Ήταν μεγάλη μέρα η σημερινή για την οικογένεια καθώς γιόρταζε η γιαγιά η Κατερίνη, μια γενναία γυναίκα που έζησε όλη την ιστορία του 20ου αιώνα στην μικρή μας πατρίδα και μείναμε να την μνημονεύουμε με αγάπη πια μόνο τα εγγόνια. Από μεγάλο σόι, τους Κουτραίους γεννήθηκε στη Βίγλα, έναν ιδιαίτερο τόπο δίπλα στη Ζιώψη (το χωριό που μετά τον πόλεμο μετακινήθηκε προς τον Σπερχειό και ονομάστηκε Άγιος Γεώργιος) και παντρεύτηκε τον παππού Δημήτριο Προβόπουλο (ή Προβιά) και μαζί έκαναν εννιά παιδιά από τα οποία έζησαν μόνο τα πέντε, ο Παναγιώτης, ο Κλεομένης, ο Κώστας, η Γεωργία και ο πατέρας μου Γιώργος. Ο παππούς πέθανε στις αρχές του 1940 μετά από έναν τραυματισμό που έγινε σε κάποιο νταμάρι και μεγάλωσε μόνη της πέντε παιδιά δουλεύοντας σκληρά. Ιδιαίτερα δύσκολη ήταν γι’ αυτή η περίοδος της Κατοχής και του Εμφυλίου που ήταν πολύ ματωμένος στην περιοχή μας και κατάφερε να μην υπάρξουν θύματα στην οικογένεια.
Όταν παντρεύτηκαν τα παιδιά έμεινε με την κόρη της Γεωργία στον Άγιο Γεώργιο αλλά βοηθούσε όλους και ιδιαίτερα τον πατέρα μου που ως μικρότερο αγαπούσε πολύ, και παντρεύτηκε τελευταίος τη μάνα μου στη Μεγάλη Κάψη. Καθώς δε ήταν ακόμη πολύ νέος όταν παντρεύτηκε (είχα γεννηθεί πριν πάει στρατιώτης) η γιαγιά ήρθε και εγκαταστάθηκε στο χωριό να είναι δίπλα στη μάνα μου και μοιράστηκε μαζί της τις δουλειές για δύο χρόνια. Περισσότερο θυμάμαι πως ήμουν στην ποδιά της παρά στην αγκαλιά της μάνας μας που έτρεχε όλη τη μέρα στους κήπους, το χωράφι και τα ζωντανά, τόσο που αυτή αποκαλούσα κι εγώ μάνα, όπως έκανε από σεβασμό η μάνα μου και μου άρεσε τόσο πολύ που ήθελα να κοιμάμαι δίπλα της όταν έρχονταν κατόπιν στο χωριό.
Η γιαγιά έμεινε μαζί μας στο χωριό μέχρι που απολύθηκε ο πατέρας μου και γύρισε στον Άγιο Γεώργιο αλλά δεν έπαψε ποτέ, όσο είχε δυνάμεις να έρχεται στη Μεγάλη Κάψη να βοηθάει την μάνα μου. Είχε ένα γαιδουράκι, τον Χότζα και έρχονταν νωρίς – νωρίς το πρωί και έβαζε πλάτη σε όλες τις αγροτικές δουλειές και συνήθως έφευγε το βράδυ. Την περίμενα πως και πως και ήξερα πως στις τσέπες της είχε πάντα καραμέλες ή λουκούμια. Αυτό κράτησε πολλά χρόνια και την εικόνα της έχω συνδυάσει και με την περίοδο της ακμής του νοικοκυριού της μάνας και του πατέρα μου την δεκαετία 1960 -1970. Όταν δε ο Χότζας πέρασε στον παράδεισο των γαιδάρων πήγαινε και την έφερνε ο πατέρας μου με το αυτοκίνητο και περνούσε κάποιες ημέρες μαζί μας. Τα περισσότερα χρόνια που πήγαινα στο γυμνάσιο έμεινα μαζί της στο πατρογονικό σπίτι στον Άγιο Γεώργιο και ήταν μια από τις πιο ωραίες περιόδους στη ζωή μου καθώς ο έλεγχος που είχα απ’ αυτή ήταν πολύ χαλαρός και η «επανάστασή» μου εξελίσσονταν χωρίς ιδιαίτερες συνέπειες.
Την γιαγιά Κατερίνη την θυμάμαι και την μνημονεύω σαν ένα αγαθό στοιχείο του τόπου και ένα αρχέγονο, αυστηρό πρότυπο για την κοινωνία που πρόλαβα να γνωρίσω στις τελευταίες τις στιγμές. Η εικόνα της είναι χαραγμένη στο μυαλό μου ως η τελευταία μιας μακράς σειράς γυναικών που με τις πλάτες τους κράτησαν όρθιο τον τόπο μας και στη μνήμη της κάθε χρόνο, περνάω από κάποια εκκλησία και ανάβω ένα κεράκι πιστεύοντας πως με βλέπει από εκεί ψηλά που είναι.
Η γιαγιά Κατερίνη, η μάνα μου κι εγώ μόλις ενός έτους