Παρασκευή 26 Φεβρουαρίου 2010

ΟΙ ΤΣΟΥΚΝΙΔΕΣ ΣΤΗ ΣΤΕΓΗ


Πως ανέβηκαν οι σπόροι από τις τσουκνίδες και τα αγριόχορτα πάνω στη στέγη και φύτρωσαν στα κεραμίδια του παρατημένου χαμηλού σπιτιού στην οδό Μαυρομιχάλη, δεν είναι δα και κανένα μυστήριο...

Είναι έργο του αέρα που λογαριασμό στις κινήσεις του σε κανένα δεν δίνει. Ότι του αρέσει σαρώνει από τους δρόμους και τις πλατείες της πόλης, -σκόνη, σκουπίδια, χαρτιά, λέξεις, ιδέες και αισθήματα- τα σηκώνει ψηλά κι όπου του κοπεί η ανάσα, εκεί τ’ ακουμπάει κι ανάλογα με το έδαφος που θα βρουν, αυτά ξηραίνονται ή θάλλουν. Στην περίπτωση, οι ανυπόληπτες τσουκνίδες που, από την εξορία που ζουν συνήθως στις άκρες των κήπων και μέσα στα βρώμικα οικόπεδα, βλάστησαν τούτες τις ημέρες τόσο ψηλά που ποτέ τους δεν μπορούσαν να φανταστούν στη ζωή τους ότι θα γίνει. Όπως να’ χει, ομορφαίνουν τον αέρα του μελαγχολικού δρόμου μέχρι που να στεγνώσουν από δροσιά οι μέρες και οι νύχτες της άνοιξης και να σβήσουν ως το καλοκαίρι χωρίς κανένας να τις πάρει είδηση…

ΑΘΗΝΑ, 05032017

Δευτέρα 22 Φεβρουαρίου 2010

"ΠΑΠΑΓΑΛΑΚΙΑ" ΚΑΙ ΣΤΑ ΒΟΥΝΑ...


Τόσα και τόσα ακούγονται, για τα «παπαγαλάκια» των ΜΜΕ, τα άτομα δηλαδή που μιλάνε αδιάκοπα για διάφορα πράγματα που τους υπαγορεύουν οι πάτρωνές τους ή τα αφεντικά τους και έχουν να κάνουν κυρίως με την παραπληροφόρηση και την προώθηση ορισμένων ιδεών και απόψεων που προέρχονται από την πολιτική, την αγορά και άλλα ποικίλα συμφέροντα. Έτσι η λέξη «παπαγαλάκια» έχει μπει για καλά στη ζωή μας και πολλοί είναι αυτοί που ζουν πολύ καλά ασκώντας αυτό το επάγγελμα αλλά δεν χαίρουν πλέον καμιάς εκτίμησης από κανέναν σοβαρό άνθρωπο…

Κάτι τέτοια σκέφτονται όσοι ξεπεζεύουν ακόμα στο χάνι «Τα 5 Φ», λίγο πιο κάτω από τον αυχένα του Τυμπάνου στο δρόμο προς την Αργιθέα και βλέπουν δίπλα στη μονίμως ανοιχτή τηλεόραση δυο κλουβιά: ένα με καναρίνια και ένα με κίτρινα επίσης παπαγαλάκια. Τα πρώτα είναι εντελώς αδιάφορα από κάθε άποψη ενώ τα παπαγαλάκια, ξεσκολισμένα από το μπλα – μπλα της τηλεόρασης όλη την ημέρα είναι τα πιο σπουδαγμένα σε αυτό το είδος και όπως μας είπε η κυρά τους, τα χαρίζει αλλά κανένας δεν θέλει να τα πάρει γιατί είναι σίγουρος πως δεν βάζει πλέον μόνο το ρουφιάνο μέσα στο σπίτι του αλλά ένα «παπαγαλάκι» που θα του χαλάσει τα μυαλά…

ΟΙ ΦΡΟΝΙΜΟΙ ΚΑΙ ΟΙ ΑΤΑΚΤΟΙ…



Η μωβ μαγνόλια που άνθισε πρόωρα

Στην Καρδίτσα πέρα από τα γνωστά ντόπια φυτά ευδοκιμούν ως φαίνεται και τα ξενόφερτα, όπως η μωβ μαγνόλια που μοιάζει πως θέλει να ξεπεράσει τις αμυγδαλιές στην απερισκεψία ανθίζοντας φέτος πριν από την ώρα της. Παρ’ όλο που το ωραίο αυτό δέντρο βλέπει δίπλα της ένα χειμωνανθό ακόμα σε ανθοφορία βιάστηκε να βγάλει λουλούδια χωρίς να υπολογίσει τον δύστροπο Μάρτη που ακολουθεί και κανένας δεν μπορεί να προβλέψει τις ιδιοτροπίες του και βεβαίως να προφυλαχθεί από τα δυνατά κρύα του. 


Χειμωνανθός στο τέλος της ακμής του...


Ο χειμωνανθός επί του προκειμένου, μπορεί να ανθίζει από τον Δεκέμβριο και να κρατάει τα ωραία κίτρινα λουλούδια του μέχρι το Μάρτη, αλλά είναι έτσι η φύση του και αντέχει σε όλα τα κρύα και στις παγωνιές ακόμα. Η μαγνόλια όμως ξεγελάστηκε από την αφύσικη όντως καλοκαιρία των ημερών και τις υψηλές θερμοκρασίες κι έτσι έκανε το λάθος που μπορεί να αποβεί μοιραίο για την ομορφιά της...

ΚΑΡΔΙΤΣΑ, 22022010

Κυριακή 21 Φεβρουαρίου 2010

ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΕ ΔΥΟ ΚΛΙΚ... ΣΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ!





Στην προσπάθειά μου σήμερα το απόγευμα να βάλω μέσα σε μια φωτογραφία και τα λουλούδια μιας απερίσκεπτης κορομηλιάς και το μισοφέγγαρο στον απογευματινό καταγάλανο ουρανό, (κάτι που βεβαίως δεν το κατόρθωσα) μου ήρθε στο μυαλό το γνωστό απόφθεγμα της αριστεροσύνης για εκείνον, που ενώ του έδειχναν το φεγγάρι αυτός κοιτούσε το δάχτυλο ή και το ανάποδο αν θέλετε που πάνω κάτω έχει το ίδιο νόημα.

Στο χρόνο που μεσολάβησε ανάμεσα στα δυο κλικ, σαν αστραπή πέρασαν από το μυαλό μου τόσα χρόνια αναμονής σε ένα σταθμό που δεν σταμάταγε ποτέ κανένα τρένο…

ΚΑΡΔΙΤΣΑ, 21022010

Παρασκευή 19 Φεβρουαρίου 2010

Η ΣΟΦΙΑ ΤΟΥ ΣΑΛΙΓΚΑΡΟΥ



Κάναμε μια στάση με το φίλο Χρήστο Καναβό, το δήμαρχο Αργιθέας σε ένα δρόμο στη Νέα Φιλαδέλφεια πριν ξεκινήσουμε σήμερα το πρωί για την Καρδίτσα. Κάπου πήγε αυτός για λίγο κι εγώ βγήκα από το αυτοκίνητο να χαζέψω λίγο σε ένα παντελώς αδιάφορο χώρο. Το πιο ενδιαφέρον ήταν ένας πανύψηλος κάκτος, βράχο νομίζω τον λένε, στην στενή αυλή μιας πολυκατοικίας και τον πλησίασα. Όντως ήταν τεράστιος, πάνω από τρία μέτρα με ωραία υγιή κλαδιά και απόρησα πώς έχει γλυτώσει από τον πάγο πριν από κάποια χρόνια. Φαίνεται πως έχει συνηθίσει στο κλίμα και την έβγαλε καθαρή εκείνο το φοβερό χειμώνα ή να τον σκέπασαν με κάτι.

Πλησιάζοντας είδα ανάμεσα σε ένα βαθύ αυλάκι του κορμού του ένα σαλιγκάρι κολλημένο γερά ανάμεσα στα αγκάθια και κατάλαβα πως μια βαθιά σοφία το οδήγησε εκεί που οι φυσικοί του εχθροί, τα πουλιά κυρίως, εμποδίζονται από τα σκληρά αγκάθια να το βλάψουν. Έτσι ήρθε στο μυαλό μου η σκέψη γιατί να μην μπορούμε να κάνουμε κι εμείς το ίδιο και όλη τη ζωή μας περπατάμε ξυπόλητοι στα αγκάθια...

Τρίτη 16 Φεβρουαρίου 2010

ΟΙ ΜΑΣΚΑΡΑΔΕΣ ΣΤΗ ΖΩΗ ΜΑΣ


«Μασκαράδες», ήταν μια ωραία λέξη την οποία χρησιμοποιούσαν οι παλαιότεροι όταν αναφέρονταν στους πολιτικούς εν γένει καθώς και σε μια σειρά άλλων προσώπων που είχαν σχέση με την εξουσία και οπωσδήποτε βεβαίως με το δημόσιο ταμείο. Μια λέξη με ρίζες βαθιές στην παλιά γλώσσα των Ελλήνων αρκούσε να καλύψει όλη τη γκάμα των δραστηριοτήτων αυτών και στις συλλαβές της απηχούσε το άγχος που με ποικίλους τρόπους σώρευαν στην πλάτη του πολίτη ο οποίος δυσανασχετούσε, αλλά δεν έβαζε ποτέ μυαλό και πάντα ανανέωνε με την ψήφο του την εκλογή των «μασκαράδων». Και όταν θύμωνε, έλεγε ένα «άντε να χαθήτε μασκαράδες» και ξαλάφρωνε κάπως…

«Μασκαράδες» ήταν πάντα γεμάτη η ζωή των Ελλήνων και από αυτούς άλλοι φορούσαν κουστούμια πολιτικών και καπέλα, άλλοι στολές του στρατού και της αστυνομίας και πολλοί ράσα και μίτρες αλλά γι’ αυτούς υπήρχε άλλη λέξη που θα μας απασχολήσει άλλη μέρα με το περιεχόμενό της. Όλη τη χρονιά, πίστευε ο λαός πως οι προειρημμένοι, μαζί με τους δικαστικούς, τους δικηγόρους, τους εφοριακούς, τους γιατρούς, τους μηχανικούς κ.ά. φορούσαν τα μασκαρέματά τους και μόνο το τριώδιο ντύνονταν πραγματικοί άνθρωποι με παρδαλά ρούχα, περίεργα παπούτσια και έβαζαν περίεργες μάσκες και μουτσούνες, καβάλαγαν καλάμια, χόρευαν το γαϊτανάκι και έκαναν ένα σωρό διασκεδαστικά πράγματα που ευφραίνονταν ο κόσμος και χάζευε να ξεχάσει τη μοίρα του ο κάθε πικραμένος.

Τη λέξη «μασκαράδες» σήμερα την αντικατέστησαν άλλες πιο λεπτές, πολιτικά ορθές στη γλώσσα της εξουσίας και ο λαός που έχει τόσο περιθωριοποιηθεί από τις δυναστείες και τις κάστες των λογής – λογής πολιτικών πλέον τις καταλαβαίνει μόνο με τη διαμεσολάβηση των ΜΜΕ που πρόθυμα αναλαμβάνουν να ερμηνεύσουν και να περιγράψουν τι σημαίνει λαμόγιο, golden boy και golden girl εσχάτως, αρπακτικό και ένα σωρό άλλα. Και τούτο γιατί με τη συνεχή πλύση εγκεφάλου περί της χρησιμότητας στην κοινωνία του εσμού των αναφερθέντων οι μάσκες έγιναν θεσμός και δεν καταλαβαίνουμε πότε τελειώνει το Τριώδιο.

ΑΘΗΝΑ, 16022010

ΥΓ. Γράφτηκε τέτοιες ημέρες το 2010, το έτος που όλοι κάναμε την στρουθοκάμηλο και φυσικά τη στάση αυτή την πληρώνουμε σήμερα ακριβότερα και βεβαίως, με κάτι που δεν φαντάζονταν κανένας: με αριστερή κυβέρνηση σε σύμπραξη με τους ΑΝΕΛ!!! 

Η ΑΝΟΙΞΙΑΤΙΚΗ ΓΙΟΡΤΗ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ


Έρχονται κάτι μέρες σαν τη χθεσινή, που λέω, παίρνω πίσω ότι έχω πει για την Αθήνα και την κατάντια της τόσο καιρό και λέω ένα μπράβο σε όσους δούλεψαν και συμμετείχαν στα Κούλουμα στις πλαγιές των λόφων γύρω από την Ακρόπολη.



Πήγα, για πρώτη φορά ομολογώ και ντρέπομαι, μέσα στα χρόνια που ζω στην Αθήνα στο λόφο Φιλοππάπου για να δω χθες το πρωί το πέταγμα των χαρταετών. Ξεκίνησα νωρίς και ανηφόρισα από τα όμορφα δρομάκια μπροστά στο Αστεροσκοπείο και κατευθύνθηκα από το μονοπάτι ανάμεσα στα δέντρα προς το σημείο που ακουγόταν μουσικές. Εκεί σε ένα ανοιχτό μέρος με θέα όλη τον Πειραιά, τις ακτές του Σαρωνικού, το Αιγάλεω και το Ποικίλον Όρος ήταν μια εξέδρα και ήδη ζεσταίνονταν οι μουσικοί που θα έπαιζαν αργότερα.


Ήταν νωρίς αλλά πολύς κόσμος ήταν ήδη συγκνετρωμένος και οι περισσότεροι είχαν μπει σε μια ουρά που υπάλληλοι του δήμου μοίραζαν λαγάνες, χαλβά και ελιές. Χώθηκα κι εγώ και σε δέκα λεπτά μόνο βρέθηκα με μια λαγάνα στο χέρι, τη δοκίμασα και ήταν καλή. Τον χαλβά και τις ελιές τα έβαλα στην τσέπη για να μην λερωθώ και άρχισα να χαζεύω τον κόσμο και το χώρο. Οι περισσότεροι, άνθρωποι ηλικιωμένοι, με φανερά τα σημάδια της δουλειάς στα πρόσωπά τους και το κορμί τους είχαν πιάσει ήδη θέση στα βραχάκια γύρω από την ορχήστρα περιμένοντας το γλέντι. Σε παρέες, ανά ζευγάρια αλλά και πολλοί μόνοι είχαν πάρει τις λαγάνες, συζητούσαν και σιγότρωγαν.


Ήταν νωρίς αλλά πολύς κόσμος ήταν ήδη συγκεντρωμένος και οι περισσότεροι είχαν μπει σε μια ουρά που υπάλληλοι του δήμου μοίραζαν λαγάνες, χαλβά και ελιές. Χώθηκα κι εγώ και σε δέκα λεπτά μόνο βρέθηκα με μια λαγάνα στο χέρι. Τον χαλβά και τις ελιές τα έβαλα στην τσέπη για να μην λερωθώ και άρχισα να χαζεύω τον κόσμο και το χώρο. Οι περισσότεροι, άνθρωποι ηλικιωμένοι, με φανερά τα σημάδια της δουλειάς στα πρόσωπά τους και το κορμί τους είχαν πιάσει ήδη θέση στα βραχάκια γύρω από την ορχήστρα περιμένοντας το γλέντι. Σε παρέες, ανά ζευγάρια αλλά και πολλοί μόνοι είχαν πάρει τις λαγάνες, συζητούσαν και σιγότρωγαν.


Νέα ζευγάρια λίγα φαίνονταν εκείνη τη στιγμή να περπατάνε στα βράχια κι ακόμα λιγότερα ήταν τα καροτσάκια με μωρά. Δεν είχαν ξυπνήσει φαίνεται ακόμα από το αποκριάτικο γλέντι οι μάχιμες ηλικίες και γι’ αυτό έβλεπα μόνο απόμαχους ηλικιωμένους οι οποίοι είτε δεν ήθελαν ή δεν άντεχε η τσέπη τους δεν φαίνονταν ότι είχαν ξενυχτήσει. Ζωντανοί και πρόσχαροι περίμεναν να γιορτάσουν και μίλαγαν με φανερή οικειότητα μεταξύ τους και έλεγαν αποκριάτικα πειράγματα.


«Λαϊκός κόσμος», όπως θα έγραφαν και θα έλεγαν κάτι λεπτές υπογραφές στα ΜΜΕ, ένοιωθε πως η μέρα ήταν αφιερωμένη σε αυτόν και το απολάμβανε. Ντυμένοι όλοι με τα καλά τους, λίγοι άντρες μάλιστα φόραγαν και τη γραβάτα τους πράγμα που φανέρωνε πόσο επίσημα έπαιρναν τη γιορτή και την τιμούσαν με τη συμμετοχή τους. Ο αέρας του άξιου δουλευτή που μπορεί τα χρόνια να του στέρησαν τις δυνάμεις και η αγορά να τον έβγαλε στο περιθώριο αλλά η καρδιά του το λέει ακόμα, συνόδευε τις σεμνές κινήσεις τους.


Και οι γυναίκες δεν πήγαιναν πίσω. Παραδόξως δεν είδα πολλές να φοράνε παντελόνια όπως συνηθίζουν στις εκδρομές αλλά κανονικά γυναικεία ρούχα της αισθητικής φυσικά που υπαγορεύει η ηλικία και η οικονομική τους κατάσταση. Οι περισσότερες μάλιστα πρόσεξα πως είχαν περιποιηθεί πρόσφατα τα μαλλιά τους, κρατούσαν άφοβα την τσάντα τους και αρκετές πάλι είχαν φέρει μαζί τους τα δικά τους σπιτικά φαγητά σε τσάντες και έστρωσαν γιορτινό τραπέζι με όλα τα καλά της Σαρακοστής πάνω στα χορτάρια.


Όλα αυτά δείχνουν πως οι άνθρωποι αυτοί περιμένουν κάθε χρόνο τα Κούλουμα στου Φιλοππάπου και αποτελούν νομίζω την αληθινή μαγιά των κατοίκων της πόλης μας και θεωρούν αυτή τη γιορτή μέγιστο γεγονός στη ζωή τους. Γι’ αυτό και ντύνονται επίσημα και κουβαλάνε μαζί τους κρατημένα από το χέρι και τα μικρά εγγόνια τους να τα μυήσουν και αυτά στην πατροπαράδοτη συνήθεια που οι αρχές της χάνονται στα βάθη της ιστορίας.


Μια άλλη κατηγορία συνεορταστών, όπως παρατήρησα ήταν οι δεκάδες τσιγγάνοι βαλκανικής προέλευσης κυρίως, Βούλγαροι και Ρουμάνοι. Ειδικά οι τελευταίοι που διακρίνονται περισσότερο από τους άλλους από το ντύσιμό τους και την άνεσή τους στην επαιτεία, έχουν πλημμυρίσει τον τελευταίο καιρό την Αθήνα και ανέλαβαν ανεπίσημα την «ανακύκλωση» της πόλης. Χθες πάντως είχαν την τιμητική τους και όχι μόνο χόρτασαν, αλλά και διασκέδασαν και χόρεψαν με την ψυχή τους μαζί με όλους τους άλλους.


Κατά ένα περίεργο τρόπο πάλι ελάχιστοι ήταν οι λαθραίοι Αφρικανοί και Ασιάτες μετανάστες ενώ σε όλο το σύμπλεγμα των λόφων της Ακρόπολης, πλην ενός τμήματος της Διονυσίου Αεροπαγίτου κοντά στο Θησείο δεν ήταν απλωμένα σεντόνια με μαϊμούδες προϊόντα. Αυτό φαίνεται πως οφείλονταν στην ισχυρή παρουσία της ΕΛΑΣ παρά στο ότι μπορεί να άφησαν το χώρο για μια ημέρα να γιορτάσουν οι Αθηναίοι.


Όσοι επιχείρησαν νωρίς – νωρίς να ανεβάσουν χαρταετούς ταλαιπωρήθηκαν πολύ. Ήταν ψυχρός ακόμα ο αέρας και τα κακοφτιαγμένα αυτά παιχνίδια μόλις ανέβαιναν λίγα μέτρα βούταγαν αμέσως στο χώμα. Χρειάστηκε να περάσει αρκετή ώρα για να ζεστάνει η μέρα και να αρχίσουν να αναπτύσσονται τα ανοδικά ρεύματα του αέρα και να τους πάρουν ψηλά. Γέμισε τότε ο ουρανός από χαρταετούς κάθε είδους – οι περισσότεροι βέβαια ήταν αγορασμένοι και αυτό φαίνονταν από τις στάμπες των ποδοσφαιρικών ομάδων πάνω τους.


Ελάχιστοι έχουν μείνει που ξέρουν να φτιάχνουν αετούς με καλάμια και χαρτιά όπως παλιά αλλά αρκετοί απ’ αυτούς ήταν εκεί και κοίταζαν με επικριτικό βλέμμα τις αταξίες των ετοιματζίδικων χαρταετών. Υπήρξαν πολλές παραλλαγές έτοιμων χαρταετών κι έτσι ο καταγάλανος ουρανός της Αθήνας γέμισε με την ποικιλία των σχημάτων τους, σπάγκους και ουρές που μπλέκονταν μεταξύ τους και δημιουργούσαν παρεξηγήσεις. Τα έχει η μέρα, αυτά μου είπε ένας παλιός που μπροστά σε αυτή την αταξία προτίμησε να μείνει στην άκρη.


Λίγα κοριτσόπουλα μόνο είδα να προσπαθούν χωρίς αποτέλεσμα όμως και το γεγονός επιβεβαιώνει τον κανόνα πως το πέταγμα του χαρταετού είναι καθαρά ανδρική υπόθεση. Υπόθεση μάλιστα που έδειξαν πως διακρίνονται λίγοι κινέζοι, γιαπωνέζοι, ινδοί και άλλοι από την νότια Ασία που φαίνονταν από το ντύσιμο και τη συμπεριφορά τους πως παρεπιδημούν και εργάζονται στην Αθήνα αλλά δεν έχουν απολύτως καμιά σχέση με τους λαθρομετανάστες.


Στην εξέδρα κάποια στιγμή, η ορχήστρα άρχισε να παίζει με παραδοσιακά νησιώτικα τραγούδια που ερμήνευσε η Κονιτοπούλου και το χορό άνοιξαν διάφορα χορευτικά συγκροτήματα και κατόπιν πήρε θέση ο λαός και το ευχαριστήθηκε. Μέχρι και ο δήμαρχος έσυρε δυο – τρεις στροφές και τον χειροκρότησε όλος ο κόσμος που καταχάρηκε τη χθεσινή ημέρα που χάρισε ο αττικός ουρανός στους Αθηναίους και στους φίλους της Αθήνας.


Δεν μπορούσα λόγω κούρασης να κάτσω περισσότερο και πήρα ράχη – ράχη από την Πνύκα το μονοπάτι προς την Ακρόπολη με μια απορία: γιατί λιγόστεψαν τόσο πολύ οι παρουσίες των παιδιών ντυμένα αποκριάτικα. Όντως ελάχιστα ήταν τα παιδιά χθες στου Φιλοππάπου που ήταν ντυμένα μασκαράδες και τα περισσότερα ήταν τσιγγανόπουλα. Από τα άλλα, ελάχιστα που δεν μπορούν ούτε σαν δείγμα να αναφερθούν. Τα πράγματα όμως κατάλαβα κατηφορίζοντας προς τη Διονυσίου Αεροπαγίτου άλλαζαν καθώς άρχισε να καταφθάνει η νεώτερη γενιά των Αθηναίων και τα παιδιά τους, με σπορ ντύσιμο βέβαια και άλλο ύφος – αυτό που φοριέται τα Σαββατοκύριακα το Μοναστηράκι και στου Ψυρρή.


Είχε περάσει το μεσημέρι και ένας από τους ομορφότερους περιπάτους στον κόσμο, η Διονυσίου Αεροπαγίτου άρχισε να πλημμυρίζει κόσμο αλλά και πάγκους -αν είναι δυνατόν- που έψηναν μέσα σε ένα αφόρητα βρώμικο καπνό λουκάνικα, σουβλάκια και άλλα που πούλαγαν ακόμα και κάλτσες. Τη διασκέδαση εκεί είχε αναλάβει η γνωστή ορχήστρα των τσιγγάνων από τη Ρουμανία που όταν τους βλέπω μου έρχεται πάντα στο μυαλό η σκηνή με την ορχήστρα του «Τιτανικού» την ώρα που βούλιαζε. Κοίταξα να δω και τους γνωστούς «Ινδιάνους» της Ερμού, αλλά φαίνεται δεν τους έπαιρνε να πάνε εκεί σήμερα.


Πέρασα κατόπιν από τον Άρειο Πάγο, όπου ήταν κατακλυσμένος από άνετους ασιάτες που παρουσίαζαν εξαιρετικές ικανότητες στο πέταγμα του αετού και μου άρεσε πολύ σαν αγνάντεψα προς τα Προπύλαια που ήταν γεμάτα κόσμο όπως και η αρχαία Αγορά εξάλλου. Περπάτησα ανάμεσα μέσα από την αγορά ως την Πανδρόσου που είχε αραιό κόσμο αλλά πολλά σεντόνια με μαϊμούδες όπως έχει επικρατήσει πλέον σε αυτό το δρόμο και έκλεισα τη μέρα ανηφορίζοντας την άδεια σχεδόν από αυτοκίνητα και πεζούς οδό Ιπποκράτους.

Δευτέρα 15 Φεβρουαρίου 2010

ΤΑ ΨΑΡΙΑ ΠΕΤΑΞΑΝ ΣΤΑ ΚΛΑΡΙΑ


Από κτίσεως κόσμου, ο ρόλος των δέντρων ήταν να κάνουν καρπούς, να δίνουν τα ξύλα τους και τον ίσκιο τους στον άνθρωπο και βεβαίως να φτιάχνουν φωλιές τα πουλιά και να ζευγαρώνουν στα κλαδιά τους. Η τάξη αυτή δεν διασαλεύτηκε ποτέ από κανένα πλάσμα και όσα το τόλμησαν το πλήρωσαν πολύ ακριβά. Παράδειγμα ο άνθρωπος που με την απληστία του καταστρέφει τα δάση κάποια ημέρα θα σκάσει από ασφυξία και έλλειψη οξυγόνου…

Το ίδιο ισχύει και για τα νερά που είναι ο κόσμος των ψαριών και των άλλων ειδών που μπορούν να ζήσουν από την επιφάνεια μέχρι τον πάτο της αβύσσου. Ούτε κι εκεί παρουσιάστηκε ποτέ αταξία από κάποιο είδος που ήθελε να ξεπεράσει ή να αλλάξει το ρόλο που του έθεσε ο Δημιουργός. Λένε βέβαια πως από η ζωή ξεκίνησε από τους ωκεανούς και πως κάποτε τα ψάρια βγήκαν στη στεριά και σιγά – σιγά έβγαλαν πόδια και φτερά, περπάτησαν, πέταξαν. Κάτι τέτοιο μοιάζει απίστευτο στο μυαλό μας και γι’ αυτό η πλειονότητα των ανθρώπων απέχει από τέτοιους συλλογισμούς και προτιμά να σκέφτεται διάφορα πεζά πράγματα, όπως τη νοστιμιά της τσιπούρας ή το τηγάνισμα της μαρίδας.

Ενώ όμως τα πουλιά μπορούν και πετάνε πάνω από το νερό και τρέφονται ακόμα με ψάρια, τα δεύτερα ουδέποτε διανοήθηκαν να βγουν έξω από το νερό και να πετάξουν. Εξαιρείται βέβαια το χελιδονόψαρο αλλά αποτελεί ελάχιστο δείγμα στο πλήθος των ψαριών. Έτσι αν πείτε σε κάποιον πως είδατε ψάρια στα κλαδιά ενός δέντρου σίγουρα θα σας κοιτάξει με περιέργεια ενώ μπορεί να καλέσει και ειδικούς να τους το πείτε και σε αυτούς.


Να όμως που όλα μπορούν να γίνουν σε αυτό τον κόσμο και όχι απαραίτητα με τη βοήθεια των τρυκ της τεχνολογίας. Δεν χρειάζεται παρά να πάτε σε μια μικρή λίμνη με ήρεμα νερά που στην επιφάνειά τους θα καθρεφτίζονται τα κλαδιά των παρακείμενων δέντρων. Αν λοιπόν στη λίμνη υπάρχουν πολύχρωμα ψάρια τότε θα δείτε μια στιγμή καθώς κολυμπούν να σκαρφαλώνουν στα κλαδιά και να κινούνται ανάμεσα στα φύλλα των δέντρου!


Πρόκειται ασφαλώς για μια σύνθετη περίπτωση αντικατοπτρισμού αλλά μην το αποκλείεται ότι μπορεί να γίνει πραγματικότητα κι αυτό κάποια μέρα. Για να είστε έτοιμοι λοιπόν και να μην τρομάξετε όταν έρθει εκείνη η φοβερή στιγμή της αποκάλυψης, μπορείτε να πάτε ως τη τσιμεντένια λιμνούλα του εθνικού κήπου και να δείτε πως ανεβαίνουν τα ψάρια στα κλαδιά των δέντρων. Θα σας ενθουσιάσει και θα ξαναπάτε…



ΑΘΗΝΑ, 15022010

Κυριακή 14 Φεβρουαρίου 2010

ΟΤΑΝ ΒΡΕΧΕΙ ΣΤΟ ΤΡΥΠΙΟ ΣΤΕΓΑΣΤΡΟ…


Τελικά ακούω από τις ειδήσεις αλλά και από το δρόμο πως ήρθε η βροχή που ανήγγειλαν οι μετεωρολόγοι και νοιώθω ικανοποιημένος που δεν έπεσαν έξω στις προβλέψεις αλλά και ανησυχώ μη χαλάσει τις φιέστες με τις φασολάδες και τα νηστίσιμα αύριο στην Αθήνα.

Αυτό όμως που μου έκανε εντύπωση σήμερα και έκανα κάποιους περίεργους συνδυασμούς στη σκέψη μου ήταν το στέγαστρο Καλατράβα που έτυχε να δω από το σταθμό της Ειρήνης σε ένα από τα σπάνια δρομολόγιά μου προς τα βόρεια προάστια. Ομολογώ πως έχω να πάω στο Ολυμπιακό Στάδιο από το 1985 που έκανε εκείνη την περίφημη συναυλία ο Διονύσης Σαββόπουλος και σήμερα ήταν η πρώτη φορά που το παρατήρησα από κοντά…

Έχοντας λοιπόν υποστεί πλύση εγκεφάλου από το πρωί με τα μνημόσυνα που διάβαζαν όλοι οι ραδιοφωνικοί σταθμοί για την ελληνική οικονομία, είδα το στέγαστρο κάτω από τα βαριά σύννεφα που κάλυπταν τον Υμηττό και κατάλαβα πως μας αξίζει με το παραπάνω αυτό που τραβάμε με τα χρέη και τα δάνεια που δεν μας δίνουν οι τοκογλύφοι. Γιατί πληρώσαμε τόσα και τόσα λεφτά στον Καλατράβα για ένα στέγαστρο που όταν βρέχει και βρεθείς από κάτω του πρέπει να κρατάς ομπρέλα για να μη γίνεις μούσκεμα…

ΥΓ. Εδώ κολλάει επίσης κι εκείνο που λέμε: «σαν έβρεχε ο θεός μυαλά, εμείς κρατούσαμε ομπρέλες».

ΕΒΑΛΑΝ Ο ΑΓΙΟΙ ΤΟ ΧΕΡΑΚΙ ΤΟΥΣ…


Δεν μοιάζει με τραγικό φινάλε ενός έρωτα· η εγκατάλειψη ενός στρώματος στο πεζοδρόμιο της λεωφόρου Αλεξάνδρας σήμερα το πρωί μαζί με τις δυο παλιές πολυθρόνες να περιμένουν την σχετική υπηρεσία του Δήμου να τα μαζέψει για τα περαιτέρω·  σίγουρα είναι σύνηθες και διαδομένο στην καθημερινότητα της πόλης.

Σαν ξεφόρτωμα άχρηστων αντικειμένων από ενοίκους που παράτησαν οικογενειακώς το σπίτι που κατοικούσαν πιθανώς γιατί θα στεγαστούν σε άλλο καλύτερο και με μεγαλύτερη άνεση δείχνει τούτη την εποχή που η αλλαγή επίπλωσης είναι κάπως πολυτέλεια. Αν συνέβαινε το αντίθετο, το ταλαιπωρημένο στρώμα και οι ξεχαρβαλωμένες πολυθρόνες σίγουρα θα εύρισκαν τη θέση τους σε κάποιο δωμάτιο στην καινούργια κατοικία.

Αν πάλι επρόκειτο όντως για τη λήξη ενός έρωτα, ανήμερα μάλιστα του αγίου Βαλεντίνου που όπως λέγεται προστατεύει το θείο αίσθημα και τους ερωτευμένους, σίγουρα κανένας δεν θα καίγονταν να τα βγάλει στο δρόμο πριν σβήσει για τα καλά το πάθος και πάψουν να βαραίνουν την αίσθηση της απουσίας στο άδειο δωμάτιο. Εκτός βέβαια και αν ο καλός άγιος έβαλε το χεράκι του και πήγαν οι παλιές, φθαρμένες πολυθρόνες και το λεκιασμένο στρώμα στα σκουπίδια γιατί δεν είχαν θέση σε ένα καινούργιο έρωτα που ανέτειλε…


Της ημέρας, για να μην λέμε ότι την προσπερνάμε όπως συμβαίνει και με κάποια πράγματα που μας βαραίνουν ή μας ελαφρύνουν - αναλόγως από ποια πλευρά τα βλέπουμε...
ΑΘΗΝΑ, 14022010 




Τρίτη 9 Φεβρουαρίου 2010

ΣΑΝ ΤΑ ΓΑΪΔΑΡΟΜΟΥΛΑΡΑ…



Τα τέσσερα γαιδουρομούλαρα που κουβαλάνε τον αρακά που καλλιέργησε πρόπερσι στον Αϊ – Στράτιο της Αιγιάλης ο Βούλης Θεολογίτης, λίγο πριν μπουν στα Θολάρια έπεσαν πάνω σε μια ομάδα τουριστών που όπως κάνουν όλοι αυτοί, άρχισαν να τα φωτογραφίζουν…

Μόλις άκουσα χθες τον πρωθυπουργό ότι πρέπει να «βάλουμε πλάτη» για να σωθούμε, θυμήθηκα αυτή τη φωτογραφία στην οποία μπορούμε να διαβάσουμε εκτός από βασικά της στοιχεία και πολλά άλλα ενδιαφέροντα. Ό τουρίστας που τα φωτογραφίζει μου φέρνει στο μυαλό τους ευρωπαίους ελεγκτές που θα έρχονται κάθε μήνα πλέον να βλέπουν πως τα πάμε στις εισπράξεις και νομίζω πως αν δεν τους ικανοποιούν, θα ζητάνε όλο και περισσότερο να βάζουμε «πλάτη» – μέχρι να ψοφήσουμε υποθέτω θα επιμένουν για να ισιώσει η οικονομία μας και να ικανοποιηθούν οι άρχοντες των Βρυξελλών.

ΣΤΗΝ ΠΛΑΤΗ ΤΟΥ «ΠΑΤΡΙΩΤΗ»…

Έλληνες με τα υπάρχοντά τους στην πλάτη
παίρνουν το δρόμο για τα βουνά...

Η μοίρα τους οδήγησε κάποτε στη σκληρή απόφαση να εγκαταλείψουν νωρίς – νωρίς τη μικρή τους πατρίδα γιατί η Πολιτεία που θεμελιώθηκε με το αίμα των προγόνων στους πολέμους και τις μάχες και τον ιδρώτα των συγχωριανών τους στα χωράφια και στα κοπάδια δεν ήταν σε θέση να τους στηρίξει να ζήσουν και να προκόψουν με αξιοπρέπεια στον τόπο τους. Έτσι σαν κοπάδια μεταφέρθηκαν όλοι οι ορεινοί πληθυσμοί στην Αθήνα και στις άλλες πόλεις να δουλέψουν στις επιδοτούμενες βιομηχανίες και στους άγονους κάμπους για να τους καρπίσουν με την ανάγκη τους. Έτσι δημιουργήθηκε λίγο – πολύ το μεταπολεμικό θαύμα της ανάπτυξης που όπως αποδεικνύεται σήμερα στηρίχθηκε σε πήλινα πόδια και ήρθε ο καιρός που φανερώθηκαν πως όλοι οι κόποι δυο γενιών από το τέλος του Εμφυλίου μέχρι σήμερα πήγαν χαμένοι καθώς οι διαχειριστές με την ανοχή των πολιτικών τους πατρώνων φυσικά, δεν άφησαν ούτε μια δεκάρα στα ταμεία.


- Αυτό τον κόσμο και τους απογόνους του μέχρι δέκα γενιές κάλεσε χθες ο πρωθυπουργός να «βάλουν πλάτη» για να μη βουλιάξουμε και επικαλέστηκε πάλι τον «πατριωτισμό» μας…

Δευτέρα 8 Φεβρουαρίου 2010

Ο ΘΗΣΑΥΡΟΣ ΤΗΣ ΑΠΟΘΗΚΗΣ


Δεν μπορεί, αυτό τον δύσκολο καιρό που περνάμε και μας τον υπενθυμίζουν διαρκώς οι «ειδήσεις» το μυαλό οποιουδήποτε δει ένα θησαυρό απλωμένο σε ένα πάτωμα αποθήκης και ένα τμήμα του κρεμασμένο από το ταβάνι να μην πάει στα σκληρά μέτρα που παίρνει η κυβέρνηση για την οικονομία και η σκέψη του να ακροβατήσει από τα spreads και τα ομόλογα ως την πείνα που αποδεκάτισε κόσμο και κοσμάκη στην Κατοχή…


Ο Λάζαρος μαζί με τον μπάρμπα Κωνσταντή Τσιατσιάνη
στο χωράφι με τα καλαμπόκια.

Ο «θησαυρός» επί του προκειμένου είναι το καλαμπόκι της χρονιάς που σόδευσαν μετά από σκληρή δουλειά από τα γόνιμα παραποτάμια στον Αχελώο χωράφια τους, η οικογένεια του Λάζαρου και της Πανωραίας Τσιτσιάνη στον οικισμό Λαγκαδάκια των Βραγγιανών Αργιθέας. Οι Τσιατσαναίοι συνεχίζουν να καλλιεργούν αυτό το πολύτιμο φυτό για συμπληρωματική τροφή του μικρού κοπαδιού τους και των γουρουνιών που εκτρέφουν για τις ανάγκες σε κρέας του μικρού καταστήματος που κληρονόμησαν από τους προγόνους τους και το διατηρούν εδώ και αρκετά χρόνια στον οικισμό. Σημειώνουμε, πως ο Λάζαρος και η Πανωραία παρά την ώριμη ηλικία τους είναι το νεώτερο ζευγάρι στην περιοχή όπου μόνο λίγοι γέροντες κατοικούν και φυσικά πως είναι και οι μόνοι που συνεχίζουν να καλλιεργούν τη γη τους σύμφωνα με τους κανόνες της παραδοσιακής οικιακής οικονομίας και ακόμη πως το έργο τους υποστηρίζεται από τον γιο τους Πάνο που μένει ακόμα μαζί τους.

Και στη μεταφορά του το καλαμπόκι ακολουθεί
τον παλιό τρόπο στην πλάτη της Κούλας.

Ο Λάζαρος και η Πανωραία συνεχίζουν να πράττουν όσο λίγοι άλλοι το αυτονόητο σε αυτό τον κόσμο και σπέρνουν όσο τους επιτρέπει η δύναμή τους και το χώρο που διαθέτουν. Η σοδειά τους είναι ανάλογη με την φροντίδα των σπαρτών και βεβαίως από την προφύλαξή τους από τα άγρια ζώα ή καμιά φορά από τις ιδιοτροπίες του καιρού. Στόχος τους όπως είπαμε πιο πάνω, είναι η κάλυψη των αναγκών του ως την επόμενη σοδειά και προς τούτο η κατανάλωση των προϊόντων του χωραφιού γίνεται βάσει ορισμένου προγράμματος κι επειδή κανένας δεν ξέρει τι μπορεί να συμβεί, πάντα κρατείται σε ένα σημείο της αποθήκης μια μικρή ποσότητα ασφαλείας για τις δύσκολες στιγμές που μπορεί να έρθουν.


Σαν φτάσει στην αποθήκη ο «θησαυρός» της σοδειάς
συνεχίζει να θέλει την φροντίδα του

Αυτό φανερώνει και η αποθήκη που το πάτωμά της είναι γεμάτο ρόκες από καλαμπόκια ενώ ένα πολλές από αυτές πλεγμένες μεταξύ τους με ένα εξαιρετικά λεπτό και δύσκολο τρόπο κρέμονται σε αρμαθιές από το ταβάνι. Σε πολλούς που δεν γνωρίζουν αυτό μπορεί να φανεί ως «εργόχειρο» στον ελεύθερο χρόνο του καλλιεργητή και μπορεί η εκτίμηση αυτή να έχει μια βάση. Αυτό όμως που κάνει την Πανωραία, να πλέξει με τις φλούδες από τα καλαμπόκια είναι αφενός μεν η προστασία μιας ποσότητας από την υγρασία και τα τρωκτικά αλλά με την τέχνη της περιποιεί και τιμή στον καρπό που στηρίζει το σπίτι της.


Πρώτη ύλη για τον πλαστό που φτιάχνει η Πανωραία,
το δικό τους καλαμποκάλευρο.

Η άλλη περίπτωση που κρύβεται κάτω από το πλέξιμο των καλαμποκιών και το κρέμασμά τους στην αποθήκη ήταν η επιλογή για το σπόρο της επόμενης χρονιάς αλλά τούτο το έχουν ακυρώσει οι εταιρείες που πουλάνε κάθε λογής υβρίδια και ελέγχουν απόλυτα τους καλλιεργητές που έχουν γίνει όμηροί τους. Αυτό όμως είναι κουβέντα μιας άλλης στιγμής…

Τούτο όμως που βλέπουμε στην αποθήκη των Τσιατσιαναίων είναι το αυτονόητο για την καλλιέργεια το οποίο, ενώ είναι το κλειδί για την συνέχεια στον αειφορικό κύκλο της ζωής έχει εντελώς παραμεριστεί και απαξιωθεί σαν έννοια. Ο Λάζαρος όμως και η Πανωραία το συνεχίζουν γιατί ποτέ δεν έφυγαν από τον τόπο που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν και το έμαθαν από ανθρώπους που έζησαν και ζουν ακόμα μαζί τους και θυμούνται τα χρόνια της Κατοχής και την πείνα. Τότε που ένα σπυρί καλαμπόκι είχε μεγαλύτερη αξία ακόμα και από μια λίρα…


Με τα μεγάλα λάχανα κλείνει πάντα η χρονιά
της παραγωγής στο χωράφι του Λάζαρου


ΑΘΗΝΑ, 10022010

Κυριακή 7 Φεβρουαρίου 2010

Ο ΧΕΙΜΩΝΑΣ ΦΕΤΟΣ ΣΤΟΝ ΑΧΕΛΩΟ


Το ταξίδι στα Λαγκαδάκια των Βραγγιανών της Αργιθέας όπου να’ ναι τελειώνει και αποχαιρετάμε σε λίγο τον ωραίο τόπο που βρίσκεται, όπως όλη εξάλλου η χώρα, στην καρδιά του χειμώνα. Ο φετινός μάλιστα που χαρακτηρίζεται από πολλές βροχές στην περιοχή μπορεί να χαρακτηρισθεί ήπιος καθώς ούτε το χιόνι έφτασε όπως άλλες χρονιές ως το γιαλό του Αχελώου, ούτε πάλι έκανε μεγάλες παγωνιές που καταστρέφουν συνήθως τα δέντρα και ταλαιπωρούν περισσότερο τα διαρκώς χειμαζόμενα κοπάδια.

Λέγεται πως όταν οι χειμώνες στην περιοχή ήταν ήπιοι, προεξοφλείται κάπως η επιβίωση των κοπαδιών ως την άνοιξη και βεβαίως διευκολύνονταν η γεωργία και άλλες σχετικές εργασίες. Βέβαια το αντίκρισμα μιας τέτοιας κατάστασης ήταν η έντονη λειψυδρία αλλά απ’ αυτό το φαινόμενο ο τόπος ήταν συνηθισμένος και οι καλλιέργειες προσαρμοσμένες.

Έτσι ζούσαν μέχρι πριν από δυο – τρεις δεκαετίες στην περιοχή δεκάδες οικογένειες που πάλευαν σκληρά με τη γη τους και στόχος τους ήταν η επάρκεια των παραγόμενων αγαθών για μια χρονιά. Όσοι δεν τα κατάφερναν καλά υπέφεραν ενώ πολλοί ήταν εκείνοι που αναζητούσαν μεροκάματο σε άλλους τόπους και μόλις έκαναν ένα μικρό κομπόδεμα επέστεφαν στο σπιτικό τους και «μπάλωναν» διάφορες τρύπες της επιβίωσης. Στο μεταξύ ένας μεγάλος αριθμός από αυτούς τους ανθρώπους «άνοιγε τα μάτια του» στα ξένα και έβλεπε πως εκεί που ζούσαν δεν υπήρχε κανένα μέλλον. Έτσι αποφάσιζε να μείνει εκεί που εύρισκε δουλειά και σαν σταθεροποιούσε κάπως ένα μικρό εισόδημα έπαιρνε τη μεγάλη απόφαση να μεταφέρει και την οικογένειά του στον καινούργιο τόπο διαμονής του.

Έτσι σιγά – σιγά από τα μέσα της δεκαετίας του ’60 άρχισε η πληθυσμιακή αποψίλωση της περιοχής και κορυφώθηκε στα μετά το 1981 χρόνια. Το αποτέλεσμα είναι σήμερα ολόκληρη η περιοχή όχι μόνο του Δήμου Αχελώου αλλά και των ομόρων του στην Αργιθέα αλλά και στην Άρτα και την Ευρυτανία να είναι σχεδόν ακατοίκητοι και βεβαίως να μην παρατηρείται καμία πλέον δραστηριότητα σε κανένα τομέα. Τα μόνο δε χρήματα που φτάνουν εκεί είναι οι αγροτικές συντάξεις των γερόντων που αποτελούν τη συντριπτική πλειοψηφία των μόνιμων κατοίκων και ολοένα και λιγοστεύουν καθώς οι ηλικίες αυτές αποσύρονται στους μακρινούς ουρανούς με το παράπονο της μοναξιάς και της έλλειψης του γείτονα!

Φυσικά και δεν μπορούν να θεωρηθούν αυτοί οι άνθρωποι παραμελημένοι γιατί εδώ και χρόνια έχουν φτάσει οι δρόμοι στις πλατείες των χωριών και από εκεί σε κάθε οικισμό, το ηλεκτρικό και το τηλέφωνο δεν λείπει από κανένα σπίτι και γιατροί υπάρχουν αρκετοί. Αυτά τα κοινωνικά αγαθά έφτασαν κάπως καθυστερημένα περιοχή αλλά δεν στάθηκαν ικανά ούτε τους τελευταίους να κρατήσουν στον τόπο τους ή να κάνουν κάποιους να γυρίσουν πίσω και να αναστήσουν τα κλειστά πατρογονικά και να ζωντανέψουν τη γη τους με τη βοήθεια φυσικά της πολιτείας και βεβαίως της τεχνολογίας.

Κανένας δεν γύρισε πραγματικά πίσω πλην ορισμένων συνταξιούχων που όσο τους επιτρέπουν οι δυνάμεις τους κάνουν κάποιες μικροκαλλιέργειες και διατηρούν λιγοστά ζωντανά. Αυτές οι καλλιέργειες μαζί με εκείνες των ελαχίστων ενεργών ηλικιωμένων που δεν έφυγαν ποτέ από τον τόπο τους είναι και οι αγροτικές δραστηριότητες που και δυο φορές βαρύ χειμώνα να κάνει πλέον, ουδόλως θα θιχτούν και αν πάλι γίνει κάποια ζημιά, ένα είναι βέβαιο πως κανένας δεν πρόκειται να πεινάσει…

Σάββατο 6 Φεβρουαρίου 2010

ΟΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΙ ΑΓΡΟΤΕΣ


Πόσες ημέρες κράτησαν τα μπλόκα των αγροτών στους δρόμους, μόνο όσοι από πραγματική ανάγκη υποχρεώνονταν να μετακινηθούν το γνωρίζουν. Οι υπόλοιποι το βλέπαμε στις οθόνες της τηλεόρασης και ο καθένας μας έπαιρνε θέση αναλόγως. Το ίδιο πάλι δεν γνωρίζουμε κατά πόσο ικανοποιήθηκαν τα αιτήματά τους και τι κέρδισαν για να αφήσουν πάλι ανοιχτούς τους δρόμους.

Εκείνο που δεν θα μάθουμε ποτέ είναι, αν όντως τα αιτήματά τους ήταν αληθινά και αν αυτός ο κόσμος που έκλεισε τους δρόμους καταλαβαίνει πραγματικά σε τι κατάσταση βρίσκεται μετά την τριαντάχρονη και πλέον αποδόμηση του αγροτικού κόσμου της Ελλάδας και την πλήρη απαξίωση της δύναμής του ως στοιχείο οικονομίας και φορέα πολιτισμού και παραδοσιακών αξιών.

Τριάντα χρονών ερωτήματα που καλούνται να απαντήσουν από κοινού, παλαίμαχοι και νεόκοποι πολιτικοί, σπουδαγμένοι τεχνοκράτες πλασιέ υπηρεσιών, έμποροι μηχανημάτων και προϊόντων της χημικής βιομηχανίας και αγρότες που έπεσαν στη σούπα με τα πολλά λεφτά και καήκαν. Το αποτέλεσμα αυτής της άθλιας πορείας όλης της ελληνικής υπαίθρου και όχι μόνο των αγροτών του κάμπου το πληρώνουν φυσικά όλοι από τους προαναφερόμενους, αλλά αυτοί που αντιδρούν φανερά είναι μόνο ορισμένοι αγρότες που ενώ στην πραγματικότητα είναι ακόμα ο πιο δυνατός κρίκος στην αλυσίδα των μεγάλων συμφερόντων αποδεικνύεται τελικά να είναι ο πιο ανίσχυρος και οι αιτίες για αυτό είναι πολλές.

Η βασικότερη απ’ όλες κατά τη γνώμη μου δεν είναι η γενική παιδεία των ίδιων των αγροτών αλλά αυτών που ανέλαβαν εδώ και αρκετά χρόνια να διαχειριστούν το μέλλον της ελληνικής υπαίθρου λησμονώντας πως οι περισσότεροι γεννήθηκαν στην αυλακιά του χωραφιού ή στου μαντριού τη γωνιά. Τα προσωπικά κόμπλεξ που κουβαλάνε και η κλιμακούμενη απληστία τους έκαναν την ελληνική ύπαιθρο από παράδεισο αυτάρκειας σε κόλαση επιβίωσης για τους αγρότες.

Οι αγρότες λοιπόν άφησαν τους δρόμους ελεύθερους να κινηθούν τα φορτηγά με τα αγροτικά προϊόντα από τις βαλκανικές χώρες που καταναλώνουμε γιατί κανένας φαίνεται πως δεν καλλιεργεί πια τίποτα σε αυτό τον ρημαγμένο τόπο και φυσικά να κινηθούν οι εκδρομείς προς τους χειμερινούς τουριστικούς προορισμούς που πόνεσαν περισσότερο απ’ όλους γιατί εκτός των άλλων οι επιχειρηματίες αυτών πίστεψαν πως αν γίνονταν από αγρότες, ξενοδόχοι και εστιάτορες θα ζούσαν πάντα πλούσια. Οι καλές ημέρες όμως πέρασαν και αυτοί δείχνει πως τώρα έμειναν τότε χωρίς χωράφι και τώρα μένουν και χωρίς πελάτη!

Τέλος πάντων μπορούμε πλέον να κυκλοφορούμε ελεύθερα στους ελληνικούς δρόμους και καθώς ανοίγει και η άνοιξη καλό είναι να βγαίνουμε όποτε μπορούμε στην ύπαιθρο κι εκεί να αναζητούμε , όχι από την οπτική του life style που κάνει η τηλεόραση και ορισμένα περιοδικά, αλλά αυτό που είναι η αληθινή ζωή της ελληνικής υπαίθρου και τους πραγματικούς της ανθρώπους που αν και αγρότες δεν κατέβηκαν σε κανένα μπλόκο ούτε και ποτέ διεκδίκησαν κάτι περισσότερο απ’ ότι μπορούσε να τους δώσει ο τόπος τους.

Αυτοί οι άνθρωποι είναι ελάχιστοί και ξεχωρίζουν από το ύφος τους και την ηλικία τους και φυσικά είναι οι δάσκαλοι της διαχρονικής επιβίωσης στον ελληνικό χώρο. Οι δάσκαλοι που κανένας ποτέ δεν ζήτησε τη γνώμη τους και την κατάθεση της εμπειρίας τους από τον πραγματικά μεγάλο αγώνα που έκαναν να αναστήσουν τη δεκαετία του ΄50 την κατεστραμμένη από την Κατοχή και τον εμφύλιο πόλεμο Ελλάδα και τα κατάφεραν.

Ο Κωνσταντής Τσιατσιάνης και η Γεωργία, στο τζάκι μπροστά των οποίων στον οικισμό Λαγκαδάκια των Βραγιανών Δήμου Αχελώου στην Αργιθέα γράφω αυτές τις αράδες τα κατάφεραν και ακόμα επιμένουν. Αυτοί και λίγοι άλλοι απόμειναν ακόμα σε όλη την περιοχή να δείχνουν πως άλλη μοίρα άξιζε σε αυτόν τον μοναδικό τόπο που ζούμε…

ΥΓ. Η περίπτωση του Κωνσταντή και της Γεωργίας αλλά και των λίγων άλλων κατοίκων του οικισμού που ζουν μόνιμα στα Λαγκαδάκια από τότε που γεννήθηκαν και έζησαν με τη γεωργία, την κτηνοτροφία και την αλιεία στον Αχελώο είναι ένα τεράστιο πεδίο μελέτης της αληθινής ζωής της ελληνικής υπαίθρου και όσο μπορώ θα ασχοληθώ με αυτούς.

Πέμπτη 4 Φεβρουαρίου 2010

Η ΙΝΔΙΑ ΚΑΙ Ο ΘΕΣΣΑΛΙΚΟΣ ΚΑΜΠΟΣ


Aκούω στις ειδήσεις πως ο πρωθυπουργός μας βρίσκεται αυτές τις ημέρες στην Ινδία για συνομιλίες με τους εκεί κυβερνώντες για διάφορα θέματα, μεταξύ των οποίων είναι και η περίφημη «πράσινη ανάπτυξη»…

Αυτό με εντυπωσίασε πολύ και με έβαλε και σε ένα παράξενο παιχνίδι συσχετισμών με τα δικά μας πράγματα που προσπαθώ να τα βάλω στη σειρά. Είναι πολλά, θα σταθώ μόνο στην περίπτωση των αγελάδων και των αγροτών του θεσσαλικού κάμπου.

Θα μου πείτε, τι κοινό έχει η Θεσσαλία με την Ινδία; Σήμερα απολύτως τίποτα αλλά μόλις λίγα χρόνια πριν, όπως στην Ινδία την οποία ομολογώ δεν έχω επισκεφτεί ποτέ, το ίδιο ιερές και στον κάμπο ήταν οι αγελάδες. Και τούτο γιατί απλά ήταν απαραίτητες στο όργωμα και στις μεταφορές και ακόμα περισσότερο, γιατί οι σβουνιές τους ήταν πολύτιμες ως καύσιμο. Έτσι όπως και στην Ινδία, το ίδιο και στα καμποχώρια τις σέβονταν, τις κρατούσαν ζωντανές και τις πρόσεχαν πολύ μέχρι την τελευταία στιγμή που θα μπορούσαν να οργώσουν, να κουβαλήσουν το κάρο και φυσικά να κάνουν σβουνιές για το τζάκι.


Έτσι πρέπει να γίνεται ακόμα στην Ινδία νομίζω αλλά εδώ, αγελάδα ούτε για δείγμα δεν έχει μείνει. Τα τρακτέρ και τα φορτηγά τις παραμέρισαν εντελώς ενώ για καύσιμα οι αγρότες προτιμούν βεβαίως αντί για σβουνιές πετρέλαιο και μαγειρεύουν πλέον με ηλεκτρισμό. Η εποχή εκείνη κοντεύει να ξεχαστεί και κανένας δεν πιστεύει πως μπορεί κάποια στιγμή να βρεθούν πάλι στην ανάγκη να ζυμώσουν με τα πόδια κομμάτια από κοπριά, να τα απλώσουν μετά στον ήλιο να στεγνώσουν (φωτογραφία) και να τα αποθηκεύσουν για καύσιμα στην κουζίνα και θέρμανση στο τζάκι το χειμώνα. Σημειώνεται πως το ζύμωμα της σβουνιάς γίνονταν πάντα μέσα σε ένα σύννεφο από κουνούπια και μύγες και η μυρωδιά δεν έφευγε με τίποτα από το δέρμα του ανθρώπου.

Να όμως που τα πράγματα στην οικονομία δείχνουν πως όλα μπορεί να γίνουν πάλι όπως παλιά και όπως λέγεται, θα σωθούμε μόνο αν γυρίσουμε πάλι στα χωριά μας και ζήσουμε όπως οι πρόγονοί μας οι οποίοι σαφώς και ήξεραν πολύ περισσότερα από κάποιους που ευαγγελίζονται σήμερα την «πράσινη ανάπτυξη» χωρίς να έχουν τη στοιχειώδη εμπειρία για τα είδη, τον τόπο, τον καιρό.

Θα γυρίσουμε λοιπόν αν χρειαστεί πάλι στα χωριά μας στα οποία σίγουρα δεν θα βρούμε ούτε για δείγμα αγελάδα να οργώσουμε και να κάνει σβουνιές, αλλά το χειρότερο απ’ όλα είναι ότι δεν θα βρούμε εκείνους τους ανθρώπους που με τη σοφία τους και τον ιδρώτα τους μόνο, χωρίς να χρωστάνε σε κανένα ούτε δραχμή δημιούργησαν το μικρό θαύμα της επάρκειας των αγαθών για τη μεταπολεμική Ελλάδα. Ένα θαύμα που ήταν «καταπράσινο» και «αειφόρο» από τη φύση του και το μοντέλο του οποίου αγνοείται επιδεικτικά από τους νεόκοπους φωστήρες της αμφίβολης «πράσινης ανάπτυξης».

ΟΙ ΣΟΥΣΟΥΡΑΔΕΣ ΧΘΕΣ ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ…


Να μην μας πάρουν και σβάρνα οι παρεξηγήσεις για ένα πουλάκι που έγινε θέμα πρωί – πρωί στη σελίδα μου, έψαξα και βρήκα στη Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια το λήμα «σουσουράδα».

Τι γράφει λοιπόν εκεί: «Σουσουράδα, κοινή ονομασία του πτηνού σεισοπυγίς. Μεταφορικά: Γυνή επιπόλαιος, άκριτος, ελαφρόνους και προθύμως μεταδίδουσα εξωγκωμένας και διαστρεβλωμένας τας πράξεις άλλων, ώστε να παράγεται εντύπωσις δυσμενής δια τας σχολιαζομένας. Ή άλλως ξομπλιάστρα, κουτσομπόλα, ανακατωσούρα».

Σας λέει κάτι λοιπόν;

Εμένα πάντως μου έρχονται συνέχεια στο μυαλό ατάκες του Χατζηχρήστου και άλλων μεγάλων του ασπρόμαυρου ελληνικού κινηματογράφου όταν αναφέρονταν σε κορίτσια της εποχής εκείνης -σεμνά ή προκλητικά- δεν έχει καμιά σημασία. Όπως και κάποιο τραγουδάκι που έλεγε «…Σουσουράδα, σουσουράδα ψέματα μου λες αράδα»(*). Σίγουρα υπάρχουν και ένα σωρό άλλες εκδοχές της λέξης που αναφέρονται στις γυναίκες που «σείουν την πυγήν», αλλά καθώς η γλώσσα, λογία ή του δρόμου συνεχώς εξελίσσεται και εμπλουτίζεται με νέα στοιχεία, παίρνει άλλα νοήματα και εντάσσεται σε άλλα επικοινωνιακά πεδία.
ΣΗΜ. 1 Η σουσουράδα της φωτογραφίας την έπιασε ο φακός μου να λούζεται στο ποτάμι της Κάτω Κλειδωνιάς, πέρσι την άνοιξη στα Μαστοροχώρια. Ο ποταμός αυτός έχει κατακάθαρα νερά που περνούν κάτω από μεγάλα πλατάνια χύνεται στον Αώο.
ΣΗΜ 2. Ήταν καλή η σοδειά χαμένων λέξεων από την αναζήτηση στην εγκυκλοπαίδεια: Ελαφρόνους, ξομπλιάστρα, ανακατωσούρα. Εννοείται ότι των χαρακτηρισμών δεν υπολείπεται και το αρσενικό γένος…

...ΚΑΙ ΜΙΑ ΚΑΝΟΝΙΚΗ ΣΟΥΣΟΥΡΑΔΑ


Για να βάλουμε τα πράγματα στη θέση τους…
Οι κανονικές σουδουράδες ζουν στην εξοχή, κοντά σε ρέματα και πηγές όπου βουτάνε συνέχεια και βρέχουν το πτέρωμά τους. Θα έχουν φαντάζομαι το λόγο τους να το κάνουν αυτό. Σεισοπηγίδες τις έλεγαν στην παλιά γλώσσα και σήμαινε ότι ακριβώς σήμερα το «σουσουράδα» για ορισμένες γυναίκες που προκαλούν με το βάδισμά τους. Υπάρχει μάλιστα και ένας ελληνικός μύθος, όπως εξάλλου για κάθε ζωντανό ή φυτό, σχετικός με τη φύση του και τον τρόπο της κίνησής του που αυτή τη στιγμή μου διαφεύγει. Πιθανόν να ήταν και αυτή κανένα ωραίο κορίτσι που τιμώρησε ο ερωτύλος Δίας γιατί δεν του κάθονταν και από τότε ζει καταδικασμένη στα ρέματα και στις υγρασίες…
Να μην μπλέξουμε όμως με τους μύθους γιατί δεν ξέρουμε που θα μας βγάλουν. Μετά λοιπόν από την σφοδρή αμφισβήτηση ορισμένων φίλων περί του είδους του πουλιού που ήταν χθες στα κεραμίδια, ανέσυρα από το αρχείο μια άλλη φωτογραφία που νομίζω πως είναι μια κανονική σουσουράδα, με μακριά ουρά και μπλε φτερά που βρέθηκε μπροστά στο φακό μου σαν περπατούσα προχθές στην αρχαία αγορά. Αν δεν βρεθεί άκρη και με αυτή, τότε σας υπόσχομαι ότι θα πιάσω καρτέρι αύριο στον Αχελώο για να βγάλουμε άκρη…

ΜΙΑ ΠΑΡΑΞΕΝΗ «ΣΟΥΣΟΥΡΑΔΑ»


Ας ξεχάσουμε σήμερα τα περιστέρια που σουλατσάρουν στις στέγες και σχολιάζουν με τον τρόπο τους τα γινόμενα στην πόλη από τα φθαρμένα ακροκέραμα και ας καμαρώσουμε μια «σουσουράδα» που φάνηκε χθες το μεσημέρι στην αντικρινή από το μπαλκόνι μου στέγη…
Τι γύρευε εκεί αυτό το πουλάκι των χαμηλών πτήσεων που συνήθως το βλέπουμε να πετάει με τεθλασμένα φτερουγίσματα από θάμνο σε θάμνο και αρέσκεται να βρέχεται από τα νερά, αποτελεί μυστήριο. Να έβρεχε, το  καταλαβαίνω. Αλλά μια μέρα σαν τη χθεσινή με λαμπερό ήλιο, τι να γύρευε μια «σουσουράδα» στη στέγη με τα καινούργια κεραμίδια;
Στάθηκε εκεί αρκετή ώρα, αλλά ούτε ένα κλάσμα του δευτερολέπτου δεν έμεινε ακίνητη για να κάνω μια σοβαρή φωτογραφία. Έχωνε συνέχεια το μικρό της ράμφος στο πτέρωμά της και έβγαζε με προσοχή τα ζωύφια που την ενοχλούσαν χωρίς να κοιτάζει γύρω της όπως κάνει συνήθως όταν βρίσκεται στους θάμνους και σαν τέλειωσε πέταξε απαλά στο αέρα με άγνωστη κατεύθυνση.
Αυτό σκέφτηκα πως ήταν. Η «σουσουράδα» διάλεξε μια στέγη στην οδό Ιπποκράτους που δεν μπορούν να ανέβουν οι αλητόγατοι για να ξεψειριαστεί με την ησυχία της. Κανένα άλλο λόγο δεν είχε να σταθεί εκεί. Ίσως πάλι να τη βοηθούσε και η ζέστη που ανέδιδαν τα κεραμίδια και ανάγκαζε τα ζωύφια να αναδευτούν κι έτσι τα έπιανε καλύτερα. Το ίδιο ξέρω πως κάνουν και άλλα πουλιά στις ζεστές χειμωνιάτικες ημέρες με την υγιεινή τους αλλά πρώτη φορά το είχα σε πρώτο πλάνο και στην εμβέλεια του φακού μιας μικρής  Canon.
Έβγαλα αμέσως τις φωτογραφίες από τη μηχανή και βλέποντάς τες στην οθόνη διαπίστωσα πως το πουλάκι που κουνούσε ακατάπαυστα την ουρά του δεν ήταν αυτό που ήξερα σαν «σουσουράδα» αλλά ένα άλλο που δεν το είχα ξαναδεί ή δεν το πρόσεξα στο παρελθόν. Ρώτησα αμέσως μια φίλη που υποτίθεται ξέρει από πουλιά λόγω κήπου στο σπίτι της και μου είπε πως μπορεί να είναι ένα πουλί που προήλθε από επιμειξία! Να έφυγε δηλαδή κάποιο πουλί από κλουβί και να ζευγάρωσε με κάποιο άλλο και το αποτέλεσμα να ήταν η «σουσουράδα» με την μακριά ουρά και το κίτρινο πτέρωμα στην πλάτη.
Με άφησε ξερό η ερμηνεία αυτή γιατί αυτά τα πράγματα απ’ όσο ξέρω δεν συμβαίνουν έξω στην κανονική φύση. Εκεί ποτέ δεν ζευγαρώνει ένας σπουργίτης για παράδειγμα με ένα καναρίνι ή μια σουσουράδα! Μόνο στην πόλη μπορεί να συμβαίνουν αυτά τα παράξενα και να μας βάζουν σε βαθιές σκέψεις και σοβαρές υποψίες σαν τα βλέπουμε μπροστά μας…

Τρίτη 2 Φεβρουαρίου 2010

ΟΙ ΓΑΤΟΙ ΤΟΥ ΦΛΕΒΑΡΗ


Σκέφτηκα από εδώ, σκέφτηκα από εκεί, τι θα ταίριαζε να βάλω σαν εικόνα στη σημερινή καλημέρα που η χειμωνιάτικη βροχή επανήλθε στην πόλη και όπως πάντα, την διέλυσε αλλά ας μην γκρινιάζουμε γι' αυτό: ένα πλυσιματάκι συχνά - πυκνά το έχει ανάγκη... 

Είπα να βάλω πάλι τίποτα λουλουδάκια που να δηλώνουν την αρχή της άνοιξης που κάλυψε η βροχή ή κάποια δέντρα, αλλά δεν πάει καθώς όλα τα φυλλοβόλα είναι ακόμα γυμνά. Μου πέρασε από το μυαλό να βάλω χειμωνιάτικα τοπία που μου αρέσουν πολύ και απ’ ότι κατάλαβα αρέσουν στους περισσότερους, αλλά και αυτό δεν μου άρεσε.

Τη λύση μου έδωσε η φωτογραφία μια πρωινής «διαβούλευσης» που είδα προχθές στην είσοδο ενός καταστήματος της οδού Αλεξάνδρας, τριών μεγάλων γάτων για πολλούς λόγους, αλλά οι κύριοι είναι δύο: Πρώτον γιατί υστερούν πολύ σαν παρουσία αδέσποτων στην πόλη που βρίθει τεράστιων, χορτάτων μάλιστα σκύλων και κατά δεύτερον επειδή ο Φλεβάρης εκτός των μασκαράδων από κτίσεως κόσμου είναι και  μισός (με το παλιό ημερολόγιο μήνας) των ερώτων για τις γάτες. Είναι εξάλλου γνωστό το γνωμικό: «Να’μουν το Μάη γαϊδαρος… και γάτος το Γενάρη!» αλλά οι κύριοι της φωτογραφίας με την εμφάνιση σαλονιού που έχουν δεν νομίζω πως ζούσαν σε άλλο μήνα.

Αμφοτέρων των φύλλων αγαπητοί μου καταλαβαίνεται φαντάζομαι τι εννοώ και πως εκφράζω την εκτίμησή μου στους γάτους και ιδιαίτερα στους γνήσιους κεραμιδόγατους που έχουν γίνει πλέον σπάνιο είδος στην Αθήνα και μάλιστα όταν αυτοί έχουν το θάρρος να βγαίνουν στο δρόμο και να συζητάνε τα δικά τους χωρίς κανένα φόβο... 

ΑΘΗΝΑ, 02022010


,,,

Δευτέρα 1 Φεβρουαρίου 2010

ΟΙ ΣΙΩΠΗΛΟΙ ΕΠΑΙΤΕΣ ΤΗΣ ΕΡΜΟΥ

 
Ομολογώ πως δεν μου αρέσουν καθόλου οι άνθρωποι αγάλματα που στέκονται ακίνητοι και με δήθεν αδιάφορο και απλανές βλέμμα στην οδό Ερμού ή αλλού στο κέντρο της πόλης περιμένοντας  τον περαστικό να σταθεί δίπλα τους να βγει μια αναμνηστική φωτογραφία και να τους ρίξει στο κανένα ευρώ στο κουτάκι μπροστά τους.
 
  Όχι γιατί δεν συμμερίζομαι την ανάγκη αυτών των ανθρώπων, αλλά γιατί πιστεύω πως η επαιτεία είναι μια ειλικρινής στάση και προϋποθέτει την άμεση επαφή των ματιών του επαίτη με τον φιλάνθρωπο συμπολίτη μας και βεβαίως πάνω απ’ όλα η οι κινήσεις του πρέπει να ακολουθούν ένα τυπικό που στοχεύει κατευθείαν στην ευσπλαχνία. 
Η επαιτεία έχει στη φύση της κάτι το ωμό που απευθύνεται στο συναίσθημα του άλλου ο οποίος και λυγά από την ανάγκη που εκφράζουν αληθινά η προσποιητά τα μάτια και ο βαθμός αναπηρίας ή της βρωμιάς που κουβαλάει επάνω του ο επαίτης όπως έχει επικρατήσει να λέγεται πλέον ο ζητιάνος. Κατά τη γνώμη μου η πλέον χαρακτηριστική λέξη είναι ο διακονιάρης που κρύβει και άλλες πτυχές αλλά εξοστρακίστηκε από το λεξιλόγιό μας ως μη πολιτικά ορθή όπως και πολλές άλλες όμορφες και γεμάτες ουσία λέξεις.
Εκείνο όμως που με εντυπωσιάζει ιδιαίτερα είναι η διαφοροποίηση αυτών των επαιτών από τους άλλους που έχουμε μέχρι σήμερα γνωρίσει και πιθανόν ελεήσει, κάποια στιγμή που είχαμε τη διάθεση στην καρδιά μας. Γιατί η ελεημοσύνη σε αυτή την περίπτωση είναι θέμα καλής διάθεσης και προέρχεται από μια ποικιλία εσωτερικών παρορμήσεων.
Τούτοι οι νεόκοποι ζητιάνοι της Αθήνας μοιάζει να έχουν βγάλει όλοι την ίδια σχολή που τους διδάσκει επαιτεία – όπως παλιά έκαναν οι διακονιαραίοι από τα Κράβαρα που τόσο καλά περιέγραψε ο Καρκαβίτσας στο «Ζητιάνο» του και σε άλλα κείμενα. Μια σχολή που τους μαθαίνει πως θα προκαλέσουν με σύγχρονα επικοινωνιακά μέσα (έντονο μακιγιάζ στο πρόσωπο, κοστούμια από τη μυθολογία, την ιστορία και τον κινηματογράφο, στάσεις που παραπέμπουν σε μοντέλα και ένα σωρό άλλα πιθανά και απίθανα) που κάνουν την επαιτεία εντελώς σκηνοθετημένη τόσο μάλιστα που πολλοί την βλέπουν σαν εορταστικό ντεκόρ ή διαφημιστικό τρικ μπροστά και κοντά σε ακριβά εμπορικά καταστήματα... 
Δεν ξέρω σε ποιο βαθμό συγκινούν τον φιλεύσπλαχνο Έλληνα αυτοί οι επαίτες οι οποίοι όπως κατάλαβα, οι περισσότεροι προέρχονται από χώρες της Ευρώπης και κρίνοντας από την πυκνή τους παρουσία στους εμπορικούς δρόμους νομίζω πως τα καταφέρνουν πολύ καλά και βρίσκουν πολλούς μιμητές από Έλληνες ή άλλους αλλοδαπούς. Διαπίστωσα όμως και μια διαφορά μεταξύ τους. Όπως ένας μελαμψός άνδρας για παράδειγμα που φοράει μια κακοραμμένη κελεμπία και βάφει το πρόσωπό του άσπρο δεν έχει πάρει τα σχετικά μαθήματα και ξεχωρίζει σαν τη μύγα μέσα στο γάλα από τους ομότεχνούς του οι οποίοι μάλιστα πρέπει να έχουν και ένα σύστημα προστασίας γύρω από το χώρο που επαιτούν γιατί γι’ αυτόν η Ερμού για παράδειγμα μοιάζει να είναι απαγορευμένος τόπος!
Είναι ένα τεράστιο προς ανάπτυξη θέμα αυτού του είδους η επαιτεία και άλλους πρέπει να απασχολήσει με την εξάπλωσή του. Εγώ απλά βλέποντάς τους στην οδό Ερμού μου ήρθε η σκέψη πως ακόμα και η ζητιανιά να αποδώσει στις μέρες και να την πάρουν σοβαρά οι όποιοι φιλάνθρωποι  πρέπει οι επαίτες να έχουν βγάλει μια καλή σχολή γιατί αλλιώς δεν θα έχουν καμιά  προκοπή !!!