Σελίδες

Σάββατο 27 Οκτωβρίου 2018

ΕΝΑΣ ΗΡΩΑΣ ΤΗΣ ΑΛΒΑΝΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΖΩΗΣ




Έχω γνωρίσει ένα μεγάλο αριθμό ανθρώπων που πολέμησαν στην  Αλβανία και έναν άλλο, μεγάλο επίσης αριθμό που συμμετείχαν στην Αντίσταση καθώς και στον Εμφύλιο και από τις δυο πλευρές. Οι περισσότεροι ήταν συγχωριανοί μου, συντοπίτες αλλά και από άλλα μέρη της Ελλάδας, αρκετοί από δε αυτούς  και όταν τέλειωνε πια η γενιά τους υπήρξαν και συνομιλητές μου και η ζωή τους έγινε θέμα στις εφημερίδες, ειδικά την δεκαετία που έκλεινε ο 20ος αιώνας. Τους θυμάμαι έναν – έναν αλλά απ’ όλους ξεχωρίζω τον Παύλο Δράκο τον οποίο γνώρισα δυο τρεις εβδομάδες πριν πεθάνει Χριστούγεννα του 2010 και με αυτόν έκλεισα την αναζήτηση των τελευταίων ηρώων μιας ανεπανάληπτης εποχής…


Ο Παύλος Δράκος είχε γεννηθεί το 1916 στην Ανατολική Φραγκίστα Ευρυτανίας κι εκεί σαν γύρισε περπατώντας με σακατεμένα από τα κρυοπαγήματα ποδάρια, έζησε όλα τα χρόνια δουλεύοντας τη γη του, βόσκοντας το κοπάδι του και κάνοντας τίποτα μεροκάματα σαν έβρισκε να ζήσει την οικογένειά του. Δεν έβγαλε ποτέ ένα αχ για τη ζωή και ας τον πόναγαν τα ποδάρια και τα είχε χειμώνα – καλοκαίρι τυλιγμένα με χοντρές μάλλινες κάλτσες.Έφυγε προχθές, με ένα παράπονο από την πατρίδα γιατί, 70 ολόκληρα χρόνια από τον πόλεμο και δώθε, κανένας από τους εκπροσώπους της, δεν χτύπησε την πόρτα του να τον ρωτήσει αν είχε κάποια ανάγκη. Είχε στείλει κι αυτός κάποτε τα χαρτιά του να πάρει μια σύνταξη αναπήρου όπως άλλοι παθόντες και ουδέποτε έλαβα απάντηση αλλά η φιλοπατρία του δεν του επέτρεψε να ασχοληθεί περισσότερο με το ζήτημα γιατί έχανε πολύτιμο χρόνο από τον αληθινό αγώνα της ζωής που μοιράστηκε με την κυρά Νίκη που μόνη της τον φρόντισε όσο μπορούσε το τελευταίο καιρό που τον πλάκωσαν οι βαριές αρρώστιες. Όσο και να τον κρατούσε γερά να μη φύγει, ο Δράκος της έφυγε χωρίς να γυρίσει τα μάτια του πίσω σε μακρινό ταξίδι…
ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΦΡΑΓΚΙΣΤΑ, 23122010

Τρίτη 23 Οκτωβρίου 2018

ΣΤΙΣ ΕΠΑΛΞΕΙΣ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΕΠΟΧΗΣ…



Μετράει έξι χρόνια ζωής αυτή η φωτογραφία που μου έκανε η συνάδελφος Ελένη Τραΐου, πάνω στα κάγκελα της Σταδίου, μπροστά από το βιβλιοπωλείο «Ιανός». Εκεί περίμενα πάντα τη στιγμή να πατήσω το κουμπί της μηχανής σε μια από τις πορείες που γίνονταν καθημερινά τότε και πάντα σχεδόν κατέληγαν σε επεισόδια  και όσοι συμμετείχαν, έτρεχαν μακριά να πάρουν μια ανάσα από τα χημικά και να γλιτώσουν το κεφάλι τους από τον καθιερωμένο  πετροπόλεμο μεταξύ μπαχαλάκηδων – ΜΑΤ που νέκρωνε για ώρες την πόλη.

Ήταν μια άλλη εποχή τότε, και οι συνθήκες κατάλληλες να χωθούν πιο βαθιά στο σώμα μιας κοινωνίας που ζητούσε το δίκιο της στους δρόμους, οι ρίζες της σημερινής κατάστασης και έθρεψαν το μεγάλο δέντρο που σκιάζει με κάθε τρόπο τη δημόσια και ιδιωτική ζωή μας. Δεν ξέρω ποιοι και πόσοι θυμούνται εκείνες τις ημέρες, αυτές που προηγήθηκαν κι αυτές που ακολούθησαν τον τρομερό χειμώνα του ’12 – ’13 και αναλογίζονται το χρόνο που χάθηκε και τις ζημιές που υπέστη η κοινωνία μας και ολόκληρη η χώρα. Δεν ξέρω και δεν είναι του παρόντος να αναφερθώ εν μέρει ή στο σύνολό στην εξαετία που πέρασε.

Η φωτογραφία μου θύμισε τότε το κουράγιο που είχα να είμαι καθημερινά στο δρόμο, είχα διαλέξει δε αυτό το σημείο στα κάγκελα της Σταδίου να ανεβαίνω και να βλέπω από λίγο ψηλότερα τις πορείες και να κρίνω απ’ ότι έβλεπα τι έμελλε να ακολουθήσει, καθώς ο κύριος στόχος των διαδηλωτών ήταν η Βουλή και τα επεισόδια μέσα και γύρω από το Σύνταγμα. Από εκείνη την περίοδο προέκυψε ένα αξιόλογο αρχείο φωτογραφιών στο οποίο ανατρέχω καμιά φορά να κάνω συγκρίσεις και σχόλια στην σημερινή κατάσταση.

Παράλληλα, όλα τα χρόνια της δεκαετίας της κρίσης που τυχαίνει να περάσω κι εγώ στην χρήση ψηφιακής φωτογραφικής μηχανής και του Facebook, εκτός από τα ταξίδια που έκανα σε όλη την Ελλάδα έβγαινα τακτικά και στους δρόμους της πόλης και φωτογράφιζα ότι έκρινα ενδιαφέρον, με τη δική μου ματιά βεβαίως. Έτσι προέκυψε κι ένα άλλο, πολύτιμο τολμώ να το χαρακτηρίσω αρχείο με σκηνές από την πόλη και με βάση αυτές έφτιαχνα κείμενα που ανέβαζα στο Facebook στην αρχή και κατόπιν στο blog του Ακτήμονα μέσω του οποίου, μιας και λόγω κρίσης άρχισαν να περιορίζονται οι συνεργασίες μου με τα έντυπα, άρχισα να καλύπτω την ανάγκη μου να γράφω κάθε μέρα.

Έτσι προέκυψε ένα άλλο υλικό, μιας οκταετίας σχεδόν χωρισμένο σε δυο κατηγορίες: μια της υπαίθρου και μια της πόλης και το οποίο προσπαθώ να βάλω σε μια σειρά προκειμένου κάποια από εκείνα τα κείμενα να εκδοθούν σε βιβλίο. Παράλληλα προσπαθώ να κάνω κάποια ταξίδια αλλά δεν μου βγαίνει όπως παλιά και γι’ αυτό περιορίζομαι στην Αθήνα. Η διαφορά τώρα ότι αυτά τα κείμενα θα βλέπουν καθημερινά το φως της δημοσιότητας πρώτα στις σελίδες της εφημερίδας «Φιλελεύθερος» καθώς και στο ένθετο περιοδικό για το Κυνήγι, το Ψάρεμα και την ύπαιθρο στην εφημερίδα «Δημοκρατία» και κατόπιν στο διαδίκτυο. Κι αυτό γιατί, μαθημένος από τις εφημερίδες, πιστεύω πως άλλη αίσθηση είναι να διαβάζεις ένα κείμενο που σου αρέσει στο χαρτί κι αλλιώς σε μια οθόνη!

ΑΘΗΝΑ, 23102018

Κυριακή 21 Οκτωβρίου 2018

Ο ΚΟΣΜΟΣ ΛΙΓΟ ΠΙΟ ΠΑΝΩ ΑΠΟ ΤΟ ΧΩΜΑ




Είναι η εποχή τους. Τα μανιτάρια, λογής – λογής φυτρώνουν εκεί που σαπίζει το καλοκαίρι και αποσυντίθεται η εποχή της καρποφορίας. Ο ρόλος τους στη φύση είναι να διαλύουν με τις ρίζες και τους χυμούς τους την οργανική ύλη και να την μετατρέπουν σε απλά στοιχεία ώστε τα νέα φυτά που βλαστήσουν την άνοιξη στο ίδιο χώμα να τα αντλήσουν, να δυναμώσουν και να προχωρήσουν σε ένα νέο κύκλο ζωής και καρποφορίας. Όταν κλείσει κι αυτός, οι σπόροι του μανιταριού θα λειτουργήσουν πάλι όπως πρέπει και τότε θα είναι ξανά ένα συννεφιασμένο φθινόπωρο.

ΜΕΓΑΛΗ ΚΑΨΗ, 21102018



μεγ

ΜΕΓΑ

Παρασκευή 19 Οκτωβρίου 2018

ΜΕ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΣΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΜΟΝΟ




Όπως λένε, και μετά βεβαιότητας μάλιστα γιατί έχουν στα χέρια τους τα αποτελέσματα φανερών ή κρυφών μετρήσεων οι ειδικοί περί τα κοινωνικά δίκτυα,  οι μισοί κάτοικοι της Ελλάδας είναι μέλη στο Facebook. Στους υπόλοιπους συμπεριλαμβάνονται τα βρέφη και τα μικρά παιδιά, οι πολύ ηλικιωμένοι, καθώς και ένας μεγάλος αριθμός συμπολιτών μας που πεισματικά αρνείται να μπει σε αυτά δίκτυα γιατί ο καθένας έχει τους λόγους του.

Κατά συνέπεια λειτουργούν παραπάνω από πέντε εκατομμύρια συσκευές που εξυπηρετούν την διαδικτυακή επικοινωνία των Συνελλήνων και των αμέτρητων αλλοδαπών βεβαίως καθώς και  οι πιο δημοφιλείς απ’ αυτές είναι τα κινητά τηλέφωνα, τα λεγόμενα smartphone τα οποία δεν λείπουν από τα χέρια κανενός και αυτό το βλέπουμε παντού, ιδιαίτερα στα μέσα μαζικής μεταφοράς όπου όλοι οι επιβάτες, όρθιοι ή καθισμένοι με αυτά ασχολούνται. Τούτο πάλι δεν σημαίνει ότι όλοι έχουν το νου τους στα κοινωνικά δίκτυα αλλά πολλοί είναι εκείνοι που εκμεταλλευόμενοι τον χαμένο χρόνο της μετακίνησης διεκπεραιώνουν την αλληλογραφία τους, διαβάζουν εφημερίδες και περιοδικά, ακούνε ειδήσεις ή μουσική.

 Εξαίρεση στην πάνδημο πλέον συνήθεια της χρήσης των κινητών σε δημόσιους χώρους αποτελούν λίγες στιγμές της καθημερινότητας και κυρίως αυτές που δεν επιτρέπουν σε κάποιον άνθρωπο να χάσει από τα μάτια του τις κινήσεις του άλλου ή όταν ο διάλογος άπτεται πραγμάτων που έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Όπως για παράδειγμα στους παίκτες των επιτραπέζιων παιχνιδιών που συχνάζουν σε ορισμένα πάρκα της πόλης γιατί στα περισσότερα η εγκατάλειψη και η παραβατικότητα τα κάνει αφιλόξενα για όλους.
Έτσι παρατηρούμε ομάδες ανδρών, αλβανικής καταγωγής κυρίως που μένουν για δεκαετίες στην Ελλάδα οι περισσότεροι, να μαζεύονται κάτω από τα δέντρα σε πλατείες, όπως αυτή της Αργεντινής Δημοκρατίας στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας, στο λόφο Φινόπουλου, στο Πάρκο Κλωναρίδου στα Πατήσια, ακόμα και σε ορισμένες ασφαλείς γωνιές του Πεδίου Άρεως. Εκεί παίζουν με τις ώρες επιτραπέζια παιχνίδια, ντάμα, ντόμινο και άλλα που όπως φαίνεται συνήθιζαν να παίζουν και στις πατρίδες τους ενώ όλο το σκηνικό μοιάζει με τις παρτίδες τάβλι που βλέπαμε να διεξάγονται παλιότερα στα καφενεία και σε άλλους χώρους.

Είναι δεν τέτοια η προσήλωσή τους στο παιχνίδι που ούτε καν ενδιαφέρονται τι γίνεται γύρω τους και αν κάτσει κάποιος να τους παρακολουθήσει, θα διαπιστώσει πως σχεδόν κανένας τους δεν χρησιμοποιεί κινητό τηλέφωνο κι αν κάποιου κουδουνίσει, αυτό είναι από τα παλιά που δεν πιάνει ιντερνέτ. Το γεγονός δεν σημαίνει απαραίτητα οικονομική στενότητα για τους χρήστες τους, αλλά από όλο τον αέρα που έχουν στις κινήσεις τους φαίνεται πως είναι μια επιλογή, όχι μόνο για την ώρα του παιχνιδιού αλλά και για όλη την ημέρα και δείχνουν να το απολαμβάνουν και χαίρονται που το φανερώνουν! 

ΑΘΗΝΑ, 29092018. Εφημερίδα "Φιλελεύθερος", 16102018, σελ.37


Πέμπτη 18 Οκτωβρίου 2018

ΤΑ ΜΑΝΙΤΑΡΙΑ ΠΟΥ ΑΠΟΔΟΜΟΥΝ ΤΑ ΝΕΚΡΑ ΞΥΛΑ




Μου αρέσει που βλέπω πολλές φίλες και φίλους να ασχολούνται με τα μανιτάρια και γνωρίζουν τα πάντα γύρω από αυτά και ξέρουν μάλιστα να τα μαγειρεύουν με πολύ ωραίο τρόπο και ελπίζω κάποια στιγμή να δοκιμάσω κι εγώ τις σπεσιαλιτέ τους. Ως τότε αρκούμαι να βλέπω από μακριά (γιατί δεν τα γνωρίζω) τα μανιτάρια της μικρής πατρίδας και να χαίρομαι την ομορφιά τους αλλά και το ρόλο τους – όπως αυτή η πυκνή αποικία που βάζει τις ισχνές δυνάμεις της να αποδομήσει ένα ξερό κούτσουρο καστανιάς και χρόνο με το χρόνο προχωράει ικανοποιητικά το έργο της.

ΜΕΓΑΛΗ ΚΑΨΗ, 19102015

Η ΚΛΗΜΑΤΑΡΙΑ ΣΤΗΝ ΟΔΟ ΜΕΡΣΙΝΗΣ




Η οδός Μερσίνης είναι παράλληλος της Λιοσίων και ορίζεται από τις επίσης μικρές οδούς Εϋνάρδου και Αδάνων και είναι τόσο μικρή και βεβαίως άγνωστη σε όλους τους κατοίκους των Αθηνών, πλην εκείνων που κατοικούν σε αυτή την ξεχασμένη γειτονιά που βρίθει αντιθέσεων τόσο στην εικόνα της αλλά πλέον και στην πληθυσμιακή της σύνθεση. Οι παλιοί κάτοικοί της, αυτοί που πήραν διαμέρισμα δίνοντας αντιπαροχή το πατρογονικό ισόγειο ή δίπατο σπίτι ή οι άλλοι από την επαρχία που αγόρασαν εκεί σπίτι είτε μας βλέπουν από τον ουρανό ή ζουν με τις αναμνήσεις τους από μια άλλη Αθήνα, κάπου στα βόρεια προάστια.    

Η οδός Μερσίνης είναι δεν είναι εκατό μέτρα και αποτελεί ένα παράδοξο για την πόλη καθώς η ζυγή πλευρά της παραμένει σε όλο το μήκος της εντελώς άθικτη και παρουσιάζει μια εικόνα όπως χτίστηκε στις αρχές του 20ου αιώνα. Στην άλλη, στη μονή πλευρά της, διατηρούνται ορισμένα κτίρια της ίδιας εποχής αλλά η εικόνα έχει διαρραγεί καθώς κάποια απ’ αυτά έδωσαν τη θέση τους σε πρόχειρες πολυκατοικίες οι οποίες δεν δείχνουν πλέον και τόσο ζωντανές όσο θα μπορούσε να ήταν κάποτε και σε τούτο σίγουρα φταίει η παρακμή που έχει ριζώσει βαθιά και για τα καλά και απλώνεται συνέχεια στην πόλη.

Τα σπίτια της δεξιάς πλευράς της οδού Μερσίνης είναι ένα σκηνικό, μοναδικό στην Αθήνα καθώς σε μια σειρά όλα, ισόγεια ή δίπατα, αποκαλύπτουν πολλές πτυχές της αρχιτεκτονικής της Αθήνας όπως αυτή εκφράστηκε από τους λαϊκούς τεχνίτες της εποχής ενώ δίνουν και σημαντικές πληροφορίες για τα υλικά που χρησιμοποιήθηκαν. Στους γυμνούς από σοβάδες τοίχους των προσόψεών τους βλέπουμε αγκωνάρια που σίγουρα έχουν χρησιμοποιηθεί σε προγενέστερες οικοδομές, λιθάρια από κοντινά λατομεία αλλά και πλίνθους, πράγμα όχι και πολύ συνηθισμένο για την Αθήνα με το πετρώδες υπέδαφος.    
Τούτα τα στοιχεία φαντάζομαι, μαζί βεβαίως και πλήθος άλλων αποτελούν και πεδίο μελέτης των φοιτητών της αρχιτεκτονικής αλλά και όσων αγαπούν την παλιά Αθήνα και τους αρέσει να βλέπουν γωνιές της που τους ταξιδεύουν στο ρομαντικό παρελθόν της.
Πίσω από τη σειρά των σπιτιών όμως υπάρχουν ενδιαφέροντα, που πιθανώς θα προσέλκυαν άλλους, πέρα από την αρχιτεκτονική και αυτά είναι τα φυτά που αναπτύσσονταν στην αυλή ενός παλιού αθηναϊκού σπιτιού. Τέτοια ήταν οι συκιές, οι λεμονιές και κυρίως τα κλήματα που εκτός από τα σταφύλια που χάριζαν στους νοικοκυραίους προσέφεραν και τη σκιά κατά τους θερινούς μήνες. 



Αυτές οι κληματαριές που η περιποίησή τους ήταν ελάχιστη είχαν ρίζες στα αρχαία κλήματα επέζησαν και εξελίχθηκαν μέσα στους αιώνες στην αττική γη και μια απ’ αυτές πίσω από το σπιτόπουλο της οδού Μερσίνης 2 κάρπισε κι εφέτος και καθώς δεν μάζεψε τα σταφύλια ενώ ούτε τα πουλιά τα λεηλάτησαν είναι ακόμη στη θέση τους και καθώς προχωρά το φθινόπωρο, μοιάζουν να μαραζώνουν μαζί με τα σπίτια μιας ξεχασμένης αθηναϊκής γειτονιάς. 

ΑΘΗΝΑ, 18102018. Εφημερίδα "Φιλελεύθερος", 12102018, σελ. 47.

Τετάρτη 17 Οκτωβρίου 2018

Η ΧΑΜΕΝΗ ΤΙΜΗ ΤΩΝ ΚΑΡΥΔΙΩΝ


Κάθε καρύδι για να μαζευτεί από το έδαφος απαιτεί κι ένα σκύψιμο και κατά παράδοση, 
η ποδιά που φορούσαν οι γυναίκες ήταν το καλύτερο μέσο για να αρχίσει η συγκομιδή τους

Ήταν μέχρι λίγες δεκαετίες, τότε που τα χωριά ήταν ακόμη γεμάτα από κόσμο και οι ανάγκες τους έπρεπε να καλυφθούν από την παραγωγή που είχαν στον τόπο τους και από τα χωράφια και τα κοπάδια τους έφταναν όλα στο τραπέζι τους,γεμάτος και ο τόπος από καρυδιές των οποίων ο πολύτιμος καρπός εκτός από το αποτελούσε κάτι το ιδιαίτερο για όλους, αλλά αποτελούσε και το σκληρό νόμισμα των αγροτικών αυτών κοινωνιών.

Η εποχή αυτή, όπως εξάλλου κάθε τι που δήλωνε την ιθαγένεια στην παραγωγή των βασικών διατροφικών προϊόντων στην ελληνική επαρχία πέρασε στο περιθώριο της ιστορίας και κοντεύουν να ξεχαστούν και ο τρόπος που κάθε νοικοκύρης προσπαθούσε να καταφέρει τούτο αλλά και η φύση έχει πια περιορίσει αισθητά τη γενναιοδωρία της. Πιθανόν τούτο να συμβαίνει γιατί η φύση καθώς δεν βλέπει να μην την έχει ανάγκη ο άνθρωπος που προσπαθεί μάλιστα με άλλους πιο πιεστικούς τρόπους να την καρπωθεί, να περιορίζει η ίδια την παραγωγή της για λόγους που μπορεί να καταλαβαίνουμε...


Ο νεαρός Αλβανός δήλωσε πως ξέρει από ραβδισμό καρυδιάς και πήρε το λούρο να την 
τινάξει αλλά το αποτέλεσμα του εγχειρήματος διέψευσε τον νοικοκύρη του δέντρου.

Ο λόγος όμως για τις καρυδιές, ένα ευλογημένο δέντρο για την ορεινή Ελλάδα που φύτρωνε εύκολα παντού αλλά οι άνθρωποι προτιμούσαν να τη βάζουν στην άκρη των χωραφιών να ποτίζεται λιγάκι και να μην βαραίνει με τη σκιά του τις άλλες καλλιέργειες. Είναι όντως βαρύς ο ίσκιος της καρυδιάς αλλά τις περισσότερες φορές το παρέβλεπαν καθώς κοντά ή ακόμη και πάνω από το σπίτι, ήταν καλύτερα για τον έλεγχο της σοδειάς από τους περαστικούς αλλά και το πλήθος των τρωκτικών και των ποικίλων κορακοειδών που τους αρέσουν πολύ τα καρύδια και τα αρπάζουν πριν ακόμη αυτά ωριμάσουν.
Υπήρχαν όμως και πολλές καρυδιές στα δάση, ορισμένες μάλιστα που ήταν κοντά σε πηγές και ρέματα ήταν πολύ μεγάλες και εντυπωσιακές για το μέγεθός τους και την παραγωγή τους και τον καρπό τους τον μάζευαν αυτοί που νέμονταν τον τόπο ή όποιος προλάβαινε από το χωριό ή τις μοιράζονταν οι γείτονες. Από αυτές τρέφονταν και τα περισσότερα τρωκτικά του δάσους καθώς και τα αγριογούρουνα που εκείνα τα χρόνια ο αριθμός τους ήταν περιορισμένος λόγω της έντονης παρουσίας και δράσης των ανθρώπων στην ύπαιθρο.


Μια χούφτα φρέσκα καρύδια, το κέρδος της χρονιάς από μια καρυδιά που ζει ξεχασμένη στην άκρη ενός χωραφιού και τα οποία γλίτωσαν από τις επιδρομές των τρωκτικών.

Αυτές οι μεγάλες, αιωνόβιες καρυδιές στα δάση δεν υπάρχουν πια καθώς όλες σχεδόν κόπηκαν για το πολύτιμο ξύλο τους. Τούτο έγινε σαν «πάτησε» και τις πιο απόμακρες περιοχές, όπως η Μπέσια και του Κύφου στα Άγραφα ο δασικός δρόμος και από πλευράς δασαρχείων που ήταν αρμόδια γι’ αυτά τα δάση δεν εκφράστηκε καμιά μέριμνα για τη σωτηρία ορισμένων από αυτά των μνημειακών δέντρων της ελληνικής φύσης. Το κέρδος ήταν πολύ πιο ισχυρό από αυτού του είδους τις ευαισθησίες κι έτσι χάθηκαν αυτά τα σπουδαία δέντρα.Το ίδιο εξάλλου συνέβη και με τις καρυδιές που βρίσκονταν μέσα στα χωράφια. Τις περισσότερες από τις μεγάλες τις έκοψαν σαν οι άνθρωποι άρχισαν να εγκαταλείπουν τα χωριά και πολλές περιπτώσεις τα κέρδη από το ξύλο τους επενδύθηκαν στην πρώτη εγκατάστασή τους στις πόλεις και όπου αλλού αναζήτησαν καλύτερη τύχη.

Απέμειναν όμως αρκετές καρυδιές σε όλα τα χωριά για να θυμίζουν την εποχή που τις τελευταίες ημέρες του Σεπτέμβρη όλοι ασχολούνταν με τα πολύτιμα καρύδια. Η συλλογή τους απαιτούσε να καθαριστούν καλά τα χωράφια από τα αγριόχορτα και τα βάτα, να ραβδιστούν τα δέντρα για να πέσει ο καρπός στο έδαφος, να καθριστεί από τα φλούδια που μαυρίζουν με τους χυμούς τους τα χέρια, να πλυθούν, να απλωθούν για να στεγνώσουν καλά και να αποθηκευτούν σε στεγνό και ευάερο μέρος γιατί αλλιώς ο έμπορος που θε έρχονταν να τα πάρει έπρεπε να τα βρει σε άριστη κατάσταση. Όλη αυτή η δουλειά γίνονταν με ιδιαίτερη προσοχή γιατί από τα καρύδια εξαρτιόνταν και η οικονομία κάθε σπιτιού και κυρίως έμπαινε σε αυτά ζεστό χρήμα που κάλυπτε διάφορες ανάγκες.



Μη έχοντας άλλο τρόπο να τινάξουν την καρυδιά τους η Γεωργία και ο Γιάννης Ζηνέλλης στην Καστανιά Ευρυτανίας, πήραν από μόνοι τους μια μακριά κλάρα και ξεκίνησαν. (Φωτογραφία 2013).

Τούτο βέβαια δεν ισχύει στην κλίμακα εκείνη γιατί η καλλιέργεια των καρυδιών στα ορεινά υποχώρησε καθώς έφυγαν οι άνθρωποι και λίγοι πια ασχολούνται με αυτά, κυρίως συνταξιούχοι που ξεκαλοκαιριάζουν στα χωριά τους και το ενδιαφέρον τους πια δεν είναι τόσο οικονομικό αλλά στις περισσότερες φορές στηρίζεται στη νοσταλγία των παλιών εποχών που κάθε χρόνο απομακρύνονται καθώς λιγοστεύει και η γενιά που τους έζησε.

Η διαφορά τούτων των ανθρώπων με τους παλαιότερους είναι ότι πια δεν ραβδίζουν τις καρυδιές αλλά περιμένουν πότε θα βρέξει και να φυσήξει για να πέσει ο καρπός από τα δέντρα να τον μαζέψουν και τούτο συμβαίνει γιατί στα χωριά έπαψαν να υπάρχουν ραβδιστές ή άνθρωποι πρόθυμοι να ανέβουν στα δέντρα να τα ραβδίσουν. Τούτο στα παλαιότερα χρόνια το έκαναν λίγοι άνθρωποι που διάθεταν ευλυγισία και δεν φοβόντουσαν το ύψος γιατί ανέβαιναν σε πολύ ψηλά κλαδιά και έπαιρναν και καλό μεροκάματο αφού πάντα υπήρχε ο κίνδυνος να πέσουν και να τσακιστούν. Το ραβδισμό δε τον έκαναν με μακριά κλαδιά, «λούρια» τα έλεγαν και συνήθως ήταν από μέλεγο γιατί αυτό το κλαρί δίνει μεγάλο ύψος στα κλαδιά του και έχουν μάλιστα και μεγάλη ελαστικότητα.


Πρόκοψε χάρη στο νερό και το σκάψιμο του εδάφους και είναι γεμάτη καρπό μια καρυδιά στην άκρη ενός κήπου με φασόλια και καλαμπόκια στη Μεγάλη Κάψη Φθιώτιδας.

Τη δύσκολη τούτη δουλειά καμιά φορά δηλώνουν πως μπορούν να κάνουν διάφοροι πρόθυμοι για όλα αλλοδαποί, Αλβανοί κυρίως που βρίσκονται στα χωριά αλλά συνήθως δεν ξέρουν, ταλαιπωρούν το δέντρο με άσκοπους ραβδισμούς ενώ οι ντόπιοι είναι επιφυλακτικοί μαζί τους για να μη συμβεί κανένα ατύχημα και μετά τρέχουν και δεν σώνουν. Γι’ αυτό και κάθονται και περιμένουν πότε θα πέσουν τα καρύδια για να τα μαζέψουν ή αποφασίζουν να τις ραβδίσουν από μόνοι τους από το έδαφος και ότι καταφέρουν...


Καρύδια απλωμένα να στεγνώσουν καθώς έχουν φτάσει στο τελευταίο στάδιο 
της συγκομιδής τους και πρέπει να είναι καθαρά και λαμπερά πριν βγουν στην αγορά. 



Η ΣΟΔΕΙΑ ΣΤΟ ΕΛΕΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΙΟΥ





Τα καρύδια ήταν ένα βασικό και πολύτιμο προϊόν της ελληνικής υπαίθρου αλλά τα τελευταία χρόνια λόγω της εγκατέλειψης της υπαίθρου παρατηρείται μια σοβαρή συρρίκνωση των καλλιεργειών και τούτο έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση της παραγωγής. Αυτή όμως δεν είναι και η μόνη αιτία της μείωσής της καθώς η σοδειά είναι και στο έλεος των τρωκτικών που χωρίς να έχουν κανένα εχθρό λυμαίνονται τον καρπό και των αρπακτικών πτηνών που χωρίς κανένα φόβο τον αρπάζουν από το κλαρί ακόμη άγουρο. Τις νύχτες τα χωράφια πλημμυρίζουν από ποντίκια και αγριογούρουνα που δεν αφήνουν καρπό για καρπό και την ημέρα σκίουρους που με ταχύτατες κινήσεις πιάνουν τον καρπό από το κλαρί και τον κουβαλάνε σε άλλο σημείο πιο ασφαλές γι’ αυτούς για να το φάνε καθώς και από τις άφοβες κίσσες και κοράκια. Αυτό γίνονταν και παλαιότερα αλλά τότε ήταν γεμάτος ο τόπος από καρυδιές και κάπως μοιράζονταν οι ζημιές σε όλο το χωριό ενώ τώρα την πληρώνουν τα λίγα εναπομείναντα δέντρα κοντά στα σπίτια ενώ κανένας πια δεν πάει να κυνηγήσει όπως τα περασμένα χρόνια πουλιά σε αυτά τα χωράφια. Με λίγα λόγια, η απουσία του ανθρώπου από την ύπαιθρο και η μείωση των καλλιεργειών είχε σαν αποτέλεσμα τον πολλαπλασιασμό των τρωκτικών και την αρπαγή της μικρής παραγωγής.



ΜΕΓΑΛΗ ΚΑΨΗ, 17102018. Περιοδικό "Κυνήγι - Δημοκρατία, 17102018, σελ. 

Τρίτη 16 Οκτωβρίου 2018

ΕΝΑ ΣΚΗΝΙΚΟ ΣΑΛΟΝΙΟΥ ΣΤΟ ΕΡΕΙΠΙΟ




To διώροφο πέτρινο ερείπιο που βρίσκεται στην οδό Μαιζώνος, λίγα μέτρα πριν από την φαρδιά οδό Δεληγιάννη, αποτελεί δείγμα μιας ακμάζουσας κάποτε γειτονιάς η οποία μέσω λόγω της γειτνίασης με τους σιδηροδρομικούς σταθμούς γέμισε ξενοδοχεία και κτίρια γραφείων καθώς βρίσκεται πολύ κοντά και στην Ομόνοια. Τούτο μαζί με ορισμένα άλλα τα οποία βάραιναν ζητήματα μεταξύ των κληρονόμων και πιθανόν και χρέη προς σε κάποια τράπεζα, γλίτωσαν την αντιπαροχή και λιώνουν σε μια παλιά αθηναϊκή γειτονιά που η πολυπολιτισμικότητα όπως επιβάλλεται μάλλον δείχνει να την εξελίσσει σε ένα γκέτο στην καρδιά της πόλης.

Το κτίριο που αναφέρουμε οικοδομήθηκε στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα και για πολλές δεκαετίες πρέπει να γνώρισε δόξες αλλά απ’ όταν εγκαταλείφθηκε –πάνε πολλά χρόνια κι αυτό φαίνεται από την έλλειψη της στέγης, τους γδαρμένους από σοβατίσματα τοίχους και τα κουφώματα που λείπουν- για προφανείς λόγους δεν κίνησε το ενδιαφέρον κανενός και έμεινε στο έλεος κάθε εισβολέα που το χρησιμοποίησε για προσωρινή στέγαση ή ακόμη για δραστηριότητες που σχετίζονται με ναρκωτικά και άλλες παρανομίες. Με τον καιρό και με την διάλυση της εσωτερικής σκάλας εγκαταλείφθηκε παντελώς και καθώς τίποτα δεν εμποδίζει την είσοδο στο εσωτερικό του, εξελίχθηκε σε μια κρυφή χωματερή.

Δεν είναι λίγα τα σκουπίδια που βρίσκονται στο μέσα στο ερείπιο αλλά εκείνο που ξεχωρίζει είναι ένα σαλονάκι με δυο πολυθρόνες και ένα στρογγυλό τραπεζάκι που κάποιος ή κάποιοι μάζεψαν από τα σκουπίδια και τα έστησαν σε μια γωνία που δεν αποκλείεται, όταν ήταν ζωντανό το σπίτι οι νοικοκυραίοι του να είχαν απλώσει το δικό τους. Δεν είναι όμως το σαλονάκι που δημιουργεί αυτή την εντύπωση. Από τα σκουπίδια πάλι έχουν πάρει ένα γραφειάκι, κάνα δυο άλλες καρέκλες, ένα κομοδίνο και μια μικρή βιβλιοθήκη και όπως τα έβαλαν δημιουργούν με τον αφαιρετικό τρόπο τους το σκηνικό που μπορούν να παιχτεί ένα θεατρικό έργο με θέματα όπως η εγκατάλειψη, η απελπισία και οι ψευδαισθήσεις.

Δεν γνωρίζουμε ποιοι έστησαν αυτό το σκηνικό στο ερείπιο και θα είχε ενδιαφέρον να τους συναντήσουμε και να κάτσουμε στο σαλονάκι να μιλήσουμε. Όπως ενδιαφέρον θα είχε πάλι να σηκωθούμε και να κάτσουμε στο διαλυμένο μπαρ που έστησαν με τα ίδια υλικά από τα σκουπίδια μαζεμένα και είναι εμφανές ότι λειτούργησε αρκετό καιρό δίνοντας την αίσθηση στους πλάνητες της περιοχής ότι μπορούν κι αυτοί να ζήσουν κάποιες στιγμές όπως οι άλλοι που έχουν μόνιμη στέγη στο κεφάλι τους. Και γι’ αυτούς μπορεί μάλιστα να είναι και καλύτερα που η ζωή τους στο ξεσκέπαστο ερείπιο κυλάει κάτω από τα φύλλα μιας βρωμοκαρυδιάς που ρίζωσε στο πάτωμα, έριξε μπόι και με τα βλαστάρια που βγαίνουν από τις ρίζες της θα δημιουργήσει σύντομα ένα μικρό δάσος πάνω από το σκηνικό.



ΑΘΗΝΑ, 16102018. Εφημερίδα "Φιλελεύθερος", 15102018, σελ. 37

Δευτέρα 15 Οκτωβρίου 2018

ΜΙΑ ΓΙΟΡΤΗ ΣΤΑ ΠΡΟΠΥΛΑΙΑ




Από τις πιο ωραίες στιγμές που ζει η πόλη και σε αυτές πρωταγωνιστούν οι νέοι, είναι εκείνες της απονομής των πτυχίων στους αποφοίτους του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, στο κεντρικό κτίριο, τα λεγόμενα Προπύλαια τα οποία είναι γνωστά και ως χώρος  συγκέντρωσης πάσης φύσεως διαμαρτυριών και το σημείο εκκίνησης των περισσότερων διαδηλώσεων που ταλαιπωρούν συχνά – πυκνά την Αθήνα.

Το γεγονός αυτό από μια απλή τελετή, όπως την καθιέρωσαν και την έζησαν οι παλαιότεροι, έχει εξελιχθεί τα τελευταία χρόνια σε ένα πολυθέαμα με πολλά στοιχεία από ανάλογες τελετές στα ευρωπαϊκά και αμερικάνικα πανεπιστήμια ενώ δείχνουν και επιρροές  και από τα τηλεοπτικά σώου της ημεδαπής show biz σε αυτό το χώρο. Εκτός από τους φοιτητές, τους γονείς τους και τους οικείους τους και τους καθηγητές που κλασσικά συμμετέχουν σε αυτές τις εκδηλώσεις, εμπλέκεται και μια σειρά επαγγελματιών που εν ονόματι της ιδιαίτερης στιγμής επιβάλλουν συμπεριφορές όπως φωτογράφοι, κομμωτές, μόδιστροι, ονυχοπλάστες, μακιγιέρ, δερματοστίκτες και άλλοι που η στιγμή τους προσφέρει ένα καλό μεροκάματο. Τελευταία έχει επικρατήσει να ραίνονται όλοι από πολύχρωμο, λαμπερό κομφετί και κορδέλες τις οποίες παίρνει ο αέρας μετά και  στολίζει για μέρες τα δέντρα και το άγαλμα του Κοραή.

Έτσι μετά την απονομή, με τη λαμπρότητα και την συγκίνηση που προκαλεί μια τέτοια στιγμή στη ζωή ενός φοιτητή στη μεγάλη αίθουσα του ΕΚΠΑ, ακολουθεί η φωτογράφιση γιατί όσο και από κανενός τα χέρια δεν λείπει το τηλέφωνο, η ματιά του επαγγελματία φωτογράφου είναι απαραίτητη και ο χώρος μετατρέπεται σε μια πασαρέλα γεμάτη από νεαρά κορίτσια που φωτογραφίζονται κρατώντας στα χέρια τους τα πτυχία και μεγάλες ανθοδέσμες. Οι νέοι ακαδημαϊκοί πολίτες, ειδικά οι γυναίκες αμιλλώνται στο ντύσιμο που ισορροπεί ανάμεσα στην πρόκληση και στο αταίριαστο πολλές φορές με την ηλικία τους αλλά και την ώρα που γίνεται η εκδήλωση, ενώ τα αγόρια προσπαθούν με τον ίδιο τρόπο να περάσουν τον Ρουβίκωνα από τη φοιτητική ζωή σε αυτή του ενεργού πολίτη και των υποχρεώσεων.

Από κοντά και οι γονείς που καμαρώνουν φανερά ενώ μέσα τους νιώθουν μια βαθιά ανακούφιση καθώς φτάνουν κοντά στο τέλος του χρέους των σπουδών των βλαστών τους και την αρχή μιας νέας αγωνίας  που έχει να κάνει με την ανεργία των νέων επιστημόνων. Εννοείται ότι στον αέρα της γιορτής πλανάται και ένα άλλο νέφος, των κλασσικών υποσχέσεων για το μεγάλο δώρο για το πτυχίο που είναι συνήθως ένα αυτοκίνητο, αλλά τελευταία  και κάποιο μεταπτυχιακό που θα δώσει τη δυνατότητα στον απόφοιτο να συνεχίσει για ένα χρονικό διάστημα τις σπουδές, αναβάλλοντας έτσι την στιγμή που θα βουτήξει στην πραγματικότητα που λέγεται ζωή και δεν είναι καθόλου εύκολη στη χώρα μας και δεν αποκλείεται να αναζητήσουν μια καλύτερη στα ξένα...

Παρόλα αυτά και με όλα αυτά είναι πάντα μια ωραία γιορτή!



ΑΘΗΝΑ, 15102018. Εφημερίδα "Φιλελεύθερος", 01102018, σελ. 37.


Πέμπτη 11 Οκτωβρίου 2018

ΣΠΙΤΙ, ΑΥΛΗ ΚΑΙ ΔΟΥΛΕΙΑ ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ




Όταν άρχισε η αντιπαροχή στην Αθήνα, ήτοι η παραχώρηση του οικοπέδου που θα προέκυπτε από το γκρέμισμα του παλιού, προγονικού συνήθως σπιτιού ή και μεγάρου αρκετές φορές στον εργολάβο να σηκώσει πολυκατοικία, τα ποσοστά χτισμένης επιφάνειας για τους συμβαλλόμενους ήταν το κλειδί για να μην βγει κανένας χαμένος απ’ αυτή την τραγική για την Αθήνα εποχή που άλλαξε παντελώς την εικόνα της πόλης και την έκανε τις περισσότερες γειτονιές της ένα μαχαλά από ακαλαίσθητες κατασκευές.

Οι εργολάβοι κατά κανόνα παραχωρούσαν στον ιδιοκτήτη  κάποιο ωραίο διαμέρισμα για να χρυσώσουν το χάπι της συγκατοίκησης με ένα σωρό άλλους αγνώστους μαζί με κάποια γκαρσονιέρα ίσως αν ήταν μεγάλο το οικόπεδο και πουλούσαν τα υπόλοιπα στους ενδιαφερόμενους. Για τον εαυτό τους συνήθως κρατούσαν τα μαγαζιά στο ισόγειο από τα οποία έβγαλαν αρκετά λεφτά τις περασμένες δεκαετίες της ευμάρειας που άνθισε και η μικρομεσαία επιχείρηση με τους παντός είδους επαγγελματίες σε κάθε γειτονιά. 

Στο ισόγειο επίσης και σε δρόμους που δεν είχαν ιδιαίτερη εμπορική κίνηση οι εργολάβοι έφτιαχναν μικρές γκαρσονιέρες οι οποίες είχαν μεγάλη ζήτηση από τους νεοερχόμενους από  την επαρχία που αναζητούσαν την τύχη τους στην πρωτεύουσα και φυσικά τους φοιτητές όταν τα πανεπιστήμια και το Πολυτεχνείο ήταν το κέντρο της πόλης. Για να ανταποκριθούν μάλιστα στη ζήτηση, έφτιαχναν γκαρσονιέρες και στα υπόγεια που το μόνο φως που έμπαινε την ημέρα ήταν από το πηγάδι του φωταγωγού κι μέσα σε αυτές πέρασαν κόσμος και κοσμάκης πολλά χρόνια χωρίς να πάνε χαμένοι. Από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 που άρχισαν να αλλάζουν τα πράγματα στην κοινωνία μας, οι φοιτητές αναζητούν στέγη προς τις ανατολικές γειτονιές και τα περισσότερα από τα καταστήματα των ισογείων σε όλους τους δρόμους δεν άντεξαν στην κρίση και παρέμειναν κλειστά για αρκετά χρόνια.  

Τα τελευταία χρόνια όμως που τη θέση των επαρχιωτών και των φοιτητών παίρνουν οι μετανάστες από την Αφρική και την Ασία παρατηρείται ότι όχι μόνο στους μικρούς και τους δευτερεύοντες δρόμους στα Πατήσια, στην Κυψέλη, τα Θυμαράκια και γύρω από τις πλατείες Βικτωρίας και Αττικής, αυτοί οι ξεχασμένοι χώροι να αποκτούν ζωή γιατί είναι φθηνοί και βολεύουν τους νέους ενοικιαστές στις δουλειές του δρόμου που κάνουν συνήθως και φυσικά πολλοί απ’ αυτούς θεωρούν και το πεζοδρόμιο ως την αυλή τους. 

Έτσι λοιπόν βλέπουμε κατά μήκος των δρόμων εκεί που λειτουργούσαν κάποτε επιχειρήσεις και εργαστήρια, τους νέους ενοίκους να βάζουν κουρτίνες στις τζαμαρίες και τις πόρτες να μην τους βλέπουν οι περαστικοί και τις νοικοκυρές να απλώνουν με άνεση τη μπουγάδα τους στο πεζοδρόμιο ενώ μπροστά από την πόρτα πολλές φορές είναι παρκαρισμένο και καρότσι του σούπερ μάρκετ που με αυτό βγάζουν μεροκάματο επαναλαμβάνοντας για πολλοστή φορά την ανακύκλωση των σκουπιδιών της πόλης.   



ΑΘΗΝΑ, 11102018. Εφημερίδα "Φιλελεύθερος", 20092018, σελ. 39 


Τετάρτη 10 Οκτωβρίου 2018

ΤΑ ΚΑΦΑΟ ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΥΝ ΑΚΟΜΗ




Ένα από τα στοιχεία που συνθέτουν το αστικό περιβάλλον από την εποχή της ενσύρματης τηλεφωνίας που πρωτοεμφανίστηκαν μέχρι σήμερα είναι τα καφάο (καλωδιοδοανεμητές, από τη γερμανική λέξη Kabelverzweiger). Αυτά είναι κάποια μεγάλα σιδερένια κουτιά, βαμμένα με σκούρο πράσινο χρώμα και είναι σκορπισμένα σε διάφορα σημεία της πόλης. Απ’ αυτά ξεκινούσαν τα καλώδια και μετά από μια δαιδαλώδη διαδρομή σε τοίχους, οροφές και πατώματα, κατέληγαν στα τηλέφωνα των σπιτιών και των επαγγελματιών.

Είναι δε τόσα πολλά τα καφάο της πόλης και ορατά απ’ όλους ενώ στο παρελθόν ορισμένα απ’ αυτά έπαιξαν και σημαντικό ρόλο στην πολιτική ζωή του τόπου με τις υποκλοπές και την παρακολούθηση των συνδιαλέξεων στοχευμένων ατόμων από υπαλλήλους των υπηρεσιών ή την τοποθέτηση κοριών στις συνδέσεις για την παρακολούθηση των συνδιαλέξεων. Η φιγούρα τότε του υποκλοπέα, να περιμένει στο ανοιχτό καφάο με τα ακουστικά στα αυτιά μέσα στη νύχτα και αψηφώντας το κρύο και τη ζέστη δοξάστηκε από τους γελοιογράφους αλλά δυστυχώς ήταν μια οδυνηρή πραγματικότητα. Τότε ήταν πάλι που κάποια Καφάο που ήταν κοντά σε πολιτικά γραφεία έγιναν πασίγνωστα και λίγο έλειψε να εξελιχθούν σε μνημεία γιατί μέσω αυτών χτίστηκαν ή διαλύθηκαν πολλές καριέρες.  

Η εποχή της ενσύρματης επικοινωνίας οδεύει προς το τέλος της καθώς άλλα συστήματα, οπτικές ίνες, ψηφιακά, δορυφορικά, την έχουν υποκαταστήσει. Ειδικά το δίκτυο των οπτικών ινών έχει εξαπλωθεί σε ολόκληρη την Ελλάδα χωρίς να γίνουν φυσικά οι απαραίτητες συνδέσεις να φτάσει το δίκτυο μέσα στα σπίτια και η επικοινωνία εξαρτάται ακόμη από τις κεραίες των εταιρειών που είναι φυτεμένες στις κορυφές των βουνών. Στην πόλη, τα καφάο με τους καλωδιοδοανεμητές διαδέχθηκαν άλλα που πλέον φιλοξενούν τους πολυπλέκτες/αποπολυπλέκτες των ψηφιακών συνδρομητικών γραμμών αλλά για τούτα δεν έχει ακουστεί ακόμη τίποτα περίεργο καθώς πολύς είναι ο κόσμος που πιστεύει ότι Μεγάλος Αδερφός έχει άπειρα αδέρφια που κάνουν την ίδια δουλειά με αυτόν.

Ενώ θα ήταν εύλογο να αποσυρθούν τα παλιά, ξεχαρβαλωμένα και ανενεργά καφάο στην πόλη, πολλά από τα οποία χάσκουν γεμάτα σκουπίδια στο κέντρο της πόλης και είναι και καταφύγια ποντικών και κατσαρίδων, βλέπουμε να παραμένουν ακούνητα στις θέσεις τους αλλά όποιες απορίες μπορεί να έχει κάποιος σχετικά με αυτά, δεν έχει καμιά απάντηση.

Έτσι, μια εικόνα υπαλλήλου του ΟΤΕ φαντάζομαι, σκυμμένο μπροστά σε ένα ανοιχτό καφάο σε μια γειτονιά της Αθήνας, σκέψεις για το ενδεχόμενο υποκλοπών και παρακολούθησης μόνο στους μεγαλύτερους μπορεί να εγείρει καθώς η πλειονότητα των νέων είναι πεισμένοι πως ότι αυτά τα κακά πράγματα τα κάνουν όλοι οι πάροχοι της επικοινωνίας χωρίς να ρωτήσουν κανένα και το προϊόν που απορρέει, έχει πολλούς αποδέκτες και χρήσεις και με πιο σημαντική αυτή της ανάλυσής του από τις διαφημιστικές εταιρείες. 



ΑΘΗΝΑ, 10102018. Εφημερίδα "Φιλελεύθερος", σελ. 37. 


Τρίτη 9 Οκτωβρίου 2018

Η ΝΑΞΟΣ ΣΤΟ ΦΩΣ ΤΟΥ ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΟΣ




Δεν τα κατάφερα το φετινό καλοκαίρι να μπω σε πλοίο και να πάω παραπέρα από το Αγκίστρι, κι αυτό έγινε για λίγες ώρες στα μέσα του Σεπτεμβρίου. Έτσι θα έμεινα με τον καημό αλλά χάρη στο γάμο της Λίλας Κλαουδάτου και του Γιάννη Μπαρδάνη το περασμένο Σαββατοκύριακο στη Σχοινούσα βρέθηκα στο κατάστρωμα του Blue Star "Δήλος" δυο φορές και απόλαυσα to ταξίδι σε μια γλυκιά θάλασσα με υπέροχο καιρό. 

Στη χαρά μου για τον γάμο, για τον οποίο θα διαβάσετε σε επόμενο σημείωμα και το ταξίδι στις Μικρές Κυκλάδες προστέθηκε και μια  ακόμη, ανεπάντεχη. Κρατούσα στα χέρια μου μια ολοκαίνουργια φωτογραφική μηχανή, την εκπληκτική Cannon G3X, την οποία δοκίμασα και όπως βλέπετε από το αποτέλεσμα στο λιμάνι της Νάξου, αυτή θα είναι στο εξής που θα μας μεταφέρει εικόνες από τα ταξίδια μου στην Ελλάδα αλλά και το καθημερινό ρεπορτάζ στην Αθήνα.

Με αυτή την πρώτη φωτογραφία από τη Νάξο, στέλνω τους χαιρετισμούς μου και τις ευχαριστίες μου στα πρόσωπα που με τον τρόπο τους συμβάλουν στο έργο μου.  
ΑΘΗΝΑ, 09102018

Δευτέρα 8 Οκτωβρίου 2018

Ο ΒΑΣΙΛΗΣ ΓΚΑΝΙΑΤΣΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ



Όσον αφορά το λαϊκό πολιτισμό η πολιτεία σιωπά. Και σιωπά επιδεικτικά, με τα τηλεοπτικά κανάλια και τα παπαγαλάκια τους να προβάλλουν καθημερινά δήθεν καλλιτέχνες, αλλά και πολλές φορές προκλητικά ημίγυμνες καλλονές της επικαιρότητας, εκθειάζοντας και εξυμνώντας τη γύμνια τους και κάνοντας σημαία τα εσώρουχά τους. Και τότε αποκαλύπτεται η γύμνια της ψυχής των νέων βαρβάρων. Που έχοντας τέτοιου είδους πρότυπα δείχνουν ξεκάθαρα και την κατάντια μιας ολόκληρης κοινωνίας. 

Κάποιοι αφανείς ήρωες, όμως, που πονάνε ετούτον εδώ τον τόπο και συλλογίζονται την Ελλάδα του ήλιου, της θάλασσας και του πολιτισμού, έρχονται λες και είναι θεόσταλτοι να δώσουν, με το δικό τους αυθεντικό τρόπο, πνοή σε ό,τι μας συνδέει με το παρελθόν και τα πατροπαράδοτα. Και επιμένουν στο λαϊκό πολιτισμό, σαν να ζητούν απ’ την ίδια τη φύση να προστατεύσει τις αξίες, τις αρετές και τα ιδανικά ενός προδομένου, πληγωμένου και ταπεινωμένου λαού.


Ένας από αυτούς τους αφανείς ήρωες, που πηγαίνει κόντρα στα σημεία των καιρών και μάλιστα χωρίς κανένα οικονομικό όφελος, είναι ο Βασίλης Γκανιάτσας. Αντιστέκεται σθεναρά ο Βασίλης απέναντι στις ορδές των νέων βαρβάρων, μιας στείρας παγκοσμιοποίησης που στο διάβα της θέλει να αφανίσει τα πάντα. 

Τον ξέρουν ακόμα και οι πέτρες, τα δέντρα, οι στράτες όλες, τα δύσβατα μονοπάτια και οι στρούγκες των τσελιγκάδων. Χρόνια τώρα γυρίζει πόλεις και χωριά, κάμπους και ποτάμια, τις πλαγιές και τις βουνοκορφές των ορέων και απαθανατίζει με το φακό της κάμερας την ομορφιά της ζωής και την ωραιότητα της φύσης. Με το γούστο και τη φαντασία, την ευαισθησία και το μεράκι που διαθέτει, μα πάνω απ’ όλα με την ίδια την ψυχή του, δίνει πνοή σε όλα αυτά τα στοιχεία της φύσης. Έχει το δικό του ξεχωριστό τρόπο ο Βασίλης για να συνομιλεί μαζί τους και να ευφραίνει την καρδιά του. Μοσχοβολάει η ψυχή του από τα χίλια μύρια χρώματα και τα αρώματα της φύσης, που νιώθει αξεχώριστα ενωμένος μαζί της. 



Δεν αρκείται μόνο σε αυτά ο Βασίλης. Γιατί είναι ανήσυχος και θέλει πάντα να δημιουργεί καταγράφοντας καθετί που τον ευχαριστεί, καθετί που τον γεμίζει, ό,τι έχει σχέση με την ντόπια παράδοση, την ιστορία, τους απλούς ανθρώπους, την καθημερινότητα αυτού του τόπου. Ο αρτινός φωτογράφος και κινηματογραφιστής Βασίλης Γκανιάτσας, ο οποίος επί σειρών ετών καταγράφει σπιθαμή προς σπιθαμή τη φύση, το λαϊκό πολιτισμό, την ιστορία και την καθημερινότητα όχι μόνο της Άρτας, αλλά και της ευρύτερης περιοχής, κυρίως των Τζουμέρκων, δημιουργεί μια ιερή παρακαταθήκη για τις επόμενες γενιές. 

Ο Βασίλης Γκανιάτσας δεν είναι μόνο ένας φωτογράφος. Ούτε ένας απλός κινηματογραφιστής. Είναι ένας λαϊκός δημιουργός. Ένας καλλιτέχνης! Και ο καλλιτέχνης γεννιέται, δε γίνεται. Η φαντασία, το μεράκι, η ευαισθησία, η αγάπη για κάτι που κάνει κάποιος δε σπουδάζονται, παρά βγαίνουν μέσα από την καρδιά, μα πιότερο από το μεγαλείο της ψυχής. Και ο Βασίλης Γκανιάτσας, πάντα αθόρυβα και κυρίως με τη σεμνότητα που τον διακρίνει, μας το επιβεβαιώνει κάθε φορά με το πλούσιο και ποιοτικό έργο του.

Σπύρος Νεραϊδιώτης
Άρτα, 08102018

ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΓΝΩΡΙΖΟΥΝ ΤΗ ΛΙΜΝΗ ΠΛΑΣΤΗΡΑ





Ήταν πολύ περισσότεροι από ότι υπολόγιζε ο ΕΟΣ ΚΑΡΔΙΤΣΑΣ στη εξόρμηση για τα παιδιά. Τα ατομικά σακίδια, τα αυτοσχέδια μπαστούνια, η διάθεση για τη γνωριμία ενός κρυφού παλαιού μονοπατιού λίγο έξω από τη πόλη της Καρδίτσας. Χωριό Μοσχάτο Κυριακή πρωί αφήνουμε πίσω της κάδες που βράζουν από το πρόσφατο τρύγο μπαίνουμε στο μονοπάτι της πάνω μεριάς του πανέμορφου και αγαπημένου χωριού του συλλόγου μας παλιότερη ονομασία Βλάσδο. 

Τα παιδιά γίνονται μια ομάδα σύμφωνα με το σχέδιο των υπευθύνων της διαδρομής και ξεκινά. Η διαδρομή με ελαφριές κλίσεις τραβερσάρη για τον ανεκμετάλλευτο πλούτο το καμάρι της Θεσσαλίας τη λίμνη Πλαστήρα. Πίσω ακολουθούν οι γονείς και μικρά πηγαδάκια στις στάσεις. Ήρθαν δειλά ως άγνωστοι και βρέθηκαν γνωστοί. Τελικά στη Καρδίτσα είμαστε όλοι γνωστοί, επιβεβαίωσα στον εαυτό από το τέλος περίπου της μεγάλης πορείας που αναπτύχθηκε στο ήσυχο μονοπάτι με γέρικες καστανιές, βελανιδιές και απόλυτη δασοκάλυψη. 

Κάτω η μικρή λίμνη ο ΥΗΣ ΠΛΑΣΤΗΡΑΣ ο αγωγός μεταφοράς νερού ένα ζωντανό μνημείο έργων ανάπτυξης της χώρας θυμίζει τους ηγέτες με όραμα πολύ παλιά το 1925!!! Φτάσαμε στο τερματισμό στα μεγάλα λειβάδια στο Τσαρδάκι και ένα ουφ λίγο πριν οι μικροί εξερευνητές αμολυθούν για παιχνίδι και οι μεγαλύτεροι ανοίξουν τα σακίδια με τα εφόδια. Επιλέξαμε να τερματίσουμε στη λίμνη για να δώσουμε ραντεβού την Άνοιξη ως εκκίνηση για ψηλότερα βήμα - βήμα οι εμπειρίιες αλλάζουν, και θα υπάρχει ένας στόχος, η συνεργασία όλων για την επιτυχή και ασφαλή διαδρομή.

Οργανωμένα ήταν το 9ο Δημοτικό και φίλοι συνοδοιπόροι του εθελοντισμού της λέσχης 4Χ4 Καρδίτσας και η έκπληξη από την ΥΖ Λάρισας δύο ορειβατισσών. Την ίδια ώρα μια άλλη ομάδα του συλλόγου μας βρισκόταν στο μικρό καταφύγιο ανάγκης τον Ελατάκος για συντήρηση εν όψει του χειμώνα. Το αλπικό ύψος του επιβάλει προετοιμασία για τα χιόνια θα πέσουν πρώτα και λιώσουν σχεδόν την Άνοιξη.

Στον ΕΟΣΚ καταφέρνουμε να παράγουμε έργο χάρη στην ενέργεια των μελών και φίλων μας οι οποίοι με χαμηλούς τόνους γίνονται αποτελεσματικοί χωρίς ανταγωνισμό. 

Καλή εβδομάδα παιδιά, πάμε για άλλα.

Αντώνης Παπαδάκος