Τόπος αδρύς, αλατισμένος από την αλισάχνη του Αιγαίου και ψημένος στον ήλιο των Κυκλάδων. Φύση περιορισμένη σ' όλες τις εκφράσεις του αυστηρού· πράσινο πικρό, διψασμένο, κουρασμένο. Νομή για ανυπότακτες κατσίκες και εγκλιματισμένα πρόβατα. Κίτρινο, αυτό της δίψας, καψαλισμένο, στεγνό. Σταχτί της άνυδρης πέτρας, που κυριαρχεί στο χώρο και υπαγορεύει την ευλάβεια στον προσκυνητή της ερημωμένης Κέρου, της κορωνίδας του κυκλαδικού πολιτισμού.
|
Η κατοικιά του Δημήτρη Αρτέμη στην Κέρο. |
Ακτές χωρίς λιμάνια. Σε κάτι βραχώδεις απανεμιές δένουν τα καΐκια που την
επισκέπτονται, και νύχτα σπάνια τιμάνε τα νερά της. Χωράφια που έχουν να νιώσουν το άροτρο και τη φροντίδα χρόνια αρκετά πίσω. Λιόδεντρα που υπομένουν τη μοίρα τους και σχίνα πολλά, φίδες, αρκισαριές, αγριόδεντρα, που σχηματίζουν πυκνές αδιαπέραστες συστάδες. Μια φύση που, θα 'λεγε κανείς, παλεύει να κρύψει, να διαφυλάξει την ιστορία και να κρατήσει την Κέρο στην αχλύ των μύθων που έχει γεννήσει.
Από την αρχή της Ιστορίας
Από το παλιό - αχρονολόγητο - κάστρο (;), μια βαριά τειχοποιία στην κορυφή της,
σε σημείο που όλες οι Κυκλάδες διακρίνονται και ελέγχονται, ως του «Αηγιωργιού
τον τόπο», κοντά στην ακτή, μια υποψία βαραίνει τη μνήμη. Τούτο το νησί κρύβει
τα ίχνη ενός καταπληκτικού πολιτισμού στο έδαφός του. Κατά καιρούς, αριστουργήματα αποκολλήθηκαν από τα σπλάχνα της Κέρου και έδωσαν με το στίγμα τους, το ασύλληπτο, το μοναδικό της κυκλαδικής τέχνης.
Πού όμως; Κανένας δεν μπορεί να μιλήσει με σιγουριά ότι κάτι υπάρχει κάτω από το έδαφος των ξεχασμένων χωραφιών, τα γεμάτα θάμνους και ξερόδεντρα. Μόνο, χαμηλά, σωροί ερειπίων μαρτυρούν το πέρασμα ανθρώπων από την Κέρο. Χωρίς καμιά ιδιαιτερότητα - κτίσματα της χρείας φαίνονται και υπαγορευμένα από την ανάγκη κτηνοτρόφων για να στεγάσουν τα ζώα τους - κρύβουν στο σώμα τους πέτρες, που στη σιωπή τους μπορούν να ιστορήσουν τον τόπο...
|
Το Κουφονήσι όπως φαίνεται από την Κέρο (19976) |
Ανάμεσα στη Νάξο και την Αμοργό, η Κέρος, η μεγαλύτερη των Μικρών Κυκλάδων,
απέναντι ακριβώς από το Χαμηλό Κουφονήσι, κυριαρχεί στο χώρο με τα ψηλά βουνά και την άγρια νότια πλευρά της. Νησί ακατοίκητο, μοιάζει από απέναντι να
κολυμπάει στο πέλαγος και βάφεται φιλάρεσκα τ' απογεύματα τις πιο προκλητικές
αποχρώσεις του ιώδους και λάμπει από μυστήριο τις φεγγαρόλουστες νύχτες.
Μόνος κάτοικος της Κέρου σήμερα ο Δημήτρης Αρτέμης, Αμοριανός. Με ρίζες από τα μέρη της Αρτας. Πριν 150 χρόνια περίπου, ένας πρόγονός του - λίγα γνώριζαν και
οι παππούδες του γι' αυτόν- ήρθε από την Ηπειρο στην Αμοργό. Εκεί παντρεύτηκε,
ρίζωσε, κι αντί οι Αμοριανοί να τον λένε Αρτινό, τον είπαν Αρτέμη και το επίθετο
κόλλησε στην οικογένεια...
Ο απόγονος εκείνου του βουνίσιου ανθρώπου, ο Δημήτρης Αρτέμης, κτηνοτρόφος,
είναι το στοιχειό της έρημης Κέρου, είναι ο άνθρωπος που ζει τους περισσότερους
μήνες του χρόνου πάνω στο νησί, φροντίζοντας το κοπάδι του. Με τον ξεχασμένο
πρόγονό του σήμερα ένα πράγμα μόνο φαίνεται να τον συνδέει, εκείνον και την
Αρτα. Τα τραγούδια της Ηπείρου και της Ρούμελης, που πιάνει καμιά φορά στο
ραδιόφωνο και μερακλώνεται. «Είν' η ζωή μου», λέει. «Μ' αρέσουν περισσότερο και από τα νησιώτικα». Δεν ξέρει όμως να τα χορεύει κι ονειρεύεται μια μέρα να
ταξιδέψει προς απάνω, στα μέρη της Αρτας, να δει τον τόπο των προγόνων του.
Στην Κέρο ο Δημήτρης είναι δεκαπέντε χρόνια που έχει το κοπάδι του. Οταν
πρωτοπήγε, δεν βρήκε κανέναν άνθρωπο. Είχε ακούσει ότι κάποτε ήταν πολύς κόσμος, τις τελευταίες δεκαετίες ακόμα τέσσερις πέντε οικογένειες, αλλά αυτός δεν
πρόλαβε κανέναν. Ο τελευταίος Αμοριανός από την Κέρο, ο μπάρμπα Γιώργης, ο
μεγαλύτερος βοσκός, πρέπει να 'φυγε το '75 με '76, υπολογίζει. Ηταν διαφορετικά τότε. Τα ζώα ήταν μερωμένα, τα μάζευαν την καθορισμένη εποχή, ξεχωρίζανε τα ρίφια, τ' αρμέγανε. Δεν υπήρχε αυτή η αταξία που επικρατεί σήμερα στο νησί με τα ελεύθερα και ασύδοτα κοπάδια.
Δεκατρία χρόνια στην Κέρο ο Δημήτρης Αρτέμης, ζει και νιώθει τον ίσκιο όλων των
ανθρώπων που έζησαν πριν απ' αυτόν στην Κέρο. Δεκατρία χρόνια, κάθε χειμώνα
σταθερά. Τα τελευταία τέσσερα πέντε χρόνια είναι που ζει εκεί και τα καλοκαίρια.
Στριμωγμένος, από τα υψώματα του νησιού από τη μια μεριά και από τη θάλασσα
μπροστά του. Παλιότερα, έπαιρνε τα ζώα πριν από το Πάσχα και τα πήγαινε στην
Αμοργό και τα 'φερνε πάλι το Νοέμβριο-Δεκέμβριο, άμα είχε βρέξει και χορτάριαζε
ο τόπος. Τώρα, συνθήκες άλλες τον υποχρεώνουν να τα κρατάει όλο το χρόνο στο
νησί. Ενα νησί σχεδόν άνυδρο. Μια πηγή με γλυφό νερό, ελεύθερη, ένα ψευτοπήγαδο πάλι για τα ζώα και μια στέρνα που γεμίζει με βρόχινο νερό για να ξεδιψάνε οι άνθρωποι. Το χειμώνα, που η ναυσιπλοΐα στην περιοχή είναι πιο καλή, πηγαινοέρχεται συνεχώς, αλλά το καλοκαίρι μένει σταθερά στο νησί. Το περισσότερο που έχει λείψει από την Κέρο, υπολογίζει, δεν είναι παραπάνω από ενάμιση μήνα.
Το δύσκολο καλοκαίρι, πρέπει να 'ναι όλο τον καιρό εκεί. Να τα ταΐζει, να τα
ποτίζει και να προσπαθεί να εξημερώσει όσα περισσότερα μπορεί, γιατί αγριεύουν.
Αντίπαλός του τα μελτέμια, γιατί από το πίσω μέρος του νησιού, όπου μπορεί και
τα παγιδεύει, δύσκολα μπορεί με το καΐκι να τα μεταφέρει σε μαντριά. Εκεί τα
«γλυκαίνει» κι αυτά, μετά από δυο τρεις φορές, εντάσσονται στο κοπάδι με τα
Ήμερα
Αρχέγονη τέχνη, σύγχρονη σιωπή
Ενας αγώνας που φέρνει τη μνήμη κατευθείαν στις απαρχές της κτηνοτροφίας. Η πάλη για να εξημερώσει, να εντάξει, να εκμεταλλευτεί τα πονηρά κατσίκια, τους
δαίμονες του Αιγαίου. Μοιάζει ταγμένος. Δείχνει να κατέχει την τέχνη αυτή.
Στεγνός σαν το τοπίο γύρω του, ελεύθερος όσο και η φύση της Κέρου, διεκδικεί
αυτό το δικαίωμα, του κτηνοτρόφου που εξασκεί ακόμα την αρχέγονη τέχνη, με
ελάχιστα στοιχεία της ίσως, αλλά με τον τρόπο του τη συμπληρώνει, την
ανασυνθέτει και να τον: Στις συστάδες των αγριόδεντρων, να περιμένει το
αγριεμένο ζώο, να το πιάσει και να το μερώσει. Δεν νομίζω ότι σε οποιοδήποτε
άλλο μέρος της νησιωτικής περιφέρειας λειτουργεί ακόμα, αφτιασίδωτη και
συναρπαστική, η παλιά τεχνική.
Είναι μόνος του όμως, με μόνο μέσο επικοινωνίας με τον έξω κόσμο το τηλέφωνο.
Από τη θάλασσα, αναδύονται δύο σύρματα, δυο τρεις κορμοί δέντρα και στο λιτό,
ένα με το χώρο οίκημά του, φθάνουν οι φωνές της οικογένειάς του, των
συναλλασσόμενων μ' αυτόν, της πολιτείας. Αν αυτό γινόταν καθημερινά, δεν θα 'χε
και μεγάλο πρόβλημα, αλλά έλα που όλο και κάτι γίνεται και η επικοινωνία γίνεται
αδύνατη. Ολο βλάβες, δεν θέλει να πιστέψει ότι τον ξεχνάνε υπηρεσίες και
τεχνικοί, αλλά η συχνότητά τους κάτι του λέει... Ζήτησε να του βάλουν ένα καρτοτηλέφωνο(!) αλλά δεν πήρε απάντηση καμία. Σκέφθηκε και την περίπτωση του κινητού τηλεφώνου, αλλά το ύψος των λογαριασμών τον κράτησε. Μοιάζει σαν υπερβολικό, αλλά στο χώρο που ζει, άτυπα έχει και άλλες υποχρεώσεις. Το νησί είναι χαρακτηρισμένο ως αρχαιολογικός χώρος και αυτό δελεάζει πολλούς, όχι βέβαια πάντα με αγαθές προθέσεις.Η παράνομη ανασκαφή πολλούς γοητεύει και σαν το επιχειρήσουν τον Δημήτρη βάζουν σε μπελάδες. Από τα γύρω νησιά βέβαια δεν κάνουν τέτοιες αποβάσεις στην Κέρο, αλλά, όσο να 'ναι, όλο και κάποιο σκάφος αράζει και οι επιβάτες του επιχειρούν να σκάψουν όπου πιστεύουν ότι θα βρουν κάτι.
Ο Δημήτρης έχει τα ζώα του, τις δουλειές του μ' αυτά, και δεν μπορεί να 'χει το
νου του σ' όλο το νησί. Να 'ταν και μικρό, κάτι θα γινόταν. Η απόσταση όμως από
το ένα άκρο στο άλλο είναι μεγάλη, και τη στιγμή μάλιστα που δεν υπάρχουν
καθόλου μονοπάτια. Επειτα, πώς να πάει να ελέγξει οποιονδήποτε επισκέπτη της
Κέρου. Ποιος του εγγυάται για τις προθέσεις του και ποιος του εξσφαλίζει ότι δεν
θα του συμβεί κάποιο κακό; Τέλος δε, πώς θα μπορέσει να ειδοποιήσει την
πλησιέστερη αρχή αν δει κάτι παράνομο; Το ιδιότροπο τηλέφωνο καμία εγγύηση δεν του δίνει. Ο πατριωτισμός του περιορίζεται στην κτηνοτροφία του, στην οικογένειά του, στην ύπαρξή του. Για τ' άλλα, άλλοι έχουν ευθύνες.
Ο Δημήτρης ζει στην Κέρο, η οικογένειά του στην Αμοργό. Τα περασμένα χρόνια
πολλές μέρες τον συντρόφευε η γυναίκα του. Υποχρεώσεις τώρα την κρατάνε στο
σπίτι. Κι ο γιος του, πάλι, αρκετές ήταν οι φορές που τον βοηθούσε, αλλά
δείχνει, χωρίς να το μαρτυρά, ότι δεν τον προορίζει για διάδοχό του. Γνωρίζει πόσο είναι σκληρή η ζωή στην Κέρο και δεν το επιθυμεί για το γιο του. «Μόνο το κοπάδι, δεν μπορεί να ζήσει μια οικογένεια», λέει, «άμα αυτό συμπληρώνει το εισόδημα από μια τέχνη, κάτι γίνεται». Πονάει το νησί, βλέπει τη βλάστησή του να υποχωρεί από την υπερβόσκηση. (Εκτός από τα δικά του ζώα, είναι κι ένα σωρό άλλα, ανθρώπων που έρχονται μόνο να τα
πιάσουν για να τα σφάξουν και αδιαφορούν παντελώς για τις συνθήκες που αυτά
επιβιώνουν.) Υπολογίζει ότι η Κέρος δεν μπορεί να θρέψει πάνω από 700 ζωντανά,
αυτά όμως που τη βοσκούνε ξεπερνάνε τα 1.500. Χώρια τα γαϊδούρια, που έγιναν κι
αυτά κοπάδι και ρημάζουν τη χλωρίδα.
Σαν γνώστης περισσότερο από άλλους της Κέρου, έχει προτείνει να αφήσουν αβόσκητο το νησί ένα χρόνο, να υποχωρήσει και η κασίδα που έχει πλακώσει, να χαθούνε τα παράσιτα που γέμισε ο τόπος και να πάρει πάνω της η βλάστηση, αλλά ποιος τον ακούει.
Εχει, όμως, να πει κι ένα καλό λόγο για το κρέας του κοπαδιού του. Μυρωδάτο από
τα σχίνα και φυσικά αλμυρισμένο, πολύ νόστιμο. Κάθε 2 του Σεπτέμβρη, στην
Αμοργό, του Αγίου Μάμμα, του τοπικό προστάτη των κτηνοτρόφων, σφάζει ένα κατσίκι για τη γιορτή. Στον τόπο του, αντί τον Αϊ-Γιώργη, οι κτηνοτρόφοι γιορτάζουν του Αγίου Μάμμα και του Αγίου Μόδεστου. Ομως με τον Αϊ-Γιώργη τον συνδέουν πολλά. Τα χτίσματα που είναι τα μαντριά του είναι θεμελιωμένα, μάλλον, πάνω σε μια παλιά εκκλησία. Αυτό φαίνεται από τις κόγχες που σχηματίζει ο πίσω τους τοίχος. Πότε ήταν όμως εκεί θρησκευτικός χώρος - μοναστήρι λένε κάποιοι απέναντι στο Κουφονήσι - κανένας δεν ξέρει. Μόνο η τοποθεσία κάτι ξύνει στη μνήμη, κι ένα αυλάκι πιο κάτω κάτι θυμίζει. «Τ' Αϊ- Γιώργη» τ' αυλάκι.
Ο Δημήτρης ελάχιστα ξέρει για την Κέρο. Δεν βρήκε κανένα βιβλίο που να γράφει
την ιστορία της, ούτε για τ' αρχαία της γνωρίζει πολλά. Στην ερώτηση αν βρίσκει
αρχαία, απαντάει: «Ολα αυτά, όπως λένε, τα βρήκαν κάποτε. Μπορώ να πω υπάρχουν ακόμα κι άλλα θαμμένα στη γη. Εγώ δεν βρήκα τίποτα, το μόνο που βλέπω είναι κάτι δείγματα, κάτι σπασιματάκια, κάτι που δείχνουν...»: Και συμπληρώνει: «Οσοι ασχολούνται μ' αυτά μπορούν να βρουν, αλλά πρέπει να τους αφήσει κι ο τόπος. Αμα πας ψάχνοντας, ξέρω ότι δεν θα βρεις τίποτα»
Ενας τόπος στενοχωρημένος
Δεμένος με την Κέρο, ο Δημήτρης αφουγκράνεται τον τόπο, συμπάσχει μαζί του,
μοιράζεται τη μοναξιά του. «Στεναχωρημένος τόπος», λέει και δείχνει κάτι
κουρασμένα λιόδεντρα που γλυκαίνουν το πετρωμένο τοπίο. Την ίδια μοναξιά
μοιράζεται κι ο Αντώνης Μαύρος, απ' το Κουφονήσι, απ' τους λίγους ανθρώπους που γνωρίζουν την Κέρο σπιθαμή προς σπιθαμή. «Στεναχώρια τα έχει λυγίσει», λέει κι αυτός. «Κι ένα σπίτι, άμα το 'χει εγκαταλείψει το αφεντικό, ερείπιο θα μείνει».
«Αμα υπάρχουν άνθρωποι σ' ένα μέρος, υπάρχει ζωή. Και για τον τόπο και για τους
ανθρώπους», συμπληρώνει ο Δημήτρης. «Αμα περνάς δίπλα τους», λέει ο Αντώνης, «το καταλαβαίνεις. Στενάζουν από την ερημιά».
Την ευθύνη, να ζει κάποιος σ' ένα τόσο ιστορικό νησί, ο Δημήτρης τη φορτώνεται
μόνος του. Πολλές είναι όμως και οι φορές που τον συντροφεύει κι ο Αντώνης. Κι
οι δυο τους αγαπάνε την Κέρο, ξέρουν πως το περπάτημά τους στην ερημιά αυτού του τόπου οι σκιές των προγόνων τους το παρακολουθάνε και ότι, κάτω από το ιερό
έδαφος, αρχαίες θεότητες κοιμούνται ύπνο ατάραχο, σίγουρες ότι κανένας δεν θα
μπορέσει να τις ταράξει, να βεβηλώσει την τιμή τους και να προσβάλει τη συνέπειά
τους με τον τόπο που τις γέννησε.
Σ.Σ. Αφορμή για την επίσκεψη στην Κέρο και τη γνωριμία με τον Δημήτρη Αρτέμη
ήταν η ταινία της Μαρίνας Κουνενάκη «Τ' αερικά της Κέρου», που διακρίθηκε και
βραβεύτηκε σε πολλά φεστιβάλ, και είχε σαν θέμα ακριβώς τον Δημήτρη Αρτέμη, τον άνθρωπο που ζει στην Κέρο. Από τον τίτλο της ταινίας της δανείστηκα και το δικό μου τίτλο και έφτιαξα αυτό το κείμενο πάνω σε φωτογραφίες που έβγαλα τον Αύγουστο του 1996 στην Κέρο την οποία είχα επισκεφθεί με τον Αντώνη Μαύρο, τον Αντώναρο!
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην "Ελευθεροτυπία" στις 18/08/1997, περίοδο που είχα πάει πάλι στο Κουφονήσι για διακοπές χωρίς την υπογραφή μου. Συναδελφικής αλλήλεγγυης ένεκα και τούτο, πριν αρχίσει να κυκλοφορεί το "Γεωτρόπιο"!