Σελίδες

Πέμπτη 26 Απριλίου 2018

ΜΙΑ ΚΡΕΜΑΣΤΗ ΦΩΛΙΑ ΧΕΛΙΔΟΝΙΩΝ




Το πάλεψαν όσο μπορούσαν, τα χελιδόνια που ήθελαν να φωλιάσουν στο υπόγειο του απόμακρου παρατημένου σπιτιού, δίπλα από το θορυβώδες ρέμα, το καλούμενο ρέμα στα Καραβιδέϊκα, στο Μυρόφυλλο Τρικάλων αλλά δεν κατάφεραν να τις στεριώσουν έτσι ώστε να τις βρίσκουν κάθε χρόνο στη θέση τους γιατί η υγρασία που βγάζει το τσιμέντο υπονομεύει τέτοια εύθραυστα έργα τα φτιαγμένα από λάσπη και το λίγο σάλιο που διαθέτουν αυτοί οι μικροί φτερωτοί χτίστες. 

Το πάλεψαν, πίστευαν πως θα τα κατάφερναν και αφού διαπίστωσαν πως κάτι τέτοιο θα ήταν μάταιο, αποφάσισαν πως θα ήταν καλύτερα να τη χτίσουν πάνω από τη λάμπα με άξονα το νεκρό καλώδιο ελπίζοντας πως έτσι θα βγάλουν το φετινό καλοκαίρι. Στις σκέψεις τους, η ιδέα πως μπορεί να έρθουν πάλι οι νοικοκυραίοι να κατοικήσουν και να χρειαστεί να την ανάψουν περίσσευε,  καθώς τα χελιδόνια, χρόνια τώρα βλέπουν το σπίτι από πάνω να γίνεται σταδιακά σωρός από πέτρες, ξύλα και έπιπλα ανακατωμένα, σε βαθμό που καμιά ανάσταση δεν πρόκειται εκεί να συμβεί και ούτε να βρεθεί πλέον άνθρωπος να πάει να συνδέσει πάλι το ρεύμα και να ενοχληθούν από το φως.

ΜΥΡΟΦΥΛΛΟ, 21042018 

Τρίτη 24 Απριλίου 2018

Η ΓΥΡΑ ΤΟΥ ΑΧΕΛΩΟΥ ΣΤΟ ΜΥΡΟΦΥΛΛΟ




Από τις ωραιότερες εικόνες του Αχελώου είναι η λεγόμενη Γύρα, μια στροφή δηλαδή του θεϊκού ποταμού λίγο μετά από τη γέφυρα Κονδύλη που ενώνει το Μυρόφυλλο με την Μεσούντα ή αλλιώς τα Τρίκαλα με την Άρτα. Εκεί ο ποταμός δεν κατάφερε να παραμερίσει τον βράχο να περάσει και υποχρεώνεται αιώνες τώρα να στρίβει χωρίς θυμό προς τις λογγές του Μυρόφυλλου κι από εκεί να φεύγει προς τη θάλασσα έχοντας πάντα στο νου του ότι όταν επιστρέψει θα έχει μαζέψει περισσότερη δύναμη να διαλύσει τη Γύρα ου του κόβει το δρόμο. Αλλά όπως συμβαίνει με όλα τα ποτάμια τα νερά τους δεν γυρίζουν πίσω, σβήνουν στον βυθό της θάλασσας κι εκεί ξεχνιούνται και τα σχέδια που έκανε στο πέρασμά τουςε από το Χαλίκι του Ασπροποτάμου μέχρι τον Πατραϊκό Κόλπο. (Η φωτογραφία με το εξαιρετικό φως της χθεσινής ημέρας από το Διάσελο στο δρόμο προς το Γκολφάρι και το χωριό που φαίνεται κάτω από τις κορυφές Φρούσια η Μεσούντα).  

ΜΥΡΟΦΥΛΛΟ, 24042018

ΤΟΥ ΑΪ – ΓΙΩΡΓΗ ΤΟΥ ΑΦΕΝΤΗ ΣΤΟ ΜΥΡΟΦΥΛΛΟ




Το Μυρόφυλλο Τρικάλων το γνώρισα τον Μάιο του 1995· ήταν η πρώτη μου έξοδος στα ελληνικά βουνά προκειμένου να φτιάξω τότε ένα αφιέρωμα για τα 50 χρόνια του Άρη Βελουχιώτη στην Ελευθεροτυπία και έκτοτε πήγα αρκετές φορές για το ίδιο θέμα αλλά περισσότερο γιατί αγάπησα αυτό το σπουδαίο χωριό και τους ανθρώπους του.

Εκείνο όμως που με έκανε να κρατήσω μέσα στην καρδιά το Μυρόφυλλο ήταν το Μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου, ένα ιδιαίτερο μοναστήρι πάνω από τον Αχελώο το οποίο οι φίλοι από το Μυρόφυλλο αλλά και από πολλά άλλα μέρη είχαν ξεκινήσει έναν αγώνα να σωθεί ότι είχε απομείνει από την εγκατάλειψη αρκετών δεκαετιών και τον φοβερό σεισμό της 23ης Απριλίου 1967, την αναστήλωσή του και ενδεχομένως και την επαναλειτουργία του. Ο αγώνας μάλιστα για την σωτηρία του εντάθηκε την δεκαετία  του ’90 όταν στα φαραωνικά σχέδια της τότε διακυβέρνησης το Μοναστήρι κινδύνευσε να καταποντιστεί στα φράγματα που θα κατασκευάζονταν για την περιώνυμη εκτροπή του Αχελώου.

Ο καταποντισμός του Μοναστηριού θεωρούνταν βέβαιος, εκείνη την εποχή της επιπολαιότητας των πολιτικών, της ασυδοσίας των εργολάβων και της μέθης που δημιουργούσε η υπόσχεση της ανάπτυξης αλλά οι δυνάμεις που αντιστάθηκαν και κέρδισαν τον αγώνα από πλευράς των Μυροφυλλιτών ήταν εκείνες που πήγαζαν από την αγάπη για τον τόπο τους και είχαν δίπλα τους, τον Άϊ Γιώργη τον αφέντη! Έτσι αποκαλούν με σέβας πολύ και συναίσθηση του Αγίου Προστάτη του Μυροφύλλου και όλης της περιοχής του μέσου ρου του Αχελώου οι ντόπιοι κι έτσι γιορτάζουν κάθε χρόνο τη μεγάλη μέρα του δικού τους Αγίου, του προστάτη του τόπου τους. Το τραγούδι του Άϊ – Γιώργη που τραγουδούσαν δεν άφηνε περιθώρια για αμφισβητήσεις:

Τώρα είναι ο Μάης κι η άνοιξη, τώρα είναι το καλοκαίρι,
Τώρα στολίζει ο θιος τη γη με εννιά λοϊών λουλούδια,
Στολίζει κι εμένα η μάνα μου, με εννιά λοϊών αρμάτες,
Με λούζει με χτενίζει, με στέλνει στο πανεγύρι.
Το πανεγύρι ήταν πουλύ κι ου τόπος ήταν λίγους,
Κρατεί ο δράκος το νερό, διψάει το πανεγύρι,
Διψάν κι οι μούλες της κυράς και τα θιριά τ’ αφέντη.
«Απόλα δράκε μ’ το νερό να πιει το πανεγύρι,
να πιουν οι μούλες της κυράς κι τα θιριά τ’ αφέντη».

Το τραγούδι του Άϊ – Γιώργη τραγούδησαν και χόρεψαν πάλι χθες μπροστά από την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου οι Μυροφυλλίτες όπως άρμοζε και με το τυπικό που θέλει η μεγάλη μέρα. Χάρηκα που μετά από 20 χρόνια από την πρώτη φορά που πήγα στο πανηγύρι είδα πως συμμετείχαν στο χορό κάποια πρόσωπα που αγαπώ και μοιράστηκα νοερά μαζί τους τη νίκη του του Άϊ Γιώργη τον αφέντη απέναντι σε αυτούς που ήθελαν να ξεθεμελιώσουν τον Τόπο τους αλλά και τη νέα περίοδο που αρχίζει για το Μοναστήρι με την υποδειγματική αναστήλωση της ιδιαίτερα σημαντικής εκκλησίας της Παναγίας και του παρεκκλησίου των Αγίων Ταξιαρχών που έγινε χάρη στην ευεργεσία της οικογένειας Ανδρούλας και Χριστόφορου Παπαδόπουλου για τη μνήμη του γιου τους Μιλτιάδη.     

ΥΓ. Για το θέμα της αναστήλωσης καθώς και με ορισμένα σχόλια που αφορούν τον τρόπο που έγινε χθες το πανηγύρι θα επανέλθω σε επόμενα σημειώματα γιατί όπως διαπίστωσα η κάλυψη του δικτύου σε ορισμένα μέρη δεν είναι όπως τη διαφημίζουν οι εταιρείες.

ΜΥΡΟΦΥΛΛΟ, 24042018


Παρασκευή 20 Απριλίου 2018

«ΕΜΕΙΣ ΚΑΙ ΤΟ ΙΣΛΑΜ» ΑΠΟ ΤΟΝ ΒΛΑΣΗ ΑΓΤΖΙΔΗ

Βασίλης Σηφάκης, Γιώργος Παυλάκος, Αριστέα Τόλια, Βλάσης Αγτζίδης, Βασίλειος Μεϊχανετσίδης

Σαν να ήταν έτοιμο να έρθει την κατάλληλη ώρα το βιβλίο του Βλάση Αγτζίδη τίτλο «Εμείς και το Ισλάμ» (Εκδόσεις Παττάκη) την παρουσίαση του οποίου χαρήκαμε προχθές στο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Αθηναίων.


Στο ερώτημα «πώς επανεμφανίζεται με δυναμικό τρόπο το Ισλάμ» επιχειρεί να απαντήσει το νέο έργο του Βλάση Αγτζίδη με τίτλο Εμείς και το Ισλάμ. Ο καθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του ΑΠΘ τονίζει ότι κίνητρό του για να γράψει το βιβλίο είναι οι δύο παράλληλοι κόσμοι που ήρθαν ξανά σε επαφή μέσα από την επανεμφάνιση ενός ισλαμικού εξτρεμισμού που τον είδαμε να αναπτύσσεται τα τελευταία 30 χρόνια.

Ο συγγραφέας εστιάζει στην πρώτη αραβική περίοδο του Ισλάμ και διερευνά τις συνθήκες εντός των οποίων αναπτύχθηκε η εξτρεμιστική μορφή του καθώς και το πώς επέστρεψε η έννοια του Ιερού Πολέμου (τζιχάντ). Ως σύστημα αναφοράς ορίζεται το «εμείς» μέσω του οποίου προσεγγίζεται το ισλαμιστικό φαινόμενο, μιας και οι ελληνορθόδοξοι πληθυσμοί υπήρξαν από τους πρώτους που συναντήθηκαν με το Ισλάμ κατά την έξοδό του από την Αραβική Χερσόνησο. Ιδιαίτερη μνεία γίνεται στο Εμιράτο της Κρήτης, ένα ιδιαίτερο αραβικό κράτος του 9ου-10ου αιώνα μ.Χ. Στο τέλος του βιβλίου παρουσιάζεται η μεγάλη σύγκρουση του Ισλάμ με τη Δύση, όπως αποτυπώθηκε με τον μουσουλμανικό Ιερό Πόλεμο και τις χριστιανικές Σταυροφορίες.



Για το βιβλίο, εκτός από τον Βλάση Αγτζίδη, μίλησαν: ο φιλόλογος-θεολόγος και αντιπρόεδρος του Οργανισμού για τη Διάδοση της Ελληνικής Γλώσσας Βασίλης Σηφάκης, και ο δρ Δικαίου και μέλος της Διεθνούς Ένωσης για τη Μελέτη των Γενοκτονιών Βασίλειος Μεϊχανετσίδης. Την εκδήλωση, που έγινε με την υποστήριξη του Δήμου Αθηναίων, συντόνισε η πρόεδρος του Οργανισμού για τη Διάδοση της Ελληνικής Γλώσσας Αριστέα Τόλια.

ΑΘΗΝΑ, 20042018

ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΑΝΤΙΟ ΣΤΟΝ ΚΩΣΤΗ ΖΑΧΑΡΙΑ




Αποχαιρετήσαμε προχθές το απόγευμα από το νεκροταφείο των Αγίων Αναργύρων τον Κωστή Ζαχαριά η Κωνσταντίνο - Ντίνο Ζαχαράκη (1921 – 2018) έναν σπουδαίο άνθρωπο και έναν σπάνιο πατριώτη που όλη του τη ζωή αγωνίστηκε για την πρόοδο της Ελλάδας και την ανάσταση του Ελληνισμού.



Ο Κωστής Ζαχαριάς η Κωνσταντίνος - Ντίνος Ζαχαράκης γεννήθηκε το 1921 στην Αθήνα. Προσπάθησε να γίνει αεροπόρος αλλά στις εισαγωγικές εξετάσεις της Σχολής Ικάρων τον έκοψαν για «κοινωνικά φρονήματα» επειδή δε γράφτηκε στη νεολαία Μεταξά. Είχε τόσο μεγάλα όνειρα και σχέδια που η, αποδεδειγμένα, άδικη βαθμολογία, του στοίχισε τόσο πολύ που του άλλαξε άρδην την υπόλοιπη ζωή του, τόσο από πλευράς επιδιώξεων όσο και από πλευράς προσφοράς. Παρ' όλα αυτά, στον πόλεμο του 1940 κατετάγη εθελοντής και πολέμησε με το 34ο Σύνταγμα Πεζικού, στην πρώτη (γραμμή επαφής με τον εχθρό). Έχει δύο προαγωγές σε λοχία και επιλοχία και στις τελευταίες σκληρές μάχες (15 - 21 Απριλίου 1941) προτάθηκε από το Διοικητή του, συνταγματάρχη Τσιγκούνη Αλέξανδρο, για το βαθμό του ανθυπολοχαγού και όταν έγινε πληρωμή των αξιωματικών του Συντάγματος, έλαβε μισθό ανθυπολοχαγού. 

Παρά την ολόπλευρη αντίσταση του Έθνους του 1940-1941 η χώρα μας κατελήφθη από Βουλγάρους, Ιταλούς και Γερμανούς. Η συμπεριφορά των κατακτητών ήταν τόσο άδικη και σκληρή που προκάλεσε δεύτερο εθνικό συναγερμό και ο Κ. Ζαχαριάς άφησε την Τράπεζα που ήταν διορισμένος (Αγροτική, υποκατάστημα Λιβαδειάς) και τη Σχολή του, Ανωτάτη Εμπορική, που τελείωσε αργότερα, και πήγε με τους μαχητές του ΕΛΑΣ. Εκεί ανέφερε απλά ότι επειδή είναι νέος έχει υποχρέωση να πολεμήσει τους Γερμανούς κατακτητές και τους άλλους συνεργάτες τους. Δεν ανέφερε ούτε για τον Μεταξά, ούτε για την Αλβανία, μη επιδιώκοντας πόστο. Μαχητής του ΕΛΑΣ, Ανθυπολοχαγός της Σχολής των Αξιωματικών, δεύτερης και τέταρτης σειράς. Στο στρατιωτικό (αντάρτικο) απολυτήριο που πήρε μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας (12/2/1945) στο πίσω μέρος ήταν γραμμένη από τη Διοίκησή του η λέξη «Πρωτόβουλος» τρεις φορές.

Μετά τη λήξη του Εμφυλίου σχετίστηκε με τον καπετάν Νικηφόρο (Δημήτρη Δημητρίου) και δημιούργησαν τον Σύνδεσμο Εθνικής Ενότητας και αγωνίστηκαν σε όλη την Ελλάδα για την ενότητα και τη συμφιλίωση. Ο Κωστής Ζαχαριάς υπήρξε ένας πολυγραφότατος άνθρωπος, εξέδωσε παραπάνω από 25 βιβλία με θεματογραφία από την Αντίσταση κυρίως και την νεώτερη ιστορία μεταξύ των οποίων ξεχωρίζει το «Ντοκουμέντο» που απαντά λέξη τη λέξη στο βιβλίο του Ευάγγελου Αβέρωφ – Τοσίτσα «Φωτιά και τσεκούρι» καθώς και σε άλλα πράγματα που τον ενδιέφεραν. Τα βιβλία του κυκλοφορούν από τις εκδόσεις "Δρόμων" (www.ekdoseisdromon.gr). 

Για τον εκλιπόντα μίλησαν η Μαρία Ντουντούμη, ο Λευτέρης Κωνσταντινίδης εκ μέρους του συναγωνιστή από την Κρήτη Θανάση Παυλάκη που δεν μπορούσε να έρθει στην κηδεία και ο Κώστας Ιωαννίδης Βουβαλίδης ενώ όλοι μαζί, οικογένεια, συγγενείς και φίλοι του τον αποχαιρετήσαμε τραγουδώντας πάνω από τον τάφο του τον Εθνικό Ύμνο.

ΑΘΗΝΑ, 20042018

Κυριακή 15 Απριλίου 2018

ΓΕΝΝΗΤΟΥΡΙΑ ΣΤΑ ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΑ ΒΟΥΝΑ




Η πιο όμορφή στιγμή της φετινής Άνοιξης εμφανίστηκε ξαφνικά πριν από λίγο στην οθόνη μου και μου γέμισε την ψυχή αισιοδοξία για τη συνέχεια του κόσμου. Μοιράστηκα τηλεφωνικά τη χαρά μου με τον Ηλία Τσουμάνη και σας τη μεταφέρω και σε σας…



Η στιγμή αυτή είναι η γέννα πριν από δυο μέρες της Δέσποινας, μιας φοράδας με βουλγάρικο αίμα στις φλέβες της που βρέθηκε στο κοπάδι του Ηλία στο Τσεπέλοβο και ζευγάρωσε με κάποιο από τα αρσενικά του κοπαδιού του στα βουνά. Μόλις δυο ημερών το θηλυκό πουλαράκι δείχνει πανέμορφο και ανταποδίδει κιόλας τα χάδια στη μάνα του. Δεν είναι όμως το μόνο καινούργιο μέλος του κοπαδιού το νεογέννητο. Πριν από λίγες μέρες γέννησε κι άλλο φοράδα και στη σειρά είναι και ορισμένες ακόμη κι έτσι θα μεγαλώσει ακόμη περισσότερο το κοπάδι των ελεύθερων αλόγων που δημιουργήθηκε στην Τύμφη και αποτελεί εκτός από στολίδι των ηπειρωτικών βουνών και ένα ζήτημα για την προστασία και τη φροντίδα αυτών των μοναδικών πλασμάτων που δίνουν ζωή και φωνή στον Τόπο!  

ΜΕΓΑΛΗ ΚΑΨΗ, 15042018

ΑΣΠΑΣΜΟΣ ΣΕ ΜΙΑ ΠΗΓΗ ΣΤΟΝ ΜΑΡΑΘΟ…



Τις κορυφές (των Αγράφων επί του προκειμένου που περπατήσαμε τις προηγούμενες ημέρες στον Μάραθο με τον Πάνο Νιαβή) τις χαιρετάμε με ψηλά το κεφάλι. Έτσι αρμόζει σε αυτά τα πράγματα. Τις πηγές όμως, τις σπάνιες πηγές που λειτουργούν ακόμη στα βουνά και στις μικρές πατρίδες, λόγω της εγκατάλειψης και την απουσία της φροντίδας από οποιονδήποτε, σκύβουμε και τις προσκυνάμε ακόμη να αν δεν διψάμε. Για να νιώθουν και τα νερά που βγαίνουν από τη γη ότι εκεί έξω είναι κάποιος που τα περιμένει και χείλη να τα ασπαστούν. (Η φωτογραφία στην πηγή Φωνίσκα, από τον συνοδοιπόρο στο προσκύνημα στην γη του Μαράθου Πάνο Πεσλή, μόνιμο κάτοικο μιας μικρής πατρίδας που επιμένει να υπάρχει στ’ Άγραφα). Μάραθος 12042016.

ΑΘΗΝΑ, 15042018

Σάββατο 14 Απριλίου 2018

ΤΑ ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ ΜΙΑΣ ΑΡΣΕΝΙΚΗΣ ΜΟΥΡΙΑΣ



Άντε, τον διαβαίνουμε γοργά τον Απρίλη και όπου ν’άναι, θα περάσουμε από την εποχή της ανθοφορίας, στην εποχή που θα δέσουν οι καρποί των δέντρων, ακόμη και των καρποφόρων της Αθήνας και μεταξύ των πρώτων θα είναι και τα μούρα από τις θηλυκιές μουριές - όσες έχουν απομείνει, γιατί οι υπεύθυνοι του Δήμου φροντίζουν να φυτεύουν μόνο αρσενικές για να μην υπάρχουν προβλήματα καθαριότητας με τα μούρα.

Αυτό όμως δεν σημαίνει πως και οι αρσενικές μουριές, δεν έχουν λουλούδια. Έχουν κι αυτές και μάλιστα πολύ όμορφα (μοιάζουν με διάφανα ώριμα μούρα ή με σταφύλια με μικροσκοπικές ρώγες) τα οποία έχουν αυτή τη μοναδική σκόνη, του αρσενικού που πρέπει να πέσει πάνω στις θηλυκά για να τα γονιμοποιήσουν με τη βοήθεια του αέρα αλλά και των εντόμων καμιά φορά για να αρχίσει να γίνεται ο καρπός. Μόλις δε τελειώσουν αυτό το ρόλο, πέφτουν μαραμένα στο έδαφος και λιώνουν χωρίς να τους δίνει πλέον κανένας σημασία. (Η φωτογραφίας από ένα κήπο, απέναντι από τους Αέρηδες στην Πλάκα).

ΜΕΓΑΛΗ ΚΑΨΗ, 14042018

Παρασκευή 13 Απριλίου 2018

ΤΟ ΔΕΟΝ ΚΑΙ ΤΟ ΠΡΕΠΟΝ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΞΕΩΝ

Φωτογραφία από τη μάχη στο Σαραντάπορο. 


Οι πρώτες συντάξεις για πεσόντες και τραυματίες σε πολέμους δόθηκαν μετά τους δύο Βαλκανικούς Πολέμους (1912 – 1913) και ο θεσμός πλέον συνέχισε να λειτουργεί στους κατοπινούς πολέμους, ως την Κύπρο το 1974. Εξηγούμαι πως δεν γνωρίζω αν υπήρχε νωρίτερα τέτοια πρόνοια εφόσον η Ελλάδα δεν είχε εμπλακεί σε πολέμους (πλην του Ελληνοτουρκικού το 1897) όπως επίσης δεν γνωρίζω αν δίνονταν συντάξεις αναπηρίας για τις περιπτώσεις ατυχημάτων σε περίοδο ειρήνης, αλλά δεν είναι αυτό το θέμα.  

Αυτές οι συντάξεις δόθηκαν σε χήρες (νέα κορίτσια οι περισσότερες) αλλά κυρίως στις μητέρες που έχασαν τους γιούς τους στα πεδία των μαχών και είχαν σκοπό να απαλύνουν τον πόνο των οικογενειών αλλά και να τις υποστηρίξουν να ζήσουν. Πρόλαβα μάλιστα να γνωρίσω και κάποιες γερόντισσες που έπαιρναν ως το θάνατό τους σύνταξη ακόμα για πεσόντες στους Βαλκανικούς Πολέμους και την Μικρά Ασία. Ενδεικτικά αναφέρω την περίπτωση της Μαρίας Κοντονίκα από το Κρίκελο της Ευρυτανίας που μίλησα μαζί της πριν από 20 χρόνια και μου είπε πως έπαιρνε την αναπηρική του πατέρα της που έχασε ένα πόδι του στις επιχειρήσεις στη Μικρά Ασία το 1922, γιατί έμεινε ανύπαντρη να τον βοηθάει. Ενδεικτικά επίσης αναφέρω ότι μόνο στην Ευρυτανία έπαιρναν 66 συντάξεις για πεσόντες στους Βαλκανικούς Πολέμους. (Τα στοιχεία από την σπουδαία έκδοση της «Πανευρυτανικής Ένωσης» «Η συμμετοχή των Ευρυτάνων στους Βαλκανικούς Πολέμους»).



Τα αναφέρω αυτά γιατί οι συντάξεις αυτές στην συγκεκριμένη περιοχή αυτές τις περιόδους ήταν αυτές που κράτησαν όρθιες τις οικογένειες των πεσόντων που πέρα από το συναίσθημα, η απουσία τους από τον αγώνα της επιβίωσης στα χωράφια και τα μαντριά ήταν καθοριστική. Με αυτές τις συντάξεις έζησαν μανάδες και ορφανά και μάλιστα, αν το δούμε και λίγο πρακτικά, αυτά τα παιδιά πρόκοψαν ιδιαίτερα και διακρίθηκαν.

Δεν χρειάζεται να πούμε ότι η Ελλάδα σε αυτές τις περιόδους του 20ου αιώνα ήταν μια φτωχή χώρα με ελάχιστες δυνατότητες αλλά ουδέποτε τέθηκε θέμα περιορισμού ή αναστολής αυτών των συντάξεων καθώς αποτελούσαν και ηθική και πρακτική υποχρέωση της Πατρίδας απέναντι σε αυτούς που έπεσαν στη μάχη για την ελευθερία και την ακεραιότητά της. Με λίγα λόγια: Η Ελλάδα ήταν μια κανονική χώρα κι όχι αποικία που κυβερνούν εμπαθείς μικρόνοες που δεν σέβονται τίποτα και κυρίως την ίδια τη Χώρα και τους ανθρώπους της!

ΜΕΓΑΛΗ ΚΑΨΗ, 13042018

ΟΙ ΟΡΝΟΙ ΓΙΑ ΓΛΥΚΟ ΚΟΥΤΑΛΙΟΥ ΣΥΚΟ




Mε τις ομορφιές της ελληνικής φύσης και τους ιδιαίτερους καρπούς της άνοιξης ανοίγω τη μέρα μας. Μιας όμως και είμαστε, οι περισσότεροι μακριά από την ύπαιθρο χώρα όπου συμβαίνουν τα θαύματα της άνοιξης, αρκούμαστε να αναζητούμε στους πάγκους των λαϊκών κάποια μοναδικά αγαθά και σχεδόν βρίσκουμε, με τη βοήθεια των νέων καλλιεργειών σχεδόν τα πάντα. Εκείνο που δεν θα βρούμε όμως και ήμουν τυχερός που το είδα χθες και γι’ αυτό σας το κοινοποιώ είναι τα αρσενικά σύκα, οι λεγόμενοι ορνοί που χωρίς αυτούς δεν θα έδεναν οι καρποί και είναι αυτοί με τους οποίους γίνεται το εξαιρετικό γλυκό κουταλιού σύκο. Είναι στο φόρτε τους αυτές τις ημέρες στις αγριοσυκιές παντού και τους καταλαβαίνει όποιος περπατάει στις εξοχές και στους κήπους από τη δυνατή, γλυκιά μυρωδιά τους. Στην Αθήνα τους βρήκα στην είσοδο της Ψαραγοράς, στη Βαρβάκειο να τους έχει σε ένα καφάσι από φελιζόλ ο Δημήτρης, Έλλην όπως δήλωσε από το Σοχούμ της Γεωργίας που ζει στο Μενίδι και από κάποιο χωράφι εκεί τους μάζεψε και τους έφερε στην αγορά. Δυο ευρώ το κιλό τους πουλούσε αλλά δεν έκανε ταμείο γιατί όπως είπε, ο κόσμος δεν έχει λεφτά για τέτοια. Κι επειδή οι νεότερες γυναίκες ξέμαθαν από αυτές τις δουλειές και θεωρούν τα γλυκά αυτά δύσκολα, θα συμπλήρωνα εγώ, αλλά το λέω μεταξύ μας μη πέσω σε τίποτα κρυφονοικοκυρές και με ξετινάξουν γι’ αυτές αιρετικές σημειώσεις περί την τέχνη της κουζίνας και της ζαχαροπλαστικής...

ΥΓ. Σημείωση για την πόλη από το αρχείο (2013) καθώς δεν ξέρω αν αυτές τις ημέρες στη Βαρβάκειο ή αλλού να συνεχίζει κάποιος που να πουλάει ορνούς. Ελπίζω να υπάρχει αλλά και να υπάρχει η γνώση και η διάθεση να γίνουν ένα εξαιρετικό γλυκό κουταλιού.   

ΜΕΓΑΛΗ ΚΑΨΗ, 13042018

Πέμπτη 12 Απριλίου 2018

ΕΝΑ ΑΝΤΙΟ ΣΤΟΝ ΣΥΜΠΑΤΡΙΩΤΗ ΚΑΠΕΤΑΝ ΕΡΜΗ




Αποχαιρετήσαμε πριν από λίγες ώρες τον Βασίλη Πριόβολο, τον καπετάν Ερμή, στην εκκλησία του Αγίου Αντωνίου στα Άνω Πατήσια - η οικογένειά του, οι συντοπίτες του από την Χρύσω και την Ευρυτανία, άλλοι συμπατριώτες, πολιτικοί του παλιού ΠΑΣΟΚ κυρίως και ελάχιστοι συναγωνιστές του ασφαλώς νεότεροί του γιατί από τη σειρά του (Κλάση του ’38 και πολεμιστές του ΄40 - ΄41) μας βλέπουν πια από ψηλά· τους εκπροσώπησε ο αειθαλής Μανώλης Γλέζος που απηύθυνε και ένα σύντομο αποχαιρετισμό στον Καπετάνιο.

Με τον θάνατο του Βασίλη Πριόβολου κλείνει και ο κύκλος της βιολογικής παρουσίας των πρωταγωνιστών από την Ευρυτανία και τα Άγραφα, της Ρούμελης γενικά, στην Εθνική Αντίσταση (1941 – 1944) και μάλιστα σε μια στιγμή που ο βασικός κορμός της, η Αριστερά εκείνης της εποχής, δέχεται ένα κύμα σοβαρής κριτικής από τους ιστορικούς αλλά και πολλούς άλλους, τόσο για την περίοδο αυτή, όσο κυρίως για εκείνη που ακολούθησε και συνέπειές της ανιχνεύονται στις σημερινές μεταλλάξεις της και μάλιστα σε θέση εξουσίας.

Δεν είναι του παρόντος να διατρέξουμε την ιστορία και τους ρόλους του Βασίλη Πριόβολου σε αυτές τις περιόδους, τούτο απαιτεί ψυχραιμία και ικανότητα πολλαπλής ανάλυσης και σε συνδυασμό με πλείστες άλλες λεπτές προσεγγίσεις. Αυτό όμως που θέλω να σημειώσω, σαν ερώτημα που δεν έκανα ποτέ στον εκλιπόντα όσο καιρό τον γνώριζα, είναι για τις ρίζες της ευρυτανικής διανόησης που αναπτύχθηκε στη διάρκεια του μεσοπολέμου και το περιβάλλον που τις δημιούργησε καθώς, εκφραστής ήταν και ο ίδιος και πως η αυτή η γενιά εκούσα – άκουσα αλέστηκε στον Εμφύλιο Πόλεμο. Κι ακόμη, πως αυτός ο δυνατός πράγματι και αυτάρκης κόσμος της ορεινής Ελλάδας, τόσο επιπόλαια έμπλεξε σε έναν Εμφύλιο Πόλεμο και βγήκε απ’ αυτόν διαλυμένος. Ως πρωταγωνιστής του πάλι, πολλά θα είχε να πει κι έτσι θα ξέραμε πώς να απαντήσουμε και σε κάποια σημερινά ζητήματα…



Όπως και να έχει το πράγμα, του στέλνω κι εγώ ένα τελευταίο χαιρετισμό ως συμπατριώτη και του εύχομαι καλή συνάντηση στον ουρανό με τους άλλους Καπεταναίους που πολλά βλέπουν αλλά θα θελήσουν να μάθουν για κάποια πράγματα από πρώτο χέρι… 

ΑΘΗΝΑ, 12042018  

Τετάρτη 11 Απριλίου 2018

ΤΑ ΑΗΔΟΝΙΑ ΣΤΗ ΦΤΕΡΗ ΦΘΙΩΤΙΔΑΣ


Είναι αυτές οι νύχτες στο χωριό (όπως και σε κάθε άλλη γωνιά της Ελλάδας) που τα αηδόνια δεν σε αφήνουν να κοιμηθείς. Μέχρι τα ξημερώματα κρατάνε τα κελαϊδίσματά τους και τη μέρα αποσύρονται στα χαμηλά σημεία του δάσους και μέσα στα ρέματα, εκεί που δεν τα βλέπει κανένας ή τούτο συμβαίνει μόνο κάποιος είναι πολύ τυχερός.
Έτσι θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε τον Γιάννη Αυγέρη, από τη Φτέρη της Δυτικής Φθιώτιδας αλλά θα πρέπει να συμπληρώσουμε πως δεν αρκεί μόνο η τύχη να δει κάποιος ένα αηδόνι αλλά πρέπει να είναι και πολύ υπομονετικός και να είναι έτοιμος μόλις το δει να ξεπροβάλλει από τις φυλλωσιές να το «πιάσει» με το φακό του. Κάτι τέτοιο έκανε ο Γιάννης και μας χάρισε δυο ωραίες φωτογραφίες αηδονιού (Luscinia megarhynchos) στο χωριό του στις οποίες βλέπουμε πως ο καλύτερος αιδός* του κόσμου είναι ντυμένος με τα πιο απλά χρώματα και τούτο είναι ένας λόγος ακόμη να περνά απαρατήρητος απ’ όλους την ημέρα και του αρέσει από το σκοτάδι που δεν φαίνεται καθόλου να ψάλει τη ζωή!



·      * Η ελληνική λέξη αηδών -όνος συνδέεται με την ινδοευρωπαϊκή ρίζα awed «ομιλώ», της οποίας αποτελεί εκτεταμένη βαθμίδα: αFηδ (-ων ων) (πρβλ. αFείδω «άδω», αFοιδός «τραγουδιστής»). (Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα).

ΜΕΓΑΛΗ ΚΑΨΗ, 11042018

Κυριακή 8 Απριλίου 2018

ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΚΑΣΤΑΝΟΛΟΓΓΟ…




Αναστάσιμος ο καιρός σήμερα στη μικρή πατρίδα· το ελαφρό αεράκι και ο ζεστός ήλιος δημιούργησαν συνθήκες ιδανικές για την ανθοφορία των καρποφόρων αυξάνοντας τους χυμούς στα δέντρα ενώ αρχίζουν και τα φύλλα δειλά – δειλά να ανοίγουν από την ραγδαία πρόοδο της άνοιξης. Με αυτές τις προϋποθέσεις η  περίπτωση της σημερινής ημέρας ήταν ιδανική  για μπόλιασμα και επειδή στο σπίτι είχαν αναλάβει άλλοι τα πασχαλιάτικα: ήτοι το ψήσιμο του αρνιού και τα κοκορέτσια πήρα τα εργαλεία μου και με λαμπρινή διάθεση κατηφόρισα από νωρίς στον καστανόλογγο με τις άγριες καστανιές κι έβαλα μπροστά το μπόλιασμα ευχόμενος φέτος να έχουμε καλύτερο αποτέλεσμα από το πενιχρό περσινό. Μπόλιασα καμιά εικοσαριά μέχρι που μου φώναξαν πως στρώνουν τραπέζι και αποσύρθηκα αλλά μετά θα ακολουθήσει δεύτερη φάση μπολιάσματος και μέχρι να σουρουπώσει πιστεύω πως θα ξεπεράσω τα πενήντα, αριθμός ικανός για να δώσει εικόνα ημερώματος στον καστανόλογγο και σε λίγα χρόνια, αν βοηθήσει και ο καιρός με τίποτα βροχές να έχουμε μια ικανοποιητική παραγωγή από κάστανα κρητικά όπως τα λέμε εδώ και είναι σαφώς τα καλύτερα. (Φωτογραφίες: Γιώργος Ντινόπουλος).

ΜΕΓΑΛΗ ΚΑΨΗ, 08042018


Παρασκευή 6 Απριλίου 2018

ΕΝΑ ΟΙΚΟΠΕΔΟ ΑΝΟΙΞΗ ΣΤΗ ΛΙΟΣΙΩΝ



Η ιδέα της πασχαλινής εξόδου για τους περισσότερους που παίρνουν τους δρόμους προς την εξοχή είναι πρωτίστως ένα ανθισμένο λιβάδι. Έτσι καλεί η παράδοση να γιορτάζεται το Πάσχα σε όλη στην επικράτεια  ή σε μια αυλή με γλάστρες έστω, στο σπίτι του χωριού, στο νησί η το χωριό της ηπειρωτικής ενδοχώρας. Και τούτο να μην συμβεί, λόγω καιρού ή άλλων παραγόντων, η ιδέα είναι που κινεί την επιθυμία είναι η κρατούσα του Πάσχα… 

Για όσους δεν μπορούν να το κατορθώσουν ή αγαπούν την Αθήνα η οποία έχει τις δικές της ανοιξιάτικες χάρες, ένα μικρό ανοιξιάτικο λιβάδι τους περιμένει να το δουν μόνο, πίσω από τη συρμάτινη περίφραξη και μεταφερθούν νοερά για λίγο στην εξοχή. Τούτο βρίσκεται στην γωνία της οδού Λιοσίων και Μάγερ  όπου κάποτε υπήρχε ένα παλιό σπίτι και στο οικόπεδο που λαγάρισε μετά την πτώση του και δεν έγινε πάρκινγ όπως τα άλλα δίπλα του, άγνωστο με ποιο τρόπο και πιθανώς με τον αέρα, μεταφέρθηκαν σε αυτό σπόροι από κίτρινες μαργαρίτες των αγρών και επειδή φαίνεται πως το χώμα δεν ήταν τόσο ρυπασμένο φύτρωσαν και μοιάζουν σαν σε εξοχή κάπου στην Ελλάδα. Έτσι η εικόνα του ανθισμένου οικοπέδου  σε αυτή την ξεψυχισμένη γειτονιά υπενθυμίζει πως η άνοιξη κατοικεί κάτω από την πόλη και μπορεί να ξεφυτρώσει οπουδήποτε δεν υπάρχει κάτι που οριακά να την εμποδίζει. Επί πλέον, δίνει μια ιδέα για το πώς θα μπορούσαν να γίνουν όμορφοι χώροι όλοι οι παρατημένοι, δημόσιοι και ιδιωτικοί χώροι…

ΥΓ. Η πρόκληση να γνωρίσω το ανθισμένο οικόπεδο της Λιοσίων ήρθε από τον Γιώργο Π. Αποστολόπουλο, Αντιδημάρχου στο Δήμο Αθηναίων και το προχθεσινό σημείωμά του για αυτό το ωραίο σημείο της Αθήνας. Τον ευχαριστώ…

ΑΘΗΝΑ, 06042018

Πέμπτη 5 Απριλίου 2018

ΤΑ ΚΟΠΑΔΙΑ ΤΗΣ ΛΑΜΠΡΗΣ ΤΟ ΠΑΛΙΟ ΚΑΙΡΟ...




Ήταν πάντα αυτές οι μέρες, του Μεγαλοβδόμαδου, πριν από δυο – τρεiς δεκαετίες που σε όλα τα χωριά, κυρίως τα ημιορεινά που οι νοικοκυραίοι κτηνοτρόφοι έκαναν πρόωρη Λαμπρή γιατί περνούσε από το μαντρί τους ο χασάπης, το άδειαζε από αρνοκάτσικα και για λίγες μέρες, πριν εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους έβλεπαν λίγο χρήμα στις τσέπες τους!


Οι εποχές αυτές που σχεδόν κάθε σπίτι είχε ένα κοπαδάκι από γιδοπρόβατα με το οποίο πορεύονταν όλο το χρόνο πέρασαν, ανεπιστρεπτί, όπως φαίνεται. Το κοπαδάκι, είκοσι με τριάντα το πολύ κεφάλια και αυτά ανάλογα με τα χωράφια που είχε κάθε νοικοκυριό και βεβαίως τα ανάλογα άτομα να το προσέχουν, αποτελούσε το κεφάλαιο με το οποίο επιβίωνε κάθε σπίτι. Παρείχε γάλα για να φτιάξουν τυρί και βούτυρο για να καλύψουν τις ανάγκες της οικογένειας και ενδεχομένως να πουλήσουν και λίγο, μαλλιά για βαριά ρούχα, κανένα στέρφο, γερασμένο ή άρρωστο ακόμη για την ιδιοκατανάλωση και τον τοπικό χασάπη αλλά εκείνο που όλοι αγωνίζονταν ήταν να έχουν κάποια να πουλήσουν για το Πάσχα που το έθιμο επιτάσσει αρνί ή κατσίκι στη σούβλα ή στο φούρνο με πατάτες.



Τα αρνοκάτσικα που προορίζονταν για τον χασάπη του Πάσχα τα πρόσεχαν ιδιαίτερα – όσο τους επέτρεπε ο καιρός και οι τροφές που αποθήκευαν γιατί με την πώλησή τους έπιαναν μερικά λεφτά και με αυτά εξυπηρετούσαν τα χρέη σε προμηθευτές και τα βερεσέδια στα μπακάλικα του χωριού και αν περίσσευαν ψώνιζαν και τίποτα ρούχα και είδη ανάγκης που δεν μπορούσαν να παράξουν. Όσο περισσότερα γιδοπρόβατα έτρεφαν, τόσο πιο σίγουροι ένιωθαν ότι πετυχαίνουν το στόχο τους αν και πάντα γκρίνιαζαν για  τον χασάπη που τους εύρισκε, όπως έλεγαν, στην ανάγκη και τους έπαιρνε τα ζωντανά για… ένα κομμάτι ψωμί.



 Έτσι έλεγαν, αλλά αποδέχονταν την κατάσταση και δεν προσπαθούσαν να βρουν άλλο τρόπο να πουλήσουν ή να τα προωθήσουν στην αγορά οι ίδιοι.  Σε πολλά χωριά δεν υπήρχαν καν δρόμοι, ούτε και αυτοκίνητα για να τα πάρουν και να τα πάνε σε κάποια πόλη κι έτσι ήταν αναγκασμένοι να τα δώσουν σε αυτόν που έρχονταν στο χωριό τους.
Ο χασάπης που πήγαινε σε κάποιο χωριό να μαζέψει αρνοκάτσικα ήταν συνήθως γνωστός γιατί πήγαινε πολλά χρόνια και γνώριζε τον κάθε χωριάτη ξεχωριστά. Ήξερε που έχει μαντρί, πόσο πρόσεχε το κοπάδι, τις αδυναμίες του καθενός και τις παραξενιές κι ανάλογα κινούνταν με γνώμονα πάντα το συμφέρον του.  Ο χασάπης εμφανίζονταν στο χωριό πάντα την ίδια ημέρα, με τα πόδια τα παλιότερα χρόνια και με αυτοκίνητο όταν έγιναν οι δρόμοι και ήταν συνήθως του Λαζάρου και των Βαίων. Ήταν δε πάντα καλοδεχούμενος κι όλοι κρυφοκοίταζαν πόσο φουσκωμένη ήταν η τσέπη του καθώς ήταν κανόνας να πληρώνει επί τόπου και μετρητοίς στον νοικοκύρη τα πράματα που αγόραζε. Όταν τέλειωνε τις αγορές απ’ όλο το χωριό συγκέντρωνε τα πράματα σε ένα μαντρί κάποιου χωριάτη και τα πήγαινε κατόπιν με τη βοήθεια κάποιων που ήταν  μαζί του στον προορισμό του κι εκεί τα έσφαζε.



Οι χωριάτες από τη στιγμή που έφευγε ο χασάπης άρχιζαν στην ουσία και να τυροκομούν το γάλα τους καθώς πια δεν υπήρχαν τα αρνοκάτσικα που ρούφαγαν τα γαλάρια κι έτσι έβαζαν ως στόχο να φτιάξουν και κάποιους ντενεκέδες τυρί και λίγο βούτυρο αυτοί που είχαν γίδια για να πουλήσουν στα παζάρια του καλοκαιριού και να κονομήσουν λίγα λεφτά για να καλύψουν διαρκείς ανάγκες ή τα απρόοπτα του βίου τους. Έτσι έκλεινε ο κύκλος της ετήσιας παραγωγής του κοπαδιού κι άρχιζε το φθινόπωρο η νέα περίοδος της φροντίδας μέχρι το Γενάρη που κανόνιζαν να γεννήσουν και άρχιζε ο καινούργιος ως την Λαμπρή.  

Το σημαντικό στην περίπτωση ήταν ότι δεν το κοπάδι που διατηρούσε κάθε χωριάτης δεν είχε κανένα κόστος αφού οι ανάγκες του καλύπτονταν από τη βοσκή στου καθενός τα χωράφια και στις κοινοτικές ή δασικές εκτάσεις που ήταν γι’ αυτό το σκοπό προορισμένες ενώ για το χειμώνα φρόντιζαν να έχουν ξηρό χορτάρι πάλι από τα χωράφια τους ή κλαρί από το δάσος. Με λίγα λόγια, δεν υπήρχε ούτε ένα σημείο της έκτασης του χωριού που να μην είχε ενδιαφέρον για τη βοσκή, ακόμη και τα πλάγια με τα βάτα ήταν χρήσιμα για τα οικόσιτα γίδια και οι άκρες των κήπων για τα μανάρια που κάποιοι διατηρούσαν στα σπίτια τους. Ο κτηνοτροφικός δε πλούτος κάθε χωριού φαίνονταν καθαρά από την ένταση της βόσκησης μέσα σε αυτό και στις εξοχές γύρω του. «Έφεγγε ο τόπος» έλεγαν χαρακτηριστικά και δεν μπορούσε κανένας να κρυφτεί από τα μάτια των άλλων καθώς τη χαμηλή βλάστηση ξύριζαν κυριολεκτικά τα γίδια. Εξυπακούεται πως κάποιοι φρόντιζαν να έχουν και λίγο καρπό (καλαμπόκι ή κριθάρι) μετρημένο σπυρί το σπυρί για τα ζωντανά που είχαν ανάγκη ενίσχυσης της τροφής τους όταν αυτά γεννούσαν ή περνούσαν μια περίοδο ανάρρωσης.


Το κοπάδι άρχισε να έχει έξοδα όταν άρχισαν να ανοίγονται δρόμοι στα χωριά, από τα μέσα της δεκαετίας του 1950 ως το 1985 που δεν έμεινε κανένα χωρίς αυτό το αγαθό του σύγχρονου πολιτισμού καθώς και του ηλεκτρικού ρεύματος. Πολιτισμός βέβαια για τους περισσότερους σήμαινε την έξοδό τους στις πόλεις και στον κάμπο για να λυτρωθούν, όπως έλεγαν από τα βάσανα της αγροτοποιμενικής ζωής που έκαναν κι έτσι άρχισαν να αποψιλώνονται τα χωριά και κατέληξαν σήμερα να κατοικούνται από ελάχιστους, μη ενεργούς στην πλειονότητά τους ανθρώπους και οι οποίοι ζουν κυρίως από συντάξεις.

Τούτο έχει ως αποτέλεσμα να μην υπάρχουν πλέον σε κανένα χωριό τόσα πράματα ώστε να συμφέρει στον χασάπη να ξεκινήσει να πάει να αγοράσει και αν συμβαίνει, πρόκειται για μεμονωμένες περιπτώσεις, για λίγους που έχουν ξεμείνει στα χωριά και διατηρούν ένα κοπάδι το οποίο βέβαια βόσκει παντού γιατί έχουν εγκαταλειφθεί παντού οι καλλιέργειες και μόνο μέσα στα χωριά υπάρχουν λίγοι φραγμένοι κήποι. Τα περισσότερα κοπάδια πλέον είναι στον κάμπο όπου και μένουν όλο το χρόνο ή σε οργανωμένες φάρμες απ’ όπου και τα προμηθεύονται οι χασάπηδες για την αγορά του Πάσχα και για όλη τη χρονιά.

Έτσι στα χωριά που αναφέρεται το παρόν δημοσίευμα η Λαμπρή είναι μια, εκείνη στην εκκλησία και τα ντόπια αρνοκάτσικα που θα μπουν στη σούβλα, λίγα και μετρημένα καθώς τα περισσότερα προέρχονται πια από τα κρεοπωλεία των πόλεων και μάλιστα σφραγισμένα όπως υποχρεώνει η σχετική νομοθεσία. Με αυτό τον τρόπο παύουν να λειτουργούν και τα υπαίθρια σφαγεία που έδιναν έναν επί πλέον ματωμένο τόνο στη Μεγάλη Παρασκευή και το Μεγάλο Σάββατο σε κάθε αυλή με τα απελπισμένα βελάσματα των αρνοκάτσικων.



Πέρα από την ηθογραφία των αμνών και των κατσικιών του Πάσχα, το θέμα έχει και μια άλλη διάσταση που ακροθιγώς παρουσιάζεται σε αυτό το σημείωμα και θα αναπτυχθεί σε κάποιο επόμενο μιας και αφορά την ύπαιθρο όλης της χώρας. Η συρρίκνωση μέχρι εξαφάνισης της παραδοσιακής οικονομίας δεκάδων χιλιάδων νοικοκυριών σε συνδυασμό με την μόνιμη οικονομική κρίση, έχει ως συνέπεια των περεταίρω φτωχοποίηση κοινωνικών ομάδων που στοιχειωδώς κάλυπταν τις ανάγκες τους σε τροφή τουλάχιστον χωρίς κόστος και υποχρεώσεις. Το μοντέλο μοιάζει παρωχημένο στην εποχή της τεχνητής νοημοσύνης θα πουν πολλοί ενθουσιώδεις αλλά μην ξεχνάμε, η κοινωνίες σε κάθε εποχή ήταν σύνθετες και αλληλοεξαρτώμενες και οι εμπειρίες των περασμένων γενεών πάντα πολύτιμες…   

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Οι φωτογραφίες με τα πρόβατα μπροστά στο ερειπωμένο σπίτι και τις γίδες είναι από την περιοχή του Αγαλιανού, παραποτάμου του Αχελώου, στην πλευρά της Ευρυτανίας στη θέση Αμπέλια. Το θέμα δημοσιεύτηκε στο ένθετο περιοδικό της εφημερίδας "Δημοκρατία" για το κυνήγι και το ψάρεμα στις 04/04/2018.

ΑΘΗΝΑ, 05042018


Τετάρτη 4 Απριλίου 2018

ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ ΤΗΣ ΧΑΡΜΟΛΥΠΗΣ


Φωτογραφία της προτομής του Αντώνη Τρίτση (2012)
Είναι σαν έθιμο πια, τέτοιες ημέρες να τριγυρνάω την Αθήνα, να βλέπω όλα αυτά που παλεύει και τρέχει ο κόσμος να φτάσει μέσω της αγοράς στην Ανάσταση και φυσικά να βλέπω και διάφορα της πόλης, σημαντικά και ασήμαντα και να δίνω βάρος στα δεύτερα καθώς πιστεύω πως αυτά είναι που δίνουν διαφορετικό αέρα στην πόλη…



Στη σημερινή, σύντομη βόλτα γιατί η ίωση αν και πέρασε με έχει διαλύσει, πήγα να δω τις κουτσουπιές μπροστά στο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Αθηναίων, στην Ακαδημίας, ένα χώρο όπου μπορεί ο περαστικός να καταλάβει σε ποιο στάδιο ανάπτυξης είναι η άνοιξη στην πόλη και τούτο χάρη στις μεγάλες κουτσουπιές οι οποίες φροντίζουν κάθε χρόνο να ανθίζουν και να δίνουν ένα τόνο χαρμολύπης σε μια εμβληματική γωνιά της πόλης.

Λέω περαστικός γιατί τα τελευταία χρόνια, με την αδιαφορία όλων, και κυρίως των φοιτητών και του διδακτικού προσωπικού της παρακείμενης Νομικής Σχολής Αθηνών, το παρκάκι έχει μετατραπεί σε κέντρο εμπορίας και δημόσιας χρήσης ναρκωτικών. Οι ευθύνες είναι ξαναλέω, της ακαδημαϊκής κοινότητας πρώτα που δεν διεκδίκησαν το χώρο ως αυλή ενός πανεπιστημίου και λιγότερο των άλλων (Δήμος, Αστυνομία και άλλες επίσης αδιάφορες δυνάμεις) και αυτά που βγήκαν και είπαν προχθές κάποιοι καθηγητές και πρυτάνεις μόνο ειρωνικά χαμόγελα προκάλεσαν στα χείλη όσων γνωρίζουν την περιοχή και την πρόσκαιρη κινητοποίηση της ΕΛΑΣ για λίγες ώρες. Μόλις πέρασε ο θόρυβος τα πράγματα συνέχισαν να γίνονται όπως κάθε μέρα εδώ και μια δεκαετία σχεδόν…



Δεν περίμενα βέβαια να δω άλλα πράγματα αλλά ας προχωρήσουμε στις κουτσουπιές, οι οποίες όπως είδα φέτος δεν είχαν τη θαλερότητα άλλων ετών και δεν ξέρω σε τι οφείλεται αυτός ο μαρασμός. Δεν νομίζω όμως ότι κάτι συμβαίνει με τα συγκεκριμένα δέντρα αλλά το φαινόμενο είναι γενικό καθώς στην ίδια κατάσταση είδα και τις κουτσουπιές σε άλλα σημεία της πόλης, στους Αγίους Θεοδώρους, στην Ιπποκράτους, στον Εθνικό Κήπο και αλλού. Φαίνεται πως ο καιρός φέτος δεν ευνόησε την ανθοφορία τους αλλά τούτο δεν είναι σε βάρος των δέντρων και ελπίζουμε πως του χρόνου θα είναι πολύ καλύτερες.



Το άλλο που παρατήρησα γι’ αυτό και βάζω τη φωτογραφία αρχείου, είναι ότι ακόμα λείπει η προτομή του Αντώνη Τρίτση η οποία μαζί με του Ελ Γκρέκο είχαν την ατυχία να είναι φτιαγμένες από μπρούντζο και τις αφαίρεσαν οι γνωστοί – άγνωστοι ανακυκλωτές και τις πούλησαν στα λαθραία χυτήρια. Και καλά, δεν έβαλαν ένα αντίγραφό τους να μην το ξανακλέψουν αλλά για λόγους κομψότητας θα έλεγα, συνέπειας έστω, θα μπορούσαν να ξηλώσουν τα βάθρα τους γιατί έτσι άδεια προσβάλλουν τους «απόντες» τιμημένους και ενισχύουν την διάχυτη άποψη περί της αδιαφορίας για κάθε τι σε αυτόν τον έρμο τόπο. 


Ακτήμων ο Αθηναίος

ΑΘΗΝΑ, 04042018




Τρίτη 3 Απριλίου 2018

ΕΦΥΓΕ ΚΑΙ Ο ΓΙΑΝΝΗΣ Κ. ΚΑΡΑΜΕΤΟΣ



Έφυγε για τον ουρανό των Αγράφων και ο Γιάννης Κ. Καραμέτος (1924 – 2018) κι είναι σαν να έπεσε ένας ψηλός έλατος στη Νεράιδα (Σπινάσα) Δολόπων και να άδειασε ο Τόπος…

Τον Γιάννη Κ,. Καραμέτο είχα γνωρίσει πριν από 10 χρόνια, όταν έφτιαχνα το βιβλίο «Ελεύθεροι στα δεσμά των Αγράφων» και ήταν ο αγαπημένος μου (μεταξύ πολλών επίσης αγαπημένων) αφηγητής καθώς ήταν μετρημένος στα λόγια, δίκαιος στις κρίσεις και τρυφερός στα ανθρώπινα των συγχωριανών του. Περάσαμε μαζί πολλές ώρες στο σπίτι του συζητώντας και κάθε φορά ήταν να ταξίδευα μαζί του πίσω στο χρόνο και να ζούσαμε μαζί τόσα και τόσα γεγονότα που σημάδεψαν τη ζωή της Νεράιδας και όλης της χώρας. Η εξαιρετική μνήμη που διέθετε αυτός ο γενναίος και ακούραστος σε όλες τις δουλειές άνθρωπος, ήταν ο καλύτερος οδηγός στην ανάγνωση της ιστορίας και της κοινωνίας της Νεράιδας καθώς ο Γιάννης Κ. Καραμέτος έζησε όλα τα χρόνια της ζωής του στη Νεράιδα και γνώριζε από πρώτο χέρι τον αγώνα που έκαναν οι συγχωριανοί του να ξαναφτιάξουν το χωριό, τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας που ακολούθησε τον Εμφύλιο Πόλεμο που ήταν και το θέμα του βιβλίου. Πέρα απ’ αυτά όμως ο Γιάννης Κ. Καραμέτος ήταν και ο άνθρωπος που μαζί συζητήσαμε για την ζωή του χωριού, τους αγώνες και τα βάσανά τους για την επιβίωση, στη διάρκεια ενός ολόκληρου αιώνα και το υλικό από αυτές τις συνεντεύξεις αποδεικνύεται πολύτιμο για μια έκδοση σχετικά με την οικονομία αυτών των ορεινών κοινοτήτων στα μέσα του περασμένου αιώνα και είναι κρίμα που δεν θα δει το 
βιβλίο.




Κλείνοντας τον κύκλο της ζωής του ο μπάρμπα Γιάννης, όπως τον λέγαμε όλοι, κλείνει κι ένας άλλος, εξίσου σημαντικός που αφορά όχι μόνο την κοινότητα της Νεράιδας αλλά γενικότερα τις μικρές πατρίδες και την προσοχή που δώσαμε στα περασμένα. Ο Γιάννης Κ. Καραμέτος είχε σώσει μια φωτογραφία, το 1930 πρέπει να ήταν, που έδειχνε όλους τους Καραμεταίους και αυτός παιδάκι τότε, μετά από 90 χρόνια τους θυμόνταν όλους έναν προς έναν και σημειώσαμε τα ονόματά τους για να μη ξεχαστούν εκείνοι οι πρόγονοι. Αυτή τη φωτογραφία είχαμε επιλέξει να είναι και στο εξώφυλλο του βιβλίου.

Καλό ταξίδι μπάρμπα Γιάννη στους ουρανούς και καλή αντάμωση με τους προγόνους!

ΑΘΗΝΑ, 03042018

ΟΙ ΚΑΛΟΙ ΟΙΩΝΟΙ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΒΔΟΜΑΔΟΥ



Το Μεγαλοβδόμαδο θυμάμαι, όταν ήμουν ακόμη παιδί στο χωριό, δεν έμοιαζε σε τίποτα με αυτό που ζούμε σήμερα σε κάθε μικρή πατρίδα και δεν διαφέρει καθόλου από μια πόλη καθώς το τυπικό του έχει φορτωθεί τόσο πολύ από τα έθιμα που επιβάλλει η αγορά και υπαγορεύουν συμπεριφορές που καταντούν βαρετές, μη πω τίποτα χειρότερο…

Το βασικό χαρακτηριστικό εκείνων των Μεγαλοβδόμαδων ήταν η λιτότητα στην κατανάλωση των αγαθών, η αυστηρότητα στις κινήσεις και τους τρόπους και φυσικά, η προετοιμασία του νοικοκυριού για την Ανάσταση. Προετοιμασία η οποία δεν περιορίζονταν στην κουζίνα και την ψησταριά αλλά και στην αυλή, στο μαντρί, τα χωράφια και τα κήπια. Ειδικά για τα κήπια το Μεγαλοβδόμαδο αν ήταν στεγνός ο καιρός εκεί δίνονταν η μεγάλη, πρώτη μάχη για το νοικοκυριό καθώς έπρεπε να οργωθούν και να είναι έτοιμα μόλις ζεστάνει ο καιρός να φυτευτούν. Έτσι, δεν προλάβαιναν να πάρουν ανάσα οι άνθρωποι και τις περισσότερες φορές γύριζαν στο σπίτι από τα χωράφια όταν είχαν ήδη τελειώσει οι λειτουργίες τις οποίες παρακολουθούσαν συνήθως οι γέροι και τα λιανοπαίδια. Από τη Μεγάλη Πέμπτη και μετά άρχιζε να πυκνώνει το εκκλησίασμα και το παρών του στην εκκλησία έδινε σύσσωμο το χωριό τη νύχτα της Ανάστασης και το απόγευμα της Αγάπης.



Όλο το Μεγαλοβδόμαδο ο κόσμος τότε ήταν σκυμμένος στη δουλειά, στο χωράφι και σήκωνε το κεφάλι μόνο να ξεδιψάσει και σαν έπαιρνε είδηση καθένα πουλί νε πετάει ή να κελαϊδάει στους θάμνους ή στο κοντινό δασάκι, στέκονταν να το ακούσει και να το καμαρώσει γιατί αυτά ήταν τα μόνα πλάσματα που του έκαναν συντροφιά στο μόχθο του, ειδικά σε τίποτα απόμακρα χωραφάκια και τούτο θεωρούσε καλό οιωνό για τη σοδειά και την προκοπή. Και ήταν γεμάτος ο τόπος πουλιά όλων των ειδών εκείνα τα χρόνια και πετούμενα που σπάνια πια βλέπουμε, όπως τσαλαπετεινοί, κορυδαλλοί, πέρδικες κι άλλα όμορφα για την κοψιά της κι άλλα γλυκόλαλα σαν τα κοτσύφια και τα αηδόνια που με αυτά έκλεινε μια μέρα γεμάτη μόχθο για τον νοικοκύρη…

ΣΗΜΕΙΩΣΗ. Η φωτογραφία του τσαλαπετεινού και της γαλαζοπαππαδίτσας στο Γαύρο πάνω από τα Καμπιά της Δυτικής Φθιώτιδας που μου έστειλε ο καλός φίλος Γιάννης Αυγέρης μου θύμισε τα χρόνια που οι φωνές της άνοιξης ακούγονταν σε κάθε χωράφι και στράτα του χωριού…

ΑΘΗΝΑ, 03042018