Πέμπτη 23 Δεκεμβρίου 2010

ΜΝΗΜΗ ΠΑΥΛΟΥ ΔΡΑΚΟΥ, ΤΟΥ ΠΑΤΡΙΩΤΗ


Δεν είναι η πρώτη φορά που νοιώθω πως τα Χριστούγεννα είναι η εισαγωγή για το πιο θλιβερό κλίμα της Πρωτοχρονιάς, όπου η σούμα της χρονιάς που πέρασε και τα σχέδια για την επόμενη είναι πάντα μια οδυνηρή δοκιμασία …

Φέτος τα πράγματα είναι σαφώς χειρότερα, καθώς η σούμα δεν περιλαμβάνει μόνο τη χρονιά που πέρασε αλλά και πολλά χρόνια πίσω για να βρεθεί η αιτία του κακού – το πώς δηλαδή φτάσαμε σήμερα εδώ που φτάσαμε και πουθενά δεν βλέπουμε ένα φωτάκι ελπίδας να βγούμε και να σωθούμε από τη φουρτούνα που βρεθήκαμε.

Δεν θα σταθώ σε αυτά τα πράγματα τούτη τη στιγμή γιατί μας βλέπω όλους μπροστά στον καθρέφτη να κοιτάζουμε το είδωλό μας και δεν μπορούμε να πιστέψουμε τι κάναμε. Γι’ αυτό θα μεταφέρω τις σκέψεις μου με μια σύντομη αναφορά στο Παύλο Δράκο (1916 – 2010) που πέταξε προχθές στους ουρανούς της πατρίδας για την οποία πολέμησε και έπαθε κρυοπαγήματα στο Αλβανικό μέτωπο και τις συνέπειες των οποίων κουβαλούσε όλη του ζωή. Ο Παύλος Δράκος είχε γεννηθεί στην Ανατολική Φραγκίστα Ευρυτανίας κι εκεί σαν γύρισε με σακατεμένα πόδια έζησε όλα τα χρόνια δουλεύοντας τη γη του, βόσκοντας το κοπάδι του και κάνοντας τίποτα μεροκάματα σαν έβρισκε να ζήσει την οικογένειά του.

Δεν έβγαλε ποτέ ένα αχ για τη ζωή και ας τον πόναγαν τα ποδάρια και τα είχε χειμώνα – καλοκαίρι τυλιγμένα με χοντρές μάλλινες κάλτσες. Έφυγε όμως με ένα παράπονο από την πατρίδα γιατί, 70 ολόκληρα χρόνια από τον πόλεμο και δώθε, κανένας από τους εκπροσώπους της, δεν χτύπησε την πόρτα του να τον ρωτήσει αν έχει κάποια ανάγκη. Είχε στείλει κι αυτός κάποτε τα χαρτιά του να πάρει μια σύνταξη αναπήρου όπως άλλοι παθόντες και ουδέποτε έλαβα απάντηση αλλά η φιλοπατρία του δεν του επέτρεψε να ασχοληθεί περισσότερο με το ζήτημα γιατί έχανε πολύτιμο χρόνο από τον αληθινό αγώνα της ζωής που μοιράστηκε με την κυρά Νίκη που μόνη της τον φρόντισε όσο μπορούσε το τελευταίο καιρό που τον πλάκωσαν οι βαριές αρρώστιες. Όσο και να τον κρατούσε γερά να μη φύγει, ο Δράκος της έφυγε χωρίς να γυρίσει τα μάτια του πίσω σε μακρινό ταξίδι..


ΑΘΗΝΑ, 23102016

Δευτέρα 20 Δεκεμβρίου 2010

ΜΙΑ ΕΟΡΤΑΣTΙΚΗ ΚΥΡΙΑΚΗ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ

Καινούργιο μοντελάκι από τους ανθρώπους αγάλματα χθες στην Ερμού, αλλά όπως δείχνει δεν έφερε γούρι στο κατάστημα…


Μια εορταστική Κυριακή πήγε να ζήσει χθες η Αθήνα, αλλά η εικόνα που είδαμε στους δρόμους ήταν σαν να είχε φορέσει κάτι μεταχειρισμένα από παλιότερες γιορτές που ξέθαψε από την ντουλάπα που τα είχε φυλαγμένα για στιγμές έκτακτης ανάγκης…

Κάπως έτσι είδα τα πράγματα σε μια περιδιάβαση μέσω Αθηνάς από την Ομόνοια στο Μοναστηράκι κι απ’ εκεί μέσω Ερμού στο Σύνταγμα και με κατάληξη την Ακαδημία. Κατ’ αρχάς έλειπε παντελώς η εορταστική διακόσμηση που έκανε άλλοτε ο Δήμος στους δρόμους και τις πλατείες για λόγους οικονομίας φυσικά αλλά και γιατί όπως κατάλαβα η προηγούμενη δημοτική αρχή (συμμορία Κακλαμάνη) τα παράτησε νύχτα κι έφυγε. Το γεγονός είναι κραυγαλέο και δυστυχώς δεν συγκίνησε ακόμα κανέναν εισαγγελέα.

Κόσμος πολύς γέμιζε τους δρόμους αλλά αμφιβάλλω αν όλοι αυτοί που πέρασαν και από τις πόρτες των καταστημάτων άφησαν και κανένα ευρώ στο ταμείο. Η οικονομική στενότητα φαίνονταν σε κάθε κίνησή και σε πολλών τα πρόσωπα και αναζήτηση της συμβατής με το πορτοφόλι λύσης, ήταν εμφανής σε όλους. Υποθέτω δε πως οι καταστηματάρχες θα έχουν καταγράψει τη χθεσινή Κυριακή από τις πιο μαύρες της ιστορίας κατά τα τελευταία 30 – 40 χρόνια και το γεγονός μου επιβεβαίωσαν δυο τρεις νόμιμοι μικροπωλητές (κάστανα, καρύδες) που γνωρίζω από εκείνη την εποχή και είναι οι μάρτυρες όλων των αλλαγών στον μεγαλύτερο και ακριβότερο εμπορικό δρόμο της πόλης.

Καθώς γνωρίζω την Ερμού από το 1980 (έκανα τότε τις εξωτερικές μεταφορές σε ένα υφασματάδικο τότε κι έτσι γνώρισα καλά το εμπορικά κέντρο) και δεν έχασα καμιά Κυριακή παραμονές Χριστουγέννων που είναι ανοιχτά τα καταστήματα. Έτσι το ιδιαίτερο που παρατήρησα χθες ήταν ότι λόγω των οικονομικών δυσκολιών ξαναφάνηκαν στο εμπορικό κέντρο κάποιοι συμπολίτες μας ψάχνοντας τα παλιά εμπορικά στους μικρούς πέριξ της Ερμού και Αγίου Μάρκου δρόμους αλλά μάταια, τα περισσότερα απ’ αυτά είχαν κλείσει καθώς όπως όλοι έχουμε δει, επί δυο δεκαετίες Κράτος και Δήμοι πάλευαν να διαλύσουν την τάξη των μικρομεσαίων εμπόρων της πόλης και τελικά τα κατάφεραν.

Τώρα που δυσκόλεψαν τα πράγματα και χρειάζονται πάλι τα μικρά καταστήματα όπου οι συναλλαγές συνδέονταν και με διαπροσωπικές σχέσεις δεν υπάρχουν και είναι αμφίβολο αν μπορέσουν σύντομα να ξαναγεννηθούν και να κυλήσουν τα πράγματα όπως παλιά…

Παρασκευή 17 Δεκεμβρίου 2010

ΦΑΙΝΟΜΕΝΑ ΤΗΣ ΕΠΟΜΕΝΗΣ ΗΜΕΡΑΣ


Βγήκα για λίγο χτες έξω στην πόλη για κάτι δουλειές που είχα να κάνω και αναγκαστικά, λόγω της απεργίας των ΜΜΜ, περπάτησα με τα πόδια τη διαδρομή στους δρόμους εκείνους που έγιναν τα προχθεσινά επεισόδια. Τίποτα, μα τίποτα, δεν θύμιζε κάτι, εκτός από ένα πανό των μοντέλων του ΑΣΚΤ που ξεχάστηκε κρεμασμένο στα κάγκελα του Πολυτεχνείου και τα σπασμένα μάρμαρα του αντιαισθητικού κικλιδώματος πάνω από το σταθμό του Μετρό στο Πανεπιστήμιο.

Τέτοια βιασύνη να καθαρίσουν τους δρόμους από τα μάρμαρα και τις πέτρες δεν θυμάμαι να έχει δείξει ποτέ ο Δήμος και φαντάζομαι το έκανε γιατί από χθες άνοιγε και επίσημα η εορταστική περίοδος για τα καταστήματα. Καλό και άγιο το βρίσκω και εκτιμώ την προσπάθεια που έκαναν οι αρμόδιες αρχές για να δούμε λιγάκι καθαρή την πόλη και να νιώσουμε έστω και φτωχότεροι πως έρχονται γιορτές και στην Αθήνα.

Εκείνο όμως που μου έκανε εντύπωση είναι ότι με την ευκαιρία της επίθεσης στο κτίριο της ΓΣΕΕ οι αστυνομικές δυνάμεις επέκτειναν τον τομέα της μόνιμης περιφρούρησης και πέραν των συνόρων των Εξαρχείων προς Πατησίων μεριά. Έτσι όποιος κινείται με το τρόλευ στο άξονα της Πατησίων – Ακαδημίας θα βλέπει υποχρεωτικά πλέον ομάδες ένστολων φρουρών με όλα όσα φοράνε πάνω τους, από την πλατεία Αιγύπτου μέχρι την Ιπποκράτους και το γεγονός σαφώς και μειώνει σε πολλά τη ζωή της πόλης, ανεξάρτητα αν είναι μέρες εορτών ή όχι.

Η παρουσία όμως των αστυνομικών δυνάμεων στην περιοχή και ιδιαίτερα μιας ομάδας στον αισχρό και πρεζόδρομο ανάμεσα στο Πολυτεχνείο και στο Μουσείο είχε ως συνέπεια την εξαφάνιση από εκεί των δεκάδων εξαθλιωμένων χρηστών ναρκωτικών και των διαφόρων επιτηδευματιών που ζούν από την κατάντια αυτών των ανθρώπων.

Δεν αναζήτησα που πήγαν αυτοί οι άνθρωποι αλλά είμαι βέβαιος πως μετακινήθηκαν σε κάποια άλλη πιάτσα προς τα Εξάρχεια ή τη Βάθη όπου δεν θα φαίνονται για λίγες μέρες., όπως οι πέτρες και οι καμένοι κάδοι απορριμμάτων και χαλάνε την εορταστική ατμόσφαιρα και οι οποίοι φαντάζομαι, μόλις χαλαρώσουν λιγάκι τα μέτρα θα επιστρέψουν στη θέση τους γιατί για αυτούς λύση καμία δεν φαίνεται να υπάρχει..

ΥΓ. Δεν νομίζω πως υπάρχουν πιο ανθεκτικοί άνθρωποι στα δακρυγόνα και τα χημικά από τους εγκατεστημένους στα Προπύλαια Αφγανούς και Ιρανούς πρόσφυγες και τους χρήστες των ναρκωτικών στον πρεζόδρομο. Είναι οι μόνοι άνθρωποι στην πόλη που έζησαν ώρες μέσα στους καπνούς και στα χημικά και δεν κουνήθηκαν ούτε ένα από το πόστο τους.

Πέμπτη 16 Δεκεμβρίου 2010

ΠΩΣ ΕΞΑΦΑΝΙΖΟΝΤΑΙ ΤΑ ΣΚΟΥΠΙΔΙΑ


Είναι συνηθισμένο φαινόμενο σε περιπτώσεις συγκρούσεων διαδηλωτών με την αστυνομία οι κάδοι των σκουπιδιών να χρησιμοποιούνται σαν πρόχειρα οδοφράγματα και τις περισσότερες φορές να καίγονται μαζί με το περιεχόμενό τους. Η φωτιά μπορεί να παράγει πολύ καπνό αλλά με αυτό τον τρόπο είναι γνωστό πως εξουδετερώνονται τα δακρυγόνα.

Είναι φορές λοιπόν που γίνονται αυτά τα πράγματα, αλλά νωρίτερα από τα επεισόδια μπορεί να έχει περάσει η υπηρεσία του καθαριότητας του Δήμου και οι κάδοι να είναι άδειοι κι έτσι δύσκολα παίρνουν φωτιά.


Χθες λοιπόν όλοι οι κεντρικοί δρόμοι της Αθήνας, από το Σύνταγμα ως την συμβολή Πατησίων και Αλεξάνδρας έμοιαζαν με τη Ρώμη που καιγόταν για χάρη του Νέρωνα. Και τούτο γιατί όχι μόνο οι κάδοι αλλά και όλα τα πεζοδρόμια μπροστά στα καταστήματα ήταν γεμάτα από λογής σκουπίδια και ιδιαίτερα με άδεια κιβώτια εμπορευμάτων που προορίζονταν για τη χριστουγεννιάτικη αγορά. Μέχρι ένας παλιός καναπές πρόσεξα ότι ήταν πεταμένος μπροστά στα ΕΛΤΑ στα Χαυτεία!


Όλα αυτά ήταν εύκολο να αρπάξουν φωτιά είτε για την ίδια την πράξη αλλά καθώς πολλοί γνωρίζουν τη δράση της κατά των δακρυγόνων, έπαιρναν την πρωτοβουλία και την άναβαν. Έτσι όσοι βρίσκονταν έξω μπορεί να ανέπνεαν μαύρο καπνό από καμένα πλαστικά, χαρτιά και σκουπίδια αλλά από το μάτι τους δεν έτρεχε ούτε ένα δάκρυ χάρη στην απεργία των υπαλλήλων καθαριότητας του Δήμου που σχεδόν ξεχάσαμε πότε άρχισε και είναι άδηλο επίσης πότε πρόκειται να τελειώσει…

ΠΩΣ ΠΡΟΚΑΛΟΥΣΑΝ ΟΙ «ΚΑΓΚΟΥΡΕΣ»


Η παρουσία των ένστολων αστυνομικών χθες στην πλατεία Κλαυθμώνος και τους γύρω απ’αυτήν δρόμους ήταν ιδιαίτερα μεγάλη και προκλητική απέναντι στους διαδηλωτές που εξαιτίας των επεισοδίων που γίνονταν στο Σύνταγμα και στην Πανεπιστημίου, υποχρεώθηκαν να γυρίσουν πίσω και να πορευτούν ανάποδα τη Σταδίου προς την Ομόνοια.

Στον πεζόδρομο της Κοραή, κολλημένες στους τοίχους των τραπεζών για να προφυλάσονται από τις πέτρες που πετούσαν από τα Προπύλαια οι συγκεντρωμένοι είχαν παραταχθεί δυο διμοιρίες ΜΑΤ, μπροστά στις στάσεις της Σταδίου ήταν μια ομάδα από τους εποχούμενους οι οποίοι έχω ακούσει να καλούνται και «κάγκουρες» και σε μια άκρη της πλατείας ήταν μια άλλη ομάδα νέων ως φαίνεται αστυνομικών με μπλε στολές και εξάρτηση ΜΑΤ κι εκεί που η Δραγατσανίου ακουμπά τους Αγίους Θεοδώρους το δρόμο είχαν κλείσει τρία – τέσσερα περιπολικά.

Καθώς λοιπόν περνούσε μπροστά από τους «κάγκουρες» μια μεγάλη ομάδα διαδηλωτών από κάποιο σωματείο αυτοί έβαλαν μπροστά τις σειρήνες των μηχανών και αναβόσβηναν τα φώτα και κοιτούσαν τους δακρυσμένους και πασαλειμμένους με Maalox ανθρώπους με ιδιαίτερη πρόκληση, τέτοια που έκανε κάποιους θαρραλέους να τους βάλουν τις φωνές.

Τίποτα αυτοί, συνέχισαν δυνατότερα το χαβά της πρόκλησης και μόνο σαν όλοι διαδηλωτές (άνθρωποι της δουλειάς, γυναίκες διαφόρων ηλικιών και αρκετά παιδιά ανάμεσά τους) άρχισαν να φωνάζουν ρυθμικά το γνωστό σύνθημα […] χωρίς να δείχνουν πως τρομάζουν από το ύφος τους, μαζεύτηκαν κάπως οι «κάγκουρες» και στα γρήγορα καβάλησαν τα μηχανάκια τους και σπινιάρωντας με ιδιαίτερα προκλητικό τρόπο προσποιούμενοι πως θα έπεφταν πάνω στους διαδηλωτές, έστριψαν απότομα τη Δραγατσανίου φεύγοντας προς τα κάτω έτσι ανάσανε λιγάκι η πλατεία.

Το γεγονός να προκαλούν με αυτό τον τρόπο οι αστυνομικοί τους ειρηνικούς διαδηλωτές νομίζω πως είναι πρωτόφαντο σε τέτοιες περιπτώσεις και πιθανόν να είναι η αρχή μιας διαφορετικής αντιμετώπισης των πολιτών εκ μέρους τους η οποία δεν προδικάζει τίποτα το ευχάριστο στο εγγύς και δύσκολο για όλους μας μέλλον.



Στην απέναντι από τους «κάγκουρες» γωνία όπου η Εμπορική Τράπεζα ήταν κολλημένοι στον τοίχο ορισμένοι άντρες της ΥΜΕΤ με τα μπλε και όπως ήταν ζαρωμένοι δίπλα στο ΑΤΜ με οδήγησε στη σκέψη του αγνώστου που φώναξε για πρώτη φορά το σύνθημα «Τρεις και μια παίρνετε και τον κόσμο δέρνετε…». Φαντάζομαι πως κι αυτός αν τους έβλεπε έτσι, θα χαίρονταν ακόμη μια φορά για την επιβεβαίωση του συνθήματος!

ΣΥΜΠΤΩΣΕΙΣ ΜΕ ΙΔΙΑΙΤΕΡΟ ΝΟΗΜΑ…


Στην οδό Κοραή γνωρίζουμε όσοι περπατάμε σωστά αυτή την πόλη πως φυσάει πάντα καθώς σε αυτή βρίσκουν διέξοδο και περνάνε τα χαμηλά στρώματα του αέρα από το Λυκαβηττό προς τις γειτονιές του πεθαμένου πλέον εμπορικού κέντρου της Αθήνας. Είναι δε στιγμές που ακόμα και το καλοκαίρι όταν φυσάει βοριαδάκι όποιος καθίσει εκεί να χρειάζεται κάτι επάνω στις πλάτες του να μην πουντιάσει.

Γνωρίζουμε επίσης πως όταν γίνεται χρήση χημικών από την Αστυνομία το αεράκι που προαναφέραμε τα περνάει γρήγορα και διαλύονται στον ανοιχτό χώρο της πλατείας Κλαυθμώνος και γι’ αυτό πολλοί καθόμαστε εκεί να παρακολουθήσουμε τα γεγονότα.

Το ιδιαίτερο αυτό κλιματολογικό φαινόμενο είχε ακυρωθεί εξαιτίας της βαριάς νέφωσης που είχε πλακώσει την πόλη και την υγρασία που βάραινε τα αέρια και κόλλησαν στον αέρα. Έτσι έμειναν μόνες τους οι διμοιρίες των ΜΑΤ με τις αντιασφυξιογόνες μάσκες να φυλάνε τις διπλοασφαλισμένες τράπεζες που οι προσόψεις έγιναν πάλι σήμερα ο πιο εύγλωττος πίνακας ανακοινώσεων διαμαρτυρίας και συνθημάτων που αν καμιά φορά σε θέλει η τύχη του φακού, γλυτώνεις από τον κόπο να γράφεις και λεζάντες…

ΤΑ ΜΑΤ ΦΥΛΑΝΕ ΤΟΝ ΧΑΡΙΛΑΟ ΤΡΙΚΟΥΠΗ


Δεν ξέρω ποιος εφιάλτης της ιστορίας ή υπηρεσιακή ανησυχία οδήγησε σήμερα τα ΜΑΤ να παραταχθούν μπροστά στο κτίριο της Παλιάς Βουλής και να σταθούν κάτω από το άγαλμα του Χαριλάου Τρικούπη, του πρωθυπουργού που πριν ένα αιώνα και κάτι βγήκε και είπε με θάρρος στον ελληνικό λαό το πικρό: «Δυστυχώς επτωχεύσαμεν»…

Πρώτη φορά συμβαίνει αυτό σε διαδήλωση και είναι ενδεικτικό του πλήθους των ένστολων αστυνομικών που αναπτύχθηκαν γύρω από στην πορεία και με πολύ άγριες διαθέσεις μάλιστα, γεγονός που φάνηκε περίτρανα με ότι ακολούθησε μετά.

Η συγκεκριμένη διμοιρία βγήκε ξαφνικά από Κολοκοτρώνη τη στιγμή που άρχισαν τα επεισόδια στο Σύνταγμα και οι διαδηλωτές με άρχισαν να κατηφορίζουν βιαστικά και με δάκρυα στα μάτια προς τους δρόμους του εμπορικού κέντρου και την συνάντησαν μπροστά τους. Ως είναι φυσικό ακολούθησε γιουχάρισμα των αστυνομικών που για μια στιγμή έκαναν μεταβολή και πρότειναν απειλητικά τα εργαλεία που ρίχνουν τα χημικά. Δεν πάτησαν όμως τη σκανδάλη γιατί ήταν μάταιο αφού ήδη είχε πήξει ο αέρας απ’ αυτά.

Σημειωτέον, η χρήση δακρυγόνων έγινε στο Σύνταγμα, -ούτε καν τους κρότους δεν ακούγαμε στην πλατεία Κολοκοτρώνη- αλλά πλημμύρισαν αμέσως τον αέρα και κόλλαγαν στα μάτια και στα ρούχα. Κάποιοι προνοητικοί (από μπλοκ σωματείου εργαζομένων) είχαν μαζί τους Maalox και μοίραζαν στον κόσμο που έφευγε για να γλυτώσει γιουχάροντας τους αστυνομικούς που φύλαγαν τον μαρμαρωμένο πρωθυπουργό.

ΑΘΗΝΑ 15/12/2010

Τρίτη 14 Δεκεμβρίου 2010

ΣΤΟΝ ΑΕΤΟ ΤΟ ΚΑΛΥΤΕΡΟ ΤΣΑΙ


Δεν περίμενα πως η χθεσινή ανάρτηση για το τσάι από το Βελούχι και το μέλι από την Ανατολική Φραγκίστα θα ήταν η αφορμή να ξεκινήσει ένας διάλογος για το ποιο βουνό βγάζει το καλύτερο. Άλλος έλεγε για τα Άγραφα, άλλος για την Οίτη, το Γράμμο, τα Τζουμέρκα. Τέτοιος τοπικισμός για ένα χορτάρι!!!

Δεν διαφωνώ με κανέναν ότι το βουνό που σκεπάζει την μικρή του πατρίδα βγάζει το καλύτερο τσάι σε όλη την Ελλάδα και πως αυτό έχει πιο θαυματουργές ιδιότητες από κάθε άλλο που φυτρώνει ακόμα και στο απέναντι βουνό. Αυτό όμως που έχω να πω είναι ότι σχεδόν κανένας ή καμία απ’ όσους μιλήσαμε δεν ξέρω να πήρε ένα πρωί το μονοπάτι που ανεβάζει στο βουνό για να μαζέψει αλλά περίμενε κάποιον από το χωριό να του φέρει ή αγόρασε από τους πάγκους που στήνουν δίπλα στο δρόμο τα καλοκαίρια οι συλλέκτες.

Από πλευράς μου μπορώ να πω πως το καλύτερο τσάι το βγάζει ο Αετός, το σκληρό βουνό πάνω από το ομώνυμο χωριό της Διευρυμένης Κοινότητας Νεράιδας Τρικάλων στον μέσο Αχελώο. Μπορεί να μην αξιώθηκα φέτος να μαζέψω τσάι αλλά το περπάτησα σπιθαμή τη σπιθαμή τον Αύγουστο του 2005 και θυμάμαι πως ευωδίαζε απ’ αυτό όλος ο τόπος.

Έτσι λοιπόν λέω πως το καλύτερο είναι αυτό που μάζεψε φέτος στα μέσα του Ιούλη ο Πάνος Τσάκαλος (στη φωτογραφία την ώρα του αρμαθιάσματος μαζί με ένα συγχωριανό του) και από το οποίο, τιμής ένεκεν πήρα δυο χεριές και τους θυμάμαι όταν το βράζω.

Μην ακούτε λοιπόν κανέναν, άμα είναι ώριμο το τσάι, απ’ όποιο βουνό και να προέρχεται είναι καλό αλλά όπως κατάλαβα ακριβότερο από τον καφέ και δεν σηκώνει και πολλά τσιγάρα. Α, να προσέχετε επίσης όταν το αγοράζεται γιατί το πραγματικό τσάι του βουνού είναι λίγο και πολλοί πουλάνε αντί γι’ αυτό ένα άλλο είδος που καλλιεργούν ακόμη και στον κάμπο αλλά υστερεί σε πολλά απ’ αυτό των κορυφών.

Δευτέρα 13 Δεκεμβρίου 2010

ΤΑ ΠΗΓΑΔΙΑ ΤΟΥ ΑΣΦΟΝΤΥΛΙΤΗ


Τι θα ήταν ο Ασφοντυλίτης αν δεν υπήρχαν στα σύνορα του οικισμού τα πηγάδια με το πολύ καλό νερό; Ένας ξερότοπος όπως τα διπλανά σε αυτόν σημεία που οι άνθρωποι θα έπρεπε να φτιάξουν τέτοια συστήματα που να μαζεύουν το βρόχινο νερό σε στέρνες να ξεδιψάνε αυτοί και τα ζωντανά τους. Και τούτο θα γίνονταν βέβαια αν λειτουργούσε καλά ο καιρός και δεν τύχαιναν τίποτε παρατεταμένες ξηρασίες που θα στέγνωναν τον τόπο.

Στον Ασφοντυλίτη λοιπόν υπήρχε νερό και αυτό ήταν η αιτία που μάζεψε τον οικισμό κοντά του. Επί πλέον, τα πηγάδια ήταν και η αφορμή να περάσει δίπλα τους και η μεγάλη στράτα που συνέδεε την Αιγιάλη με τη Χώρα, τα Κατάπολα, το μοναστήρι και την Κάτω μεριά. Εξετάζοντας βέβαια κάποιος τη χάραξη της στράτας παρατηρεί πως δεν υπήρχε ποιο εύκολο σημείο να περάσει και ας μην ήταν τα πηγάδια εκεί.

Ανέκαθεν λοιπόν έβγαζε ένα νερό λοιπόν εκεί και το σημείο αποτελούσε ένα πόλο έλξης για τα λογής ζωντανά του νησιού και γύρω του θα είχε αναπτυχθεί μια δυνατή συστάδα δέντρων και θάμνων και ενδεχομένως ο άνθρωπος παραφύλαγε εκεί να πιάσει τα διψασμένα ζωντανά.

Πότε όμως προχώρησε ο άνθρωπος στο άνοιγμα των πηγαδιών κανένας πάλι δεν ξέρει όπως και κανένας πάλι δεν γνωρίζει αν η διάνοιξη έγινε άπαξ η κατά καιρούς για λόγους πιθανόν ξηρασίας ή ανομβρίας.

Για την καλή λειτουργία όμως των πηγαδιών μια φορά το έτος κατέβαιναν και τα καθάριζαν από τα χόρτα που έπεφταν μέσα και από τη λάσπη που μάζευε το πηγάδι από τη σκόνη και τα χώματα.

Μέχρι πριν η λειτουργία κάθε αγροτικής δραστηριότητας υποκατασταθεί από μηχανές, η άντληση του νερού γινόταν με κουβάδες και το πότισμα των ζωντανών σε γούρνες που σκαφτεί στις πέτρες και το πλήθος αυτών διασκορπισμένο γύρω από τα πηγάδια δηλώνει κάπως και τον μεγάλο αριθμό των ζωντανών της περιοχής που ξεδιψούσαν εκεί.

Μέχρι κάποια εποχή τα πηγάδια ήταν ανοιχτά και πολλές φορές κάποια ζωντανά έπεφταν μέσα και πνίγονταν αλλά σήμερα είναι καλυμμένα με ασφαλή πλαίσια για να τα κρατάνε καθαρά και να αποφεύγονται τυχόν ατυχήματα. Τελευταία μάλιστα έτυχαν και μιας προσεγμένης επισκευής και φροντίδας στο εξωτερικό τους μέρος και αποτελούν πάλι τα στολίδια του Ασφοντυλίτη.

Η ΨΕΥΔΑΙΣΘΗΣΗ ΤΗΣ ΛΙΑΚΑΔΑΣ


Δεν είδα ακόμη τι καιρός κάνει σήμερα στην πόλη που τούτη την εβδομάδα, θα ζήσει όπως όλοι καταλαβαίνουμε, ένα πρωτοφανές απεργιακό κλίμα εξαιτίας των παλαιών αλλά και των νέων μέτρων που θα πάρει σήμερα – αύριο η κυβέρνηση με την ψήφιση του σαρωτικού, για τα εργασιακά αλλά και άλλα δικαιώματα πολυνομοσχεδίου που θα αλλάξουν ακόμα προς το χειρότερο τα πράγματα στη ζωή μας.

Για να μην μας πάρει όμως εντελώς από κάτω με όσα ακούμε και απ’ όσα μέλει να ζήσουμε σε αυτό τον άμοιρο τόπο, ας σχολιάσουμε τα πράγματα με τη βοήθεια μιας φωτεινής φωτογραφίας που δημιουργεί την ψευδαίσθηση της λιακάδας, στην πρόσοψη ενός γυάλινου κτιρίου στο αριστερό, όπως κατεβαίνουμε την Πανεπιστημίου πεζοδρόμιο.

Ήταν χθες το μεσημεράκι που ξύριζε ο βοριάς την Αθήνα και όπως κατέβαινε να δύσει προς Σαλαμίνα μεριά, έριχνε πλάγια τις ακτίνες του στο Λυκαβηττό και φώτιζε λαμπρά τους εφέστιους θεούς που κοσμούν τον ουρανό πάνω από την Ακαδημία Αθηνών. Αυτή τη χειμωνιάτικη αιθρία που σε άλλες στιγμές θα τη χαιρόμασταν με άλλο τρόπο, «έκλεψε» η γυάλινη επιφάνεια τη κτιρίου και ώσπου να κρυφτεί ο ήλιος λειτούργησε ως είδωλο των προαναφερόμενων στοιχείων της πόλης.

Έτσι όπως ακριβώς λειτούργησαν και ένα σωρό άλλα πράγματα τα τελευταία χρόνια στη ζωή μας και αντί την αληθινή ζωή, βλέπαμε το λαμπερό είδωλό της και συμπεριφερόμασταν ανάλογα. Και τώρα που χαμήλωσαν τα φώτα, έκπληκτοι, όπως την ψεύτικη λιακάδα στο γυάλινο κτίριο, ανακαλύπτουμε πως ήταν μια ψευδαίσθηση και το τίμημά της καλούμαστε να πληρώσουμε ακριβά και πολύ βαρύ τόκο…

Κυριακή 12 Δεκεμβρίου 2010

ΜΙΑ ΘΕΣΗ ΣΤΗ ΛΙΑΚΑΔΑ


«Ήλιο με δόντια» -όπως λένε την ηλιόλουστη χειμωνιάτικη ημέρα που φυσάει βοριάς και επιβάλει παλτό και καπέλο- είχε καιρό να δει η Αθήνα εξαιτίας των εμφανών πλέον κλιματολογικών αλλαγών που επικρατούν τα τελευταία χρόνια. Αν δε κρίνω από την κίνηση της οδού Πανεπιστημίου που παρακολούθησα για αρκετές ώρες σήμερα από την είσοδο της Ακαδημίας Αθηνών, το εξαιρετικό για την υγεία των κατοίκων της βρωμερής πρωτεύουσας των σκουπιδιών φαινόμενο, δεν νομίζω πως τιμήθηκε αναλόγως, καθώς ελάχιστος κόσμος κυκλοφορούσε και αυτός από την δεξιά, προσηλιακή πλευρά της.

Οι περισσότεροι ως γίνεται κάθε Κυριακή εξάλλου, ήταν αλλοδαποί που εργάζονται στην Ελλάδα και οι οποίοι συνηθίζουν να δίνουν το ραντεβού τους στους ανοιχτούς χώρους και τα παγκάκια του νεοκλασικού συνόλου (Βιβλιοθήκη, Προπύλαια, Πανεπιστήμιο, Ακαδημία) και παράλληλα να κάνουν τις αγορές τους από τους διάφορους πωλητές που απλώνουν κατά μήκος των πεζοδρομίων την απίστευτη πραμάτεια τους. Απ’ αυτούς όμως δεν υπήρχε κανένας εκεί σήμερα – αντιθέτως ισχυρή ήταν η παρουσία των αστυνομικών δυνάμεων (προσοχή όχι της Δημοτικής Αστυνομίας) που προφανώς είχαν ως στόχο να μην επιτρέψουν σε κανέναν να καταλάβει ούτε πόντο από τα πεζοδρόμια κοντά στις εισόδους του μετρό.

Έτσι λοιπόν καθώς η πιάτσα ήταν λόγω «ανωτέρας δύναμης» κλειστή, ημεδαποί και αλλοδαποί έπιασαν τα προσήλια μαρμαρένια σκαλιά κοντά στους τοίχους που έκοβαν το βοριά και απλώθηκαν να απολαύσουν ένα ήλιο χειμωνιάτικο χωρίς κανένα κόστος. Η σκηνή θύμισε μια άλλη εποχή πριν από πολλά χρόνια, τότε που οι ελάχιστες δραχμές που κυκλοφορούσαν βοηθούσαν με τον πικρό τρόπο τους βέβαια, να κυλάει κάπως γλυκά το απόγευμα της Κυριακής προς το ξημέρωμα της Δευτέρας που θα άρχιζε πάλι ο αγώνας της επιβίωσης με την ελπίδα πως ο ήλιος θα ανέτειλε, το ίδιο ζεστός για όλους…

Σάββατο 11 Δεκεμβρίου 2010

ΤΑ ΧΩΡΑΦΙΑ ΤΗΣ ΠΕΤΡΑΣ


Είναι αγώνας ζωής να βγάλεις από ένα τόπο τις πέτρες και να κάνεις σε αυτό το μέρος χωράφι τέτοιο που να μπορεί να χωθεί μια παλάμη βαθιά στο χώμα το υνί για να μπορέσει να κρυφτεί ο σπόρος, να βλαστήσει, να ρίξει τέτοιες ρίζες που να μπορούν να το κρατούν όρθιο όταν φυτρώσει.

Δεν γνωρίζουμε πότε άρχισαν οι άνθρωποι να βγάζουν τις πέτρες από το έδαφος και να φτιάχνουν χωράφια στον Ασφοντυλίτη. Σίγουρα από την αυγή της εγκατοίκησης του ανθρώπου στις Κυκλάδες και την εξέλιξη της γεωργίας κάποιοι από τους προπάτορες, με τα χέρια στην αρχή, με λίθινες αξίνες και ξύλινους μοχλούς κατόπιν, άρχισαν να βγάζουν τις πέτρες από τη γη, να τις σπρώχνουν να παραμερίσουν με πολύ κόπο και ιδρώτα να τις ανεβάσουν και να τις στεριώσουν σε τοίχους ξερολιθιές.

Έτσι δημιούργησαν τα πρώτα χωραφάκια και αυτά που βλέπουμε σήμερα δεν είναι παρά η συνέχειά τους. συνέχεια που έγινε εφικτή χάρη στο διαρκή αγώνα των ανθρώπων με τις πέτρες που κυριολεκτικά παραφύλαγαν κάτω από το λιγοστό χώμα να βγουν πάλι στην επιφάνεια και στο φως. Κάθε δυνατή μπόρα ήταν μια ευκαιρία γι’ αυτές να ανέβουν λίγο παραπάνω καθώς το νερό έπαιρνε το χώμα που τις σκέπαζε.

Η προφύλαξη των χωραφιών από το νερό ήταν ένας άλλος αγώνας που έδινε ο κάθε νοικοκύρης όλο το χρόνο με αυλάκια που έδιωχναν το νερό που περίσσευε στο παρακείμενο λαγκάδι της πλαγιάς με τρόπο τέτοιο που να μη παρασύρει και το χώμα. Τούτη η τέχνη δεν ήταν καθόλου εύκολη και είχε αποτέλεσμα μόνο αν υπήρχε συνεννόηση με τους γείτονες στα χωράφια.

Τώρα στον Ασφοντυλίτη δεν υπάρχουν οι παλιοί νοικοκυραίοι που να καλλιεργούν όπως τα περασμένα χρόνια τα χωράφια και από αυτά να περιμένουν να ζήσουν, αξιοποιώντας το παραμικρό τμήμα γης και εκμεταλλευόμενοι και την πιο μικρή σταγόνα της βροχής και δεν άφηναν να πάει χαμένο ούτε το παραμικρό χορταράκι που φύτρωνε εκεί

Κάποια χωράφια, όπως αυτά που βρίσκονται ακριβώς δίπλα από το δρόμο του οικισμού και κάτω από τα πηγάδια που το χώμα τους είναι αρκετά βαθύ και τούτο εύγλωττα μας δηλώνει πως για αιώνες γίνονταν το ξεψάχνισμα αυτής της γης από τις πέτρες και τα οποία είναι προσπελάσιμα στα μηχανήματα, οργώνονται και σπέρνονται, αλλά η σοδειά τους δεν φτάνει ποτέ στο θερισμό γιατί απλά προορίζονται μόνο για χλωρή βοσκή των ζωντανών. Έτσι ενώ συνεχίζεται το όργωμα με καινούργια μέσα ο θερισμός κοντεύει να ξεχαστεί.

Έπειτα, οι σπόροι που έβαζαν παλιά στα χωράφια, σπόροι που επί αιώνες εξελίχθηκαν και προσαρμόστηκαν στο κλίμα αλλά και στο έδαφος των Κυκλάδων έχουν χαθεί γιατί κρίθηκαν κάποτε αντιπαραγωγικοί και αντικαταστάθηκαν από άλλους που είχαν μεγαλύτερη σοδειά αλλά είχαν άλλες ανάγκες για να καρπίσουν και να αντέξουν στα λιθοχώραφα.

Έτσι αν χρειαστεί να αρχίσει πάλι από την αρχή η καλλιέργεια στα νησιά θα πρέπει οι άνθρωποι οι οποίοι θα το τολμήσουν, είτε από συνέπεια προς τον τόπο τους είτε από ανάγκη, θα πρέπει να βγάλουν πάλι τις πέτρες που πλημμύρισαν τα χωράφια, να φτιάξουν τα χτιά και τις ξερολιθιές, να καθαρίσουν τα αυλάκια και τις στέρνες και βεβαίως να περάσουν πολλά –άγνωστο πόσα- χρόνια μέχρι να αποκτήσει πάλι ο σπόρος τη γόνιμη σχέση που είχε με το χώμα και τον καιρό.

ΑΜΟΡΓΟΣ, 11122010

Παρασκευή 10 Δεκεμβρίου 2010

ΜΕ ΤΟΝ ΤΡΟΠΟ ΤΟΥ ΚΟΡΥΔΑΛΛΟΥ


Οι πέρδικες είναι μαθημένες να ζουν ανάμεσα στις πέτρες – αυτός εξάλλου είναι και ο βιότοπός τους που τους προσφέρει κυρίως προστασία για τη φωλιά τους και τροφή από τους σπόρους των φυτών που φυτρώνουν ανάμεσά τους.


Το ίδιο ισχύει κατά πως και με τους κορυδαλλούς, αλλά τούτοι οι πρίγκιπες των πτερωτών την περισσότερη ζωή τους την περνάνε μέσα στους αγρούς και είναι από το γένος των πουλιών τα πρώτα απ’ όλα που χαιρετούσαν το πρωί τον ξωμάχο σαν φαίνονταν να πηγαίνει στο χωράφι και τα τελευταία που τον κατευώδοναν το σούρουπο σαν γύριζε σπίτι.

Οι πέρδικες είναι από τα πιο διακριτικά πουλιά και κοιτάζουν γύρω τους μόνο όταν είναι στη φωλιά τους μήπως και δεχθούν κανένα απρόοπτο επισκέπτη και φυσικά όταν βγαίνουν να βοσκήσουν μη και τις παραμονεύει κανένας εχθρός.

Οι κορυδαλλοί είναι και αυτοί πολύ ευγενείς αλλά καθώς όλη την ημέρα πετάνε γύρω και μέσα στο χωράφι που παλεύει ο ξωμάχος, πότε σκάβοντας, πότε καθαρίζοντάς το από τις πέτρες και πότε θερίζοντας εύκολα, θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν ως αδιάκριτοι. Θα ήταν όμως εντελώς άδικος ένας τέτοιος χαρακτηρισμός για το όμορφο αυτά πουλιά γιατί το ενδιαφέρον τους δεν είναι αυτό που λέμε, αλλά πηγάζει από άλλες αιτίες και γι’ αυτό δίνει ιδιαίτερη προσοχή στον ξωμάχο.

Γιατί οι κορυδαλλοί ξέρουν πολύ καλά πως ο άνθρωπος είναι αυτός που ήρθε κάποτε και καθάρισε τον τόπο από τις πέτρες κι έφτιαξε χωράφι όπου έσπειρε σιτάρι και κριθάρι να ζήσει την οικογένειά του και κοντά σ’ αυτόν έπαιρναν και τα πουλιά το μερίδιό τους. Όχι πως δεν έβρισκαν και πριν να φάνε οι κορυδαλλοί, αλλά όπως και να έχει με την οργάνωση που έβαλε ο άνθρωπος βελτιώθηκε κάπως και αυτών η ζωή και δεν ήταν πια υποχρεωμένοι να ψάχνουν στις ερημιές για σπόρους.

Γι’ αυτό λοιπόν και δείχνουν τέτοιο ενδιαφέρον για τον άνθρωπο. Από το πρωί ως το βράδυ δεν τον αφήνουν ούτε μια στιγμή από τα μάτια τους πετώντας με θάρρος από τον ένα τοίχο στον άλλο και αποσύρονται και αυτοί στις φωλιές τους σαν τον δουν να μαζεύει τα εργαλεία του και να φεύγει.

Έτσι γίνονταν μέχρι πριν από λίγα χρόνια και στον Ασφοντυλίτη τα χωράφια του οποίου ήταν ιδιαίτερα αποδοτικά σε σχέση με άλλες γειτονικές περιοχές και αυτά που είχαν οι κάτοικοι του Ποταμού κοντά στο χωριό όπου το όργωμα ήταν ιδιαίτερα δύσκολο εξαιτίας της στενότητας του χώρου ανάμεσα στις ξερολιθιές. Εδώ οι άνθρωποι συνέχισαν να οργώνουν με αλέτρι και να θερίζουν με δρεπάνι μέχρι πρόπερσι σχεδόν και είναι μαζί με άλλους λίγους ακόμη οι τελευταίοι στην Αμοργό που ξέρουν αυτή την τέχνη.

Το έβλεπαν από χρόνια οι κορυδαλλοί να λιγοστεύουν οι άνθρωποι που ασχολούνταν με τα χωράφια και ανησυχούσαν μη και μείνουν πάλι μόνοι στις εξοχές και ο κόσμος ξαναγίνει όπως τον γνώρισαν οι παλιότεροι του είδους τους. Τώρα όμως που βλέπουν πως και στον Ασφοντυλίτη, ένα οχυρό της παραδοσιακής ζωής στην Αμοργό σταμάτησαν και οι Θηραίοι και οι Αρτέμηδες να καλλιεργούν, κατάλαβαν πως ο φόβος τους θα επιβεβαιώνονταν.

Πέμπτη 9 Δεκεμβρίου 2010

ΣΤΟ "ΒΑΣΙΛΕΙΟ" ΤΟΥ ΑΣΦΟΝΤΥΛΙΤΗ


Στον Ασφοντυλίτη ο οποίος αποτελούσε και το κέντρο για τους κοντινούς σε αυτόν διαλυμένους πριν απ’ αυτόν οικισμούς, Χάλαρα, Ρίζα, Απόλακα και Ξηροκάμπι ζούσαν μόνιμα μέχρι τα πρώτα της δεκαετίας του 1950 χρόνια, αρκετές οικογένειες και τα μέλη τους αντάμωναν συνήθως κατά την πρώτη Κυριακή κάθε μήνα, όταν έρχονταν ο παπάς από τον Ποταμό, στη λειτουργία που έκανε στον Άγιο Νικόλαο.

Άγνωστο για πιο λόγο, στον Ασφοντυλίτη ίσχυε ατύπως ο θεσμός της βασιλείας, όπου βασιλεύς ήταν ο παππούς του Μιχάλη Αρτέμη, Μιχάλης και αντιβασιλεύς ο πατέρας του Ρουσέτος. Τους βασιλείς πλαισίωνε ένα Φρουραρχείο επικεφαλής του οποίου ήταν ο Νικόλας Δημητρίου και μέλη άλλοι άνδρες του οικισμού. Φυσικά και οι αρμοδιότητες του βασιλέως περιορίζονταν στην επικράτεια του Ασφοντυλίτη αλλά όπως και να είχε το πράγμα, ήταν μια σημαντική αρχή για τον τόπο και πιθανόν είχε λόγο σε πολλές από τις λειτουργίες της μικρής κοινωνίας που βασίλευε.


Ίσως την «εξουσία» να την επέβαλε ο γέρο Μιχάλης ο οποίος πήγε να βασιλέψει πλέον στον ουρανό το 1957, λόγω της θητείας του στην ανακτορική φρουρά• δεν πήγαζε μόνο από αυτό το γεγονός αλλά και από τη σωματική του δύναμη. Ο βασιλιάς ήταν ένας άντρας δυο μέτρα ψηλός και διέθετε μεγάλη δύναμη, τόση που σε αυτόν αποδίδεται η τοποθέτηση των μεγάλων υπέρθυρων στις κατοικιές του οικισμού. Αυτός είχε φέρει κάποτε στον οικισμό και μια γκραβούρα του τσάρου της Ρωσίας Νικολάου με τη γυναίκα του και η οποία κοσμεί το σαλόνι της κατοικιάς του Μιχάλη όπου έχουν τη θέση τους και κάποιοι έκπτωτοι του ελληνικού στέμματος…



Αντίθετα, στην κατοικιά του Νικόλα Θηραίου, του οποίου ο πατέρας ήταν απλός φρουρός, δεν έχει τίποτα εμβληματικό να κρεμάσει στον τοίχο και η διακόσμηση περιορίζεται σε απλές σύγχρονες οικογενειακές φωτογραφίες.

Ανεξάρτητα όμως από αυτά, τα οποία αποτελούν και την πρώτη ύλη για πολλούς εύθυμους διαλόγους, οι κατοικιές και του Αρτέμη και του Θηραίου αποτελούν εξαιρετικά δείγματα αρχιτεκτονικής καθώς λόγω της συνεχούς κατοίκησής τους δεν προσβλήθηκαν από το χρόνο και διατηρούν ακόμη ακέραια όλα τα ιθαγενή στοιχεία που χαρακτήριζαν τα παλιά σπίτια της Αμοργού. Πιθανόν να είναι και μοναδικές που υπάρχουν σήμερα σε όλο το νησί και το γεγονός τις κάνει ακόμα πιο σημαντικές για τη μελέτη του πολιτισμού της Αμοργού και φυσικά για την προστασία τους.

Τετάρτη 8 Δεκεμβρίου 2010

ΤΟ ΚΑΠΕΛΟ ΤΟΥ ΚΑΤΣΑΡΟΥ


Οι προπάτορες της μουσικής στις Κυκλάδες ήταν οι αέρηδες·ο βοριάς που κατέβαινε από τα υψώματα και ο νοτιάς που έρχονταν από το πέλαγος σφύριζαν πότε ο ένας και πότε ο άλλος ανάμεσα στα καλάμια και οι συριγμοί που έβγαιναν ήταν οι ήχοι που είχε σχεδόν μόνιμα ο άνθρωπος στα αυτιά του και συντρόφευαν τη μέρα και τη νύχτα του.


Ο άνθρωπος στα νησιά των Κυκλάδων δεν έζησε όπως σε άλλους τόπους ποτέ στη σιωπή γιατί ελάχιστες ήταν οι μέρες του χρόνου που δεν έπνεε αέρας και κάποια στιγμή, άγνωστο πως και γιατί, άρχισε να δημιουργεί κι αυτός ήχους χρησιμοποιώντας καλάμια. Πήρε κάποτε ένα κομμάτι απ’ αυτά και έφτιαξε τον αυλό που σαν φυσούσε στο εσωτερικό του έβγαζε ένα παρατεταμένο ήχο που σιγά – σιγά τον διαμόρφωσε σε μελωδία από κάτι τρύπες που άνοιξε στο καλάμι και τις ανοιγόκλεινε με τα δάχτυλά του.

Δεν έμεινε όμως σε αυτό το όργανο. Καθώς άκουγε πως όταν από τον αέρα τα καλάμια τρίβονταν μεταξύ τους έβγαζαν ένα άλλο πιο οξύ και συγκεκριμένο ήχο, από πολλές απόπειρες κατάφερε στη θέση του καλαμιού να βάλει μια χορδή από κάποιο υλικό. Στην αρχή έβγαζε μουσική μόνο με τα δάχτυλά του και σιγά – σιγά ακολούθησε το δοξάρι που αντικατέστησε την ορμή του ανέμου.

Αυλό είπε το πρώτο όργανο και άρπα το δεύτερο και τα δυο τα βρίσκουμε να τα κρατάνε στα χέρια τους τα μοναδικά στον κόσμο εδώλια που βρέθηκαν στην κοντινή Κέρο, ο «αυλητής» και ο «αρπιστής».

Στον Ασφοντυλίτη όμως ο Μιχάλης Ρούσσος δεν είχε όπως ο αρχαίος τεχνίτης της Κέρου τον τρόπο και τα μέσα να σμιλέψει στο μάρμαρο τις μορφές των μουσικών που έβλεπε και άκουγε να παίζουν στα χρόνια του, στο πανηγυράκι του Αγίου Νικολάου στις 6 του Δεκέμβρη και αρκέστηκε να τις κεντήσει στην πέτρα. Ποιοι ήταν αυτοί οι μουσικοί στις βραχογραφίες που βλέπουμε σήμερα, κανένας δεν θυμάται, ούτε κανείς πάλι μπορεί να καταλάβει από το όργανο που κρατάει ποιος μπορεί να ήταν αυτός που το όνομά του αχνοφαίνεται στη μνήμη όσων ακόμη θυμούνται τις αφηγήσεις των παλιών.

Λένε όμως για μια φιγούρα πως είναι του Γιώργου Κατσαρού, του σπουδαίου Έλληνα μουσικού (Αμοργός 1888 – Φλόριδα 1997) που διέπρεψε στην Αμερική και θεωρείται ως ο πατριάρχης της λαϊκής μουσικής μας και στιχουργός πολλών μεγάλων επιτυχιών.


Ο Κατσαρός βέβαια έφυγε από την Αμοργό το 1907 και ξαναγύρισε για 8 μήνες στην Ελλάδα το 1928, περίοδο μάλιστα που συνεργάστηκε με πολλούς Έλληνες μουσικούς εκείνης της εποχής στην Αθήνα και επισκέφθηκε και τη γενέτειρά του. Εκεί λένε πως έπαιξε και στο πανηγύρι του Αγίου Νικολάου και οι ντόπιοι μουσικοί αντέγραψαν απ’ αυτόν τον τρόπο που φορούσε το καπέλο και τον υιοθέτησαν με τα ψαθάκια τους κι έτσι τους θέλει και ο Ρούσσος στα έργα του.

Γι’ αυτό σε ορισμένες φιγούρες που δείχνουν μουσικούς βάζει ένα καπέλο που δεν είναι βέβαια της ποιότητας που φορούσε ο Κατσαρός αλλά ένα ταπεινό ψαθάκι που τόνιζε όμως την επισημότητά τους.

Παρασκευή 26 Νοεμβρίου 2010

ΜΙΑ ΟΛΟΚΛΗΡΗ ΖΩΗ ΞΩΜΑΧΟΙ


Ένας στεγνός, γδαρμένος λόφος είναι τα Σφολιανά, ο συνοικισμός της Βούλπης που θα μπορούσε κάλλιστα να είναι το ανοιχτό μουσείο της ζωής των ξωμάχων του Απεραντίου και κατοικείται σήμερα μόνο από το μνημειακό ζευγάρι του Γιαννακού και της Σταθούλας Φούκα, χωρίς την παρουσία των οποίων κι αυτός θα ήταν σωροί ερειπίων.


Νύφη από το Κερασοχώρι, πήγε το 1951 εκεί η Σταθούλα και με και τον αγώνα της εγκαινίασε μια καινούργια εποχή για τα Σφολιανά, χωρίς βεβαίως να παρακούσει τίποτα απ’ όσα η αυστηρή πεθερά της και ο Γιαννακός ήταν μαθημένοι. Με σύμμαχο την υπομονή έσκαψε χωράφια, έφτιαξε μαντριά, φρόντισε κοπάδια και μεγάλωσε τέσσερα παιδιά. Από τότε μέχρι σήμερα, ελάχιστα πράγματα έχουν αλλάξει στα Σφολιανά και ο Γιαννακός είναι ο μόνος που μπορεί να καμαρώνει ακόμη πως μπορεί να πλέξει με κλαδιά όχι μόνο τον περίγυρο μιας καλύβας, αλλά και τη σκεπή της με σάλωμα από σίκαλη. Ο ίδιος πάλι μπορεί να φτιάξει και καλύβα με ξύλινη στέγη και τα σανίδια να μην σαπίσουν ποτέ! Αυτό όμως που αποτελεί τον προσωπικό θρίαμβό της Σταθούλας και ποτέ δεν κουράζεται να το επαναλαμβάνει, είναι ότι ή ίδια διάλεξε από το ρέμα και κουβάλησε τις πέτρες και μ’ αυτές έστρωσε το αλώνι τους που εδώ και 15 χρόνια γέμιζε άκρη – άκρη από τη σοδειά τους.

Θα ήθελαν πολύ να σπείρουν, να θερίσουν και να αλωνίσουν πάλι οι Φουκαίοι, αλλά γι’ αυτούς πάει, έγειρε η ζωή, στέρεψαν οι αντοχές τους. Το μόνο που τους μένει πλέον είναι αγναντεύουν όλη την ημέρα τον έρημο τόπο γύρω τους και να περιμένουν τα παιδιά τους - ο Νίκος μάλιστα που είναι αστυνομικός στην κοντινή Γρανίτσα έχει διαρκώς το νου του στα Σφολιανά ενώ με τα υπόλοιπα, καθώς έρχεται το Πάσχα πλησιάζει και η στιγμή που θα ανταμώσουν όλοι μαζί και θα γιορτάσουν άλλη μια φορά κι εφέτος στη γη τους.

ΣΤΑ ΣΥΝΟΡΑ ΤΩΝ ΑΓΡΑΦΩΝ


Το καλοκαίρι που έρχεται ο μπάρμπα Λάμπρος Κοντογούνης, το σύμβολο των Αγράφων όπως έχει εξελιχθεί ο πλέον φωτογραφημένος άνθρωπος όλης της περιοχής, θα μετρήσει εξήντα ένα συναπτά έτη λειτουργίας του περίφημου χανιού, που πρωτολειτούργησε ο πατέρας του Γιώργος με τη μάνα του Σάββα το 1937 στον παραποτάμιο οικισμό του Μαράθου, Βαρβαριάδα.

Το καλοκαίρι του 1950 που η οικογένεια επέστρεψε από το Αγρίνιο όπου τους υποχρέωσαν να καταφύγουν ως ανταρτόπληκτοι, ο Γιώργος Κοντογούνης έβαλε για πρώτη φορά μπρίκι στη φωτιά και έτσι εγκαινίασε μια εποχή στην οποία το χάνι έπαιξε πρωτεύοντα ρόλο στην επικοινωνία των Αγραφιωτών με τον έξω κόσμο. Αφορμή για το τεράστιο αυτό γεγονός στην τοπική ιστορία, υπήρξε η κατασκευή της σιδερένιας γέφυρας στον ποταμό και η κάλυψη των αναγκών του συνεργείου.

Μέχρι το 1980 που πέρασε ο δρόμος για τα απομακρυσμένα χωριά, το χάνι όντως υπήρξε το σημείο όπου πέρασαν έστω μια νύχτα της ζωής τους όλοι οι Αγραφιώτες, έφαγαν ένα πιάτο ζεστό φαί, ήπιαν ένα τσίπουρο, στέγνωσαν στη σόμπα και χόρεψαν ολόκληρες νύχτες με το βιολί του Γυφταντρέα. Κατόπιν άλλαξαν τα πράγματα, σταμάτησαν οι διανυκτερεύσεις αλλά όλοι οι περαστικοί σταματούσαν για λίγο και έκαναν κίνηση στο μαγαζί το οποίο λειτούργησε υποδειγματικά μέχρι το θάνατο της γυναίκας του Μαρίας πριν από επτά χρόνια, ο μπάρμπα Λάμπρος.

Η απουσία της όμως από εκεί και πέρα, τον σημάδεψε βαθιά και σιγά – σιγά παραιτήθηκε από την εξυπηρέτηση των περαστικών και περιορίστηκε στα απολύτως αναγκαία, όσο φτάνει δηλαδή για να δικαιολογεί την παρουσία του εκεί και να ανοίγει την πόρτα του ένδοξου μαγαζιού που τα σημάδια του χρόνου και της εγκατάλειψης είναι πλέον εμφανή. Το γεγονός δεν απασχολεί κανέναν, καθώς το ζητούμενο για όλους είναι μια καλημέρα στο γέροντα που οι αφηγήσεις του για πρόσωπα, πράγματα και γεγονότα των Αγράφων αποτελούν θησαυρό ιστορίας.

Έτσι λοιπόν, δεν υπάρχει κανένας που να μη κάνει στάση μπροστά στο χάνι και σαν δει κλειστή την πόρτα, θα πατήσει την κόρνα μήπως και ξεμυτίσει από πουθενά ο μπάρμπα Λάμπρος να τον χαιρετήσει. Το κόλπο το έμαθαν και οι καινούργιοι κι έτσι δεν περνάει στιγμή που να μην είναι σταματημένο ένα αυτοκίνητο μπροστά στο χάνι και σήμερα ειδικά, που λόγω Πάσχα θα περάσουν όλοι οι Αγραφιώτες να πάνε στα χωριά τους να γιορτάσουν την Ανάσταση, ο μπάρμπα Λάμπρος θα μετρήσει άλλη μια φορά το ψυχομάνι που κάποτε θεωρούσε τη Βαρβαριάδα τα σύνορα ενός άλλου κόσμου τον οποίο, αφού τον γνώρισαν και το γεύτηκαν, τότε μπόρεσαν να εκτιμήσουν τον τόπο που παράτησαν και τον ανακαλύπτουν τώρα που έσβησε…

- Το κείμενο για τον μπάρμπα Λάμπρο δημοσιεύτηκε στο ένθετο περιοδικό EXPLORE NATURE της εφημερίδας Έθνος, το οποίο και αυτό έκλεισε λόγω της οικονομικής κρίσης, τον Απρίλιο του 2009.

Δευτέρα 22 Νοεμβρίου 2010

ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΤΗΣ ΕΥΡΥΤΑΝΙΑΣ

Ο Χαράλαμπος και η Αθανασία Γαλανού στο μύλο της Φραγκίστας

Το τόπο τον αλλάζουν μέσα στο χρόνο μόνο οι δυνάμεις της φύσης ενώ τους ανθρώπους και τις κοινωνίες που τον κατοικούν, οι αλλαγές της ιστορίας που τους υποχρεώνουν για ζήσουν να προσαρμοστούν ανάλογα με τις περιστάσεις. Έτσι η τεχνολογική εξέλιξη όπως εκφράστηκε κατά τον τελευταίο αιώνα, άφησε πίσω τις πρακτικές του παλαιού κόσμου και κυρίως τα επαγγέλματα, τον τρόπο δηλαδή με τον οποίο παρήγαγαν και επεξεργάζονταν οι άνθρωποι τα αγαθά σε κάθε γωνιά του κόσμου και τις υπηρεσίες που παρείχαν μέσα σε αυτές τις παραδοσιακές συνθήκες και βεβαίως στην Ευρυτανία και όλη την ορεινή Ελλάδα.

Ο Γιώργος Φλέγκας στο σιδηρουργείο του στη Δυτική Φραγκίστα

Από εκείνο τον παραδοσιακό κόσμο που όντως καθυστέρησε πολύ να υποχωρήσει μπροστά στο καινούργιο και αποτελεί σήμερα τεράστιο πεδίο έρευνας όχι μόνο για τη λαογραφία ως πιστεύεται αλλά και για τις ανθρωπιστικές έρευνες και επιστήμες, ελάχιστοι άνθρωποι έχουν μείνει να τον εκπροσωπούν. Αυτοί γεφυρώνουν ακόμη με τη φυσική παρουσία, τη μνήμη και την πείρα τους το σήμερα με το πολύ κοντινό χθες ενώ ακόμα πιο λιγότεροι είναι εκείνοι που δουλεύουν με αυτό τον παλιό τρόπο και αποτελούν συνήθως αξιοθέατο παρά όπως θα έπρεπε υπόδειγμα για την ήπια διαχείριση του περιβάλλοντος, την οικονομία στις πρώτες ύλες, την αντοχή και την ποιότητα των προϊόντων και τη διαύγεια της διάθεσης.

Ο Κώστας Κακαβίτσας στο αμπέλι του δίπλα από τη λίμνη

Ορισμένους απ’ αυτούς τους ανθρώπους θα γνωρίσουμε μέσα από το λόγο τους και φωτογραφίες που θα παρουσιάσει ο δημοσιογράφος Ηλίας Προβόπουλος στην εκδήλωση που συνδιοργανώνουν ο Σύλλογος Eυρυτάνων Eπαρχίας Λιβαδειάς «TA AΓPAΦA» και η Nομαρχιακή Aυτοδικοίκηση Bοιωτίας το Σάββατο 27 Νοεμβρίου, στις 20.00 στο ξενοδοχείο «Ερατώ» στη Λιβαδιά. (Πληροφορίες στο τηλέφωνο 6977683299).

Ο Βαγγέλης Βασιλόπουλος από την Επισκοπή με ένα πέτρινο τρίφτη για τις ελιές

Τετάρτη 17 Νοεμβρίου 2010

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ «ΤΕΙΧΟΣ» ΠΟΥ ΜΑΣ ΧΩΡΙΖΕΙ…


Μπορεί η δυνατή βροχή που έπεσε το απόγευμα να τρόμαξε και να μούσκεψε λίγο τους διαδηλωτές της σημερινής πορείας για την 37η επέτειο του Πολυτεχνείου, αλλά εκείνο που ακινητοποίησε κάποιους για αρκετή ώρα ήταν οι ροπαλοφόροι του ΠΑΜΕ…


Τούτο έγινε στη διαγώνιο από τη γωνία της Βουλής μέχρι την απέναντι στο ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρετανία» όπου το ΠΑΜΕ παρέταξε σε διπλή σειρά μάλιστα τα πιο ρωμαλέα μέλη του με τα γνωστά ρόπαλα που έχουν στην κορυφή τους μια κόκκινη σημαία για να εμποδίσουν οποιουσδήποτε άλλους διαδηλωτές να περάσουν στο δρόμο που πορεύονταν συντεταγμένοι οι δικοί του που κατέφθαναν από την πλευρά της Πανεπιστημίου.


Στο «τείχος» των κόκκινων ροπαλοφόρων σκόνταψε πρώτη η αντιπροσωπεία του «Συνδέσμου Φυλακισθέντων και εξορισθέντων αντιστασιακών 1967 – 1974» που προπορεύονταν των μπλοκ των όλων των πλην ΠΑΜΕ διαδηλωτών και έμειναν εκεί να περιμένουν μέχρι να περάσει όλο το ΠΑΜΕ . Κάποιοι πήγαν να διαμαρτυρηθούν αλλά κανένας δεν έδειχνε να τους ακούει και όλοι κοίταζαν αμήχανα προς τον ουρανό. Κάποιοι πάλι από τους άλλους φώναξαν διάφορα συνθήματα και πήραν απάντηση στο γνωστό ύφος που χαρακτηρίζει την ΚΝΕ. Προς στιγμή φάνηκε πως άναβαν τα αίματα αλλά ποιος τώρα λογικός θα ήθελε να δοκιμάσει κόκκινες ροπαλιές στην πλάτη και στο κεφάλι του.


Κι έτσι, μόλις πέρασαν όλα τα μπλοκ του ΠΑΜΕ, συντεταγμένοι οι ροπαλοφόροι έκαναν επιτόπου μεταβολή και με αυστηρό, βιαστικό βηματισμό πήγαν να προλάβουν την ουρά της πορείας τους κι έτσι μπόρεσαν οι άλλοι να βαδίσουν τη Βασιλίσσης Σοφίας και να κατευθυνθούν προς την Αμερικανική Πρεβεία για τα υπόλοιπα γνωστά…

Παρασκευή 12 Νοεμβρίου 2010

ΤΑ ΝΕΡΑ ΚΑΙ Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥΣ…


Από τις ειδήσεις έμαθα πως βρέχει δυνατά στην Αθήνα αλλά όπως γνωρίζω είναι ένα φαινόμενο το οποίο καταλαβαίνουμε από τις ομπρέλες που πουλάνε παντού οι αλλοδαποί, από το μποτιλιάρισμα των αυτοκινήτων στους δρόμους που γίνονται ρέματα και τα φραγμένα φρεάτια και τα σκουπίδια που τρέχουν μαζί με τα νερά προς το Σαρωνικό.

Είναι εικόνες που ούτε θέλουμε να βλέπουμε αλλά όπως και να έχει είναι πια κομμάτι της πόλης που ζούμε και βεβαίως τη μεγάλη ευθύνη την φέρουν οι άρχοντές της, αυτούς που καλούμαστε να επιλέξουμε δια της ψήφου μας μεθαύριο Κυριακή στις επαναληπτικές εκλογές οπότε έχουμε κι εμείς ένα λόγο και φυσικά το αναλογούν μερίδιο ευθύνης.

Είναι κι εδώ ο καιρός βροχερός σήμερα αλλά δεν συμβαίνει το προχθεσινό κακό με τις πλημμύρες και τον αέρα. Κατεβάζουν κι εδώ τα ρέματα νερά αλλά αυτός είναι ο δρόμος τους προς τα μεγάλα ποτάμια και τη θάλασσα και βεβαίως παρασύρουν λίγα σκουπίδια αλλά αυτά δεν είναι δα και μεγάλος σωρός που φράζει τις διόδους των νερών.

Ακόμη και ο μέγιστος Αχελώος (στη φωτογραφία η όμορφη γέφυρα της Τέμπλας την επομένη της μεγάλης βροχής) φούσκωσε τόσο που τα λασπωμένα νερά του έγλειψαν τις άκρες των χωραφιών. Καθώς μάζεψε όλα τα νερά της βροχής από τα βουνά της Πίνδου και των Αγράφων να τα βγάλει κάτω στη θάλασσα του Μεσολογγίου, ο ύπατος των ελληνικών ποταμών με την ευκαιρία θύμισε στους ανθρώπους ακόμα μια φορά τη δύναμή του και άφησε να εννοηθεί πως δεν έχει ξεχάσει τις αποκοτιές που έχουν κάνει με τα λογής φράγματα στο διάβα του και κάποια μέρα θα τα πάρει μαζί του σαν σκουπίδια στο πέλαγος…

Το ίδιο δε, δεν αποκλείεται να κάνουν και τα νερά του Λυκαββητού ή των ξεχασμένων και ταπεινωμένων ποταμών της Αττικής και πάρουν όλη την πόλη μια μέρα στην αγκαλιά τους και την αδειάσουν στο Σαρωνικό για να ξεπλυθούν οι αμαρτίες όλων των γενεών που μόλυναν αυτό τον θεϊκό τόπο μετατρέποντάς τον σε χωματερή…

Κυριακή 7 Νοεμβρίου 2010

ΠΟΡΤΕΣ ΠΟΥ ΔΙΑΒΗΚΑΜΕ…


Τα χρόνια πάνω – κάτω που απέκτησα το δικαίωμα του εκλέγειν – ενηλικιώθηκα δηλαδή και από εκεί πέρα η ζωή ήταν υποτίθεται στα χέρια μου, έκλεισε και το δημοτικό σχολείο του χωριού μου και από τότε και πέρα το επισκεπτόμουν μόνο κάθε φορά που λειτουργούσε ως εκλογικό τμήμα της Κοινότητας Μεγάλης Κάψης Φθιώτιδας.

Το σχολείο ήταν πέτρινο, της σειράς «Συγγρού» που στις αρχές του περασμένου αιώνα στόλισε πολλά χωριά της Ελλάδας και ήταν το δεύτερο μεγαλύτερο κτίριο μετά την εκκλησία της Αγίας Τριάδας στο χωριό – τα μόνα που γλύτωσαν από τη φωτιά που έβαλαν οι Γερμανοί ανήμερα της Παναγίας το 1944- και τελευταία ανακαινίστηκε και έτσι θα έχει μερικά χρόνια ζωής ακόμα μπροστά του. Σημειωτέον, κατά την περίοδο της Αντίστασης λειτούργησε ως αναρρωτήριο και τα υπόστεγά του ως μαγειρεία των ανταρτών.

Φυσικά ως ανακαινισμένο κτίριο δεν πρόκειται να στεγάσει τίποτα, ούτε ως εκλογικό κέντρο δεν λειτουργεί πλέον ενώ φαίνεται ιδιαίτερα χλωμό να αξιοποιηθεί από το νέο Δήμο Μακρακώμης. Έτσι το πλέον βέβαιο είναι πως σε μερικά χρόνια καθώς θα ακολουθήσει τη μοίρα των έρημων κτηρίων που δεν τα ζεσταίνει καμιά ανάσα ανθρώπων,θα αρχίσει να καταρρέει πάλι και τότε είναι πολύ πιθανόν να μην βρεθούν τα σχετικά κονδύλια που θα απαιτηθούν να μείνει όρθιο. Πολύ πιθανό είναι επίσης να μη υπάρχει κανένας εν ζωή απ’ όσους κάθισαν στα θρανία του και όσοι θα γνωρίζουν κάτι θα είναι από τις αφηγήσεις των παλαιότερων.

Η σιδερένια πόρτα που βλέπουμε στη φωτογραφία στη μέση του τοίχου με τους κισσούς είναι αρκετά νεώτερη και αντικατέστησε το 1970 μια βαριά ξύλινη που είχε σαπίσει –το ίδιο έγινε και με τα μεγάλα παράθυρα στην ανατολική του πλευρά- και διατηρεί ακόμα το ίδιο χρώμα γιατί απλά δεν λειτουργούσε και κανένας δεν το σκέφτονταν.

Αυτή την πόρτα διάβαινα επί έξι χρόνια (και πρωί και απόγευμα τότε) και πέρασα με άριστα όλες τις τάξεις και το ίδιο άριστα πήρα και το απολυτήριό μου. Εν ολίγοις, αυτή ήταν η πρώτη μετά του σπιτιού μου μεγάλη πόρτα διάβηκα στη ζωή και τη θεωρώ την πιο σπουδαία και από πολλές άλλες που ακολούθησαν κι ας ήταν μεγαλύτερες.

Συχνά-πυκνά σκέφτομαι πως αν την σπρώξω κάποια μέρα θα ξαναβρεθώ πίσω στην εποχή που πήγαινα σχολείο αλλά εκείνο που με θέλγει περισσότερο είναι να γίνει κάπως και να την ανοίξω πάλι με ένα απολυτήριο των πέντε τώρα στο χέρι και να ξανοιχτώ στη ζωή πάλι από την αρχή αλλά η εποχή των θαυμάτων έχει φαίνεται οριστικά απέλθει στο επέκεινα...

Δευτέρα 1 Νοεμβρίου 2010

ΤΟ ΝΟΥ ΜΑΣ ΣΤΟΥΣ ΣΠΟΥΡΓΙΤΕΣ….


Τούτος ο μικρός αρσενικός σπουργίτης είναι από την τελευταία φωλιά που έκαναν οι γονείς του σε κάποια τρύπα στους τοίχους του «Ευαγγελισμού». Τον είδα μόλις προχθές να δοκιμάζει τα φτερά του στο μικρό εσωτερικό παρκάκι του ιδρύματος και φυσικά να ψάχνει τροφή στις πλάκες και γύρω από τα παγκάκια όπου οι επισκέπτες και όσοι περιμένουν το γιατρό και τρώνε διάφορα πράγματα που αγοράζουν από το παρακείμενο κυλικείο.

Ως τελευταίος της σποράς του γένους των σπουργιτών για φέτος ο σπουργιτάκος μας, ασφαλώς δεν έχει προλάβει να μάθει πολλά – πολλά για τη ζωή και σίγουρα νοιώθει κάπως φοβισμένα καθώς διαισθάνεται να πλησιάζει ο χειμώνας οποίος πλήττει αδιακρίτως τους πάντες και τα πάντα και πολλές φορές μάλιστα αποβαίνει μοιραίος για ορισμένα είδη, είτε πρόκειται για άγουρους σπουργίτες, είτε για άστεγους ανθρώπους – ακόμα και τα βρωμερά περιστέρια καμιά φορά γίνονται θύματά του όπως και κάποια δέντρα επίσης από τον πάγο.

Φέτος ειδικά που τα πράγματα έχουν στενέψει πάρα πολύ για όλους τους ανθρώπους ανεξάρτητα αν αυτοί έχουν στέγη ή όχι και η ιδέα ενός ισχυρού κύματος ψύχους που θα σαρώσει την πόλη πολλούς απελπίζει, ο νους μας -σήμερα που μπαίνει χλιαρός κάπως ο Νοέμβριος που ανοίγει όμως την πόρτα στους σκληρούς επόμενους μήνες- ας μοιραστεί το ίδιο τόσο στους πραγματικούς σπουργίτες όσο και σε όλους τους συμπολίτες μας που ζουν αληθινά σαν σπουργίτες στις πλατείες και τα πεζοδρόμια και δεν έχουν ούτε φωλιά να χωθούν να ζεσταθούν αλλά ούτε και παγκάκι να βρουν από κάτω έστω λίγα ψίχουλα να ζήσουν...

Σάββατο 30 Οκτωβρίου 2010

ΟΙ ΜΕΡΕΣ ΤΟΥ ΠΙΚΡΟΥ ΨΩΜΙΟΥ...


Ανοίξαμε ένα διάλογο χθες σχετικά με το ψωμί που έκαναν σε περιόδους πείνας οι άνθρωποι για να φάνε αφού για διάφορους λόγους δεν μπορούσαν να έχουν σιταρένιο ή καλαμποκίσιο και διαβάσαμε ορισμένα σχόλια και κάποιες παρατηρήσεις.

Λίγο πολύ μας μπήκε η ιδέα πως γίνεται κι αυτό αλλά ελάχιστοι το έχουμε δοκιμάσει πλην ορισμένων πάλι που το γεύτηκαν ως γλυκό ή περιχυμένο με σοκολάτα ή άλλα πολυτελή υλικά της κατηγορίας του Gourmet. Ούτε εγώ ο ίδιος ήξερα που μεγάλωσα μέσα στα κάστανα πως γίνεται και γι’ αυτό κατέφυγα στη μάνα μου, την κυρά Κούλα που στέκεται ακόμα χειμώνα καλοκαίρι φρουρός στη Μεγάλη Κάψη Τυμφρηστού, το χωριό μας.

Η κυρά Κούλα λοιπόν που το χειμώνα της μεγάλης πείνας, το 1941 που έγινε εξαιτίας του πολέμου και των προβλημάτων της τροφοδοσίας των ορεινών χωριών που προέκυψε ήταν 12 χρονών και αφηγείται:

Αφού έβραζαν τα ξερά κάστανα για να φεύγει η φλούδα τους –δεν έχει διαφορά αν είναι ήμερα ή άγρια αρκεί να μην είναι χαλασμένα- τα ζύμωναν καλά και τα έπλαθαν καρβέλια τα οποία έβαζαν χωρίς να περιμένουν να φουσκώσει όπως το ψωμί γιατί κάτι τέτοιο είναι αδύνατο, στο ταψί χωρίς λάδι, ούτε καν χοιρινό λίπος δεν είχαν και τα έψηναν στη γάστρα.

Το «καστανόψωμο» ναι μεν ευωδίαζε και είχε ωραία γεύση αλλά ήταν σκληρότερο και από παξιμάδι και ήθελε πολύ προσοχή στο μάσημα γιατί έσπαγε κυριολεκτικά τα δόντια. Δεν είχαν όμως τίποτα άλλο να χορτάσουν οι άνθρωποι και αυτό μασουλούσαν όλη την ημέρα κατά τους μήνες που είχαν βέβαια ακόμη κάστανα γιατί η παραγωγή δεν ήταν ατέλειωτη. Σημειώνουμε πως αυτά τα κάστανα οι άνθρωποι τα οποία μάζευαν ένα –ένα από το δάσος, τα στερούσαν από τα ζωντανά τους, κυρίως από τα γουρούνια που αυτά περίμεναν να βάλουν πάνω τους ένα δράμι κρέας, τις κότες αλλά και τα άλλα άγρια του λόγγου που από την πείνα εισέβαλλαν στα σπίτια και τις αποθήκες να διεκδικήσουν κι αυτά το μερίδιό τους.

Εκτός όμως από τα κάστανα κατά τις περιόδους πείνας οι άνθρωποι έτρωγαν και ψωμί από βελανίδια το οποίο γίνονταν με τον ίδιο ακριβώς τρόπο όπως το καστανόψωμο αλλά ήταν πολύ πικρό αλλά μπροστά στην πείνα κανένας δεν έδινε σημασία σε αυτή τη λεπτομέρεια. Τα έβαζαν πάντως τα βελανίδια για αρκετές στο νερό να ξεπικράνουν αλλά δεν είχε και σπουδαία αποτελέσματα. Και τα δυο είδη ψωμιών πάντως ήταν πολύ βαριά για τα ήδη αδύναμα και άδεια στομάχια και αρκούντως οδυνηρά για το πεπτικό σύστημα..

Όπως και να έχει πάντως το πράγμα, κάστανα και βελανίδια έζησαν τους ορεινούς πληθυσμούς αλλά και τους αντάρτες από το 1941 έως το 1945 και σε πολλές περιοχές της χώρας και κατά την περίοδο του εμφυλίου και φυσικά κανένας δεν θέλει να τα θυμάται…

Πέμπτη 28 Οκτωβρίου 2010

ΑΦΗΓΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ ΤΟΥ '40

Πόσοι, αλήθεια, είναι ζωντανοί σήμερα από εκείνους τους στρατιώτες που πήραν μέρος στον ελληνο-ιταλικό πόλεμο το χειμώνα του 1940-41, κατόπιν αμύνθηκαν στη γερμανική εισβολή, την επόμενη άνοιξη, και εν τέλει τον πιο σκληρό Απρίλη της Ελλάδας, νικητές παραδόθηκαν στη μοίρα του ηττημένου; Έτσι ξεκίνησε το καλοκαίρι του 2008 ένα αφιέρωμα για την «Ελευθεροτυπία». Κάποιες συνεντεύξεις δημοσιεύτηκαν στο φύλλο της 25/10/2008 και τις οποίες αφιερωματικά γι’ αυτούς τους ανθρώπους μεταφέρω σήμερα στην προσωπική μου ιστοσελίδα actimon…



- Λίγοι, πολύ λίγοι είναι αυτοί που έφτασαν ως τις μέρες μας και είναι σε θέση ακόμη να αφηγηθούν τα όσα, από τη θέση που βρίσκονταν, έζησαν εκείνη την περίοδο. Ολοι βεβαίως βαδίζουν στην 9η δεκαετία της ζωής τους και παρά το βάρος των χρόνων που κουβαλάνε, ισιώνουν το κορμί σαν παλικαράκια σαν αρχίζουν να μιλάνε για τις ημέρες του πολέμου και τα θολωμένα μάτια τους αστράφτουν σαν στη μνήμη τους έρχονται εικόνες φόβου από τα πεδία των μαχών, αλλά και πατριωτικού ενθουσιασμού σαν αναφέρονται σε μικρά και μεγάλα κατορθώματα. Το μεγαλύτερο όμως κατόρθωμα για όλους είναι ότι, από την ημέρα που έπαψαν να είναι στρατιώτες, κατάφεραν να φτάσουν ζωντανοί στα σπίτια τους!


Τότε βρήκα τέσσερις από αυτούς και μίλησα μαζί τους:
- Τον Κώστα Λιανό, μεταγωγικό στην Αλβανία, στο χωριό Παλαιοχώρι Λοκρίδας.
- Τον † Βαγγέλη Γαλάνη, μεταγωγικό στην Αλβανία, στο συνοικισμό Μυλογόζι του Μυροφύλλου Τρικάλων.
- Τον † Γιώργο Τσιτσιμπή, τυφεκιοφόρο και ανάπηρο με ένα πόδι από την τελευταία μάχη στο Πόγραδετς, στις 12 Απριλίου 1941, στη Νεράιδα του Δήμου Ιτάμου Αγράφων ο οποίος έφυγε από τη ζωή στις αρχές του Αυγούστου που περάσαμε.
- Τον Σπύρο Δήμο, υπερασπιστή των οχυρών Μεταξά, στο χωριό του, τα Σαραντάπορα της ορεινής Καρδίτσας.


ΚΩΣΤΑΣ ΛΙΑΝΟΣ Μεταγωγικός

Ενα άλογο το λάφυρο...


Ελευθερία της πατρίδας για τον Κώστα Λιανό σήμαινε πως κανένας δεν είχε το δικαίωμα να του στερήσει τη δυνατότητα να οργώσει και να σπείρει τη γη του!

Αγρότης και αυτοδίδακτος μηχανουργός ο Κώστας Λιανός (1917), από το Παλαιοχώρι της Λοκρίδας, κατετάγη κληρωτός το 1938 και υπηρέτησε 8 μήνες ως προστάτης οικογένειας στο περίφημο 542 Σύνταγμα Ευζώνων της Λαμίας. Στις 20 Αυγούστου 1940 επιστρατεύεται πάλι στο ίδιο Σύνταγμα, με την ειδικότητα του μεταγωγικού, και η ιταλική επίθεση βρίσκει τη μονάδα του (Λόχος Διοικήσεως του 1ου Τάγματος) στο μοναστήρι της Κληματιάς, στην Τσαμουριά. Η μονάδα του, με τα ηρωικά μεταγωγικά της, παρέμεινε στο μέτωπο μέχρι την ημέρα της κατάρρευσης και ο Κώστας, όπως όλοι οι στρατιώτες, παίρνει το δρόμο της επιστροφής στο χωριό με τα πόδια έχοντας συντροφιά το άλογο, Καρατζίκο το έλεγε, με το οποίο είχε δεθεί όλο αυτό το διάστημα, καθώς και ένα μουλάρι που μάζεψε στο δρόμο.

«...Με ένα ζωντανό ξεκίνησα εγώ, μαζί με έναν άλλο από το χωριό μας, τον Γιώργο Νικολάου και ένα παιδί από τη Σουβάλα, κάποιον Δεληγιάννη. Οταν ξεκινήσαμε μαζί μας ήταν και ο ταγματάρχης μας, Καραμέρη τον έλεγαν και τον έπνιξαν οι Ιταλοί, σαν τους έπιασαν και τους έβαλαν σε ένα σαπιοκάραβο. Αυτόν τον είχαν εγκαταλείψει όλοι οι δικοί του, εκτός από έναν ανιψιό του, τον λοχία Κώστα Δημουλά. Μαζί μας ήταν και ο ανθυπολοχαγός από τη Δρυμαία, Μήτσος Παπαμιλτιάδης. Ηταν και άλλοι αξιωματικοί μαζί μας, ήταν και ένας από την Αμφισσα, ξεκινήσαμε περπατώντας...


»...Οταν περάσαμε τον Αραχθο, βορειότερα από την Αρτα, και βρεθήκαμε στο Πέτα, βρήκαμε έναν λοχία από τη δική μας μονάδα που είχε μαζέψει μια αγέλη στρατιωτικά μουλάρια για να τα εμπορευτεί. Είχε ένα μικρό παιδί που τα φύλαγε. Μόλις τα είδαμε εμείς, πήγαμε και πήραμε όλοι από ένα μουλάρι. Εγώ πήρα ένα ντρένιο (σιδερόψαρο) που μου άρεσε πολύ. Παίρνει και ο ταγματάρχης ένα άλογο. Ερχεται όμως αυτός ο πονηρός λοχίας μαζί με τον πατέρα του και μας επιτίθενται. Πάνω καταπάνω μας να μας πάρουν τα μουλάρια. Τα πήραμε, φτάσαμε σε μια ρεματιά και κουρασμένοι πέσαμε να κοιμηθούμε. Αυτοί όμως τη νύχτα μας κύκλωσαν γύρω γύρω και μόλις ξυπνήσαμε άρχισαν να μας πυροβολούν. Αφήστε λένε τα μουλάρια, αλλιώς σας σκοτώνουμε όλους. Ρε παιδιά, λέει ο ταγματάρχης, πολέμησα στην Αλβανία, δεν είμαι τώρα ταγματάρχης και θέλω να γυρίσω στο χωριό μου να καλλιεργήσω, να μου αφήστε ένα άλογο. Και του άφησαν αυτού. Εγώ κατάφερα και το κράτησα το μουλάρι. Οι άλλοι τα αμόλησαν όλοι γιατί φοβήθηκαν μη μας σκοτώσουν ο λοχίας με τους συνεργάτες του».


Στόχος του Κώστα Λιανού, όπως και των άλλων βέβαια, ήταν να γυρίσει στο χωριό του με ένα ζευγάρι ζωντανά γιατί είχαν επιστρατεύσει το δικό του και το ήθελε για το όργωμα. «Τα πήραν όλα» λέει, «εκτός από αυτά που ήταν ακατάλληλα. Αμα ήταν ακατάλληλα για τον πόλεμο θα ήταν ακατάλληλα και για το χωράφι. Θα ήταν καμιά εκατοσταριά. Είχε αδειάσει το χωριό από τα νέα μουλάρια γιατί αυτά έπαιρναν». Ετσι, με τα λίγα ζωντανά που συγκεντρώθηκαν το καλοκαίρι του 1941 στο Παλαιοχώρι, το οποίο σημειωτέον ήταν και παραμένει μέχρι σήμερα ένα χωριό με σπουδαία παραγωγή σε σιτηρά, οι κάτοικοί του μπόρεσαν και ανταποκρίθηκαν στις ανάγκες των καλλιεργειών κι έτσι όχι μόνο δεν πείνασαν, αλλά βοήθησαν όσο μπορούσαν τους πεινασμένους της Αθήνας που έφταναν μέχρις εκεί αναζητώντας λίγο αλεύρι. «Δεν πεινάσαμε, εμείς» θυμάται. «Είχαμε. Ερχονταν κόσμος με το τρένο και έφερνε πράγματα να τα αλλάξει με τρόφιμα. Πολλοί πέθαναν εδώ στο χωριό. Μην πω και τα χειρότερα. Τους λήστευαν κιόλας. Τους σκότωναν κιόλας. Εδώ στου Καρανάσιου που κατέβαιναν κάτω, τους περίμεναν και τους σκότωναν»

Σήμερα
Ο Κώστας Λιανός πέρασε όλη τη ζωή του στο Παλαιοχώρι μαζί με τη γυναίκα του Αικατερίνη, που την παντρεύτηκε το 1946. Δεν έπαψε ποτέ να καλλιεργεί τη γη ενώ ασχολήθηκε με την κατασκευή γεωργικών μηχανών, τομέα μάλιστα στον οποίο διακρίθηκε και βραβεύτηκε. Παράλληλα, έχοντας μια ιδιαίτερη κλίση προς τα γράμματα, έγραψε και εξέδωσε, εκτός βέβαια από την προσωπική του ιστορία στον Αλβανικό πόλεμο, αρκετά βιβλία με ιστορικά, λαογραφικά και φιλοσοφικά - θρησκειολογικά ακόμη θέματα, πολλά ποιήματα, ενώ όταν έβρισκε χρόνο, αυτός ο διαρκώς ανήσυχος άνθρωπος, ζωγράφιζε, έκανε χαλκογραφίες και σήμερα, που η όρασή του μειώθηκε, για να μην μένει άπραγος, σκαλίζει το ξύλο και φτιάχνει από γκλίτσες μέχρι κομπολόγια.

ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΓΑΛΑΝΗΣ Μεταγωγικός

Το ταξίδι της ζωής του

Ο Βαγγέλης Γαλάνης έχασε τη συντροφιά του, τον αδερφό του, κι έτσι υποχρεώθηκε να πάει στα Τρίκαλα να έχει συντροφιά τα παιδιά του


Ο Βαγγέλης Γαλάνης (1916) μέχρι το 1937, που κατατάχτηκε για πρώτη φορά στο στρατό στο 5ο Σύνταγμα Τρικάλων, δεν είχε φύγει ποτέ του από το Μυλογόζι, ένα απόμερο, πάνω από τον ρου του Αχελώου, μαχαλά του χωριού Μυρόφυλλο Τρικάλων. Γίδια και πρόβατα είχε και όπως έδειξαν τα πράγματα μέχρι σήμερα, αν δεν τον έπαιρναν τα γηρατειά, με αυτά ακόμη θα ασχολούνταν. Το 1939 απολύθηκε αλλά ένα χρόνο μετά τον κάλεσαν πάλι, τούτη τη φορά να πάει στην Αλβανία.

«Πήγα μέχρι τα στενά της Κλεισούρας στην Αλβανία. Μέχρι εκεί πήγα σ' ένα χωριό, Κούκερι το έλεγαν, και γύρισα με τα ποδάρια μαζί με δύο μουλάρια. Εγώ ήμουν του πεζικού, παρουσιάστηκα στο 5ο Σύνταγμα Τρικάλων. Εκεί έγινε ένα Τάγμα Πεζικού, περίσσεψα, δεν με πήραν. Μαζί με άλλους, καμιά 40αριά, μάς πήγαν στα έμπεδα στη Λάρισα. Εκεί μείναμε καμιά 40αριά ημέρες, μετά έκαναν επιτάξεις εκεί. Επίταξαν καραγκούνικα κάρα, εμένα μου έδωσαν ένα μονόκαρο μ' ένα μουλάρι.

»Δεν ήξερα να το μεταχειριστώ, αλλά με έμαθαν κάτι Καραγκούνηδες. Επάνω εκεί φόρτωσα ένα κιβώτιο πυρομαχικά ορεινού πυροβολικού. Ενα κιβώτιο μοναχά. Μετά μπήκαμε στο τρένο στη Λάρισα και βγήκαμε στην Καλαμπάκα. Από την Καλαμπάκα πήραμε τα κάρα και δρόμο δρόμο βγήκαμε στο Μέτσοβο. Το κάρο το τράβαγε το επιταγμένο μουλάρι. Εκεί κάτσαμε 2-3 ημέρες και μετά περάσαμε τα σύνορα και πήγαμε στην Πρεμετή, εγώ με το κάρο και το κιβώτιο με τα πυρομαχικά. Είχε 2-3 οβίδες μέσα. Προχωρώντας από κει πήγαμε στο χωριό Κούκερι. Εκεί αφήσαμε τα κάρα σε κάτι χωράφια και στα ζώα έβαλαν σαμάρια. Εκεί έγινα μεταγωγικός, στα μετόπισθεν. Ολο τον καιρό στις μεταγωγές, στο Κούκερι κοντά στα στενά της Κλεισούρας, ένας δρόμος από κει πάει για τα Τίρανα και ένας τρίτος πάει για τα Τρία Αβγά.


»Οταν κήρυξε η Γερμανία τον πόλεμο στις 6/4, εμείς οπισθοχωρήσαμε κανονικά. Από το Κούκερι ήρθαμε στα Γιάννενα όλο το τάγμα, δεν διαλύθηκε. Οταν ήρθαμε, κατά σύμπτωση είχαμε αναμερίσει σε ένα μέρος έξω από τα Γιάνεννα. Πέρασε η γερμανική φάλαγγα, πέρα για τα σύνορα, προς το Καλπάκι. Εκεί μείναμε εμείς. Θυμάμαι ακριβώς το Πάσχα, τη Λαμπρή. Το βράδυ είχε κάνει συνθηκολόγηση ο Τσολάκογλου και άρχισαν πυροβολισμοί στα Γιάννενα, γινόταν χαμός. Μόλις ξημέρωσε, μου λέει εμένα ο επιλοχίας που είχαμε: Φεύγουμε. Πού να πάμε; Να φύγουμε, δεν λέει τίποτα εδώ. Και μας λέει ο διοικητής, δεν θα φύγει κανένας. Εμείς θα πάμε κάπου αλλού. Αλλά δεν θα φύγει κανένας. Με αυτό που είπε ο διοικητής, έφυγαν, διαλύθηκε το τάγμα. Εφυγαν, κατάλαβαν τι έγινε. Φεύγω από τα Γιάννενα. Είχα το δικό μου μουλάρι, ένα άσπρο, αλλά ένας νοσοκόμος είχε ένα μουλάρι, ήταν εδώ από τα Τρίκαλα και πήγε και το έδεσε πίσω από το δικό μου. Πάρ' το, μου είπε, δεν το θέλω εγώ. Με μια ομάδα εμείς. Ο επιλοχίας αυτός είχε κάτι γνωστούς, ήταν από κάτω από το Αγρίνιο. Καμιά 10αριά ήμασταν. Περάσαμε και πήραμε το δρόμο της Αρτας, ήρθαμε στην Αρτα. Ο επιλοχίας αυτός, με την παρέα που είχε, πήγε για το Αγρίνιο. Εγώ γύρισα προς τα εδώ, με τα μουλάρια, το ένα πίσω από το άλλο. Ηρθα για το Μυρόκοβο, στο μαχαλά Μυλογόζι. Τα είχα κάμποσο καιρό. Μετά ήρθε μια διαταγή και πήγαμε στα Τρίκαλα να τα παραδώσουμε. Οι δικοί μας τα ζήτησαν. Τώρα, τι τα έκαναν αυτοί, δεν ξέρω. Στους Γερμανούς τα έδωσαν; Δεν ξέρω...»

Ετσι πήγαν χαμένα τα μουλάρια που έφερε στο Μυλογόζι ο Βαγγέλης Γαλάνης από την Αλβανία. Ποιοι και πως τους ξετρύπωσαν εκεί, ούτε που θυμάται. Λέει όμως πώς τότε στον τόπο του έλυναν και έδεναν οι χωροφύλακες, οι οποίοι είχαν παντού τους ανθρώπους τους. Ετσι πρέπει να τον εντόπισαν.


Σήμερα
Από τότε και μέχρι την αρχή του 2008 ο Βαγγέλης Γαλάνης ζούσε στο Μυλογόζι, πρώτα με την οικογένειά του και στα τελευταία χρόνια μόνος με τον κατά 3 χρόνια μικρότερο αδερφό του Λάμπρο και, ανεξάρτητα με το τι γίνονταν στον κόσμο, αυτοί είχαν τα γίδια τους και τα πρόβατά τους. Από την ημέρα όμως που έπαψε να ζει ο Λάμπρος, τον Βαγγέλη τον πήραν τα παιδιά του και ζει μαζί τους στα Τρίκαλα. Σημειώνουμε πως και οι δυο τους είναι οι τελευταίοι άνθρωποι που συνάντησαν τον Αρη Βελουχιώτη, στην προσπάθειά του να κατεβεί το απόκρημνο Μυλογόζι και να περάσει τον Αχελώο, προσπάθεια που είχε κατάληξη το θάνατό του στο λαγκάδι Φάγγος της Μεσούντας.
 
ΓΙΩΡΓΟΣ ΤΣΙΤΣΙΜΠΗΣ Τυφεκιοφόρος

Ένας όλμος του άλλαξε τη ζωή


Οποιος είχε γνωρίσει τον μπαρμπα-Γιώργο και ακούσει τη ζωή του, δικαίως θα σκεφτόταν τι θα μπορούσε να είχε κάνει αυτός ο άνθρωπος αν δεν είχε αφήσει ένα πόδι στην Αλβανία...


Ο Γιώργος Τσιτσιμπής (1917 - 2010), από τα Σαραντάπορα της Καρδίτσας, υπηρέτησε κανονικά στην κλάση του το 1938, διακρίθηκε ως καλός σκοπευτής (επαινέθηκε μάλιστα για την ευστοχία του) και απολύθηκε τον Απρίλη του 1940. Με την κήρυξη του πολέμου επιστρατεύεται και παρουσιάζεται στο 5ο Σύνταγμα Τρικάλων. Από εκεί πηγαίνει στα έμπεδα της Λάρισας και τελικά εντάσσεται στο 13ο Σύνταγμα της Χίου, το οποίο επιχειρεί τους πρώτους μήνες του 1941 στην προωθημένη γραμμή του Πόγραδετς. Εκεί στα παγωμένα χαρακώματα ο σκληρός Αγραφιώτης δείχνει τις ικανότητές του, αλλά στην τελευταία μάχη που έδωσε η μονάδα του τραυματίζεται σοβαρά στο πόδι και λίγες ώρες πριν καταρρεύσει το μέτωπο χειρουργείται στην Κορυτσά και επιστρέφει ύστερα από 4 μήνες στο χωριό του με ένα πόδι.
Οποιος γνωρίσει τον μπαρμπα-Γιώργο και ακούσει τη ζωή του, δικαίως θα σκεφτεί τι θα μπορούσε να είχε κάνει αυτός ο άνθρωπος αν δεν είχε αφήσει ένα πόδι στην Αλβανία...


Τον βρήκα το καλοκαίρι στο χωριό και άνοιξα μια μεγάλη κουβέντα μαζί του• τη συνεχίσαμε πριν από λίγες ημέρες στην Αθήνα και μιλήσαμε με τις ώρες. Οταν τελείωσα την απομαγνητοφώνηση διαπίστωσα πως, χωρίς να το καταλάβουμε, γράψαμε ένα βιβλίο! Από τις σπουδαίες σελίδες όμως της ζωής του διαλέξαμε εκείνες που, όπως λέει, μέσα σε μια στιγμή άλλαξαν τη ζωή του για πάντα.

«...Μόλις ήθελε να φέξει, διαταγή από τη Μεραρχία, επίθεση. Πάλι επίθεση όλα τα στρατεύματα της περιοχής εκείνης εκεί. Ορέ γαμώ το κέρατό του... Εμένα, μου λέει ο λοχαγός να καθίσεις εκεί να βάζεις με το τρεμπλόν, μη πας μπροστά με τη λόγχη, θα βάζεις από εδώ τώρα. Ξέρω, τους κανονίζω εγώ, λέω. Ξέρω, έμαθα, λέει, είσαι καλός. Ολοι οι άλλοι, εφ' όπλου λόγχη οι κακομοίρηδες. Ενα παιδί, στην τράπεζα δούλευε, μόλις ήρθε το βράδυ -έπαιρναν μεγάλες κλάσεις τότε- πήγε σε μια μεριά στο χαράκωμα και του λέω: αν ρίξουν όλμους, γιατί έριχναν τη νύχτα οι Ιταλοί, μη καθίσεις αυτού, γιατί θα σε σκοτώσουν. Ρίχνουν όλμους, είναι επισημασμένο το μέρος. Μην καθίσεις, αλλού τράβα, σε άλλο χαράκωμα τρύπωσε. Δεν άκουσε αυτό που του είπα...


»...Ηταν μια διμοιρία εκεί σε ένα χαράκωμα. Διατάχθηκε ένας διμοιρίτης να κάνει επίθεση. Κάνει επίθεση ο κακομοίρης εκεί, έπεσαν με τα μούτρα. Τον έβλεπα, δεν μου 'τυχε καμιά φορά να κάνω επίθεση με τη λόγχη. Τους έβλεπα με τις λόγχες, πήδηξαν επάνω, πετάχτηκαν οι Ιταλοί με τα χέρια επάνω, παραδόθηκαν. Ενας λόχος Ιταλοί, τους πήραν, πάνε για πίσω. Παρακάτω ήταν άλλοι, επιτέθηκαν εκεί, έπιασαν λιγάκι μάχη, ύστερα παραδόθηκαν κι εκείνοι. Τους πήραν, τους πάνε πίσω. Εγώ με τον λοχαγό. Ηταν κάτι ολμιστές σε μια μεριά. Μου λέει, κάτσε εδώ εσύ, θα ρίξεις όλα τα βλήματα και τότε θα φύγεις εσύ από εδώ και θα 'ρθείς σε εμένα που θα είμαι μπροστά. Ηξερα εγώ πού ήταν αυτός; Κοιτάω τους ολμιστές, ήταν σε ένα χαράκωμα, ήταν ένα υπολοχαγός, είχε 4 - 5 στρατιώτες. Α, λέει, εφ' όπλου λόγχη. Τρελάθηκες; λέει ένας λοχίας, Κρητικός, τι τη θέλεις την εφ' όπλου λόγχη κύριε υπολοχαγέ; Να κάνουμε επίθεση! Επίθεση χωρίς προπαρασκευή πυροβολικού λέω, όλμων και τα λοιπά, πώς θα πάμε έτσι, λέω, θα μας σκοτώσουν, θα πάμε σαν αρνιά το Πάσχα. Εφ' όπλου λόγχη λέει, όποιος δεν υπακούσει θα τον σκοτώσω. Τότε είχαν διαταγή. Είπες όχι, μπαμ εκτέλεση. Εγώ ήμουν εκεί δίπλα. Ο θεός όμως τον έφερε έναν όλμο. Δεν έπεσε μέσα στο χαράκωμα, έπεσε έξω και καθώς πέφτουν τα βλήματα, φεύγουν έτσι, σηκώνουν το μέρος που ήμουν εγώ. Από εκεί ήταν ένας άλλος από την Κρήτη, τον παίρνουν τον κακομοίρη τα βλήματα και του τσάκισαν τα χέρια, τις πλάτες, χάλια. Μόλις είδε αυτό, έφυγε ο λοχαγός. Μόλις είδε άσπρισε. Του λέει ο λοχίας. Κύριε λοχαγέ, θα κάνουμε επίθεση; Οχι, όχι λέει. Κάτσε, κάτσε. Εκείνη τη στιγμή στέλνει ο λοχαγός σύνδεσμο και λέει: ο Τσιτσιμπής αυτός να έρθει μαζί σας. Τους άφησε εκεί. Τι έγιναν; Αυτοί ξέρουν...


»... Κάποια ώρα, κάτι γεροντάκια -επιστράτευαν τότε μεγάλους σε ηλικία- τέσσερα του Πυροβολικού ήρθαν εκεί. Δυο δεν μπορούσαν να πάνε. Επρεπε να είναι τέσσερις. Μεγάλη διαδρομή. Ηξεραν το μέρος αυτοί. Βρε παιδιά λέω, νερό. Ακουγα κάτι ρεματάκια με νερό. Οι καημένοι οι τραυματιοφορείς ήξεραν πως δεν κάνει να πιω νερό. Μου λένε, συνάδελφε δεν κάνει να πιεις νερό, πιο πέρα θα βρούμε καθαρότερο, εδώ έχει πτώματα, ξέρω εμείς, να μην πιούμε τα πτώματα, ξέρω εγώ ένα νεράκι, εκεί θα πιούμε, να με ξεγελάσουν. Κατάλαβα εγώ. Πάμε πιο πέρα, πού νερό. Νερό, βρε παιδιά. Θα βρούμε, δεν το βρήκαμε ακόμα. Φτάσαμε σε ένα αγροτικό σπίτι. Ηταν σε ένα χωράφι, ένα σπίτι. Μόλις μας είδαν με τα κιάλια οι Ιταλιάνοι από μέσα άρχισαν να ρίχνουν. Α, τώρα λέω. Φευγάστε, τρυπώστε εσείς να γλιτώσετε. Εγώ, ένας είμαι, τραυματισμένος. Τι να κάνουν οι κακομοίρηδες, το έσκασαν. Με άφησαν μέσα στο χωράφι. Αν έρθει καμία, δεν πίστευα πως θα 'ρθει γιατί το πυροβολικό δεν είναι πολύ εύστοχο. Ηξερα, έπρεπε να έρθει εκεί που χρειάζεται για να σε πάρει. Και να ρίχνει το πυροβολικό βροχή. Ρίξετε λέω. Εριξαν τρία - τέσσερα, τα παράτησαν ύστερα. Α, κάποια ώρα μέσα από κάτι ρουπάκια έβγαιναν αυτοί. Ελάτε τώρα λέω, μη φοβάστε. Ελάτε. Μη μας ρίξουν. Είμαστε στη λάκκα, άμα μπούμε στο λόγγο, ας ρίχνουν. Με πήραν από εκεί, μπήκαμε μέσα στο ντυμένο ύστερα, πού να μας δούνε. Δεν ξανάριξαν. Πηγαίναμε, ύστερα μας πήραν κάτι αυτοκίνητα, φορτηγά. Ηταν ένας δρόμος, τόση η λάσπη. Και να σε κουνάνε, τραυματισμένος. Να σε πονάει. Αϊ στο διάολο...

»... Φτάνουμε στο Ορεινό Χειρουργείο. Ηταν ένας ανθυπίατρος. Μόλις με είδε, με είδε σε τι βάσανο ήμουν. Παίρνει ένα ποτήρι με τσάι, πιε το μου λέει. Δώστο μου να το πιω, ακόμα τόλεγε η περδικούλα μου. Θα το πιω. Θα καείς, θα το χύσεις. Δεν το χύνω, λέω. Δεν είμαι από εκεινούς. Μόλις το πήρα, εκείνο ήταν. Αντί να το πάω στο στόμα, το πήγα στα ρούχα. Ζεματίστηκα. Αμέσως αυτός κάτι οινόπνευμα μου έβαλε επάνω και μου πέρασε με εκείνο το οινόπνευμα. Δεν με έκαψε. Από εκεί, γραμμή ύστερα, Κορυτσά. Στην Κορυτσά, ωραίο νοσοκομείο, ήταν καλό. Εκείνης της εποχής ήταν άλφα - άλφα. Και να 'ναι στους Αλβανούς! Μπορεί να το είχαν φτιάξει οι Ιταλιάνοι. Πήγα εκεί, κόντευε να ξημερώσει, ήταν νύχτα. Ηρθε μια νοσοκόμα, ύστερα ο γιατρός. Α, κάνε αυτή την ένεση της λέει. Παυσίπονη, από εκείνες που έκανε, κάτι μικρές. Πού να με έπιανε εμένα ένεση. Πήγα να πεθάνω από τον πόνο. Τα χρειάστηκα τότε. Τι φωνάζεις, λέει μια νοσοκόμα εκεί. Λέει, τι φωνάζεις; Ηταν κάτι πτυελοδοχεία πάνω στο κομοδίνο, τα τράβηξα από κοντά της εκεί, έφτασαν, έφτασαν. Με τόση δύναμη που τα εκσφενδόνιζα, αν την έπιανε κανένα, θα τη σκότωνα στον τόπο. Ντιπ. Μόλις αυτό, πήγε για παράπονα. Ηρθε ο γιατρός. Μου λέει, παιδί μου, αυτό και αυτό συμβαίνει. Πρέπει να σε χειρουργήσουμε. Αλλιώς δεν περνάει ο πόνος. Χειρούργημα; λέω. Χειρούργημα. Θα σου κάνω μια ένεση αλλά κοστίζει πολλά λεφτά, 400 δραχμές. Εγώ λέω, δεν αξίζω 400 δραχμές γιατρέ λέω. Δεν έχουμε, ο στρατός. Και μου κάνει μια από τις παυσίπονες. Ηταν τότε, έβγαναν αυτές τις μεγάλες, τις παυσίπονες.. Μου 'κανε, πού, τίποτα. Τζιαούναγα, δεν μπόρεγα.


»... Διαταγή να μετακινηθούν όλα τα στρατεύματα για τα Γιάννενα, έρχονταν ο γερμανικός στρατός. Ερχονταν. Γέμισε το νοσοκομείο Αλβανούς. Αυτοί έρχονταν για πλιάτσικο, ήταν και Ελληνες. Οι γυναίκες είχαν ένα σταυρουδάκι, οι άντρες δεν θυμάμαι τι σημείο είχαν και τους κάναμε διάκριση. Μπήκαν πολλοί Αλβανοί μέσα και φοβόμασταν μη μας καθαρίσουν. Εκαναν πλιάτσικο. Δεν πάει, στο διάολο. Σε λιγάκι ώρα έρχεται ένας οδηγός, ένας Κρητικός, έκανε μεταφορές. Είχε ένα παλιοφορτηγό, ένα σαράβαλο. Ερχεται, τήραξε τον έναν. Τήραξε εμένα, μη φοβάσαι, μη φοβάσαι. Ενας μουστάκιας, ώς εδώ, ώς τα αυτιά το μουστάκι. Είμασταν κι εμείς... τη γενειάδα την είχαμε ώς εδώ. Με τα γένια, μουστάκια, ακούρευτοι, ψείρες. Ασ' τις ψείρες. Θέλω να σου πω, τα γένια τα είχαμε ως εδώ. Ημασταν όλοι ένα σόι. Ηρθε, μου λέει μη φοβάσαι, μη φοβάσαι τίποτα. Εγώ θα σε γλιτώσω. Εγώ ώς το βράδυ θα σε έχω στα Γιάννενα. Πώς θα με έχεις στα Γιάννενα; Είναι τόσο μακριά τα Γιάννενα. Μη σε νοιάζει εσένα, θα σε έχω στα Γιάννενα. Αυτός ήξερε το διάταγμα, τους βαριά τραυματίες πρώτα και ύστερα τους ελαφρότερα. Ξεκινήσαμε, μόλις δεν ήταν πολλά χιλιόμετρα από εκεί που φύγαμε, δεν θυμάμαι πόσα χιλιόμετρα, κοιτάμε ήταν μια φάλαγγα, κι έρχονταν όλο στρατός, μεταγωγικά, πυροβόλα, ήταν Σέρβοι. Τους κυνηγούσε ο γερμανικός στρατός και αυτοί πήγαιναν να μπουν στην Ελλάδα. Εμείς φεύγουμε τότε κι αυτουνούς τους αφήσαμε στο Αλβανικό. Ηταν ακόμα πολύς στρατός».

Σήμερα
Ο ανάπηρος στρατιώτης Γιώργος Τσιτσιμπής έφτασε στην Αθήνα, νοσηλεύτηκε με πολλές δυσκολίες στα νοσοκομεία και πήρε εξιτήριο στις 14 Αυγούστου από το Ζάππειο, όπου είχαν βάλει τους τραυματίες μετά την κατάληψη των άλλων νοσοκομείων από τους Γερμανούς. Με το τρένο επέστρεψε στην Καρδίτσα κι από εκεί με μουλάρι τον μετέφεραν οι δικοί του στο χωριό. Εκεί έζησε όλη την περίοδο της Κατοχής, της Αντίστασης κατόπιν, ενώ κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου, όπως όλοι οι συγχωριανοί του έζησε στην Καρδίτσα. Επέστρεψε παντρεμένος με την Ευρυδίκη Ζήση το 1950 στη Νεράιδα, με την οποία απέκτησαν δυο παιδιά και έζησε με ό,τι δουλειά μπορούσε να κάνει με τα χέρια του ενώ για πολλά χρόνια διετέλεσε πρόεδρος της κοινότητας και εργάστηκε συστηματικά και μεθοδικά για την ανάπτυξη του χωριού του. Μέχρι τον Αύγουστο που πέθανε, τους περισσότερους μήνες ζούσε στην Αθήνα ενώ κάθε καλοκαίρι φροντίζει να ανεβαίνει στο χωριό του, όπου όλοι τον αναγνωρίζουν ως υπόδειγμα θέλησης και δύναμης κι ακόμη ως τον μεγαλύτερο κυνηγό που πέρασε από την περιοχή και θυμούνται το ωραίο κλαρίνο που έπαιζε στα πανηγύρια!




ΣΠΥΡΟΣ ΔΗΜΟΣ Υποδεκανεύς Πεζικού


Από τα οχυρά στο κάτεργο

 
Ο Σπύρος Δήμος με τη γυναίκα του Μαρία πριν από δυο χρόνια στο Σαραντάπορο


Ο Σπύρος Δήμος, που γεννήθηκε το 1916 στο Μέγα Λάκκο των Σαραντάπορων της Καρδίτσας, ήταν κληρωτός του 1937, αλλά λόγω μιας ξηράς πλευρίτιδας πήρε ένα χρόνο αναβολή και κατόπιν ακολούθησε την κλάση του 1939. Κόντευε δε να απολυθεί αλλά καθώς φαινόταν ο πόλεμος να πλησιάζει την Ελλάδα, παρέμεινε στη μονάδα του, που κρατούσε την αμυντική «Γραμμή Μεταξά» στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα, στο οχυρό Νυμφαίας.


Οταν εισέβαλαν οι Γερμανοί στην Ελλάδα, την 6η Απριλίου 1941, δεν χρειάστηκαν παρά τρεις ημέρες για να κυκλώσουν και να εξουδετερώσουν τη γραμμή των οχυρών και έτσι υποχρέωσαν τους υπερασπιστές τους να παραδοθούν. Ετσι θυμάται ο μπαρμπα-Σπύρος, με τα χέρια ψηλά, αξιωματικοί και οπλίτες βγήκαν από το οχυρό και παραδόθηκαν στους κατακτητές. Από εκείνη τη στιγμή αρχίζει και η προσωπική του περιπέτεια, την οποία θυμάται καλά και την αφηγείται με ιδιαίτερες λεπτομέρειες.

«...Εγώ ήμουν σε ένα λόχο, σε ένα ύψωμα. Είχε 10 πολυβόλα προς όλες τις κατευθύνσεις και πάνω ένα αντιαεροπορικό. Ηρθαν, μας χτύπησαν. Δεν μπόρεσαν να το σπάσουν γιατί ήταν καλά οχυρωμένο, όλο τσιμέντα μέχρι μέσα. Κι έφυγαν, πήγαν στη Θεσσαλονίκη• δεν άργησαν να πάνε, είχαν μηχανοκίνητα. Μας λέει ο διοικητής μας, ένας Παπαδάκος Κωνσταντίνος από την Καλαμάτα: Παιδιά, δεν έχει ελπίδα τίποτα. Θα παραδοθούμε. Ούτε πυρομαχικά έχουμε, ούτε τίποτα. Αυτοί μπήκαν στο έδαφός μας, εμείς δεν κάνουμε τίποτα εδώ πίσω που είμαστε. Και καθώς μας είπε: τα χέρια επάνω, ανάταση και βγήκαμε από το οχυρό και μας περίμεναν οι Γερμανοί απ' έξω.

»Ακολούθησε έλεγχος εξονυχιστικός μην έχουμε καμιά χειροβομβίδα. Μας πήραν από εκεί και μας πήγαν στην Ξάνθη με τα πόδια, μπροστά εμείς και πίσω μας αυτοί με όπλα και μας κράτησαν σε στρατόπεδο αιχμαλώτων. Τους αξιωματικούς δεν ξέρω πού τους πήγαν. Εξω ήταν τα συρματοπλέγματα και ήταν φρουρά αυτοί γύρω. Την ημέρα δε, μόλις χάραζε, πηγαίναμε για δουλειά. Δουλειά... Μας έλεγαν, αυτά που χάλασε το μηχανικό, τώρα θα τα φτιάξετε. Καρότσι δουλεύαμε όλη τη ημέρα. Πείνα; Δεν λέγεται. Να σου πω, όχι υπερβολικά, δεν μας έδιναν καθόλου να φάμε. Το πρωί έρχονταν χαράματα ένας Γερμανός με το πιστόλι να τσακιστούμε γρήγορα και άμα αργούσαμε πυροβολούσε. Το βράδυ μας έδινε ο Δήμος της Ξάνθης. Τους επέτρεπαν να μας δώσουν από ένα κομμάτι ψωμί. Πέταγαν κομμάτια για να πάρουμε όλοι από τόσο δα, να ζήσουμε. Και έλεγαν, πήρατε όλοι; Οι Γερμανοί, όμως, τίποτα συσσίτιο. Μόνο δουλειά, Σε διάφορες μεριές, σε δρόμους, σε γέφυρες. Καρότσι, αμμοχάλικα, ό,τι ήθελαν αυτοί.

»Ημασταν αιχμάλωτοι πλέον. Αλλουνούς, σε άλλο τομέα, τους έζευαν και στο κάρο μάς είπαν κάτι άλλα παιδιά. Τόσο πολύ, να σύρουν το κάρο, όπως τα βόδια. Σε άλλο φυλάκιο εκεί δίπλα, μας έλεγαν συνάδελφοί μας, τώρα που απολυθήκαμε. Ενας από εδώ από το χωριό μας, Παπαδάκης Ηλίας: Μας έζευαν στο κάρο όπως και τα ζώα ακριβώς, μουλάρια ή βόδια. Εκεί μείναμε 40 ημέρες μέχρι τη συνθηκολόγηση. Κάποια ωραία πρωία καταλάβαμε. Ηρθε ένα αεροπλάνο και πέταξε κάτι χαρτιά. Υστερα ήρθε ένας Γερμανός, ταγματάρχης, δεν ξέρω τι ήταν: Μας λέει, είστε ελεύθεροι τώρα. Πήγαν στην Κρήτη αυτοί στο μεταξύ, ολούθε. Τότε μας άφησαν. Ημασταν όλοι, δεν πέθανε κανένας.

»Αλλά το πώς ήρθαμε; Σε συγκοινωνία δεν μας έβαλαν. Εμείς ρωτώντας, πού να ξέραμε το έδαφος σε ξένο τόπο. Να περάσουμε Σέρρες, Καβάλα, Δράμα, απ' έξω από τη Θεσσαλονίκη, ρωτούσαμε πώς θα πάμε. Και μας έλεγαν. Ρωτούσαμε. Και από πείνα; Μας έδινε όμως ο κόσμος. Πείνα ήταν εκείνη τη χρονιά, αλλά μας έδιναν. Ζητούσαμε, τόσο ψωμάκι, μας έδιναν να επιζήσουμε. Οπως και τότε που μας πέταγαν μέσα από το συρματόπλεγμα, έτσι και τώρα. Το βράδυ πηγαίναμε σε κανένα χωριαδάκι, δεν θέλαμε μέσα. Ηταν άνοιξη, ίσια να σγουρώσουμε, να ξενυχτήσουμε. Για συνοδειά. Το πρωί σαν χάραζε ξεκινούσαμε. Τρεις ήμασταν και δεν χωρίσαμε ντιπ. Που ήμασταν φίλοι και ενωμένοι. Ενας ήταν από τη Νεράιδα, ο Γιώργος Βούλγαρης, πεθαμένος, και ένας από τον Αμάραντο, ο Δημοσθένης Καραγιάννης, κι αυτός πεθαμένος. Εμείς δεν χωρίσαμε μέχρι που ήρθαμε στην Καρδίτσα.
Κάναμε 12 ημέρες, αλλά ήταν μεγάλη η μέρα. Στις 4 Ιουνίου ακριβώς φτάσαμε στην Καρδίτσα. Ολο με τα πόδια. Απ' έξω από τη Θεσσαλονίκη, στα Τέμπη, περάσαμε από τη γέφυρα. Ευτυχώς οι Γερμανοί στις γέφυρες μας περνούσαν. Φοράγαμε κάτι αρβύλες, όσο σειόνταν... Φαΐ, ζητάγαμε από τους ανθρώπους. Μας έδιναν. Αν και ήταν πείνα μας έδιναν, κανένας δεν αρνήθηκε, έτσι περνούσαμε την ημέρα. Το βράδυ εκεί που κοιμόμασταν, ρωτάγαμε. Μήπως έχετε λίγο ψωμάκι; Από αυτό που έχουμε θα σας δώσουμε μας έλεγαν. Και ήρθαμε κάτω... Ολοι οι στρατιώτες από εκεί έτσι ήρθαν, αλλά εμείς δεν χωρίσαμε. Βρίσκαμε παρέα άλλα παιδιά, περπατούσαν και αυτοί. Τα ίδια... Αλλά εμείς δεν χωρίσαμε.

»Στην τσέπη μας δεν είχαμε τίποτα, δεκάρα. Ψείρα όμως να δεις... Γίναμε σκελετοί από την πείνα και την ψείρα. Δεν μας γνώριζαν οι δικοί μας. Κατεβήκαμε στη Λάρισα και από εκεί Καρδίτσα. Γνωρίσαμε τον τόπο. Γερμανοί γύριζαν παντού, μας έβλεπαν αλλά δεν μας πείραζαν όμως. Νομίζω πως είχαμε ένα χαρτί να μην μας πειράξουν όταν μας έδωσαν το απολυτήριο να φύγουμε. Πάρτε αυτό το χαρτί, να το δείχνετε... Στους Γερμανούς βέβαια, σε ποιον άλλο; Στο χωριό ανεβήκαμε την άλλη ημέρα με τα πόδια. Αυτό δεν το είχαμε για τίποτα. Εκατσα καμιά εβδομάδα. Βρήκαμε φαγητό στο σπίτι και αναλάβαμε. Τότε μάθαμε πως από το χωριό σκοτώθηκαν 2 παιδιά, ο Δημήτρης Λιάπης του Ανδρέα και ο Δημήτριος Κοντογιάννης από την εξοχή. Ο ένας από εδώ και ο άλλος από την εξοχή.

»Με τους άλλους βρισκόμασταν κάθε λίγο και λέγαμε τα πάθια μας. Αυτόν από τον Αμάραντο τον έβρισκα συχνά στην Καρδίτσα, τον Καραγιάννη. Ο άλλος ήταν συγχωριανός μου, κατεβαίναμε, στην εκκλησία τον εύρισκα τον Γιώργο κι έλεγε, τα πάθια μας έλεγε. Τα θυμάσαι; Τα θυμάμαι όλα λέω».

Σήμερα
Ο Σπύρος Δήμος από τότε ώς το 1985, που συνενώθηκαν όλοι οι οικισμοί της περιοχής, ζούσε στο Μέγα Λάκκο και κατόπιν στα Σαραντάπορα. Ασχολήθηκε με τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Παντρεύτηκε το 1942 την Ελένη Πλατσιούρη και απέκτησε 4 κόρες. Ζει με τη γυναίκα του η οποία είναι βαριά άρρωστη και τη φροντίζει ο ίδιος γιατί δεν μπορεί να πληρώσει βοηθό για το σπίτι, καθώς τα 300 ευρώ του ΟΓΑ που παίρνουν σύνταξη ίσα ίσα τους φτάνουν για τους λογαριασμούς του μήνα!