Κάθονταν απέναντί μου, σε ένα σαλόνι του Blue Star εκεί που διαλέγω κι εγώ να ταξιδεύω όταν πηγαίνω στην Αμοργό και όπως έμαθα, επέστρεφαν μετά από επτά μήνες απουσίας, στο σπίτι τους στην Αστυπάλαια· ο Μανώλης και η Ελένη Κουσουλίνη. Ο λόγος της μακράς απουσίας από το νησί τους ήταν ένα πρόβλημα στην υγεία της κυρά Ελένης και το οποίο έληξε αισίως και έτσι ήταν πολύ χαρούμενη που θα γύριζε στο σπιτικό της, στο χωριό Βαθύ.
Ο κυρ Μανώλης, δεν είχε τίποτα· για να είναι όμως συντροφιά με τη γυναίκα του, αναγκάστηκε αυτός να μείνει αυτό τον καιρό στο Κερατσίνι, όπου ζει η κόρη τους Μαρία μαζί με τον άντρα της Θανάση Κρασά και ο οποίος συνόδευε το ηλικιωμένο ζευγάρι στην εστία του. Μαζί ξεκινήσαμε την κουβέντα και σιγά – σιγά πλησίασα το ζευγάρι προσπαθώντας να μην κάνω ή πω κάτι που θα τους κάνει να μαζευτούν ή τους ξενίσει κάποια από τις κουβέντες τους. Δεν ήθελα να τους ταράξω αλλά και χάσω από την κουβέντα που θα έκανα μαζί τους ούτε μια λέξη, ούτε μια εικόνα, ούτε έναν ήχο. Τα καταφέραμε πολύ ωραία οι τρείς μας και φυσικά μας αποθανάτισε ο φίλος Roberto Meazza, ένας σπουδαίος ιταλός φωτογράφος που ταξίδευε μαζί μας στην Αμοργό.
Δεν ξέρω, πρώτη φορά που συνέβη να κάνω συνέντευξη με κάποιους ανθρώπους, σαν το ζευγάρι Κουσουλίνη κάτω από την ταμπέλα «Οικονομική Θέση» του πλοίου και τα θέμα μας να είναι, τι άλλο; Η ζωή που πέρασαν (οκτώ δεκαετίες και οι δυο μετράνε) στον τόπο τους και μπορεί να ήταν με κάποια μέτρα οικονομική, αλλά περίσσευε από πλούτο σε όλες του τις φρόνιμες εκδοχές και τούτο φαίνονταν ολοκάθαρα στα μάτια και των δυο τους.
Και τι πλούτος!!! Δέκα παιδιά έκαναν και εννιά ανέστησαν, στη μάντρα που είχαν το κοπάδι τους: τον Πανορμίτη, την Άννα, τον Γιάννη, την Ειρήνη, τον Θοδωρή, τον Κωνσταντή που έχασαν βρέφος, τη Βαγγελιώ, την Ισιδώρα, την Πόπη και τη Μαρία. Νοίκιαζαν το κοπάδι από το μοναστήρι της Πορταίτισσας και με αυτό ζούσαν. Ο κυρ Μανώλης ήταν όλη τη μέρα κοντά στα ζωντανά και η κυρά Ελένη φρόντιζε τα παιδιά και είχε την ευθύνη του τυροκομείου. Έφτιαχνε τυρί και μυζήθρα και το πούλαγαν στην Αστυπάλαια και δεν ήταν λίγες οι φορές που έφταναν και μέχρι τη Ρόδο και την Κάλυμνο. Τους ίδιους προορισμούς είχαν και τα αρνιά και τα κατσίκια τους, ακόμη και τα μαλλιά που κάποτε είχαν αξία.
Δεν τους έφτανε όμως μόνο αυτό, ο κυρ Μανώλης όργωνε με τα βόδια του, έσπερνε σιτάρι, κριθάρι και φάβα, θέριζε, αλώνιζε κι ακόμη, έφτιαχνε και ασβέστη. Είχε μάθει την τέχνη του ασβεστοκάμινου και την σταμάτησε τότε που το δασαρχείο έβαλε περιορισμούς στην κοπή των κλαδιών της ήδη φτωχής βλάστησης της Αστυπάλαιας. Είχε και ένα αμπελάκι δίπλα στο σπίτι που περιποιούνταν, ίσια – ίσια να βγάζει το κρασί της χρονιάς του. Έμπαινε και στη θάλασσα καμιά φορά και ψάρευε, με τη βάρκα του γιατρού από την Κάλυμνο, τη «Βιργινία» την οποία έχει σήμερα ο γιός του Πανορμίτης να ψαρεύει καμιά φορά αλλά κυρίως να πηγαίνει και να φέρνει τα ζωντανά στα μικρά νησιά γύρω από την Αστυπάλαια.
…
Τους αποχαιρέτησα αργά το πρωί στα Κατάπολα και τους ευχήθηκα, να είναι πάντα καλά και οι δυο τους, να συνεχίζουν να δίνουν μαθήματα ζωής από την «οικονομική θέση» γιατί στους καιρούς που περνάμε, αυτοί είναι οι δάσκαλοι που μπορεί να μας δείξουν το δρόμο που πρέπει να ακολουθεί ο άνθρωπος για να είναι καλά τον εαυτό του πρώτα και κατόπιν με τους άλλους γύρω. Καλό αντάμωμα να έχουμε σύντομα στην Αστυπάλαια.
ΑΜΟΡΓΟΣ, 19042012