Σελίδες

Παρασκευή 30 Σεπτεμβρίου 2011

ΕΝΑ ΣΥΝΘΗΜΑ ΜΕ ΠΟΛΛΕΣ ΕΡΜΗΝΕΙΕΣ…



Δεν είχα χρόνο πολύ σήμερα να σεργιανίσω στην πόλη που ομολογώ ήταν ιδιαίτερα φωτεινή –σαν την τελευταία μέρα του Σεπτέμβρη- και οι άνθρωποι έδειχναν κάπως πιο ξέγνιαστοι και χαρούμενοι. Ακόμα και στα μαγαζιά του κέντρου είδα λίγη κίνηση και αυτό μου άρεσε πολύ, όπως πάλι μου άρεσε και μια απρόοπτη συνάντηση στα Σουβλάκια.

Το ότι έπνεε χθες στην πόλη ένα πιο αισιόδοξο αεράκι αυτό δεν εμπόδισε κάποιες ομάδας φοιτητών, μαθητών, καταληψιών και διαφόρων άλλων νέων να διαδηλώσουν για την Παιδεία χωρίς ευτυχώς να γίνουν επεισόδια και να προκληθεί το γνωστό μπάχαλο.

Όχι βέβαια πως δεν ήταν μέσα – έξω στην πορεία τα γνωστά καλόπαιδα που δημιουργούν τα επεισόδια, αλλά φαίνεται πως δεν είχαν διάθεση είτε γιατί δεν τους έπαιρνε ή γιατί απλά βαριούνταν πιθανόν επειδή έρχεται Σαββατοκύριακο και δεν ήθελαν να κάνουν υπερωρίες.

Άφησαν όμως το ίχνος τους στην ξύλινη κατασκευή που έκανε ο ΙΑΝΟΣ για να κρύψει τον άσχημο τοίχο με ένα σύνθημα που ομολογώ με μπέρδεψε, καθώς γνωρίζω πως βιβλία δεν υπάρχουν πια και τα μαθήματα γίνονται πια με cd. Τι συμβαίνει λοιπόν; Ή δεν ξέρουν οι λεβέντες και οι λεβέντισσες πως υπάρχει αυτή η εξέλιξη στο εκπαιδευτικό μας σύστημα ή πως θέλουν να γυρίσουμε πάλι στη δεκαετία του ΄60 που πρωτακούστηκε το σύνθημα;

Τέλος πρέπει να πω ότι αν με αυτό τον τρόπο έδειχναν τον ΙΑΝΟ συμφωνώ κάπως μαζί τους ότι πρέπει να βρεθεί ένας τρόπος κάποια από τα βιβλία που κυκλοφορούν, εκτός βέβαια από τα εκπαιδευτικά, να μην δίνονται εντελώς δωρεάν αλλά με μια μικρή τιμή. Αν το εννοούσαν αυτό, τους βγάζω το καπέλο κι ας λέρωσαν τον καπλαμά του ΙΑΝΟΥ…

ΚΕΝΤΗΜΑ ΣΤΗΝ ΠΕΤΡΑ ΗΤΑΝ Η ΖΩΗ ΤΟΥ

Η ζωή και το έργο του Μιχάλη Ρούσσου στον Ασφοντυλίτη     μέσα από κείμενα και φωτογραφίες του Ηλία Προβόπουλου στο πρώτο βιβλίο της σειράς ΒΙΟΤΟΠΙΕΣ των Μικρών Πατρίδων


Λίγα λόγια για τον οικισμό του Ασφοντυλίτη και τον καλλιτέχνη Μιχάλη Ρούσσο


Ο Ασφοντυλίτης, είναι ένα αγροτικός οικισμός της Αμοργού ο οποίος έχει διατηρήσει μέχρι σήμερα όλα εκείνα τα ιδιαίτερα στοιχεία που μπορούν να μας βοηθήσουν να κάνουμε ένα διαχρονικό ταξίδι στην ιστορία της και να κατανοήσουμε πολλά από την αγροτική και κτηνοτροφική παράδοση του νησιού και βεβαίως τον τρόπο ζωής και τις συνήθειες των ανθρώπων που ζούσαν εκεί .


Ο οικισμός του Ασφοντυλίτη βρίσκεται στο μέσον περίπου της «Μεγάλης Στράτας», του δρόμου δηλαδή που συνδέει την Αιγιάλη με τη Χώρα, την πρωτεύουσα του νησιού και το μοναστήρι της Χοζοβιώτισσας και χαρακτηριστικό του είναι ότι όλα τα κτίσματά του είναι με καμωμένα με ξερολιθιές και οι στέγες με ξύλα και χώμα.


Σημαντικό είναι επίσης ότι δίπλα στον οικισμό υπάρχουν αρκετά πηγάδια, γεγονός που τον κάνει ξεχωριστό σε όλο το νησί που είχε πάντα δυσκολίες με το νερό. Τα χωράφια του Ασφοντυλίτη απλώνονται στο μικρό υψίπεδο και σε σχέση πάλι με τα υπόλοιπα του νησιού απαιτούσαν λιγότερη δουλειά και λιγότερη περίφραξη με ξερολιθιές για να προστατεύονται από τα αδέσποτα ζώα οι καλλιέργειες και τα αμπέλια.


Από τους κατοίκους του, λίγοι ήταν αυτοί που έμειναν εκεί όλο το χρόνο και οι περισσότεροι πήγαιναν μόνο για να οργώσουν και να σπείρουν στις αρχές του χειμώνα και το καλοκαίρι να θερίσουν και να αλωνίσουν. Οι μόνιμοι ήταν και αυτοί που ασχολούνταν συστηματικά με την κτηνοτροφία και είχαν κοπάδια με αιγοπρόβατα και αγελάδες. Μερικοί είχαν εκεί και μελίσσια και κάποιοι ακόμη ψάρευαν στον όρμο του Αγίου Παύλου και κάτω από τον οικισμό, στα Χάλαρα.


Ο κόσμος του Ασφοντυλίτη έμεινε ίδιος και απαράλλαχτος ως φαίνεται για πολλούς αιώνες και μόνο από τα μέσα του περασμένου άρχισε να αλλάζει, όπως εξάλλου και ολόκληρο το νησί. Τα πράγματα όμως κι εκεί αρχίζουν να αλλάζουν ριζικά από το τέλος του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου που πολλοί κάτοικοί του φεύγουν μακριά αναζητώντας καλύτερες συνθήκες ζωής και φυσικά δουλειά και χρήματα.


Εκείνη την εποχή σταματάει περίπου και το έργο του Μιχάλη Ρούσσου, καθώς πεθαίνει αυτός ο παράξενος άνθρωπος και το μόνο που μας τον θυμίζει πλέον είναι οι βραχογραφίες που άφησε στις μεγάλες πέτρες των τοίχων των σπιτιών, στις μάντρες του οικισμού και σε διάφορα άλλα σημεία του δρόμου προς τον Ποταμό.


Στο σύνολό τους οι βραχογραφίες που έκανε ο Ρούσσος στην περιοχή του Ασφοντυλίτη και φαίνονται σήμερα ξεπερνούν τις 200 ενώ πιστεύω πως υπήρχαν και άλλες σε διάφορα σημεία που σκεπάστηκαν από τα ερείπια ή μπορεί και να καταστράφηκαν για διάφορους λόγους αφού κανένας δεν τους έδινε σημασία.

Αυτός ο άνθρωπος που δεν σώζεται καμιά φωτογραφία του, ήταν γιος του Νικήτα και της Ειρήνης (το γένος Χάλαρη) και πρέπει να γεννήθηκε στα πριν από το 1900 χρόνια. Δεν γνωρίζουμε πως ήταν στα παιδικά του χρόνια αλλά από την εφηβεία και μετά παρουσιάζει κάποιας μορφής παραλυσία στα κάτω άκρα και από μια στιγμή και μετά, δεν μπορούσε πλέον να περπατήσει και να κάνει οποιαδήποτε δουλειά.


Πως προέκυψε αυτό, είναι άγνωστο. Άλλοι λένε πως κρύωσε όταν βοσκούσε το χειμώνα το κοπάδι του πατέρα του, πράγμα κάπως απίθανο για γενιά ανθρώπων που ήταν ιδιαίτερα σκληραγωγημένοι και κάποιοι υποστηρίζουν πως του έκαναν μάγια οι νεράιδες, εκδοχή αβάσιμη αλλά εύκολα πιστευτή από εκείνο τον απλοϊκό κόσμο. Το πλέον πιθανόν είναι να παρουσίασε κάποιο πρόβλημα υγείας αλλά καθώς δεν υπήρχαν τα μέσα και οι γιατροί να το αντιμετωπίσουν όπως έπρεπε, έμεινε ανάπηρος.


Εξαιτίας της αναπηρίας του αυτής λοιπόν, ο Μιχάλης Ρούσσος δεν μπορούσε να περπατήσει και για να κινηθεί έστω και μέσα στα όρια του οικισμού και έτσι είχε την ανάγκη των άλλων. Τον έπαιρναν, θυμούνται οι παλιότεροι στα χέρια και τον άφηναν σε ένα σημείο και αυτός για να περνάει η ώρα του άρχισε να κεντάει πάνω στις πέτρες σχέδια, να γράφει ονόματα και λέξεις για πράγματα του Ασφοντυλίτη.


Τι τον ώθησε σε αυτή την τέχνη, είναι άγνωστο. Ούτε γνωρίζουμε αν είχε κάποιο δάσκαλο ή ακολούθησε την τέχνη κάποιου προγενέστερου. Είναι πιθανόν όταν μπορούσε να περπατήσει και κινούνταν και στους άλλους οικισμούς, να είδε κάτι σχετικό σε κάποιο άλλο μέρος του νησιού και σαν καθηλώθηκε από τα πόδια του, άρχισε να κεντάει προσπαθώντας να τα αναπαραστήσει.


Το αγαπημένο του θέμα και αυτό που μπορεί να θεωρηθεί ως τέλειο, ήταν οι χοροί και οι μουσικοί τους οποίους τους κεντάει όλους με μακριά πόδια. Από εκεί καταλαβαίνουμε πόσο οδυνηρά αυτός ο άνθρωπος ένοιωθε την μειονεξία του και καταλαβαίνουμε τη μεγάλη επιθυμία που είχε να σηκωθεί όρθιος και να χορέψει.


Γι’ αυτόν οι μουσικοί - στην Αμοργό λένε πως η κεντρική φιγούρα είναι ο περίφημος Μπουγιουκλής (Νικόλας Γαβαλάς) ο οποίος πήγαινε και έπαιζε στα πανηγύρια του Αγίου Νικολάου στον οικισμό και οι υπόλοιποι γύρω του ήταν τα λεγόμενα «Μπουγιουκλάκια», άλλοι δηλαδή μουσικοί από το νησί που δεν γνωρίζουμε ποιοι ήταν ακριβώς και μόνο με υποθέσεις μπορούμε να βγάλουμε μια άκρη.


Οι περισσότεροι από τους μουσικούς κρατάνε στα χέρια τους βιολιά και σε κάποιες βραχογραφίες βλέπουμε να κρατάνε και μια γυναίκα από το χέρι η οποία κουβαλά κάτι σαν σταμνί ή ασκό που πιθανόν περιέχει κρασί ή νερό. Οι γυναίκες φοράνε μακριά φουστάνια και σε πολλές βραχογραφίες ακολουθούν στη σειρά το μουσικό.


Τα πανηγύρια είναι το αγαπημένο θέμα του Ρούσσου και με απλές γραμμές κεντάει πάνω στην πέτρα την επιθυμία του αλλά ένα αγαπημένο επίσης θέμα του, είναι οι γυναίκες τις φιγούρες των οποίων κεντάει με πολλή επιδεξιότητα αλλά δεν περιορίζεται σε αυτό.


Κεντάει πάνω στις πέτρες και ονόματα, όπως «Δαφνούλα», «Σοφία» και άλλα, ονόματα που είχαν οι γυναίκες του οικισμού. Με τον τρόπο αυτό πιθανόν να εξέφραζε και έναν απωθημένο έρωτα προς κάποιο πρόσωπο, έρωτα που δεν επρόκειτο ποτέ να βρει ανταπόκριση λόγω της αναπηρίας του. Δεν γνωρίζουμε ποιες ήταν αυτές οι γυναίκες αλλά θαυμάζουμε το θάρρος του να εκφράζει δημόσια την προτίμησή του γι’ αυτές.


Αυτό όμως που κυριαρχεί σε όλους τους τοίχους είναι οι σταυροί, πότε ένας και πότε τρεις μαζί και οπωσδήποτε αποτελούν ένα σύστημα αποτροπής του κακού, γεγονός που ερμηνεύει κάπως την περίπτωση που θέλει τον Ρούσσο, θύμα των νεραϊδών. Στο μυαλό του αλλά και στη συνείδηση των άλλων κάπως έτσι πρέπει να λειτουργούσε ο κεντημένος σταυρός πάνω στη σκληρή πέτρα.


Σε κάποιες μεγάλες πέτρες που επρόκειτο να γίνουν υπέρθυρα στις πόρτες των κατοικιών, ο Ρούσσος κέντησε όταν ήταν αυτές ακόμα στο έδαφος, τα αρχικά των νοικοκυραίων οι οποίοι ανέλαβαν κατόπιν να τις ανεβάσουν τόσο ψηλά και εκεί υπάρχουν ακόμη και δηλώνουν την κυριότητα των ερειπίων.


Ο Ρούσσος επίσης κέντησε και μερικές λέξεις τοπικών προϊόντων πάνω στις πέτρες, όπως «γάλα», «μέλι», «κρασί» οι οποίες φαντάζουν σαν πινακίδες αποθήκης γεγονός που δηλώνει πως αυτός ο άνθρωπος ήξερε και λίγα γράμματα αλλά τα χέρια του δεν μπόρεσαν να κρατήσουν μολύβι να γράψει παρά μόνο το σφυρί και το καλέμι να κεντήσει και με αυτά κέντησε τη σύντομη ιστορία του περάσματός του στη ζωή.


Ο Μιχάλης Ρούσσος έφυγε από τη ζωή στα χρόνια της Κατοχής και ετάφη στον Ποταμό. Το έργο του επιχείρησαν να συνεχίσουν κάποιοι νεότεροι αλλά γρήγορα τα παράτησαν γιατί το κέντημα στην πέτρα ήθελε τεράστια υπομονή και μόνο ένας άνθρωπος που δεν είχε πόδια να απομακρυνθεί από τον Ασφοντυλίτη και άλλη χαρά να δοκιμάσει στη ζωή του, μπορούσε να τη διαθέσει.


Πέμπτη 29 Σεπτεμβρίου 2011

ΤΑ ΚΑΛΑ ΤΩΝ ΠΑΝΗΓΥΡΙΩΝ


Κατά παράδοση ο Σπύρος Μακρής πιάνει πάντα για να ψήσει μια μεριά ψηλότερα από τους άλλους και μαζί με τα σφάγια φτιάχνει και μια σούφλα κοκορέτσι.

Δουλεύω ακόμα σε κάτι περιοδικά που κυκλοφορούν ένθετα στην εφημερίδα «Έθνος» και γράφω κείμενα για ανθρώπους που ζουν μόνιμα στα χωριά τους, ψαράδες, αγρότες, κυνηγούς, μελισσοκόμους και άλλους κι έτσι συνδυάζω ένα μικρό μεροκάματο και φυσικά κάνω κάτι που μου αρέσει, το αντίτιμο του οποίου όμως να ξέρετε πλήρωσα ακριβά..

Ο Γιώργος Κουσιάνας πηγαίνει πάντα στο πανηγύρι να βοηθάει τον πατέρα του Ηλίας Κουσιάνας ο οποίος είναι από τους παλαιότερους κτηνοτρόφους στη Νεράιδα.


Σήμερα πέρασα μια ολόκληρη μέρα (χώρια την πολύωρη προετοιμασία χθες το βράδυ με τις απομαγνητοφωνήσεις και τα σχετικά ) να φτιάξω δυο κείμενα, ένα για τις ωραίες ψησταριές που είδα στο πανηγύρι της Παναγίας στη Σπινάσα (Νεράιδα) Καρδίτσας και ένα άλλο για τους ψαράδες της Κάσου. Ομολογώ δε πως μόνο το πρώτο κατάφερα να τελειώσω αλλά νομίζω πως θα μείνει στην ιστορία των πανηγυριών της ορεινής Ελλάδας και έτσι θα ξεπεράσω επιτέλους τον σύντροφο Γιώργο Πίττα και το έργο του για το Αιγαίο.

Ο Τάσος Δήμου από τη Ραχούλα εκτός από το ψητό φημίζεται για την τέχνη του στο κοκορέτσι


Τέλος πάντων το τελείωσα και το έστειλα στον αρχισυντάκτη μου (Αντώνης Μπληζιώτης) και ησύχασα για λίγο και ετοιμάζομαι να βγω να μυρίσω λίγη επαναστατημένη Αθήνα γιατί όλη την ημέρα κλεισμένος ένοιωθα πως άκουγα μόνο κλαρίνα και το σπίτι να είναι γεμάτο μυρωδιές από ψησταριές και κοκορέτσια. Σωστό μαρτύριο έζησα και για να το μοιραστώ μαζί σας και να ξαλαφρώσω, σας στέλνω δυο χαρακτηριστικές φωτογραφίες να ζηλέψετε, να σας τρέξουν τα σάλια και να σκεφτείτε τα καλά που έχουν τα βουνά της Ελλάδας…

Ο Λάμπρος Βούλγαρης από τα Σαραντάπορα με τον ξάδελφό του Νεκτάριο μελετούν την παραγγελία για ψητό…


Τετάρτη 28 Σεπτεμβρίου 2011

ΔΥΟ ΚΑΡΕΚΛΕΣ ΣΤΟ ΛΑΧΑΝΟΚΗΠΟ…



Ακούω όλο και συχνότερα τον τελευταίο καιρό ανθρώπους, που είτε από απελπισία για την κατάσταση που ζούμε στην Αθήνα είτε από αφέλεια (ναι και δυστυχώς είναι πολλοί) λένε πως θα φύγουν να πάνε να ζήσουν στο χωριό τους καλλιεργώντας τη γη και τους κήπους.

Φυσικά απ’ όλους αυτούς είμαι βέβαιος πως κανένας σχεδόν δεν θα πάρει την απόφαση να τα μαζέψει μια μέρα και είτε μόνος, είτε αν τον ακολουθήσει κάποιο μέλος της οικογένειας, και να πάει να ζήσει στο χωριό. Κι αν θα πάει, είμαι διπλά βέβαιος πως θα μετανιώσει τις πρώτες κιόλας μέρες γιατί απλά, η αγροτική ζωή είναι πολύ βαρύτερη από την καλογηρική.

Και για τούτο όχι γιατί τα παρατημένα από πολλά χρόνια χωράφια θέλουν τεράστιο έργο να ξαναζωντανέψουν, όπως και τα αυλάκια του ποτίσματος πάλι ή τα μονοπάτια και όλα τα στοιχεία του τόπου που απαξιωμένα πήραν το δρόμο της αγριάδας αλλά και γιατί τούτη η στροφή που πολλοί θέλουν να κάνουν, δεν είναι για έναν μόνο αλλά για δύο, ότι κι αν αυτό σημαίνει στο σπίτι, στο χωριό, στο χωράφι, στο κοπάδι.

Έτσι μου το μαρτύρησε προχθές ένας ωραίος κήπος στον Κρέντη της Ευρυτανίας…

ΠΟΙΟΣ ΜΑΣ ΒΛΕΠΕΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΛΑΤΗ;



Έχετε όλοι ακούσει φαντάζομαι τη φράση: «αυτός έχει μάτια και από την πλάτη» ή κατά τα πιο λαϊκό «αυτός βλέπει και από τον κώλο του» που λίγο πολύ δηλώνει άνθρωπο έξυπνο, προσεκτικό, διορατικό και τέλος πάντων, άνθρωπο που ξέρει και βλέπει πολλά γύρω του.

Ξέρω και έχω γνωρίσει αρκετούς απ’ αυτούς τους ανθρώπους στη ζωή μου και αναλόγως της χρήσης που κάνουν με αυτό το χάρισμά τους, κάποιους τους εκτιμώ και τους συναναστρέφομαι ενώ κάποιους άλλους τους απεχθάνομαι ή με αφήνουν αδιάφορο. Τώρα, το να «έχει κάποιος μάτια και από την πλάτη» είναι κάτι που φαίνεται στις κινήσεις του και στην πρακτική και φυσικά δεν χρειάζεται να το έχει και κάπου γραμμένο.

Έτσι ήξερα μέχρι σήμερα το μεσημέρι, όταν περπατώντας στην θλιβερή Ομόνοια, πρόσεξα ξαφνικά από την πλάτη μιας κοπέλας που προχωρούσε μπροστά μου να με κοιτάζουν δυο τεράστια μαύρα μάτια και προς στιγμήν υπέθεσα πώς να που συναντώ κι εγώ επιτέλους κάποιον άνθρωπο με αυτό το ιδιαίτερο χάρισμα και πλησίασα με τη μηχανή έτοιμη.

Δεν ήταν όμως έτσι… Ένα κακότεχνο μάλιστα τατουάζ στην πλάτη της κοπέλας ήταν τα μεγάλα μάτια που με ξάφνιασαν. Απογοητεύτηκα γιατί έχασα την ευκαιρία να γνωρίσω μια τέτοια ειδική περίπτωση ανθρώπου αλλά είχα την ευκαιρία να βγάλω άλλα συμπεράσματα που με βοηθούν να καταλάβω τι μπορεί να έχουν κάποιοι άλλοι μέσα στο κεφάλι τους…



ΜΙΚΡΑ ΤΑΞΙΔΙΑ ΣΤΗΝ ΤΣΟΥΛΗΘΡΑ…


Αμφιβάλω αν τον ενδιέφερε καθόλου τον πιτσιρικά της φωτογραφίας, παιδί μιας οικογένειας μεταναστών που περίμενε ποιος ξέρει τι ν’ αλλάξει στη ζωή τους χθες το πρωί στην πλατεία Βικτωρίας, αν έχει ή όχι δρομολόγια ο ηλεκτρικός σιδηρόδρομος.

Το ίδιο μάλλον θα ένιωθε για το γεγονός (έχει και αυτό τη σημασία του) ότι σε αυτό τον παρατημένο σταθμό οι κυλιόμενες σκάλες έχουν πάψει εδώ κα πολύ καιρό να κινούνται. Πιθανόν να σκέφτηκαν οι αρμόδιοι της εταιρείας ότι δεν αξίζει να σπαταλούν ενέργεια να ανεβοκατεβαίνουν λίγο ξεκούραστα όλων των φυλών της γης οι απόκληροι.

Μιας και κανένας δεν ενδιαφέρονταν χθες να κινηθεί με τον ηλεκτρικό, ο πιτσιρικάς βρήκε την ευκαιρία να κάνει τσουλήθρα ανάμεσα στο διάζωμα που κάνουν τα παραπέτα από τις νεκρές κυλιόμενες σκάλες χωρίς κανένας να του κάνει παρατήρηση και το καταχάρηκε σαν να πήγε βόλτα στο λιμάνι του Πειραιά ή στους κήπους της Κηφισιάς που ακούει πως υπάρχουν αλλά μέχρι σήμερα κανένας δεν τον πήρε από το χέρι μια Κυριακή να τον πάει να τα γνωρίσει…

ΑΘΗΝΑ, 28092011

Τρίτη 27 Σεπτεμβρίου 2011

Η ΥΠΟΘΕΣΗ ΕΧΕΙ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΛΑΚΑ ΤΗΣ…




Τι λέγαμε πριν από λίγο καιρό; Ότι το Σύνταγμα των «αγανακτισμένων» έπρεπε να γίνει αξιοθέατο και να έρχονται τουρίστες απ’ όλο τον κόσμο να βλέπουν σκηνές «άμεσης δημοκρατίας» και συγκρούσεων διαδηλωτών με την Αστυνομία και άλλες γνωστές δυνάμεις.

Θα κονομούσαν όλοι: από τη Μεγάλη Βρεττανία μέχρι τον μαύρο με τις μαϊμούδες τσάντες και δεν θα γκρίνιαζε κανένας για τους κατασκηνωτές γιατί θα είχαν ένα ειδικό ρόλο κράχτη και πιθανόν ξεναγού ή αφηγητή των μεγάλων στιγμών που συνέβησαν εκεί.

Την ευκαιρία άφησε, ο αόρατος δήμαρχος της Αθήνας, κυριολεκτικά να πετάξει μέσα από τα χέρια του αλλά όπως φαίνεται, κανένας άλλος δεν ενδιαφέρθηκε να δώσει συνέχεια κι έτσι, δεν είδαν τίποτα οι τουρίστες που κατέβηκαν χθες το απόγευμα από το γνωστό λεωφορείο που τους κάνει τσάρκες να δουν τα αξιοθέατα της άθλιας πόλης που ζούμε.


Την κατάσταση πάντως έσωσε χθες και έδωσε λίγο χρώμα και κίνηση η πορεία των μοτοσυκλετιστών που πέρασε μπροστά από τη Βουλή και έδιωξε για λίγο το ενδιαφέρον των διαδηλωτών από την πορεία και τη συγκέντρωση των αστυνομικών.

ΕΠΑΘΑΝ ΣΥΓΧΙΣΗ ΟΙ ΣΚΥΛΟΙ ΣΗΜΕΡΑ…



Μπορεί να μη πήγαν οι «αγανακτισμένοι» σήμερα στο Σύνταγμα αλλά πήγαν εν σώματι οι αστυνομικοί και μάλιστα ένστολοι να διαμαρτυρηθούν και αυτοί για όσα χάνουν.


Τα πανό τους δεν είχαν τίποτα να ζηλέψουν σε φαντασία από άλλα, γνωστών οργανώσεων και συνδικαλιστικών φορέων ενώ έδειξαν και ιδιαίτερη μαχητικότητα στα συνθήματα. Μετά από πορεία μπροστά από τη Βουλή, προχώρησαν προς την είσοδο από την πλευρά της Βασιλίσσης Σοφίας κι εκεί βρήκαν τους συναδέλφους τους των ΜΑΤ να τους περιμένουν έτοιμοι για κάθε ενδεχόμενο. Άλλη μια σειρά ΜΑΤατζήδων έκλεισε τη λεωφόρο από την πλευρά της Πανεπιστημίου γιατί άρχισαν να συγκεντρώνονται διάφοροι που φώναζαν τα γνωστά κατά των αστυνομικών εν γένει συνθήματα και να αποτρέψουν κάποια αψιμαχία.


Φυσικά και θα ήταν αφελής όποιος περίμενε επεισόδια εκείνη τη στιγμή στο Σύνταγμα όπου είχε μεταφερθεί βέβαια και το ενδιαφέρον όλων των ΜΜΕ. Όντως πετάχτηκαν κάποια μπουκάλια νερού εναντίον των ΜΑΤ αλλά κανένας δεν έδωσε σημασία και κάποιοι από τους νεαρούς μπαχαλάκηδες που περιφέρονταν είδαν πως δεν τους παίρνει με τίποτα και λούφαξαν. Λίγο πριν διαλυθούν οι διαμαρτυρόμενοι αστυνομικοί έψαλαν τον εθνικό ύμνο ενώ η άλλοι έξω από τον κλοιό των ΜΑΤ αντιφώνησαν πάλι με τα γνωστά συνθήματα.

Πίσω από αυτή την κίνηση διαμαρτυρίας των αστυνομικών, φυσικά υπάρχει πολύ παρασκήνιο και θα είναι αφελής όποιος δεν κατάλαβε τι έγινε σήμερα. Παρακάμπτω το θέμα και αφήνω τους σοβαρούς αναλυτές να ασχοληθούν (αν ασχοληθούν) με αυτό αλλά δεν μπορώ να μη σχολιάσω τη σύγχυση που έπαθαν οι γνωστοί σκύλοι που δεν μπορούσαν να καταλάβουν με την πλευρά ποιών έπρεπε να πάνε. Τελικά αυτό που κατάλαβα είναι ότι δεν χωνεύουν καθόλου τους αστυνομικούς με κράνη και ασπίδες και άνετα μπορούν να συνταχθούν μαζί με αστυνομικούς που διαμαρτύρονται σαν όλους τους άλλους ανθρώπους.



ΕΛΑ ΙΟΥΝΗ ΝΑ ΜΑΣ ΔΕΙΣ!!!


Η πλατεία Συντάγματος στις 19.00 ακριβώς που ήταν το ραντεβού διαμαρτυρίας...

Τελικά ξεχνάνε πολύ εύκολα οι Έλληνες…

Δεν εξηγείται αλλιώς το γεγονός ότι παρά τα χιλιάδες «θα παραβρεθώ» που είδα αυτές τις ημέρες στο Facebook αναφορικά με την αποψινή περικύκλωση της Βουλής τη στιγμή που ψηφίζονταν το περίφημο ειδικό τέλος – χαράτσι στα ακίνητα, ελάχιστοι έδωσαν το παρόν τους και αυτοί ούτε φωνή μπόρεσαν να βγάλουν ούτε και κλίμα να φτιάξουν…

Μεγάλη η σημαία αλλά δεν μπόρεσε να "σηκώσει" ψηλά τους συγκεντρωμένους...

Έμεινα εκεί μέχρι τις 9 και φεύγοντας υπολόγισα πως οι συγκεντρωμένοι δεν ξεπερνούσαν τις μερικές εκατοντάδες και οι περισσότεροι μάλλον ούτε που πήραν είδηση πως μέσα στη Βουλή, όλοι έκαναν την κότα ενώ ορισμένοι είχαν άλλους μπελάδες στο κεφάλι τους για τους οποίους θα αναφερθώ πολύ σύντομα σε λίγες αναρτήσεις που θα ακολουθήσουν.

ΠΩΣ ΠΑΛΕΥΕΤΑΙ ΕΝΑΣ ΚΑΛΟΣ….



Αλήθεια, τι κάνει ένας άνθρωπος όταν βγάζει ένα κάλο στο πόδι;

Συνήθως τον κόβει με ένα κοφτερό εργαλείο ή τον θεραπεύει (τον λιώνει) με κάτι αλοιφές και άλλα παρασκευάσματα. Αν δεν μπορεί όμως να τον πιάσει ή δεν θέλει να το κάνει αυτό γιατί πονάει, με μια φαλτσέτα αφαιρεί εκείνο το σημείο του παπουτσιού που τον πιέζει κι έτσι ανακουφίζεται από τις ενοχλήσεις που του προκαλεί αυτό το πράγμα που βγάζει το ίδιο το κορμί του.

Αυτά όσον αφορά τα πόδια.

Για την περίπτωση όμως που ο κάλος βρίσκεται στο μυαλό, λυπάμαι δεν μπόρεσα να βρω εξηγήσεις γιατί ως είναι γνωστό, αυτό το όργανο έχει μια απόσταση από το χώμα και πολλές φορές μάλιστα βρίσκεται τόσο ψηλά που κανένας δεν μπορεί να το φτάσει. Τούτο βεβαίως και δεν αφορά μόνο ένα άνθρωπο αλλά συχνά και ολόκληρη κοινωνία που κάθεται και παλεύει με τα αμφίβολα γιατροσόφια αντί να δώσει τη λύση που πονάει…

ΔΥΟ ΠΑΡΑΛΛΑΓΕΣ ΣΤΟ ΙΔΙΟ ΘΕΜΑ…



Photo: Ηλίας Προβόπουλος



Photo: Nils Jorgesen

Βλέποντας την καλοστημένη αυτή φωτογραφία του Nils Jorgesen που αφορά τους αστέγους στο Λονδίνο (2001), θυμήθηκα πως χωρίς να τον γνωρίζω, το καλοκαίρι του 2011 στην Χώρα της Αμοργού τράβηξα μια που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως μια άλλη εκδοχή στο ίδιο θέμα: τους άστεγους μιας πόλης ή τους απόκληρους μιας κοινωνίας στην ελληνική εκδοχή.

Γιατί στο φως του Αιγαίου, ο ξεσπιτωμός, είναι μια κατάσταση που δεν εκφράζεται με κραυγές αλλά βουβά βιώνεται και η περιπλάνηση που ακολουθεί δεν θέλει απαραίτητα σκηνοθεσία να πετύχει. Οπότε, ούτε και λέξεις, προσωπικές ή δανεικές από άλλους χρειάζονται για να την τονίσουν αφού τα λένε όλα, το μισάνοιχτο παράθυρο στην πόρτα κι τα σημάδια του χρόνου στο λευκό τοίχο…


ΑΘΗΝΑ, 27092011

Δευτέρα 26 Σεπτεμβρίου 2011

ΤΟ ΠΑΝΗΓΥΡΙ ΣΤΟ ΚΑΛΕΣΜΕΝΟ…




Ο μπάρμπα Γιάννης Μάκκας και η ορχήστρα στην πλατεία του Καλεσμένου

Ο σκοπός της  επίσκεψής μου στην Ευρυτανία τέτοιες μέρες το 2011, ήταν το ξεκίνημα ενός βιβλίου για το χωριό και τους ανθρώπους του ιδιαίτερα ζωντανού χωριού Κρέντη με το οποίο θα ασχοληθώ το επόμενο διάστημα και θα ανήκε και αυτό στη σειρά των «Μικρών Πατρίδων» αλλά μέχρι σήμερα είμαστε ακόμη στα σχέδια...


Αφετηρία ήταν το πανηγύρι του Αϊ – Γιάννη, στην ομώνυμη εκκλησία στην Παλιά Κρέντη όπου για πρώτη φορά θα έβλεπα όλους τους χωριανούς μαζεμένους σε ένα πανηγύρι το οποίο μάλιστα τέλειωσε σύντομα κι έτσι μπόρεσα να πεταχτώ και στο ανάλογο πανηγύρι για τον ίδιο άγιο, στο κοντινό χωριό Καλεσμένο. Τούτο ήταν μέχρι τα μισά του 20ου αιώνα ένα από τα δυνατά χωριά της Ευρυτανίας αλλά εξαιτίας της μετανάστευσης, προς το εξωτερικό κυρίως, σήμερα έχει απομείνει σχεδόν άδειο από κατοίκους τους περισσότερους μήνες του χρόνου και γεμίζει κάπως μόνο το καλοκαίρι σαν επιστρέφουν οι ομογενείς.




Εξαιτίας της νοσταλγίας για τη «Μικρή Πατρίδα» τους, οι Καλεσμενιώτες καταφέρνουν και κάνουν πάντα καλά πανηγύρια τα οποία χαίρονται όλοι όσοι πάνε σε αυτά. Το κριτήριο βεβαίως για ένα καλό πανηγύρι τα τελευταία χρόνια είναι το χρήμα και στη δύσκολη κατάσταση που ζούμε ο καθοριστικός πλέον παράγοντας για την επιτυχία του ή όχι και οι πλέον αρμόδιοι να το κρίνουν είναι τα μαγαζιά και η ορχήστρα που θα παίξει εκείνη την ημέρα στην πλατεία με τον μικρό πλάτανο μπροστά από την εκκλησία του Αϊ – Γιάννη.



Κάτω από τη σκιά του Πλατάνου στην πλατεία του Καλεσμένου


Στην περίπτωση του προχθεσινού πανηγυριού του Αϊ – Γιάννη στο Καλεσμένο, ορχήστρα ήταν αυτή που οργάνωσε ο καλός φίλος από τον Κρέντη, ο αειθαλής μπάρμπα Γιάννης Μάκκας ο οποίος ξέρει ακόμα και τραγουδά με μοναδικό τρόπο τα παλιά κλέφτικα τραγούδια μαζί με το γιό του Γιώργο στην κιθάρα και τους Μπακούση Σεραφείμ στο τραγούδι, Τάκη Φουρλίγκα στο κλαρίνο, Τσιαμπόκαλο Χρήστο στο βιολί, Μαντέκα Γιάννη στα ντραμς και τη νεαρή Χειλά Αναστασία στα κρουστά και στο τραγούδι.



Ομογενείς και ντόπιοι χορεύουν στην πλατεία του Καλεσμένου. 
Πρώτη η Βίκυ Τριανταφυλλοπούλου.

Μαθαίνοντας πως η ορχήστρα θα πήγαινε την παραμονή και θα άρχιζε να παίζει αμέσως μετά τον εσπερινό μέχρι να ξημερώσει, θα συνέχιζε μετά τη λειτουργία ως το απόγευμα, θα έκανε ένα μικρό διάλειμμα και θα έπιανε πάλι τα όργανα το βράδυ, κατάλαβα πως θα γίνονταν ωραία γλέντια και η υπόθεση είχε αρκετό κέρδος και για τα μαγαζιά. Τι μαγαζιά όμως; Ένα και μοναδικό, αυτό της εκκλησίας έχει απομείνει και ανοίγει η Παρασκευή Σιαμπούλη μόνο αυτές τις ημέρες και σε κάποιες άλλες έκτακτες, πικρές κατά συνθήκη εκδηλώσεις το οποίο δεν προλαβαίνει να εξυπηρετήσει τον κόσμο στο πανηγύρι και γι’ αυτό έστησε ψησταριά εκεί και ο Μπάμπης Γαλανός με τη γυναίκα Αθανασία οι οποίοι λειτουργούν τον ωραίο νερόμυλο στην Ανατολική Φραγκίστα.




Ο Πάνος Κατσούδας μετον πατέρα του και την οικογένειά του


Φυσικά δεν πρόλαβα το σχόλασμα της λειτουργίας που έκανε ο παπα Φάνης Καλύβας από τον Μάραθο, έμαθα όμως ότι είχε πολύ κόσμο. Ούτε την αρχή του γλεντιού που χόρεψαν οι μεγάλες παρέες πρόλαβα καθώς έφτασα εκεί μετά το μεσημέρι. Πρόλαβα όμως την παρέα φίλου Πάνου Κατσούδα με τη γυναίκα του Αρετή όπου ήταν και ο πατέρας του Κώστας, ο αδερφός του Χρήστος καθώς και μια μεγάλη παρέα ελληνοαμερικανών ή ομογενών νομίζω πως είναι πιο σωστά να τους αναφέρω από τους οποίους γνώρισα τον Παύλο Τριανταφυλλόπουλο επιχειρηματία από την Φλόριδα και την οικογένειά του. Μαζί τους ήταν και Θεοδώρα Τριανταφυλλοπούλου η οποία ζει στη Νέα Υόρκη καθώς και πολλοί Καλεσμενιώτες οι οποίοι ζουν στο Καρπενήσι και άλλες πόλεις της Ελλάδας.



Σκούπισαν τα δολάρια από το προαύλιο οι πιτσιρικάδες...


Τον Παύλο είδα κάποια στιγμή που σηκώθηκε και πέταξε στο χορό που ήταν η γυναίκα του Σία και η κόρη του Βίκυ ένα μάτσο χαρτιά αλλά μέχρι να καταλάβω ότι ήταν μονοδόλαρα έχασα τη σκηνή, σκηνή που ευτυχώς επανέλαβε αλλά πάλι ήταν δύσκολο πράγμα η φωτογράφιση ενός τέτοιου γεγονότος κι έτσι περιορίστηκα σε δυο – τρεις φωτογραφίες με τα δολάρια στον αέρα ή στις πλάκες της πλατείας πριν αυτά καταλήξουν αμέσως μετά το τέλος του χορού, στην τσάντα της ορχήστρας. Τούτο έπραξαν με αστραπιαία ταχύτητα δυο πιτσιρικάδες που αμφιβάλλω αν ήξεραν τι ήταν αυτά που έπιαναν στα χέρια τους.



Οι πιτσιρικάδες κρατάνε στα χέρια τους "σκληρό νόμισμα..."


Το γεγονός με τα δολάρια ασφαλώς και δεν είναι καινούργιο για τα πανηγύρια στην Ευρυτανία αλλά στη δύσκολη αυτή περίοδο που περνάμε, οπωσδήποτε προκαλεί εντύπωση και φυσικά ανεβάζει το ηθικό της ορχήστρας και των μαγαζιών που τσακίζονται στα κεράσματα. Παλαιότερα μάλιστα που οι ομογενείς που επισκέπτονταν την Ελλάδα ήταν περισσότεροι και λόγω της κοντινής χρονικής απόστασης από την μετανάστευσή τους, τα δολάρια ήταν σαν ένεση ζωής για τους χειμαζόμενους συγγενείς, στα μικρομάγαζα που φυτοζωούσαν τότε στα φτωχοχώρια αλλά και στις ορχήστρες των Ευρυτάνων που περίμεναν όλο το χρόνο ένα πανηγύρι με «Αμερικάνους» να ξελασπώσουν.



Μια παρέα ομογενών και ντόπιων Καλεσμενιωτών μπροστά στην εκκλησία...


Για την ιστορία με τους «Αμερικάνους» και τα δολάρια στα πανηγύρια ο πλέον αρμόδιος να μιλήσει, μεταξύ των άλλων βέβαια που έχει καταθέσει για την ιστορία των μουσικών της Ευρυτανίας και της ευρύτερης περιοχής, είναι ο μπάρμπα Γιάννης Μάκκας χωρίς την πρόσκληση του οποίου δεν θα τύχαινα μπροστά σε αυτή την ξεχωριστή στιγμή και τον οποίο ευχαριστώ και από τούτη τη γωνιά του διαδικτύου. Όπως ευχαριστώ επίσης και τους φίλους, παλιούς και καινούργιους από το Καλεσμένο και εύχομαι ολόψυχα και του χρόνου να σκορπιστούν στον αέρα του πανηγυριού περισσότερα δολάρια αλλά και κανένα ευρώ…



Ο Μπάμπης και η Αθανασία Γαλανού μπροστά στην ψησταριά τους...


ΑΘΗΝΑ, 24092011

ΠΩΣ ΕΠΙΒΙΩΝΟΥΝ ΤΑ ΜΥΡΜΗΓΚΙΑ


Τα μυρμήγκια ως γνωστόν αγωνίζονται όλο το καλοκαίρι να συγκεντρώσουν μια ποσότητα τροφής, ανάλογη με τα μέλη κάθε φωλιάς, για να έχουν να τρώνε και το χειμώνα που όλα τα χορτάρια της γης σβήνουν από το κρύο και λιώνουν από το χιόνι και τις παγωνιές.

Γι’ τούτο, όλο το καλοκαίρι κάθε που ξημερώνει, τα μυρμήγκια ξεκινάνε συντεταγμένα το ένα πίσω από το άλλο ως μια μακριά σειρά στρατιωτών ή εργατών που πάνε στο εργοστάσιο και πηγαίνουν στο λιβάδι όπου με τις παντοδύναμες σιαγόνες τους, άλλα κόβουν χορτάρια, τεμαχίζουν φύλλα, αποκολλούν σπόρους και άλλα μεταφέρουν τη συγκομιδή στους αποθηκευτικούς χώρους που έχουν σκάψει μέσα στο χώμα.

Κάθε μέρα γίνεται αυτή η δουλειά χωρίς κανένας να τους δίνει διαταγή. Στην κοινωνία τους βεβαίως και υπάρχει κάποιος αρχηγός, ιεραρχία και τάξεις, λένε οι μυρμηγκολόγοι, αλλά τούτο δεν σημαίνει τίποτα αφού στο σύνολό τους όλα αγωνίζονται για τον κοινό στόχο: την επάρκεια στη διατροφή. Κανένα μυρμήγκι δεν εξαιρείται του αγώνα για την τροφή, όχι για την τιμωρία ή τον αποκλεισμό ενδεχομένως από την κοινωνία της, αλλά γιατί κάτι τέτοιο είναι πέρα από τη φύση τους και αδιανόητο για το είδος τους.

Την καθημερινή αυτή τάξη αυτή στον κόσμο των μυρμηγκιών χαλάει μόνο η ξαφνική νεροποντή και ειδικά στην περίπτωση που το νερό μπει μέσα στη φωλιά και βρέξει τα αποθέματά τους. Τότε είναι που αναβάλλεται αυτομάτως η συγκομιδή και η μεταφορά της τροφής από το χωράφι και όλα τα μυρμήγκια αρχίζουν να βγάζουν με νευρικές κινήσεις τη βρεγμένη τροφή από τη φωλιά να στεγνώσει στον ήλιο για να μη σαπίσει και να την ξαναβάλουν στη θέση της μόλις καταλάβουν πως έχει φύγει από πάνω της η υγρασία.

Έτσι έγινε και προχθές στα χωράφια του Κρέντη, όπου σε δεκάδες μυρμηγκοφωλιές, όλα τα μυρμήγκια πάσχιζαν να σώσουν τη τροφή τους για να καταφέρουν να ζήσουν το χειμώνα εκεί κάτω στη γη που είναι κρυμμένα χωρίς κανένα απ’ αυτά να εξαιρείται από την κοινή προσπάθεια για τη συντήρηση του πληθυσμού της φωλιάς και τη συνέχεια του είδους.

Κυριακή 25 Σεπτεμβρίου 2011

ΤΑ ΔΟΛΑΡΙΑ ΤΗΣ ΕΥΡΥΤΑΝΙΑΣ...



Τα δολάρια που έριξαν στην ορχήστρα που έπαιζε σε ένα πανηγύρι στο Καλεσμένο Ευρυτανίας ήταν το θέμα μιας προηγούμενης ανάρτησης στο actimon αλλά λόγω χώρου δεν μπόρεσα να βάλω και κάποιες άλλες πληροφορίες, χρήσιμες ως προς την κατανόηση του φαινομένου ουδείς και πουθενά κατέκρινε…


Τα δολάρια ήταν όντως κατά τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες το «σκληρό» νόμισμα της Ευρυτανίας επειδή ένα μεγάλο μέρος από τους κατοίκους της είχε μεταναστεύσει στην Αμερική και έστελνε χρηματικά εμβάσματα και άλλη βοήθεια επίσης, στις οικογένειες τους που έμειναν πίσω στο χωριό και τους περίμεναν να γυρίσουν μέσα στα πλούτη...

Το καθεστώς αυτό διατηρήθηκε μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’80 περίπου οπότε άρχισαν να αλλάζουν τα πράγματα και συνεχίζεται έως τα σήμερα αλλά σε μικρότερη ένταση κυρίως επειδή έχουν, λόγω του χρόνου βεβαίως χαθαί οι συγγενείες πρώτου και δευτέρου βαθμού και οι δεσμοί αίματος έχουν αδυνατήσει πάρα πολύ.

Το φαινόμενο να πετάνε δολάρια στην ορχήστρα, έχει το συμβολισμό του – το ίδιο γίνονταν εξάλλου και στα μαγαζιά γιατί όπως προαναφέρθηκε ήταν «σκληρό» νόμισμα και υπερτερούσε φυσικά της ταπεινής δραχμής καθώς και της εγγλέζικης λίρας που ήταν επίσης «σκληρό» νόμισμα για τις σοβαρές αγοροπωλησίες στις πόλεις και το εμπόριο.

Μη ξεχνάμε επίσης πως η τράπεζα του Καρπενησίου είχε από τα προπολεμικά χρόνια ακόμη μεγάλα αποθέματα σε δολάρια και χρυσό - πέντε φορτώματα χρυσού πήραν οι αντάρτες του ΔΣΕ κατά την κατάληψη του Καρπενησίου τον Γενάρη του 1948 και ένα απ’ αυτά κάπου «χάθηκε» λένε στις στενωπούς του Μέγδοβα και το αναζητούν ακόμη...