Τρίτη 22 Αυγούστου 2017

ΕΝΑ ΤΣΑΜΠΙ ΜΗΛΑ ΣΤΗΝ ΞΙΝΟΜΗΛΙΑ



Είχα χθες το απόγευμα στο χωριό μια κουβέντα με τον Ζάχο Παπαγιάννη, σχετικά με τα μήλα που τα ευνόησε πολύ ο καιρός την άνοιξη και φέτος τσακίζονται τα δέντρα από τους καρπούς. Δεν συμμερίστηκε όμως την αισιοδοξία μου και με πήρε να μου δείξει στον κήπο του μια μηλιά πέντε χρονών (ποικιλία Golden) της οποίας όσα μήλα είχαν απομείνει δεν έδειχναν και την καλύτερη κατάσταση στην υγεία τους. «Δεν έχει προλάβει να εγκλιματιστεί» μου είπε για τη μηλιά του «και έτσι δεν κατάφερε να σώσει τον καρπό της από μια σειρά ασθένειες. Αυτές που βλέπεις, είναι παλιά δέντρα, αντέχουν σε πολλά. Ειδικά οι φιρικιές, είναι πολύ σκληρά δέντρα και γι’ αυτό έχουν πάντα πολύ καρπό». 
    

Τον άκουσα και φεύγοντας πέρασα από το παρατημένο κτήμα του Φώτη Παπαγιάννη το οποίο κάποτε ήταν ένας ωραίος οπωρώνας με πολλές μηλιές, φιρικιές και κάτι άλλες με ντόπιες ποικιλίες που περισσότερο έμοιαζαν με άγριες αλλά ο καρπός τους ήταν εξαιρετικός και ιδιαίτερα ανθεκτικός. Κάποιες απ’ αυτές τις ονόμαζαν ξινομηλιές γιατί ο καρπός τους ήταν λίγο ξινός αλλά γεμάτος χυμούς και πολλές φορές τις χρησιμοποιούσαμε για φάρμακο σε διάφορες αρρώστιες καθώς και στο φαγητό και τις οποίες άμα τις πήγαινε καλά ο καιρός, τσακίζονταν κυριολεκτικά από μήλα. Μια απ’ αυτές βρήκα και χάρηκα που αυτό το παρατημένο δεντράκι είχε ακόμη τη δύναμη να γεμίζει τα κλαδιά του καρπό, τόσο που να μοιάζει με ένα τσαμπί σταφύλια που λαμποκοπούσε μέσα στα κλαδιά του!

ΜΕΓΑΛΗ ΚΑΨΗ, 22082017

Σάββατο 19 Αυγούστου 2017

ΕΝΑΣ ΚΗΠΟΣ ΜΠΑΙΝΕΙ ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ…



Ναι, από την πόρτα του ωραίου κήπου του Νικόλα Μενδρινού, στη Φωκιότρυπα του Όρμου Αιγιάλης η θάλασσα απέχει μόνο ένα σπρώξιμο της πόρτας και είναι νομίζω ένα από τα ελάχιστα σημεία στο Αρχιπέλαγος που ταιριάζει απόλυτα με το γνωστό τραγούδι του Μίκη Θεοδωράκη πάνω σε στίχους του Οδυσσέα Ελύτη που ακούγεται όμορφα και στα βουνά...
(Φωτογραφία από το ωραίο -από πολλές απόψεις- καλοκαίρι του 2012 στην Αμοργό.

ΜΕΓΑΛΗ ΚΑΨΗ, 19082017

Η ΕΚΘΕΣΗ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑΣ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΡΟ

Με τον Γιώργο Γιαννακόπουλο, Δημήτρη Καρρά και Χρήστο Γκιόλα στην πλατεία του Δικάστρου όπου εκτίθενται οι φωτογραφίες από το Δίκαστρο και τη Δυτική Φθιώτιδα.  
Ο Πρόεδρος του Λαογραφικού Μουσείου Δικάστρου Χρήστος Γκιόλας μιλά για την έκθεση.
Με δυο ενότητες φωτογραφιών ξεκίνησε χθες η έκθεση φωτογραφίας στην πλατεία του Δικάστρου που συμπεριέλαβε στις καλοκαιρινές εκδηλώσεις του χωριού το Ιστορικό και Λαογραφικό Μουσείο Δικάστρου και η υποδοχή τους από πλευράς των Δικαστριωτών και των επισκεπτών ήταν συγκινητική καθώς μέσα απ’ αυτές, «ανακάλυπταν» το χωριό τους και τις ομορφιές της Δυτικής Φθιώτιδας. Η μια ενότητα, του Δημήτρη Καρρά παρουσιάζει ωραίες εικόνες και λεπτομέρειες από το Δίκαστρο και η άλλη με τη δική μου ματιά, εικόνες από το χωριό Γαρδίκι χωμένο στα χιόνια και από την Γραμμένη Οξυά το φθινόπωρο.




Είναι η πρώτη φορά που γίνεται μια έκθεση φωτογραφίας στο Δίκαστρο και ο ενθουσιασμός για τη συνέχεια ήταν φανερός απ’ όλους. Ήδη έγιναν οι πρώτες συζητήσεις και έπεσαν και οι σχετικές ιδέες για το θέμα της έκθεσης την επόμενη χρονιά και όπως δείχνουν τα πράγματα και οι συμμετοχές θα είναι πολλές και το θέμα θα αγκαλιάσει όλα τα χωριά και κυρίως τους ανθρώπους που ζουν και προκόβουν στη Δυτική Φθιώτιδα.    

ΜΕΓΑΛΗ ΚΑΨΗ, 19082017

Παρασκευή 18 Αυγούστου 2017

ΕΚΘΕΣΗ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑΣ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΡΟ

Το Δίκαστρο και το Βελούχι, από τον Δημήτρη Καρά.
Το Δίκαστρο, ένα όμορφο χωριό της Δυτικής Φθιώτιδας είναι αντικρινό από τη Μεγάλη Κάψη, στα βόρεια κατά Θεσσαλία μεριά και οι δεσμοί με τους περισσότερους ανθρώπους του καλλιεργήθηκαν στα μαθητικά χρόνια στο Γυμνάσιο Αγίου Γεωργίου και παραμένουν ακόμη ισχυροί . Έτσι λοιπόν με χαρά συμμετέχουμε στις πολιτιστικές εκδηλώσεις που διοργανώνουν οι Δικαστριώτες με μεγάλη επιτυχία κάθε καλοκαίρι αλλά και όλο το χρόνο κρατάμε μια γόνιμη επικοινωνία. 

Τσοπάνος και τσοπανόσκυλο στη Γραμμένη Οξυά, από τον Ηλία Προβόπουλο.
Φέτος οι φίλοι από το Δίκαστρο μεταξύ των άλλων ωραίων πολιτιστικών δραστηριοτήτων έχουν διοργανώσει και έκθεση φωτογραφίας με θέμα στοιχεία του Δικάστρου αλλά και της ευρύτερης περιοχής της Δυτικής Φθιώτιδας η οποία θα εγκαινιαστεί σήμερα, 18 Αυγούστου στις 19.30 το απόγευμα στην πλατεία του χωριού και τις φωτογραφίες υπογράφουν ο Δημήτρης Καράς με θεματογραφία το Δίκαστρο κι εγώ με άλλες περιοχές του τόπου μας. 

ΜΕΓΑΛΗ ΚΑΨΗ, 18082017

Τετάρτη 16 Αυγούστου 2017

ΜΙΑ ΜΑΝΑ ΣΤΟΝ ΕΞΩΣΤΗ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ


Δεκαπενταύγουστο στην Τήνο πήγα μια φορά πρόπερσι και είχα και κέφια και έκανα άπειρες φωτογραφίες από τον εορτασμό αλλά κρατήθηκα, τις έβαλα στο συρτάρι καθώς ένοιωσα πως δεν είχα κανένα δικαίωμα να φωτογραφίζω τους προσκυνητές χωρίς να τους ξέρω ή να αποτελούν έστω είδηση. Ο κόσμος που περπατάει με τα γόνατα από το λιμάνι ως την Παναγία δεν είναι θέμα προς σχολιασμό γιατί κανένας δεν γνωρίζει τι σταυρό κουβαλάει στην πλάτη του. Ούτε οι τσιγγάνοι που κατασκηνώνουν όπου βρουν και δίνουν μαζί με τις πάμπολλες γυναίκες από την Αιθιοπία με τα φανταχτερά ρούχα ένα ξεχωριστό χρώμα στη γιορτή έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον άμα δεν έχει ψυχή το θέμα. Όσο για τους παπάδες, ειδικά τους μεγαλόσχημους με τα βαρύτιμα άμφια η εικόνα μάλλον αποτρέπει καθώς προκαλούν με τη χλιδή που προβάλλουν δημόσια και ας λένε ότι θέλουν, ότι το κάνουν για τη λαμπρότητα της ημέρας και για να τιμήσουν την Παναγία και άλλα τέτοια.


Δεν είχα σκοπό ομολογώ να κάνω αυτό που λέμε στη γλώσσα των ΜΜΕ ρεπορτάζ, σαν αργόσχολος περιφερόμουν τρεις ημέρες στην πόλη της Τήνου και στην Παναγία και σήκωνα τη μηχανή σε θέματα που ενδιέφεραν εμένα ή αποτελούσαν θέμα κατά την προσωπική μου αντίληψη και βεβαίως θα μπορούσαν να με εμπνεύσουν να γράψω και ένα κείμενο. Σκέφτηκα να τα παρατήσω κάποια στιγμή, όταν από εκεί που δεν το περίμενα, βγήκε το θέμα και μάλιστα όπως το ήθελα. Μια όμορφη κοπέλα, νέα μητέρα φαίνεται πως ένιωσε το βλαστάρι της να πεινάει την ώρα που προσκυνούσε μέσα στην Παναγία μαζί με το μεγαλύτερο γιό της και βγήκε στον εξώστη, έκατσε σε ένα παγκάκι, του έδωσε το στήθος της κι έτσι το μωρό σταμάτησε να κλαίει. Σε αυτή την μεγάλη στιγμή μιας μητέρας έστρεψα διακριτικά και με σεβασμό το φακό μου επάνω της, έκανα βιαστικά δυο – τρία κλικ και αποσύρθηκα. Από εκείνη τη στιγμή τίποτα άλλο δεν με ενδιέφερε στην Τήνο και φυσικά ούτε πρόκειται να ξαναπάω. Μια φωτογραφία με κάλυψε για πάντα…

ΜΕΓΑΛΗ ΚΑΨΗ, 15082017

Τρίτη 15 Αυγούστου 2017

ΓΙΑ ΤΙΣ ΦΩΤΙΕΣ ΑΛΛΟΤΕ ΚΑΙ ΤΩΡΑ…



Μιλάω συχνά με ηλικιωμένους στο χωριό μου και αλλού καθώς απ’ αυτούς συγκεντρώνω κάποια στοιχεία που μου είναι χρήσιμα γι’ αυτά που γράφω και κατά συνέπεια κάνω συγκρίσεις και βγάζω και κάποια συμπεράσματα. Δεν θα πάω μακριά, θα σας μεταφέρω τα λόγια της κυρά Μαρίας Τσιρώνη (1915), η οποία ξεπέρασε αισίως ένα αιώνα ζωής και η μνήμη της παραμένει δυνατή και διαυγής, ειδικά για τα παιδικά και νεανικά της χρόνια.  Έκατσα κοντά της μια μέρα και με την βοήθεια του γιού της Γιάννη, μιλήσαμε για το χωριό και τους χωριανούς την προπολεμική περίοδο, ήτοι τη δεκαετία του ’30 και απ’ αυτή τη συζήτηση σας μεταφέρω ένα απόσπασμα σχετικά με το θέμα μας.

Σε μια τεράστια έκταση στις ανατολικές πλαγιές του Τυμφρηστού που είναι το έδαφος της Μεγάλης Κάψης, δραστηριοποιούνταν παραπάνω από 300 άνθρωποι που ήταν τότε ο πληθυσμός της και όλοι, μα όλοι άναβαν μια  και δυο φωτιές την ημέρα για τις ανάγκες τους. Όχι μέσα στο χωριό, αλλά στα χωράφια τους που ήταν διασκορπισμένα μέσα στα δάση όπου και είχαν τις καλύβες τους και τις άναβαν για να μαγειρέψουν, να ψήσουν ψωμί, να τυροκομήσουν, να βλέπουν ο ένας τον άλλο τη νύχτα.

Σημειώνουμε πως τις περισσότερες φωτιές τις άναβαν στο ύπαιθρο γιατί οι περισσότερες καλύβες ήταν κλαδόπλεχτες ή ήταν γεμάτες από χορτάρια και υπήρχε πάντα ο κίνδυνος να αρπάξουν φωτιά κάτι που πρόσεχαν ιδιαίτερα γιατί δεν περίσσευε ο κόπος να τις ξαναφτιάξουν. Τις άναβαν όμως σε τέτοια σημεία, ώστε να μην τις φουντώνει ο αέρας και τις έβαζαν όσα ξύλα ήταν αναγκαία ενώ παρέμεινε δίπλα τους πάντα ένας άνθρωπος για να τις προσέχει. Όταν δεν τελείωναν την δουλειά τους, τις σκέπαζαν με χώμα ή τις έσβηναν με νερό αν ήταν κοντά η πηγή κι έτσι δεν αποτελούσαν κίνδυνο για πυρκαγιά ακόμη κι αν φυσούσε δυνατά. Για την ιστορία αναφέρουμε πως ο καπνός απ’ αυτές τις φωτιές ήταν που έδινε και το στίγμα και κατά πως δήλωνε και την κατάσταση που ήταν σε κάθε καλύβα.

Την είχαν την πυρκαγιά στο νου τους πάντα οι άνθρωποι, γιατί αν έπιανε φωτιά δεν θα έκαιγε το δάσος (όπως επιπόλαια λέμε σήμερα) αλλά θα έκανε στάχτη την περιουσία τους, ήτοι τα χωράφια που καλλιεργούσαν, τα αμπέλια, τα δέντρα τους, τα μαντριά και εκείνες τις εποχές ήταν καταδικασμένοι στην πείνα γιατί ούτε στους άλλους περίσσευαν για να τους δώσουν να πορευτούν τη δύσκολη περίοδο, ούτε και το κράτος μπορούσε με κάποιο τρόπο τότε να τους ανακουφίσει. Έτσι, η πρόληψή των πυρκαγιών ήταν μέσα στην καθημερινότητα και όλοι πρόσεχαν να μη συμβούν και αν αυτό τύχαινε να γίνει, τότε τα πράγμα ήταν μαύρα για όλους καθώς ένα τέτοιο φαινόμενο δεν γνωρίζει σύνορα.

Τι τα λέω αυτά; Για να θυμίσω ότι αν ο άνθρωπος δεν έχει συναίσθηση του τόπου και μέτρο στις δραστηριότητες του, μοιραίο είναι να βρίσκεται καθημερινά μπροστά σε προβλήματα που προκύπτουν από τις απρόοπτες εκφράσεις της φύσης (πυρκαγιές, πλημμύρες, κατολισθήσεις κλπ) και να μη μπορεί να τα αντιμετωπίσει καθώς έχει πλέον ξεμάθει να υφίσταται και τις συνέπειες γιατί εδώ έρχεται το κράτος να τον ανακουφίσει επενδύοντας προφανώς σε ποικίλα ανταλλάγματα. Έτσι, είναι βέβαιο ότι κανένας δεν πρόκειται να κουνηθεί από τη θέση του να αντιμετωπίσει τη φωτιά που θα του κάψει το σπίτι γιατί πριν συμβεί αυτό, δεν ένιωσε και υποχρεωμένος να καθαρίσει την αυλή του ή το χωράφι του από τα ξερά χόρτα. Καθώς λοιπόν η εμπειρία από την πραγματική ζωή και τις υποχρεώσεις της απομακρύνεται από την καθημερινότητά μας, μοιραίο είναι να συμβαίνουν όλα αυτά…


ΥΓ. Η φωτογραφία από τις πυρκαγιές στη Ζάκυνθο, δανεική. Ευχαριστώ όποιον την τράβηξε.

ΜΕΓΑΛΗ ΚΑΨΗ, 15082017

Η ΜΙΣΗ ΕΛΛΑΔΑ ΓΙΟΡΤΑΖΕΙ ΣΗΜΕΡΑ



Χρόνια Πολλά: Δέσποινα, Δέσπω, Δεσποίνου, Δεσποινιώ, Ντέπη, Πέπη, Ζέπω, Πιπίνα, Ελώνα, Ελλώνα, Ελόνα, Θεοτόκης, Θεοτοκία, Κρυστάλλω, Κρουστάλλω, Κρουστάλω, Κρυσταλία, Κρυσταλλία, Κρουσταλένια, Κρίστι, Κρύστα, Μαρία (για παντρεμένες γυναίκες), Μάριος, Μάρω, Μαριώ, Μαριωρή, Μαρίκα, Μαριγώ, Μαριγούλα, Μαρούλα, Μαρίτσα, Μανιώ, Μαριέττα, Μαρούσα, Μάρσια, Μαργέτα, Μαριέττα, Μαργετίνα, Μιρέλλα, Μυρελλα, Μιρέιγ, Μιρέϊγ, Μιρεϊγ, Παναγιώτης, Πάνος, Πανούσος, Παναγής, Πανάγος, Γιώτης, Πανίκος, Παναγιώτα, Γιώτα, Παναγιούλα, Γιούλα, Παναγούλα, Πάνη, Τότα, Τούλα, Πρέσβεια, Πρεσβεία, Συμέλα, Σιμέλα, Σουμελά, Γεσθημανή, Ιεσθημανή, Γεθσημανή, Μαρινίκη, Καθολική, Ηλιοστάλακτη (www.eortologio.gr).

ΥΓ. Η φωτογραφία συμβολική από ένα χορό που έχει κεντήσει κάποτε ο Μιχάλης Ρούσσος στις πέτρες του Ασφοντυλίτη στην Αμοργό.

ΜΕΓΑΛΗ ΚΑΨΗ, 15082017

Δευτέρα 14 Αυγούστου 2017

ΣΤΙΣ ΠΑΡΑΛΙΕΣ ΤΟΥ ΑΡΑΧΘΟΥ




Είπα μέρες που οι περισσότεροι βρίσκεσται κάπου κοντά στη θάλασσα ή σε κανένα νησί, να σας μεταφέρω νοερά και να σας προκαλέσω να γνωρίσετε και τα ποτάμια της Ελλάδας που δεν υστερούν καθόλου σε ομορφιά και δροσιά από τη θάλασσα. Όπως στην περίπτωση του Αράχθου (η φωτογραφία στη στροφή του ποταμού κάτω από τη Σκούπα) και μην σας προβληματίζουν τα θολά, λόγω της καταιγίδας νερά του. Είναι κατά πως λένε οι γνωρίζοντες, πολύ ανώτερα του αλμυρού νερού που ως γνωστόν ξηραίνει το δέρμα και το καίει ενώ η λάσπη που κουβαλάει ο ποταμός από τα βουνά της Ηπείρου, καλύτερη από οποιαδήποτε κρέμα απ’ αυτές που συνήθως βάζουν να τσιτώσει και να φτιάξει το δέρμα. Δοκιμάστε το μια φορά και πιστεύω πως θα με πιστέψετε… (14042012)

ΣΚΟΥΠΑ ΑΡΤΑΣ, 14082012

ΕΝΑΣ ΓΑΙΔΑΡΟΣ ΕΚΤΟΣ ΕΠΟΧΗΣ…


Τον βρήκαμε εκεί (πριν από τρία χρόνια η φωτογραφία) και εύχομαι να είναι ακμαίος ο συμπαθής γάιδαρος από το Κερασοχώρι και βεβαίως να μην περιμένει ακόμη να φορτωθεί τον αφηρημένο που έχασε το λεωφορείο να τον πάει στα πανηγύρια, τα οποία, δεν ξέρω, από ποια ανάγκη και προς τι, γίνονται «υποχρεωτικά» σε όλα τα χωριά τούτες τις ημέρες… 

ΜΕΓΑΛΗ ΚΑΨΗ, 14082017 

Κυριακή 13 Αυγούστου 2017

ΤΟ ΘΑΝΑΤΗΦΟΡΟ ΔΙΧΤΥ ΤΗΣ ΑΡΑΧΝΗΣ


Η μεγάλη αράχνη των δασών για να ζήσει απλώνει ένα τεράστιο για το μέγεθός της δίχτυ που φτιάχνει με ένα είδος εκκρίσεων που βγάζει από το στόμα της, γύρω από τη φωλιά της. Η αράχνη παραμονεύει αόρατη και μόλις νοιώσει, από την κίνηση του δικτυού που δημιουργεί το θύμα που ματαίως προσπαθεί να ξεφύγει, ότι έρχεται το γεύμα της βγαίνει και με αργές, τελετουργικές κινήσεις το ξεμπλέκει και το οδηγεί στη φρικτή τρύπα της και το καταβροχθίζει. Ίδια με αυτά της αράχνης είναι και τα δίχτυα που έχουν στήσει αόρατα γύρω μας διάφοροι επιτήδειοι και αδίστακτοι μηχανισμοί εξουσίας και λίγο - πολύ λειτουργούν ως προς το αποτέλεσμα, το ίδιο με αυτά της μεγάλης αράχνης των δασών. 
(Η φωτογραφία από ένα παρατημένο μονοπάτι στα χωράφια της μικρής πατρίδας).

ΜΕΓΑΛΗ ΚΑΨΗ, 13082017

ΤΟ «ΣΤΡΙΨΙΜΟ» ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ



Είκοσι μέρες από του Αι – Λιός, που οι καιρός όπως έλεγαν παλιά αρχίζει να γυρίζει αλλιώς, και όντως το καλοκαίρι στα βουνά της μικρής πατρίδας μου έχει αρχίσει να τελειώνει. Ήδη από σήμερα το πρωινό  ήταν κάπως μουσκεμένο από τη δροσιά του φθινοπώρου, η θερμοκρασία αισθητά πεσμένη και η φύση σιγά - σιγά παίρνει εκείνα τα χρώματα που δηλώνουν το κλείσιμο του κύκλου της φετινής παραγωγής. 

Τούτο επίσης φαίνεται και από τα πουλιά των δέντρων που καθώς έχουν κλείσει τον κύκλο της αναπαραγωγής τους δεν πετάνε πλέον σε ζεύγη και ετοιμάζονται να μπουν σε μια μακρά περίοδο αυτοσυντήρησης και μοναξιάς ως την επόμενη άνοιξη που θ’ ανοίξει πάλι ο νέος κύκλος του κόσμου. 

ΜΕΓΑΛΗ ΚΑΨΗ, 23082017

Σάββατο 12 Αυγούστου 2017

ΟΙ ΜΕΛΙΣΣΕΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΓΚΑΘΙΑ



Με τη μελισσοκομία, οι σχέσεις μου είναι λίγες και περιορίζονται σε μια εξ’ αποστάσεως παρατήρηση του γλυκύτατου κόσμου της αλλά όταν μου δίνεται η ευκαιρία προσπαθώ να τον πλησιάσω όσο μπορώ, αψηφώντας πολλές φορές και τα αγκάθια που γύρω τους πετάνε οι μέλισσες ή τα κεντριά που αυτές διαθέτουν για την άμυνά τους.  



Έτσι έγινε και νωρίς χθες το πρωί στις Ράχες Τυμφρηστού όπου περίμενα να περάσουν δυο φίλοι από τη Βράχα Ευρυτανίας να με πάρουν με το αυτοκίνητό τους να πάμε στη Δομνίστα και μη έχοντας άλλο τι να κάνω, άρχισα να παρατηρώ τις μέλισσες που μουδιασμένες ακόμη από τη βραδυνή υγρασία άρχισαν να πετάνε από λουλούδι σε λουλούδι των αγριόχορτων αναζητώντας χυμούς. Στα μέσα του Αυγούστου βέβαια που η καρποφορία έχει φτάσει πλέον στη φάση της ωρίμανσης, τα λουλούδια είναι ελάχιστα και τα μόνα που συνεχίζουν να προσφέρουν χυμούς στις μέλισσες και τα άλλα έντομα είναι των αγκαθιών – κάθε λογής αγκαθιών που από τη φύση τους διατηρούν ακόμη μια ικμάδα, πλημμυρίζουν τον τόπο και σίγουρα έχουν έναν ιδιαίτερο ρόλο στην πλάση.

Τις έβλεπα λοιπόν να πετάνε από αγκάθι σε αγκάθι και να χώνονται μέσα στα λουλούδια τους ενώ εκεί που υπήρχε μεγάλος συνωστισμός ήταν στα κεφάλια των γαϊδουράγκαθων και να ρουφάνε χυμούς και να μαζεύουν γύρη γύρω από τα άκρα τους. Οι κινήσεις τους είχαν μια βιασύνη που έχει να κάνει με την αίσθηση ότι και με τα λουλούδια των αγκαθιών κλείνει ο φετινός κύκλος ανθοφορίας και από εδώ και πέρα αρχίζουν τα δύσκολα και η περίοδος της νηστείας για τον κόσμο τους μέχρι την ερχόμενη άνοιξη. Βιαστικές λοιπόν οι μέλισσες έμειναν λίγο πάνω στα λουλούδια που ήταν ανάμεσα στα αγκάθια και εξαφανίζονταν αμέσως για να αδειάσουν τον πολύτιμο τρύγο τους από τους χυμούς των αγκαθιών στην κυψέλη και να ξανάρθουν, να ρουφήξουν μέχρι να στεγνώσουν όλα τα λουλούδια από τα αγριόχορτα και τα αγκάθια όλου του βουνού.




Δεν γνωρίζω τι μέλι μπορούν να κάνουν οι μέλισσες από τους χυμούς των ξερών αγριόχορτων και των αγκαθιών αλλά πιστεύω πως σίγουρα η γεύση του θα έχει κάτι από Αύγουστο και βαθύ καλοκαίρι…   

ΜΕΓΑΛΗ ΚΑΨΗ, 12082017

Πέμπτη 10 Αυγούστου 2017

ΠΕΡΙΜΕΝΟΝΤΑΣ ΤΩΡΑ ΤΑ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑ ΝΕΑ!



Ένας από τους λόγους που δεν οδηγώ αυτοκίνητο είναι ότι ο χρόνος κάθε ταξιδιού με τα λεωφορεία αλλά και τα τραίνα και τα πλοία, είναι αφιερωμένος στο διάβασμα. Πρώτα διαβάζω τις εφημερίδες της ημέρας και μετά κάποιο περιοδικό ή βιβλίο. Κάθε φορά που πήγαινα στην μικρή πατρίδα φρόντιζα να αγοράζω μια εφημερίδα, τελευταία συνήθως τα ΝΕΑ και καθώς είχα χρόνο μπροστά μου, την ξεκοκάλιζα. Σήμερα όμως η αίσθηση ότι κρατούσα στα χέρια μου το τελευταίο φύλλο μιας εποχής (35 χρόνια είναι που ασχολούμαι με τη δημοσιογραφία) ήταν διαφορετική αλλά πιστεύω πως τα ΝΕΑ που όλοι ευχόμαστε να κυκλοφορήσουν σύντομα να είναι πάλι τόσο σπουδαία και να γράψουν ιστορία και στη νέα εποχή. Όλοι οι συνάδελφοι που δουλεύουν στα ΝΕΑ αλλά και στα άλλα έντυπα και ΜΜΕ του ΔΟΛ είναι άξιοι να το κάνουν και να ξέρουν πως θα είμαστε πάντα δίπλα τους… 

ΜΕΓΑΛΗ ΚΑΨΗ, 10082017

Τετάρτη 9 Αυγούστου 2017

ΤΟ ΕΚΠΛΗΚΤΙΚΟ ΦΑΡΑΓΓΙ ΠΑΝΤΑΒΡΕΧΕΙ




Στις μοναδικές γωνιές της ευρυτανικής γης, εκεί όπου διαρκώς συγκλίνουν οι παράλληλοι της ανεπανάληπτης φύσης με τους μεσημβρινούς της ιθαγένειας, ένα όνομα που στάζει νερά, πολλά και κρυστάλλινα νερά, κερδίζει συνεχώς έδαφος ως επιλογή και προορισμός των φυσιολατρών. Αν και το σημείο αυτό από τα παλιά χρόνια ονομάζονταν Πανταβρέχει, τα τελευταία μόλις λίγα χρόνια ατύπως αναγνωρίστηκε ως περιοχή ιδιαίτερου κάλλους και το όνομά του άρχισε να κυκλοφορεί και να ακούγεται πιο πέρα από τις συζητήσεις των χωριανών.

Ο Κρικελοπόταμος, ο μεγάλος ποταμός της νότιας Ευρυτανίας από τη στιγμή που γεννήθηκε διαρκώς παλεύει με τις πέτρινα θεμέλια της αέρινης Καλιακούδας, του βουνού που στεφανώνει με τον όγκο της όλη την περιοχή και η οποία σήμερα αναφέρεται ως Δήμος Δομνίστας. Ο ποταμός πήρε το όνομα από το χωριό Κρίκελο, στην περιφέρεια του οποίου πηγάζει και τα έργα του δείχνουν πως κάποτε έσκισε στην κυριολεξία τα βουνά για να συναντήσει τον μεγάλο αδερφό του, τον Αχελώο και αγκαλιά να καταλήξουν στη θάλασσα του Ιονίου. Τα σημάδια στα πετρώματα και στην επιφάνεια των βράχων δίπλα και μέσα στην κοίτη του, τούτο μαρτυρούν. Με υπομονή ο ποταμός, εργάστηκε πολλά χρόνια για το σκοπό του και ανάμεσα στα έργα του κορυφαίο και μοναδικό μπορεί να θεωρηθεί το Πανταβρέχει!

Τα νερά κοντοστέκονται στην κορυφή του βράχου πριν αφεθούν να πέσουν σαν λαμπερή βροχή πάνω στα δέντρα που διάλεξαν να ζήσουν πάνω από τον ποταμό. 

Τι είναι όμως το Πανταβρέχει;  Θα ήταν αρκετά πεζό να το περιγράψουμε ως ένα σημείο που ο ποταμός στενεύει τόσο πολύ που με απλωμένα τα χέρια ο επισκέπτης μπορεί να αγγίξει τους βράχους που περιορίζουν και ορίζουν την κοίτη του. Θα ήταν επίσης πιο πεζό να πούμε πως είναι ένα σημείο στην κοίτη του ποταμού που πάντα βρέχει! Κι όμως, κάπως έτσι και από αυτό το σπάνιο φαινόμενο πήρε το όνομα της η περιοχή. Πάντα βρέχει στο σημείο που ανάμεσα στα χωριά Δολιανά και Κοντίβα από τη μια μεριά και Ρωσκά από την άλλη ο Κρικελοπόταμος ακόμα προσπαθεί να υποτάξει τα βράχια και να πλατύνει το πέρασμά του. Εκεί σε ένα καταιγισμό νερών που ασταμάτητα βγαίνουν από αναρίθμητες τρύπες και σχισμές μέσα από τα πετρώματα της Καλιακούδας, ο στενόμακρος ουρανός του ποταμού πάντα βρέχει. Έτσι βάφτισαν κάποτε το απλό τούτο φαινόμενο οι κάτοικοι της περιοχής και έτσι έμεινε. Τούτο μάλιστα μέχρι πριν από λίγα χρόνια, πριν αρχίσει να γίνεται γνωστό ως ένας ιδιαίτερος τόπος, περισσότερα προβλήματα δημιουργούσε στους ανθρώπους παρά χαρά προσέφερε. Ήταν τότε που το φαράγγι του Κρικελοπόταμου κατά τους θερινούς κυρίως μήνες λειτουργούσε και ως δρόμος. Απ’ εκεί διάβαιναν οι κάτοικοι όλων των χωριών της λεκάνης του ποταμού για να πάνε στο πλησιέστερο «αστικό» κέντρο το Μεγάλο Χωριό και βεβαίως στην Παναγιά της Ρούμελης, στον Προυσό. Σώζονταν μέχρι πριν από λίγα χρόνια το μονοπάτι που είχαν χτίσει στους κάθετους βράχους τα γυμνά πόδια των προσκυνητών. Τούτο έσβησε, όχι τόσο από την επιστροφή της φύσης, όσο από την απουσία του ιδρώτα που άφηναν πίσω τους τα πέλματα των απλών ανθρώπων που κουβάλαγαν ένα μπουκαλάκι λάδι στην τσέπη και κράταγαν ένα κερί από το οικόσιτο μελίσσι στα χέρια τους, δώρο ακριβό και ανεπανάληπτο προς την Παναγιά.

Τα νερά έρχονται από τον ουρανό και προκαλούν τα παιδιά να τα σηκώσουν 
στις πλάτες τους, να δοκιμάσουν τη δύναμή τους πάνω στο κεφάλι τους.   

Έτσι ήξεραν το Πανταβρέχει οι χωριάτες του τόπου. Ως ένα σημείο, όπου τα νερά της Καλιακούδας, μέσα από δαιδαλώδεις υπόγειους δρόμους έβγαιναν στο φως και έπεφταν με ορμή στην κοίτη του ποταμού. Σαν να ήθελε η Καλλιακούδα να ενισχύσει τον όγκο των νερών του Κρικεοπόταμου, σαν να τον καλόπιανε με το πιο ακριβό νερό της, κατακάθαρο από τις φλέβες της βγαλμένο, σαν αγίασμα να τον ραίνει στο πέρασμά του, για να’ ναι κι αυτός καλός μαζί της, να μην την ταρακουνάει συνεχώς. Δεν τον ήθελε το βουνό να ορμά με όλη τη δύναμή του πάνω στα θεμέλιά του, να κουνάει όλο το σύμπαν στο πέρασμά του, να βρυχάται και να αφρίζει στα πόδια του, είχε πολύ διαφορετικές έγνοιες από τον θορυβώδη συγγενή της ποταμό. Είχε να φροντίσει τα χωριά που κουρνιάζουν στις πλαγιές της, τα Ψιανά, τα Δολιανά, την Κοντίβα και αυτά που είναι καταντίκρι της, τη Ρωσκά, την Καστανούλα, τον Άγιο Χαράλαμπο, τον Πρόδρομο. Λίγοι άνθρωποι, στο ακραίο της ενδοχώρας σημείο ζούσαν ολοχρονίς εκεί και η ζωή τους εξαρτιόταν άμεσα και καίρια από τις ιδιοτροπίες του ποταμού και βεβαίως από τον καιρό της Καλιακούδας. Και ο ποταμός, αλλά πολύ περισσότερο το βουνό, ήθελε να ζει μαζί με τους ανθρώπους.

Είναι ένα θαύμα που μπορείς να το αγγίξεις, να το πιάσεις και να σταθείς δίπλα του ο μεγάλος καταρράκτης που φωτίζει με τη λάμψη του όλο το Πανταβρέχει.

Η Καλιακούδα για να τον καλοπιάνει, τον ράντιζε συνεχώς με το πιο γλυκό νερό της και τον στεφάνωνε με άπειρα ουράνια τόξα. Τις ώρες που ζυγίζεται ο ήλιος πάνω από τη χαρακιά του Πανταβρέχει, απ’ όποια πλευρά και να κοιτάξεις τα νερά που κυλάνε και ξεφυτρώνουν από τα βράχια, το Πανταβρέχει πλημμυρίζει από χιλιάδες χρώματα. Εκεί νομίζεις πως το νερό διασπάται στα πιο μικρά του κομμάτια και γίνεται σκόνη γεμάτη χρώματα. Όλα τα χρώματα του ουρανίου τόξου παιχνιδίζουν στον αέρα, βάφουν το νερό, κυλάνε όλα μαζί στο ρου του ποταμού, τρέχουν μαζί του προς τον Αχελώο.

Τα νερά κοντοστέκονται στην κορυφή του βράχου πριν αφεθούν να πέσουν σαν λαμπερή βροχή πάνω στα δέντρα που διάλεξαν να ζήσουν πάνω από τον ποταμό.

Η μουσική των νερών πνίγει όλους τους άλλους θορύβους, σταματάει το χρόνο γίνεται μια απαστράπτουσα κουρτίνα από ρέοντες χρωματιστούς κρυστάλλους. Μια κουρτίνα που θαρρείς θέλει να κρύψει πίσω της τη γυμνή σάρκα του βουνού, τα κρυφά σημεία της Καλλιακούδας και μάλλον έτσι είναι. Πίσω από την κουρτίνα που μάταια προσπαθούν και ποτέ δεν κατέφεραν να παραβιάσουν οι ακτίνες του ήλιου είναι το σημείο εκείνο που ανθρώπινο μάτι δεν έχει δει, όλα εκεί πίσω είναι σαν την πρώτη ημέρα της δημιουργίας. Γυμνός βράχος είναι τα θεμέλια της Καλλιακούδας, γυμνός καθώς η ορμή των νερών δεν αφήνει κανένα φυτό να ριζώσει εκεί, καμιά ορατή ζωντανή ψυχή δεν υπάρχει εκεί πίσω. Ενδεχομένως, κάποια ζωντανά του ποταμού να βρίσκουν πρόχειρο καταφύγιο πίσω από την κουρτίνα του νερού, ποτέ όμως δεν μένουν μόνιμα εκεί. Το ίδιο το βουνό δεν τα αφήνει να μπουν στα σωθικά του. Αντιθέτως, έξω από το σημείο που κατακλύζεται διαρκώς από τα νερά, στην επιφάνεια των βράχων πυκνές αποικίες από βρύα και λειχήνες που αρέσκονται να ζουν στην υγρασία, ακόμη και στη δίνη του νερού τα καταφέρνουν έχουν εγκατασταθεί και μάλλον καλά περνάνε. Στα φύλλα τους στραγγίζει το νερό και σε πολλά σημεία μοιάζει σαν να βγαίνει από το κορμί τους. Όσον αφορά τα μεγάλα δέντρα, ο ποταμός δεν τα αφήνει να έχουν πολλές οικειότητες μαζί του, καθώς σαρώνει διαρκώς τις πέτρες, κανένα δεν τολμά να ριζώσει στην κοίτη του. Με τις πρώτες χειμωνιάτικες κατεβασιές, τα ξεκολλάει από τη γη, τα αρπάζει και τα παίρνει μαζί του. Μόνο σε κάποια σημεία που δεν φθάνουν τα νερά του έχουν προκόψει μερικά πλατάνια, κάποιες ιτιές και λυγαριές. Από πάνω του όμως, στους απόκρημνους βράχους που περιορίζουν την κοίτη του, σε κάθε σχισμή της πέτρας, ριζωμένα ακροβατούν πουρνάρια, μέλεγοι και φιλίκια. Σε απόσταση ασφαλείας από την ορμή των νερών, θριαμβεύουν και κρατάνε όλο τον ήλιο για τον εαυτό τους.


Ο ποταμός αλέθει με την ορμή του κάθε χειμώνα όλη την κοίτη του που είναι στρωμένη με μεγάλα λιθάρια, πέτρες, ψιλή άμμο. Περνάει αφρισμένος ανάμεσα στις πέτρες, τις περιζώνει, προσπαθεί να τις παρασύρει στο διάβα του. Ανθίστανται οι μεγάλες πέτρες, τον αποκρούουν, τον στρέφουν και τον οδηγούν στον απέναντι βράχο να σκάψει με τη στροφή του ένα ακόμα βιρό. Στους πολυάριθμους βιρούς του (βιρός είναι το σημείο όπου το ρεύμα του ποταμού στρέφεται κατευθείαν πάνω στο βράχο ο οποίος υποχρεώνει τα νερά σε μια κυκλική κίνηση και οι δίνες  τους σκάβουν την κοίτη) ο ποταμός έχει βάθος, πολλές φορές και πάνω από δυο μέτρα.

Η εφηβεία ελευθερώνει τα παιδιά από τους φόβους που διατρέχουν τους μεγάλους και η τόλμη γίνεται αμέσως παιχνίδι χαράς μέσα στα διάφανα νερά. 

Σε αυτούς τους βιρούς η παρέα με τα αγόρια από τη Δομνίστα που έτυχε εκείνη την ημέρα να επισκέπτονται το Πανταβρέχει, άρχισαν να αγωνίζονται στις βουτιές και να παίζουν με τα νερά. Ποιος άλλος από τα παιδιά θα είχε το κουράγιο και την ανεμελιά να παίξει και να λουσθεί στα νερά του Πανταβρέχει; Η διάθεσή τους ήταν εξαιρετική, αλλά η δύναμη των νερών δεν τα άφηνε για πολλή ώρα κάτω από το νερό. Η πλάτη τους και τα κεφάλια τους δεν άντεχαν για πολύ, έβγαιναν κοκκινισμένα σαν να είχαν κυλιστεί σε χωράφι με τσουκνίδες. Ήταν όμως μια εμπειρία μοναδική την οποία θα ήθελαν να μοιραστούν με δεκάδες άλλα παιδιά απ’ όλη την Ελλάδα, απ’ όλο τον κόσμο. Το Πανταβρέχει μπορεί να ήταν ένα εχθρικό για τους προγόνους τους μέρος, γι’ αυτά όμως αποτελεί ένα εξαιρετικό σημείο αναφοράς για τον τόπο τους και για τούτο καμαρώνουν.

Η εφηβεία ελευθερώνει τα παιδιά από τους φόβους που διατρέχουν τους μεγάλους και η τόλμη γίνεται αμέσως παιχνίδι χαράς μέσα στα διάφανα νερά. 

Το Πανταβρέχει στο σύνολό του δεν είναι ένας απλό διάλογο της φύσης με τον ίδιο τον εαυτό της αλλά αποτελεί ένα μοναδικό σύμπαν, εξωτικό και τόσο οικείο συνάμα, απόμακρο και ταυτόχρονα φιλικό. Ασφαλώς και προκαλεί δέος, παράλληλα όμως είναι και εξαιρετικός χώρος για παιχνίδι και επαφής με την αρχέγονη φύση καθώς μέχρι στιγμής, καμιά ανθρώπινη δραστηριότητα εκτός από το περπάτημα δεν έχει παρατηρηθεί σε όλο το μήκος και το πλάτος του. Ανάλογοι τόποι σαν το Πανταβρέχει, σαφώς και υπάρχουν σε όλο τον κόσμο αλλά σε ελάχιστα του μοιάζουν. Τα νερά του δεν είναι σαν τους ισχυρούς καταρράκτες άλλων τεράστιων ποταμών μακρινών χωρών. Επιβλητικό στα μέτρα του, δεν τρομάζει τον άνθρωπο, προκαλεί τους τολμηρούς αλλά δεν αποδιώχνει κανένα. Οι πάντες, φυσικά η εκτίμηση των δυνάμεων καθενός ποικίλλει, μπορούν να το διαβούν και να βραχούν στο Πανταβρέχει. Σε όσους επιχειρήσουν να διαβούν τα 600 μέτρα του συνιστάται να φορούν αν όχι ειδικά παπούτσια, κάποια παπούτσια που να μην γλιστράνε γιατί συνεχώς θα υποχρεώνονται να βαδίσουν μέσα στην κοίτη του ποταμού και πολλές φορές να αναγκασθούν να φθάσουν μέχρι τη μέση στο νερό, ανάλογα με το ύψος καθενός. Ακόμη συνιστάται να έχουν μαζί τους αδιάβροχα ή ομπρέλα. Συνιστάται ακόμη να έχουν σε κάποια αδιάβροχη σακούλα στεγνά ρούχα για το τέλος της επίσκεψης. Συνιστάται ακόμα και η ανάβαση μέχρι την περίφημη γέφυρα των Δολιανών με τα συρματόσχοινα που φτιάχτηκε το 1978. Από τη ράχη της γέφυρας που βρίσκεται στην αρχή της διαδρομής μπορεί να δει κάποιος από ψηλά ένα τμήμα από το φαράγγι και τον ποταμό. 

Η γέφυρα των Δολιανών, ένα μεγάλο έργο μιας άλλης εποχής που γεφύρωσε τις δυο όχθες του ποταμού στην αρχή του φαραγγιού που οδηγεί στο Πανταβρέχει.

Στο Πανταβέχει φθάνει κανείς είτε από τη διαδρομή Ράχες Τυμφρηστού -από τη διασταύρωση της παλιάς εκτός σήραγγας διαδρομή-, Κρίκελο, Δομνίστα η οποία είναι άσφαλτος και από εκεί και πέρα Σκοπιά, Άγιος Χαράλαμπος, Καστανούλα, Ρωσκά σε πατημένο χωματόδρομο. Ο συνολικής διαδρομής 50 χιλιομέτρων δρόμος μετά από 3 χιλιόμετρα συναντά τον Κρικελοπόταμο, περνάει μέσα από την κοίτη του και φθάνει στο ερημωμένο χωριό Δολιανά. Η διάβαση του ποταμού δεν συνιστάται για κανένα σχεδόν αυτοκίνητο, εκτός από κάποια μεγάλου κυβισμού και ειδικών προδιαγραφών. Η άλλη διαδρομή είναι από το μεγάλο Χωριό, αυχένας Καλιακούδας, Δολιανά, Κρικελοπόταμος, μια ιδιαίτερα δύσκολη διαδρομή όλο χώμα σε μεγάλα ύψη. Και από τις δύο διαδρομές, οι επισκέπτες, εκτός από αυτούς που κινούνται με ειδικά αυτοκίνητα, θα υποχρεωθούν λόγω του Κρικελοπόταμου να επιστρέψουν στο σημείο από όπου ξεκίνησαν.

Πρόκληση για κολύμπι, ο μεγάλος βιρός και ο Δημήτρης Παπαδιάς δεν έχασε την ευκαιρία.

Η ενδεικνυόμενη μέσω Κρικέλου διαδρομή προσφέρει επίσης τη γνωριμία με όλη την κοιλάδα και την πορεία του Κρικελοπόταμου μέχρι το Πανταβρέχει. Ο επισκέπτης πρέπει να υπολογίζει ότι θα χρειαστεί μισή ημέρα για να την γνωρίσει. Οι πλέον κατάλληλες ώρες επίσκεψης είναι γύρω στο μεσημέρι, όταν ο ήλιος θα ζυγίζεται ακριβώς πάνω από το Πανταβρέχει και θα φωτίζει και τις δυο πλευρές του φαραγγιού. Εξαιρετική είναι επίσης η διαδρομή μέσα από την κοίτη του ποταμού, με σημείο εκκίνησης τη μεγάλη γέφυρα ανάμεσα στα χωριά Κρίκελο και Δομνίστα, πέρασμα από τη γέφυρα του Βράχα και το ωραίο φαράγγι των Ψιανών μέχρι το Πανταβρέχει. Από εδώ πάλι, εξαιρετική είναι αλλά απαιτεί ιδιαίτερες ικανότητες και η διαδρομή μέχρι τα Διπόταμα, σημείο όπου ο Κρικελοπόταμος συναναντά τον Καρπενησιώτη ποταμό. Εξυπακούεται ότι η επίσκεψη στον Κρικελοπόταμο και το Πανταβρέχει μπορεί να γίνει κατά από τους μήνες Ιούλιο μέχρι σχεδόν το Δεκέμβριο. Τους υπόλοιπους μήνες είναι αδύνατον γιατί τα νερά πλημμυρίζουν ολόκληρη την κοίτη και ο ποταμός γίνεται ιδιαίτερα επικίνδυνος. Στους επισκέπτες συνιστάται επίσης η προσοχή στον καιρό της ημέρας που θα φθάσουν εκεί, ειδικά όταν προβλέπονται καταιγίδες. Δεν καταλαβαίνεις τη βροχή παρά μόνο σαν σκοτεινιάσει στο φαράγγι. Τότε πρέπει να φύγεις βιαστικά – βιαστικά γιατί σαν κατεβάσει ο ποταμός δύσκολα τα βγάζεις πέρα.

Το νερό καθώς πέφτει από ψηλά και σταλάζει από τα βρύα και τους λειχήνες, γίνεται λαμπερή σκόνη που πλημμυρίζει το Πανταβρέχει με όλα τα χρώματα της ίριδας

Γενικά το πρόβλημα της επίσκεψης στο Πανταβρέχει είναι η επιστροφή. Όποιος επιχειρήσει μια τέτοια κάθοδο πρέπει να προβλέψει το πώς θα επιστρέψει. Αν πάει με οργανωμένη ομάδα, δεν υπάρχει πρόβλημα. Αν το αποφασίσει μόνος ή με κάποιο φίλο, τότε πρέπει να αναζητήσει κάποιον ντόπιο να τους συνοδεύσει και να τους περιμένει με αυτοκίνητο για την επιστροφή. Ο επισκέπτης επίσης πρέπει να γνωρίζει ότι στο Πανταβρέχει αλλά και σε άλλα σημεία της διαδρομής μέσα στον Κρικελοπόταμο δεν πιάνουν τα κινητά τηλέφωνα. Ακόμη ότι για άνεση χρόνου αλλά και για καλύτερη γνωριμία με την περιοχή, προσφέρονται οι ξενώνες στο Κρίκελο, τη Δομνίστα αλλά και πιο κοντά στο Πανταβρέχει, στη γραφική Καστανούλα.

Τελευταία αρκετοί τουριστικοί οδηγοί έχουν εντάξει στις σελίδες του το Πανταβρέχει, πολλοί είναι αυτοί που το έχουν επισκεφθεί, το λένε με ικανοποίηση στους κύκλους τους. Το Πανταβρέχει γίνεται μόδα, απαραίτητο συμπλήρωμα στην διαφημιστική προβολή της Ευρυτανίας, διαρκής στόχος για τους λάτρεις των υπαίθριων δραστηριοτήτων αλλά και αυτών που προτιμούν τα δύσκολα σπορ. Σιγά – σιγά το Πανταβρέχει εξελίσσεται ως το σήμα κατατεθέν όλου του Κρικελοποτάμου, του Δήμου Δομνίστας, όλης της Ευρυτανίας που αχόρταγα ζει το αποκυρύφωμα του τουριστικού της ονείρου και της αυταπάτης που αυτό δημιουργεί.

ΥΓ. Το κείμενο και οι περισσότερες φωτογραφίες δημοσιεύτηκαν στο Γεωτρόπιο της αείμνηστης Ελευθεροτυπίας τον Σεπτέμβριο του 2003 και παραμένει πάντα ωραίο.

ΑΘΗΝΑ. 09082017


Τρίτη 8 Αυγούστου 2017

ΕΝΑ ΛΙΜΑΝΙ ΓΕΥΣΕΩΝ ΣΤΗΝ ΑΙΓΙΑΛΗ

Ο Παναγιώτης Νομικός, μας καλωσορίζει στο "Λιμάνι της κυρά Κατίνας"...
Υπάρχουν κάποια σημεία στις Κυκλάδες και ορισμένα καταστήματα που δεν έχουν αλλάξει καθόλου μέσα στα χρόνια που πέρασαν, από την ανάπτυξη του νησιώτικου τουρισμού και δώθε και οι ιδιοκτήτες τους μπορούν να μιλήσουν για ένα σωρό πράγματα που αφορούν την πορεία τους και το ρόλο που έπαιξαν στην τοπική κοινωνία και την οικονομία. Κι ακόμη για τους ανθρώπους που διάβηκαν την πόρτα τους και απ’ αυτούς πολλοί επιστρέφουν, τις παρέες που γλέντησαν νύχτες ολόκληρες, τις ωραίες στιγμές που έμειναν στη μνήμη.




Ένα από αυτά τα ωραία μαγαζιά που μυρίζουν ακόμη αληθινό Αιγαίο είναι το «Λιμάνι της κυρά Κατίνας» στον Όρμο της Αιγιάλης, το οποίο πρωτολειτούργησε το 1980 από την κυρά Κατίνα και τον κυρ Αντώνη Νομικό και έμελε να γίνει το πιο γνωστό εστιατόριο στην Αμοργό, η φήμη του να φτάσει στις άκρες του κόσμου και η κυρά Κατίνα να γίνει ένα πρόσωπο που το θυμούνται όλοι όσοι πέρασαν από την Αμοργό εκείνα τα χρόνια μέχρι το 2002 το μαγαζί μετά τον θάνατο των γονιών τους, πέρασε στα χέρια του Παναγιώτη και του Θανάση και το δουλεύουν σήμερα μαζί με τις γυναίκες τους Κορνηλία (Λία) και Πούκυ.

Ο Αντώνης και η Κατίνα Νομικού που άνοιξαν το 1980 το "Λιμάνι"...

Εκείνα τα χρόνια θυμάται ο Παναγιώτης, στον Όρμο δεν υπήρχε λιμάνι και το πλοίο που έφθαναν, τα θρυλικά «Μιαούλης» και ο «Νηρέας» και κατέβαζαν τον κόσμο με βάρκες. Ούτε ηλεκτρικό είχε ακόμη η Αιγιάλη αλλά ήδη είχε διαμορφωθεί ένα ρεύμα τουριστών οι οποίοι καθώς δεν υπήρχαν δωμάτια, έμειναν και κοιμόνταν στην παραλία, κάτω από τα λίγα αρμυρίκια κι ακόμα κάτω από τα λιόδεντρα. Η παρουσία τόσου κόσμου ξαφνικά στην Αιγιάλη επόμενο ήταν να κινητοποιήσει την κυρά Κατίνα η οποία μέχρι τότε διατηρούσε ένα μικρό καφενείο που εξυπηρετούσε τον κόσμο με απλά πράγματα, να ανοίξει το πρώτο, μαζί με το «Κοράλι», εστιατόριο στην Αιγιάλη. Λόγω δε των αντικειμενικών δυσκολιών που αντιμετώπιζε όλο το νησί με το ηλεκτρικό και τις προμήθειες, η κουζίνα της κυρά Κατίνας στηρίχθηκε μόνο στα τοπικά προϊόντα, από τα περιβόλια του Γιάννια και του Πονηρού στον Όρμο και τα κοπάδια των βοσκών καθώς και ψάρια από τα καίκια των ντόπιων ψαράδων κάτι που συνεχίζουν μέχρι σήμερα ο Παναγιώτης και ο Θανάσης. Τα περισσότερα φαγητά τότε τα έψηνε στον τοπικό φούρνο ενώ το ψυγείο λειτουργούσε με γεννήτρια και ο φωτισμός γίνονταν με ασετυλίνη. Στον εφοδιασμό του «Λιμανιού» αλλά και όλης της Αμοργού πρέπει να σημειώσουμε την προσφορά του «Σκοπελίτη», του σκάφους που έχει γράψει τη δική του ιστορία στις Μικρές Κυκλάδες καλύπτοντας όλες τις ανάγκες.

Η κυρά Κατίνα στην κουζίνα του "Λιμανιού" της
Το «Λιμάνι» δεν λειτούργησε όμως μόνο ως εστιατόριο εκείνα τα χρόνια για τους πρώτους τουρίστες στην Αιγιάλη, τους λεγόμενους χαϊδευτικά και «σαμαράδες» από τους ντόπιους γιατί πήγαιναν με το γνωστό σακίδιο στην πλάτη και το σλήπιγκ μπαγκ στη μασχάλη. Το εστιατόριο της κυρά Κατίνας ήταν το καταφύγιο τους εκτός από φαγητό και το πλύσιμό τους και την μπουγάδα τους καθώς και για άλλες ανάγκες υγιεινής. Σε τούτο ευθύνεται η κυρά Κατίνα ή οποία τους έβλεπε όλους σαν παιδιά της και τους φερόταν σαν μάνα. Έτσι της βγήκε και τα όνομα «mammy» κι έτσι την αποκαλούσαν οι περισσότεροι. «Πάμε στη mammy» έλεγαν και ο ρόλος αυτός της έδινε και το δικαίωμα να μαλώνει όποιους παραφέρονταν λιγάκι, να τους συμβουλεύει και ακόμα να τους κάνει και πίστωση αν ξέμειναν από χρήματα. Μέχρι την τελευταία δραχμή θυμάται ο Παναγιώτης εξοφλούσαν με επιταγές που έστελναν στην κυρά Κατίνα μόλις έφταναν στα σπίτια τους τα φρικιά εκείνης της εποχής που μαζεύονταν στην Αιγιάλη για τρεις εβδομάδες τον Αύγουστο.
Ο Αντώνης Νομικός έβαζε κι αυτός το χεράκι του στην κουζίνα.
Όντως εκείνα τα καλοκαίρια στην Αιγιάλη κρατούσαν μόνο τρεις εβδομάδες τον Αύγουστο καθώς ο κόσμος που την επισκέπτονταν, πήγαινε με το πρώτο πλοίο του Αυγούστου και έφευγε γύρω στις 25 του μήνα. Ελάχιστοι ήταν εκείνοι που παρέμειναν λίγες μέρες παραπάνω και φυσικά γινόταν μεγάλο γλέντι με τους ντόπιους όταν έφτανε η νύχτα της αποχώρησης. Στο «Λιμάνι» κάποια καλοκαίρια άραζαν και μουσικοί, όπως το πλήρωμα του ιστορικού για την Αιγιάλη εκείνης της εποχής καϊκιού «Αλδεβαράν», ο «Πατούχας», ο Χατζής, ο Κοροβιάννος, ο Παρτσακλός όλοι από τη Λειβαδιά και έπαιζαν κυρίως ρεμπέτικα καθώς τέτοια ήθελε το κοινό και απαιτούσε η εποχή βεβαίως. Έπαιζαν στα σκαλιά μπροστά από το «Λιμάνι» και γίνονταν χαμός ενώ δεν ήταν και λίγες οι φορές που έπαιζαν μέσα στο μαγαζί το οποίο στο μεταξύ είχε γίνει στέκι για πολλούς καλλιτέχνες που επισκέπτονταν την Αιγιάλη, όπως ο Μανώλης Ρασούλης, οι Κατσιμιχαίοι και άλλοι πολλοί.

Το λιμάνι στον Όρμο της Αιγιάλης
Σημείο αναφοράς για την Αιγιάλη λοιπόν είχε γίνει το «Λιμάνι» εκείνα τα χρόνια, σε βαθμό μάλιστα που έγινε σύνθημα για εκείνους που έφευγαν σαν τέλειωνε το καλοκαίρι και τους φώναζαν πριν επιβιβαστούν στο πλοίο αυτοί που έμειναν «Εσείς στην Αθήνα κι εμείς στην Κατίνα». Περιττό δε να ειπωθεί πως όλοι όσοι έρχονταν ή έφευγαν περνούσαν και αγκάλιαζαν και φιλούσαν την κυρά Κατίνα το «Λιμάνι» της οποίας θεωρούσαν σαν το σπίτι τους. Το γεγονός βέβαια υπήρξε και αφορμή για ποικίλα σχόλια, όταν λόγω της ανάπτυξης των δωματίων στον Όρμο, οι ντόπιοι άρχισαν να πιέζουν τους «σαμαράδες» να εγκαταλείψουν τα αρμυρίκια και την παραλία και να περάσουν στα δωμάτια. Έγιναν μάλιστα και κάποια επεισόδια και πολλοί ήταν αυτοί που στοχοποίησαν το «Λιμάνι» ως το κέντρο που έλκυε τους «σαμαράδες» και τα «φρικιά» της εποχής εκείνης. Εκείνη η εποχή πάει πέρασε και για την Αμοργό και άλλαξε ο κόσμος για όλες τις Κυκλάδες. Η ωραία ατμόσφαιρα όμως δεν άλλαξε καθόλου στην Αιγιάλη και στο «Λιμάνι» και ο Παναγιώτης με τον Θανάση συνεχίζουν την παράδοση της κυρά Κατίνας στην κουζίνα και βεβαίως στα ψαρικά για τα οποία φημίζεται καθώς προμηθεύονται ψάρια από τους ντόπιους ψαράδες. «Μέχρι πέρσι» λέει ο Παναγιώτης «τα καλά ψάρια δεν έφταναν. Τώρα λόγω κρίσης και του περιορισμού των Ελλήνων και των Ιταλών τουριστών που τα προτιμούσαν υπάρχουν σε αφθονία. Φέτος θα έχουμε μπαρμπούνια και τον Αύγουστο!».

Ο Παναγιώτης μας παρουσιάζει τα καλά του "Λιμανιού"
Το καινούργιο για το «Λιμάνι» είναι η ταϋλανδέζικη κουζίνα που προσφέρει κάθε Παρασκευή και τούτο οφείλεται στην Πούκη, την ταυλανδή γυναίκα του Θανάση η οποία έχει απόλυτα ενσωματωθεί στη κουζίνα του μαγαζιού αλλά καταφέρνει παράλληλα και μαγειρεύει εξαιρετικά και φαγητά της πατρίδας της, γεγονός που εκτιμάται ιδιαίτερα από τους ντόπιους και τους εργαζόμενους στην Αιγιάλη. Το ιδιαίτερο πάλι για το «Λιμάνι» είναι η προτίμηση που δείχνουν οι πελάτες, άλλοι να κάθονται στο στενό δρομάκι μπροστά από την είσοδο του μαγαζιού και πίσω από τον τοίχο της εκκλησίας του Αγίου Νικολάου για να χαζεύουν και την κίνηση και άλλοι να προτιμούν την ωραία βεράντα με τη θέα στον Όρμο.

Ο Παναγιώτης σερβίρει τον συνάδελφο Κώστα Σερέζη
Οι τοίχοι του «Λιμανιού» είναι γεμάτοι από έργα καλλιτεχνών, Ελλήνων και ξένων που πέρασαν ή έζησαν στην Αμοργό και εκεί έβρισκαν φιλόξενο χώρο να τα εκθέσουν και ορισμένοι μάλιστα . Το πιο σπουδαίο όμως είναι ότι το «Λιμάνι» είναι ένας χώρος, ο μοναδικός ίσως σε όλη την Αιγιάλη που μπορεί να μιλήσει για την ιστορία του τουρισμού στο νησί και τούτο γιατί ο Παναγιώτης με το Θανάση έδεσαν εκεί τη ζωή τους και συνέχισαν την παράδοση που ξεκίνησαν οι γονείς τους πριν από τριάντα χρόνια. Σημειώνουμε πως το «Λιμάνι» ανοίγει κάθε χρόνο μια εβδομάδα πριν το Πάσχα και κλείνει περί τα μέσα Οκτωβρίου. Εξαίρεση αποτελεί η γιορτή του Αγίου Νικολάου, στις 6 Δεκεμβρίου που ανοίγει για το μικρό πανηγυράκι και ο Παναγιώτης  στρώνει τραπέζι για τους ντόπιους και τους ξένους που θα τύχει να είναι εκεί αυτές τις ημέρες.

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Το αφιέρωμα στο "Λιμάνι της κυρά Κατίνας" δημοσιεύτηκε στο ένθετο περιοδικό "Σκάφος - Φουσκωτό" της εφημερίδας Έθνος τον Αύγουστο του 2012.

ΤΟ ΔΕΛΦΙΝΙ ΔΙΠΛΑ ΣΤΟΝ «ΣΚΟΠΕΛΙΤΗ»



Δεν υπάρχει καλύτερος οιωνός για το ξεκίνημα ενός ευχάριστου ταξιδιού από την εμφάνιση δελφινιών δίπλα στο πλοίο και είναι απείρως πιο γοητευτικό, όταν αυτό συμβαίνει δίπλα στον «Σκοπελίτη», το πλοίο μύθος των Μικρών Κυκλάδων.

Έτσι έγινε πριν από λίγες ημέρες, όταν μόλις άφησε το λιμάνι της Νάξου και πήρε δίπλα τις ακτές της πριν ανοιχτεί για την Ηρακλειά, βγήκε από τα γαλάζια νερά ένα μεγάλο δελφίνι, πήδηξε μια φορά ψηλά για να μας δείξει ότι ακολουθεί το πλοίο, χάθηκε στα βάθη και αφού έκανε ένα μεγάλο κύκλο στους βυθούς βγήκε πάλι στην επιφάνεια και άρχισε τα άλματα και τις βουτιές από αρκετή απόσταση λες ήθελε να μας δώσει χρόνο να πιάσουμε θέση στα παραπέτα να το δούμε και άφησε το μεγαλύτερο άλμα δίπλα ακριβώς από το πλοίο, στιγμή που όλοι ήταν έτοιμοι να «πιάσουν» με το φακό της μηχανής τους ή του τηλεφώνου την υπέροχη κίνηση του μεγάλου ψαριού και να έχουν να το θυμούνται.


Το γεγονός σημειώνεται ως εξαιρετικό για ένα ταξίδι στο Αιγαίο και οπωσδήποτε συμβαίνει συχνά αλλά γίνεται αντιληπτό από σκάφη του μεγέθους του «Σκοπελίτη» ή ανάλογα που διαθέτουν κατάστρωμα για την παρακολούθηση τέτοιων ωραίων στιγμών. Ασφαλώς κάτι τέτοιο δεν μπορεί να συμβεί όταν το ταξίδι γίνεται με τα λεγόμενα ταχύπλοα που με τις μεγάλες τους τουρμπίνες ταράζουν σε υπερβολικό βαθμό τα νερά και διώχνουν μακριά μικρά και μεγάλα ψάρια ενώ ο εγκλωβισμός των επιβατών σε θέσεις εκδρομικού λεωφορείου με τον αφόρητο κλιματισμό τους απομακρύνουν απ’ την αίσθηση του θαλασσινού ταξιδιού και των όποιων απρόοπτων που μπορούν να συμβούν σε αυτό…

ΑΘΗΝΑ, 08082017

ΤΗΣ ΦΘΟΡΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΣΥΝΕΧΕΙΑΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ


Κάθε πλάσμα χαίρεται τον Αύγουστο με τον δικό του τρόπο και απολαμβάνει τη χαρά της ζωής ενώ, όπως το καλεί η φύση του προσπαθεί, χωρίς αυτό να λογίζεται και υποχρέωση να δώσει δια του ερωτικού ζευγαρώματος συνέχεια στο είδος του. Ανεξάρτητα και αν αυτό σημαίνει και το σβήσιμό του από τον κόσμο τη νύχτα που θα ακολουθήσει. Όπως οι ωραίες πεταλούδες για παράδειγμα που τρυγούσαν προχθές το πρωί τους χυμούς από τις ανθισμένες άγριες βατουμουριές στο παρατημένο φράχτη δίπλα στο μικρό δρόμο και τις οποίες ενδέχεται να μην ξαναδούμε άλλη μέρα καθώς μοιράζονται τον αέρα που πετάνε με ένα σωρό άλλους φτερωτούς κυνηγούς και δεν το έχουν σε τίποτα να τις κάνουν μια χαψιά. Όχι γιατί δεν καταλαβαίνουν αυτοί από την ομορφιά του έρωτα αλλά στη φύση τους είναι να γεμίζουν το στομάχι τους για να μπορέσουν κι αυτοί να συνεχίσουν να υπάρχουν και να ομορφαίνουν αυτό το τεράστιο μωσαϊκό που λέγεται ζωντανός κόσμος… 
ΑΘΗΝΑ, 08082017