακολούθηση της ζωής των χελιδονιών που έχουν κάνει φωλιά πάνω από την είσοδο του κάτω σπιτιού απέναντι ακριβώς από την λάμπα φωτισμού, πράγμα που μάλλον αποτέλεσε και την αιτία να φτιάξουν μια ολόκληρη λοξή σήραγγα από πηλό προκειμένου να αποφύγουν το φως το βράδυ. Με αυτή την επέκταση κάποιο τρόπο μας υποχρεώνουν να μένουμε στην αυλή αρκετή ώρα όταν είναι καλός ο καιρός, στα σκοτεινά, να μην ενοχλούνται ειδικά τις ημέρες που κλώθουν τα αυγά τους.



Θα μπορούσαν να είχαν εγκαταλείψει τη φωλιά εξαιτίας της λάμπας αλλά φαίνεται πως μας συμπαθούν πολύ και επιμένουν να διατηρούν τη σχέση μας πολλά τώρα καλοκαίρια. Δεν είναι βέβαιο ότι πρόκειται για το ίδιο ζευγάρι που έρχεται και φωλιάζει κάτω από τη βεράντα μας πάνω από 20 χρόνια, αλλά σίγουρα πρέπει να έχουν κάποια σχέση με τα πρώτα που έφτιαξαν φωλιά εκεί. Με κάποιο τρόπο πιστεύω, τα χελιδόνια μεταφέρουν πολλές πληροφορίες από τη μια γενιά στην άλλη κι έτσι η φωλιά τους μπορεί να θεωρηθεί ως το λίκνο μιας δυναστείας που δεν ξέρουμε από πότε και από ποια ξεκινάει.

Προς ανταπόδοση δε των φιλικών αισθημάτων μας, αυτά φροντίζουν να μην τους πέφτει καμιά κουτσουλιά στην αυλή ενώ τα άλλα που φωλιάζουν σε ένα παραγκάκι, ήδη έχουν παράγει έναν κουβά κοπριά, πολύτιμη για τις ντομάτες. Την ευγένεια τους δε φαίνεται πως εκτιμούν πολύ και οι γάτες της μάνας μου οι οποίες ενώ δεν αφήνουν τίποτα να τους ξεφύγει δεν σηκώνουν καν το κεφάλι όταν βλέπουν τα χελιδόνια να πηγαινοέρχονται στη φωλιά και αυτό σίγουρα το καταλαβαίνουν τα πουλιά και δεν ανησυχούν.

Το ζευγάρι αυτές τις ημέρες πετάει συνέχεια και μεταφέρει έντομα στους νεοσσούς που είναι χωμένοι στο βάθος της φωλιάς και τους ακούμε να τσιρίζουν συνέχεια. Δεν ξέρουμε πόσα είναι αλλά βλέποντας το τρέξιμο των γονιών τους για να τα θρέψουν καταλαβαίνουμε πως πρόκειται σίγουρα για μια πεντάδα μπορεί και παραπάνω. Τον αριθμό τους θα μάθουμε όταν πετάξουν και τις πρώτες ημέρες μέχρι να συνηθίσουν την ζωή θα επιστρέφουν στη φωλιά να ξενυχτήσουν. Έτσι γίνεται κάθε χρόνο με τα χελιδόνια μας τα οποία πλέον τα θεωρούμε ως ένα κομμάτι της οικογένειας και νομίζω πως το καταλαβαίνουν κι αυτά και κάνουν τόσες και χαρές και φτερουγίσματα όταν μας βλέοουν.



Χθες όμως έγινε κάτι ασυνήθιστο. Μέσα από τη φωλιά ξαφνικά ακούστηκε ο ήχος ενός τζίτζικα! Τι είχε συμβεί; Τα χελιδόνια τον έπιασαν στον αέρα, όπως κάνουν εξάλλου με όλα τα έντομα, και τον μετέφεραν για τροφή στα μικρά τους. Όπως συνηθίζουν (και καταφέρνουν να μην μπερδεύονται) τα ταΐζουν ένα μετά το άλλο και σε κάποιο έπεσε ο τζίτζικας. Ωραίος μεζές για το χελιδονάκι αλλά μεγάλος για το στόμα του και πολύ σκληρός επίσης. Έτσι αφού ο τζίτζικας δεν βρέθηκε μέσα στο στομάχι του, άρχισε να τραγουδάει. Για να ξεχάσει την μοίρα που τον περίμενε; Από την τύχη να μη χωράει στο στόμα του μικρού ή ήταν τέχνασμα να παραπλανήσει τα χελιδονάκια και να βρει ευκαιρία να το σκάσει;

Όλα είναι πιθανά αλλά μετά από κάνα δεκάλεπτο ο τζίτζικας σταμάτησε το τραγούδι του και τα χελιδονάκια ησύχασαν μέχρι που ήρθαν οι γονείς με άλλο έντομο στο στόμα…

ΜΕΓΑΛΗ ΚΑΨΗ, 20062020

Πέμπτη 18 Ιουνίου 2020

ΣΑΣ ΑΡΕΣΕΙ ΤΟ ΓΛΥΚΟ ΚΑΡΥΔΑΚΙ;



Με τόσα φρούτα που είχε το χωριό, επόμενο ήταν οι νοικοκυρές να φτιάχνουν και πολλά γλυκά κουταλιού. Με τα κεράσια πρώτα που ήταν άφθονα, τα κυδώνια επίσης και άλλα πολλά και τα οποία φύλαγαν στο βάζο για να γλυκάνουν τους επισκέπτες και φυσικά να επιβραβεύουν κάποια αγγαρεία που συνήθως μας έβαζαν να κάνουμε στα παιδικά χρόνια.

Όλες σχεδόν οι γυναίκες του χωριού έφτιαχναν γλυκά κουταλιού με τα φρούτα από τα χωράφια τους αλλά ανάμεσα σε όλες, κατά γενική ομολογία ξεχώριζε η θεία μου Θεοδώρα Τσιρώνη (το γένος Ποντικοπούλου) η οποία έφτιαχνε και τους καλύτερους μπακλαβάδες. Έμεινε στο διπλανό από το δικό μας σπίτι κι έτσι ήμουν από τους πρώτους που δοκίμαζα τα γλυκά της και ήταν η ίδια που συμβούλευε όλες τις γειτόνισσες σε αυτά τα πράγματα και όλες προσπαθούσαν να την φτάσουν αλλά καμία δεν κατάφερνε να τα κάνει όπως αυτή. Με την ευκαιρία να αναφέρω πως καλύτερο παντεσπάνι απ’ αυτό που έφτιαχνε η θεία Θοδώρα δεν ξανάφαγα και δυστυχώς πήρε την συνταγή μαζί της στους ουρανούς.

Ανάμεσα στα γλυκά κουταλιού ξεχώριζε για την γεύση του αλλά και για τις δυσκολίες που είχε για την επιτυχία του το γλυκό καρυδάκι και τέτοιο καιρό πολλές ήταν οι νοικοκυρές που τολμούσαν να αναμετρηθούν μαζί με σχετική πάντα επιτυχία. Πρώτα – πρώτα έπρεπε να προλάβουν το καρυδάκι στην ώρα του, τη στιγμή δηλαδή που δεν θα άρχιζε να σκληραίνει το εσωτερικό του. Γι’ αυτό έπαιρναν ένα από το δέντρο, το έκοβαν στα δύο και ανάλογα, ξεκινούσαν να μαζέψουν όσα ήθελαν ή περίμεναν κάποιες ημέρες να σφίξει. Ένα ζήτημα στην επιλογή του καρυδιού ήταν το μέγεθος, προτιμούσαν και αναζητούσαν μεγάλα καρύδια γιατί στην αισθητική αυτού του γλυκού κυριαρχούσε η άποψη να είναι μεγαλύτερο από το κουταλάκι. Μεγάλα όμως καρύδια (καραντάνες) έκαναν λίγα δέντρα του χωριού και απ’ αυτά μάζευαν άλλοτε με την άδεια του νοικοκύρη και άλλοτε κρυφά.

Μια τέτοια καρυδιά ήταν των Κουρκουμπαίων (Ποντικοπουλαίοι), στον πάτο του μεγάλου χωραφιού η οποία έκανε τα μεγαλύτερα και τα πιο τρυφερά καρύδια και κάποιες φορές θυμάμαι μου είχαν αναθέσει να μαζέψω ανεβαίνοντας στο δέντρο. Ήταν μια επικίνδυνη δουλειά το μάζεμα των καρυδιών από το δέντρο αλλά ήμουν ιδιαίτερα ευλύγιστος και σκαρφάλωνα ως τα ψηλότερα κλαδιά ενώ πάντα κάποιο έξτρα φιλοδώρημα με περίμενε για τον κόπο μου. Μια άλλη τέτοια καρυδιά είχαν οι Λουκοπουλαίοι στα σύνορα με τον κήπο που λέγεται Χρυσογελέϊκο και απ’ αυτή προμηθεύονταν καρύδια για γλυκό στη γειτονιά μας. Εξυπακούεται αυτός που μάζευε καρυδάκια από κάποιο ξένο δέντρο όπως τα προαναφερόμενα που τα έκανε μεγαλύτερα, φρόντιζε να δώσει στον ιδιοκτήτη του καρύδια όταν ωρίμαζαν ως ανταμοιβή. 

Το χλωρό καρυδάκι έπρεπε να ξεφλουδιστεί με προσοχή να μην έχει γωνίες, κάτι τέτοιο μείωνε την νοικοκυρά και αφού αυτή η δουλειά γίνονταν με προσοχή, το τρύπαγαν δυο – τρεις φορές με μια βελόνα και το έριχναν σε ένα κουβά με νερό. Εκεί έμεινε δυο – τρεις ημέρες με συνεχή αλλαγή του νερού να βγει η πίκρα και ο φόβος της νοικοκυράς ήταν μέχρι να ξεπικρίσει να μην γλιτσιάσει οπότε ήταν για πέταμα. Όταν τέλειωνε αυτή η διαδικασία, πασπάλιζαν τα καρυδάκια με ξηρό ασβέστη για να πιάσει κρούστα το γλυκό.

Δεν θυμάμαι πόσες ώρες το έβραζαν αλλά α αγωνία της νοικοκυράς για το πόσο ζάχαρη θα βάλει ώστε να δέσει σωστά ήταν κάτι που έδινα πάντα μεγάλη προσοχή. Στο σιρόπι αυτό έβαζαν και κανέλα ξυλάκι καθώς και γαρύφαλα. Όταν το ετοίμαζαν το έβαζαν σε ένα βάζο και το έκρυβαν στα πιο απίθανα σημεία του κατωγιού γιατί με αυτό στις γιορτές και τις επισκέψεις θα έδειχνε η νοικοκυρά την αξιοσύνη της και την τέχνη της και φυσικά, σε αυτό είχε πρόσβαση μόνο αυτή και όποιος άλλος επιχειρούσε να του βάλει χέρι ή κουτάλι καλύτερα, ήξερε τι τον περίμενε…  

ΜΕΓΑΛΗ ΚΑΨΗ, 18062020

Τετάρτη 17 Ιουνίου 2020

ΤΑ ΜΟΥΡΑ, ΕΝΑΣ ΞΕΧΑΣΜΕΝΟΣ ΓΛΥΚΟΣ ΚΑΡΠΟΣ




Άρχισα από χθες μια καινούργια σειρά κειμένων για τη ζωή στο χωριό που και μετά την άρση των περιοριστικών μέτρων για την αποφυγή της επιδημίας, παραμένει η ίδια και τη διαφορά κάνει η αλλαγή της εποχής που από πικρή άνοιξη εξελίσσεται σιγά – σιγά σε ψυχρό καλοκαίρι. Η θερμοκρασία δεν λέει να ανεβεί με τίποτα κι έτσι και οι κουβέρτες δεν πήγαν στη ντουλάπα αλλά και δυσκολεύονται να αναπτυχθούν όλα τα κηπευτικά.

Όσοι παρατηρούν προσεκτικά τα καιρικά φαινόμενα και θυμούνται, υπολογίζουν πως όλα έχουν καθυστερήσει να αναπτυχθούν τουλάχιστον δέκα ημέρες και τούτο μπορούμε να το διαπιστώσουμε και οι υπόλοιποι με απλό τρόπο. Για παράδειγμα: δεν έχουν βγει ακόμη τα βλίτα οποία παρά την ταπεινότητά τους ήταν πάντα καλοδεχούμενα γιατί αποτελούσαν στην ουσία την πρώτη παραγωγή του κήπου και φυσικά η πρώτη σαλάτα του καλοκαιριού.

Καθυστερημένα βγήκαν και τα κεράσια στα οποία αναφέρθηκα χθες αλλά ομολογώ παρασύρθηκα από το κύρος που έχουν αυτά τα λαμπερά φρούτα και ξέχασα τα μούρα που είναι και τα πρώτα που ωριμάζουν και στην μικρή πατρίδα αλλά οι περισσότεροι τα αγνοούν επιδεικτικά και ούτε καν φροντίζουν τις μουριές. Που και που τις κλάδευαν (τις πετσόκοβαν κυριολεκτικά) να ταΐσουν κατσίκες και κουνέλια αλλά από τότε που έκλεισε αυτός ο κύκλος κανένας δεν δίνει σημασία στις μουριές και στον καρπό τους.

Κοντά στο σπίτι είναι μια μουριά η οποία βγάζει εξαιρετικά άσπρα μούρα με πολύ γλυκό καρπό κι εφέτος που την κλάδεψα αυστηρά για να μην πάρει ύψος και βαρύνει τον ταλαιπωρημένο κορμό της και άφησα τα πλάγια κλαδιά, αυτά γέμισαν από καρπούς. Αυτή η μουριά είναι στο δρόμο που οδηγεί στον αχυρώνα και στο μεγάλο χωράφι και την χαιρετούσα κάθε μέρα που περνούσα από εκεί αλλά τούτες τις ημέρες που είναι γεμάτη καρπούς η καλημέρα μας γίνεται ολόκληρος διάλογος και κρατάει μέχρι να αδειάσω τα κλαδιά από τα μούρα τα οποία βρίσκω κάθε πρωί δροσερά – δροσερά να με περιμένουν.

Τα μούρα, αυτά τα άσπρα και κάποια άλλα, μελανά και μαύρα ήταν οι πρώτοι καρποί που δοκίμαζαν όλοι οι χωριανοί γιατί λίγο πολύ όλοι είχαν μια μουριά στην αυλή τους ενώ πολλές υπήρχαν και στα χωράφια των εξοχών. Σε αντίθεση με τα άλλα καρποφόρα δέντρα τις μουριές δεν τις φύτευε κανένας, το ρόλο αυτό είχαν αναλάβει τα πουλιά που έφταναν τα μούρα και στα πιο ψηλά κλαδιά και όπου άδειαζαν την κοιλία τους φύτρωνε κάποια. Τώρα πουλιά όπως παλιά δεν υπάρχουν, ούτε και κότες να περιμένουν κάτω από τις μουριές να χορτάσουν κι έτσι τα μούρα όπου ωριμάζουν πάνε χαμένα στο έδαφος.

Παλιότερα πάλι που τα μούρα ήταν καλοδεχούμενα απ’ όλους γιατί με αυτά δρόσιζαν και γλύκαιναν το στόμα τους στα χωράφια, όσοι μπορούσαν να ανέβουν στις μουριές τα μάζευαν ένα – ένα με τα χέρια και τα έτρωγαν αμέσως γιατί είναι τόσο ευαίσθητα που ούτε σε δοχείο μπορούν να μείνουν πολλή ώρα, ούτε και να μεταφερθούν. Όσοι δεν μπορούσαν να ανέβουν στις μουριές, άπλωναν κάτω από τα κλαδιά τους ένα καθαρό σεντόνι και με μια κλάρα τα τίναζαν και αυτά έπεφταν βροχή. Έτσι μπορούσαν να τα φάνε με τις χούφτες αλλά σκέφτονταν πως το σεντόνι έπρεπε να πάει για πλύσιμο γιατί κολλούσε και γι’ αυτό η ιδέα να τινάζουν μούρα δεν άρεσε καθόλου στις νοικοκυρές που δεν είχαν και πολύ χρόνο… 

ΥΓ. Τις φωτογραφίες τις τραβάει η Άρτεμη και παράλληλα μαθαίνει πράγματα από την αληθινή ζωή του τόπου που κανείς δεν φρόντισε να δείξει στους νεώτερους.

ΜΕΓΑΛΗ ΚΑΨΗ, 17062020

Τρίτη 16 Ιουνίου 2020

ΟΙ ΠΡΩΤΟΙ ΚΑΡΠΟΙ ΜΙΑΣ ΔΥΣΚΟΛΗΣ ΑΝΟΙΞΗΣ




Πάει περίπου ενάμιση μήνας αφότου έπαψα να δημοσιεύω κείμενα κάτω από τον γενικό τίτλο «Ημερολόγιον εκούσιου εγκλεισμού» και αναφέρονταν σε πράγματα και καταστάσεις που ζούσαμε στο χωριό μου το διάστημα όπου μας βρήκε η επιδημία και τα μέτρα που ακολούθησαν. Κείμενα που συνοδεύονταν και από φωτογραφίες του τόπου και δραστηριοτήτων στο μεγάλο χωράφι που επί δυο μήνες πάλευα να το κερδίσω από το δάσος που το έπνιγε και νομίζω πως τα κατάφερα και όσο έχω δυνάμεις ελπίζω ότι θα το καλλιεργώ και θα φυτεύω δέντρα και εύχομαι να προλάβω να χαρώ τους καρπούς τους.

Φυσικά όλο αυτό το διάστημα περιόρισα το  γράψιμο και κρατούσα μόνο σημειώσεις  γιατί το μεγαλύτερο ζήτημα με το χωράφι ήταν και παραμένει ο χρόνος και ο οποίος έχει να κάνει με το πόσο κρατάει η ημέρα και εξαρτάται και από τον καιρό. Όταν μάλιστα όλες οι εργασίες γίνονται από την αρχή και ο στόχος δεν είναι η μονοκαλλιέργεια αλλά μια ποικιλία αγαθών που θα αντιστοιχεί σε ικανοποιητικό  ποσοστό στην παραγωγή που  απαιτούσε η διατροφή μιας μέσης οικογένειας πριν από μισό αιώνα, τότε είναι που δεν φτάνει η ημέρα και συχνά παρακαλούσα να καθυστερήσει λίγο ακόμη ο ήλιος να προκάμω τις δουλειές.

Με λίγα λόγια, μπήκα εκουσίως σε ένα κύκλο παραγωγής μέσα στο χρόνο, αυτόν που γνώρισα τα πρώτα χρόνια της ζωής μου σε ένα χωριό 200 κατοίκων με αυτάρκεια σχεδόν στο 80% των αγαθών για την επιβίωση και αρκετά έσοδα από το εμπόριο ξηρών καρπών (καρύδια, κάστανα) καθώς και φρούτων με κυριότερα τα κεράσια που έφταναν φορτωμένα σε ζώα ως τη Λαμία και την Καρδίτσα. Δεν νοσταλγώ εκείνη την εποχή, ούτε την ωραιοποιώ – ήταν δύσκολη και την θυμάμαι καλά και μου την θυμίζουν ακόμη οι λίγες ηρωίδες της που έχουν απομείνει στο χωριό. Ανατρέχω όμως σε αυτή και αναζητώ όλα εκείνα τα στοιχεία, αρχέγονα και πρωτογενή ως επί το πλείστον που πλούτιζαν κάθε σπίτι στο χωριό, έδεναν τα μέλη κάθε οικογένειας και στηρίζονταν αποκλειστικά στις δυνάμεις των ανθρώπων και της κοινότητας μέσα φυσικά από τις συνθέσεις και τις αντιπαλότητές της.  

Αυτό αχνοφάνηκε στη διάρκεια της επιδημίας ανάμεσά μας αλλά ήμασταν πολύ λίγοι και οι περισσότεροι αδύναμοι, σωματικά, ψυχικά και πολιτιστικά να το εξελίξουμε και να του δώσουμε μορρφή. Νομίζω όμως ότι ούτε και αν ξαφνικά γέμιζε (μετά την άρση των περιοριστικών μέτρων) το χωριό και την επιστροφή πολλών αγχωμένων συγχωριανών θα καταφέρναμε να αναβιώσουμε εκείνη την παλιά κοινότητά μας με όλα τα καλά και τα κακά βεβαίως που την χαρακτήριζαν. Γιατί αν και με την εμπειρία της επιδημίας και τον φόβο των δυσκολιών που σίγουρα θα ακολουθήσουν, η ανάγκη όπως την έβλεπαν οι παλιότεροι για τη συνέχεια της ζωής είναι πλέον κούφια . Ούτε η πρόβλεψη για το αύριο, ούτε και η σκέψη να μείνει κάτι πίσω για την επόμενη γενιά ευδοκιμεί πλέον. Ότι καλό φύτρωσε αυτή την παγωμένη άνοιξη στο χωριό μας, έμεινε ανάμνηση των λίγων που ήμασταν εκεί.

Το κείμενο αυτό φιλοδοξεί να παίξει το ρόλο μιας εισαγωγής σε μια σειρά άλλων κειμένων.
ημερολογιακής πάλι γραφής πάνω στα στοιχεία που έχουν χαθεί αλλά και σ’ εκείνα που εν μέρει έχουν τα έχουν αντικαταστήσει στα πλαίσια της χαμένης κοινότητας του χωριού μου αλλά και γενικότερα. Σε εκείνα τα στοιχεία τα οποία είτε ως ανάμνηση επηρεάζουν την τρέχουσα καθημερινότητα και σε όσα έχουν επιβάλλει καινούργιες συμπεριφορές οι οποίες τραγικά προσπαθούν να δημιουργήσουν μια αίσθηση κοινότητας…

ΥΓ. Διάλεξα να στολίσω αυτό το κείμενο μια φωτογραφία με κεράσια από την κερασιά της αυλής η οποία και εφέτος έδωσε πάλι όλες τις δυνάμεις της να γεμίσει τα κλαδιά της καρπό και τα κατάφερε. Δεν είναι από τις ντόπιες ποικιλίες, αυτές που ήταν πλούτος κάποτε για το χωριό έχουν χαθεί γιατί κανείς δεν φρόντισε να τις διατηρήσει και να φροντίσει τα δέντρα που ήταν κεφάλαιο για κάθε νοικοκυριό.  Απ’ αυτή την κερασιά (με υπόξινο καρπό και πολύ ευαίσθητο)  φτιάχνουμε κάθε χρόνο γλυκό κεράσι και το χρώμα τους μας θυμίζει τα παλιά, περίφημα καψιώτικα κεράσια τα οποία ελάχιστοι έχουν μείνει στο χωριό να τα θυμούνται. Του χρόνου δε ελπίζω να έχουμε και τους πρώτους καρπούς από κερασιές που έφερα από την Έδεσσα, σε μια προσπάθεια να βελτιώσω την παραγωγή του χωριού αλλά και να μου θυμίζει τους δεσμούς αγάπης που έχω αναπτύξει τα τελευταία χρόνια με αυτόν τον τόπο.

ΜΕΓΑΛΗ ΚΑΨΗ, 16062020