Παρασκευή 25 Φεβρουαρίου 2011

Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΠΑΡΑΓΓΕΛΙΑ ΤΟΥ ΜΠΑΡΜΠΑ ΛΑΜΠΡΟΥ…



Δεν προλάβαινα με τίποτα να φτάσω προχθές στα Άγραφα, να αποχαιρετήσω για τελευταία φορά τον μπάρμπα Λάμπρο Κοντογούνη που σάλπαρε στα 82 χρόνια του από το παραποτάμιο λιμάνι του Αγραφιώτη, τη Βαρβαριάδα για τους ουρανούς των αγραφιώτικων βουνών. Έμαθα όμως από φίλους και συμπατριώτες τι έγινε και νοιώθω πως πρέπει να γράψω λίγες λέξεις για το συγκινητικό κατευόδιο που του έκαναν…

Ο μπάρμπα Λάμπρος, ο άνθρωπος που έκλεινε στην ψυχή και την καρδιά του όλα τα Άγραφα, πριν κλείσει τα μάτια του είχε εξομολογηθεί ένα βράδυ στο χάνι δίπλα στην ξυλόσομπα στο Γιώργο Κατσιφό να τραγουδήσουν στο ξόδι του το αθάνατο και ιδιαίτερα συμβολικό σε τέτοιες περιπτώσεις τραγούδι των βουνών μας: «Να πέθαινα και να’βρεχε / ν’ αργήσουν να με θάψουν / για να ξυπνήσω και να δω / ποια μάτια θα με κλάψουν…».

Και όντως άνοιξαν οι ουρανοί την ώρα που έβγαλαν το φέρετρο από το χάνι όπου τον ξενύχτησαν, αλλά αυτό δεν εμπόδισε τους πολυάριθμους φίλους του απ’ όλα τ’ Άγραφα και την Ευρυτανία, τη Φθιώτιδα ακόμα και την Αιτωλοακαρνανία και από αλλού να φτάσουν στη Βαρβαριάδα, να τον αποχαιρετήσουν ως έπρεπε σε αυτό το τελευταίο ταξίδι του από τα Άγραφα στην αθανασία.

Το επικήδειο εκφώνησε ο Κώστας Μπουμπουρής και αναφέρθηκε στην ζωή και την πορεία του μπάρμπα Λάμπρου ενώι ο Ηλίας Μπουμπουρής διάβασε λίγες σελίδες από ένα βιβλίο του Κώστα, «Αγραφιώτικο Συναξάρι» που αναφέρεται ακριβώς στη ζωή στη Βαρβαριάδα όπως την γνώρισε αυτός και οι άλλες οικογένειες που κατοικούσαν στα Μπουμπουρέϊκα και τα Κατσιφέϊκα κοντά στο χάνι. Για τον μπάρμπα Λάμπρο μίλησαν επίσης ο αντιδήμαρχος Αγράφων Θύμιος Μιχόπουλος, ο πρώην νομάρχης Ευρυτανίας Κώστας Κοντογεώργος, ο Βαγγέλης Κατσιφός και ο δημοσιογράφος Γιάννης Ντρενογιάννης.

Έμεινε λοιπόν να πραγματοποιηθεί και η τελευταία επιθυμία του για το τραγούδι και το κλάμα του τελευταίου ασπασμού, κάλυψε ένας παραπονιάρικος σκοπός από το κλαρίνο του Λάμπρου Τσιλίκα ενώ αργά το βράδυ στον Κρέντη, στον ξενώνα των αδελφών Μάκκα, ο μπάρμπα Γιάννης Μάκκας τραγούδησε παλιά αγραφιώτικα και κλέφτικα και τον συνόδεψε με το κλαρίνο ο Λάμπρος Τσιλίκας, στη μνήμη του μπάρμπα Λάμπρου.

Στην παρέα πού τίμησε με αυτό τον τρόπο και πέρασε τη νύχτα της με ιστορίες και μνήμες από τον μπάρμπα Λάμπρο ήταν ο Ηλίας Μπουμπουρής, ο Κώστας Μπουμπουρής, ο Τάκης Ντάσιος, ο Γιώργος Κατσιφός, ο Βαγγέλης Κατσιφός, ο Ταξιάρχης Μπαλωμένος και ο Γιάννης Ντρενογιάννης. Εκεί ακούστηκε και όλοι πια το περιμένουν, ότι ο Κώστας Μπουμπουρής που έζησε κοντά στο χάνι και γνώριζε, όπως και άλλοι πολλοί φίλοι εξάλλου, ότι ετοιμάζει ένα βιβλίο αφιερωμένο στον αείμνηστο μπάρμπα Λάμπρο.

Πέμπτη 24 Φεβρουαρίου 2011

Η ΚΑΛΗΜΕΡΑ ΤΟΥ ΚΟΤΣΥΦΑ...



Βρεθήκαμε προχθές στο χωριό μου -800 μέτρα ψηλά στο Βελούχι- που ήδη είχε απελευθερωθεί από το χιόνι των τελευταίων ημερών και ορισμένα κομμάτια της γης του, κυρίως αυτά που καλλιεργούνται ή δέχονται κάποια άλλη φροντίδα, μόλις άρχισαν να ξεπαγώνουν. Ανάμεσά τους και το μικρό τσιμεντένιο παρτεράκι της αυλής του πατρικού σπιτιού όπου η μάνα μου ανέκαθεν διατηρεί ωραίες τριανταφυλλιές και άλλα πολυετή καλλωπιστικά και φυτεύει κάθε άνοιξη πολλά άλλα λουλούδια.

Ως εκ τούτου έχει καλό χώμα το οποίο φιλοξενεί κάτω από την επιφάνειά του άφθονη τροφή για τα πουλιά, κάτι που ως φαίνεται γνώριζε πολύ καλά ο κυρ κότσυφας της φωτογραφίας με την κατακίτρινη μύτη, ο οποίος ήρθε προχθές το πρωί μόλις ζέστανε κάπως η μέρα καμαρωτός – καμαρωτός και αφού έριξε μια προσεκτική ματιά γύρω του να δει αν βρίσκεται κάπου εκεί κοντά ο ιδιότροπος γάτος, άρχισε να σκαλίζει το χώμα και να τσιμπά σκουλήκια.

Ακούνητος τον έβλεπα πάνω από πέντε λεπτά να σκαλίζει και να ρίχνει που και που κάποια ματιά για τον γάτο – η παρουσία μου ούτε καν που τον απασχολούσε και συμπέρανα πως τούτο οφείλεται στη συνήθεια που απέκτησε με τους γονείς μου οι οποίοι τον βλέπουν κάθε μέρα να κατεβαίνει στο παρτέρι και να ψάχνει ακόμα και μέσα στις γλάστρες και προσπαθούν να μην τον ενοχλούν καθόλου. Αντιθέτως δε, φροντίζουν να διώχνουν τον αδίστακτο γάτο από την αυλή ενώ όταν έχει παγωνιά και ο κότσυφας δεν μπορεί να σκαλίσει, η μάνα μου ρίχνει στο παρτέρι ψίχουλα και σπόρους και έρχεται και χορταίνει όχι μόνος αυτός αλλά και άλλα πουλιά που δεν μπορούν να βρουν τροφή στους κήπους.

Ως ανταπόδοση της προσοχής που του κάνουν ο κυρ κότσυφας, αφού χορτάσει πετάει και στέκεται σε διάφορα σημεία της αυλής και αφού περάσει με ένα άφοβο φτερούγισμα μπροστά από την πόρτα, κάθεται κατόπιν για λίγο ψηλά στην κρεβατίνα και με μια βραχνή φωνούλα λέει την καλημέρα του.

Ας μη με γνώριζε, το ίδιο έκανε και σε μας προχθές το πρωί και μας είπε κι εμάς καλημέρα...