Δεν χωράει καμιά αμφισβήτηση ότι η Αθήνα βρίσκεται σε ένα
οριακό σημείο όσον αφορά την καθημερινή ζωή των πολιτών της.· Η παρακμή σε όλες
τις εκδοχές της αφήνει τη σκιά της σε όλη την πόλη και είναι ελάχιστα τα σημεία
της όπου διακρίνεται ακόμη μια ιδέα κανονικότητας κι αυτό συμβαίνει γιατί για
μια σειρά λόγων η αστυνόμευση στις γειτονιές που ακουμπάνε τον Εθνικό Κήπο, για
παράδειγμα, είναι προφανής. Βέβαια αυτό συνέβαινε και παλαιότερα εκεί αλλά και στις
υπόλοιπες γειτονιές, όπου η εμφάνιση του αστυνομικού αν και αραιή, δεν γίνονταν
πράγματα και δεν δημιουργούνταν καταστάσεις που να διαλύουν τον κοινωνικό ιστό
της και οι εικόνες της παραβατικότητας και της ανομίας ήταν ελάχιστες.
Ήταν τότε οι γειτονιές που οι κάτοικοί τους είχαν λόγο και
μπορούσαν να προβάλουν τα αιτήματά τους αλλά και να ληφθούν στα υπ’ όψιν από
τις αρχές που ήταν αρμόδιες για την επίλυσή τους ή έστω την πρόληψή τους. Τούτο
ξεκίνησε να γίνεται ορατό από τον καιρό που οι Αθηναίοι, γηγενείς και επήλυδες
άρχισαν να μετακινούνται στα μακρινά προάστια εγκαταλείποντας πατρικά σπίτια
και διαμερίσματα που αποκτήθηκαν τις πρώτες δεκαετίες της ανοικοδόμησης δια της
αντιπαροχής της πόλης. Στο κενό που δημιουργήθηκε, ειδικά στις περιοχές κατά
μήκος της Πατησίων, της Αχαρνών και της Κυψέλης όπου πολύ γρήγορα άρχισε να
φαίνεται η εγκατάλειψη, ένα σωρό κτίρια έγιναν εστίες αυθαίρετων καταλήψεων από
μια ποικιλία περιθωριακών ομάδων και εξαρτημένων ατόμων.
Σε τούτο βοήθησε και η
εκπληκτική εξάπλωση των ναρκωτικών, πράγμα που ποτέ δεν αντιμετωπίστηκε όπως
πρέπει από μια συγκροτημένη κοινωνία όπως πιστεύουμε πως είναι η δική μας και η
συγκέντρωση αυτών των εξαρτημένων ατόμων σε ορισμένες περιοχές του κέντρου
επηρέασε την κανονικότητα τους και τις υποβάθμισε με τραγικό τρόπο. Τέτοιες
περιοχές είναι αρκετές, αποτελούν τις μαύρες τρύπες της πόλης και οι κάτοικοί
τους έχουν απελπιστεί ή έχουν φύγει μακριά γιατί δεν μπορούν να ζήσουν
βλέποντας καθημερινά εικόνες απίστευτης εξαθλίωσης και ζώντας με τον τρόμο που
δημιουργούν οι συντεχνίες του εγκλήματος και τα φαντάσματα της ανθρώπινης
αξιοπρέπειας που κινούνται τρεκλίζοντας ακόμη και σε κεντρικούς δρόμους και
πολυσύχναστα σημεία.
Μια απ’ αυτές είναι η γειτονιά του Πεδίου του Άρεως, το
μεγάλο ανοιχτό πάρκο, το οποίο, αντί να αποτελεί μια όαση για την πόλη,
αντιθέτως, έχει εξελιχθεί τα τελευταία χρόνια σε μια επίγεια κόλαση για τους
εξαρτημένους και ένας καθημερινός εφιάλτης για τους περίοικους. Το πώς
κατάντησε έτσι δεν είναι του παρόντος να αναφερθεί αλλά την ευθύνη την
μοιράζονται όλοι οι εμπλεκόμενοι. Περιφέρεια, Δήμος, Αστυνομία, Δικαιοσύνη και
φυσικά οι πολίτες, ανεξάρτητα αν κατοικούν δίπλα ή σε άλλη γειτονιά οι οποίοι
έβλεπαν τον κατήφορο, αλλά δεν μπορούσαν να αντιδράσουν καθώς οι ενέργειες των
αρχών ήταν δειλές και ατελέσφορες ενώ οι ενέργειες από μια ποικιλία δικαιωματιστών
ενίσχυαν ή κάλυπταν το όργιο της ανομίας και της παραβατικότητας στην περιοχή,
καθιστώντας αυτή ένα ιδιότυπο άβατο ακόμη και για τις υγειονομικές υπηρεσίες σε
περίπτωση ανάγκης.
Δεν γίνονταν όμως άλλο, και κάποια στιγμή οι περίοικοι αποφάσισαν
και πήραν τα πράγματα στα χέρια τους. Έτσι εδώ και καιρό ο Σύλλογος Γειτονιά Κατοίκων
Πεδίου Άρεως ξεκίνησε με μια σειρά
δράσεων να καθαρίσει και να προστατεύσει όσο μπορεί το πάρκο και να το χαρούν
όλοι οι Αθηναίοι και σιγά – σιγά φάνηκαν κάποια αποτελέσματα, αλλά όχι τέτοια
που να δίνουν την αίσθηση ότι το Πάρκο άρχισε πάλι να αποκτά το ρόλο του για
την πόλη και να είναι ένας τόπος που να τον χαίρονται όλοι. Έτσι προέκυψε μια
υποτυπώδης αστυνόμευση, κάποια φροντίδα από τους κηπουρούς στην βλάστηση και
την καθαριότητα αλλά μπήκαν και ψηλά κάγκελα στην είσοδό του που μοιάζουν να
ειρωνεύονται την όλη προσπάθεια, καθώς απ’ όλες τις άλλες πλευρές η περίφραξη
είναι ατελής και εύκολα μπορεί να την υπερπηδήσει ο οποιοσδήποτε. Φυσικά και
ήταν αυτό το ζητούμενο αλλά με αυτό τον εύκολο
αλλά κραυγαλέο τρόπο η Περιφέρεια, που έχει την ευθύνη του, έδειξε πως
ενδιαφέρεται ενώ παράλληλα, διεμήνυσε πως δεν το έχει και σε πολύ να ρίξει μια
γερή περίφραξη και να μην μπαίνει κανένας μέσα δίνοντας έτσι την λύση με τον
χειρότερο τρόπο που μπορεί να γίνει για ένα δημόσιο χώρο.
Με λίγα λόγια, τον
τελευταίο καιρό απομακρύνθηκαν από τα σημεία του πάρκου που γειτνιάζουν με την
οδό Μαυροματαίων οι εξαρτημένοι, αλλά όλο το κύκλωμα του εμπορίου ναρκωτικών
μεταφέρθηκε λίγο παρακάτω, στον ΟΤΕ της Πατησίων πίσω από τις στάσεις των
αστικών συγκοινωνιών και στις οδούς Κοτσικά και Αντωνιάδου δίπλα από την ΑΣΟΕ
και τη Χέυδεν έναν από τους πιο όμορφους δρόμους της Αθήνας και τους μεταμόρφωσαν σε ένα ανοιχτό παζάρι
ναρκωτικών και εξαθλίωσης, ορατό απ’ όλους τους κατοίκους της γειτονιάς και
φυσικά από τους περαστικούς που είναι πλήθος σε αυτό το σημείο. Η απορία που
γεννιέται σε όλους όταν περνούν απ’ αυτό το σημείο είναι: γιατί δεν αντιδρά
στην άθλια αυτή κατάσταση η ΑΣΟΕ, οι καθηγητές και οι φοιτητές, ζητώντας μια
ουσιαστική παρέμβαση εκ μέρους των Αρχών, αλλά μάλλον φαίνεται πως η αδιαφορία
που έχουν εισπράξει μέχρι σήμερα τους έχει ουσιαστικά παραλύσει και την
αποδέχονται μοιρολατρικά.
Να δοθεί τέρμα σε αυτή την κατάσταση επιχείρησαν προχθές οι
περίοικοι αλλά και άλλοι Αθηναίοι που έδωσαν το παρών τους στο κάλεσμα που
έκαναν τα μέλη της πρωτοβουλίας του Συλλόγου «Γειτονιά Κατοίκων Πεδίου
Άρεως» σε μια εορταστική εκδήλωση που
περίσσευε το φως και η μουσική, στην οδό Χέυδεν την οποία είχαν βάψει όπως και
το τρισάθλιο όπως έχει καταντήσει Green Park με ζεστά χρώματα για να σβήσουν τα ακατανόητα γραφήματα που
σε στρώσεις καλύπτουν το ένα το άλλο. Την εκδήλωση άνοιξε η Φιλαρμονική του
Δήμου Αθηναίων με εορταστική μουσική με συνδιοργανωτές το ΚΕΘΕΑ Στροφή και την ΕΡΤ και ακολούθησε η
χορωδία της ΕΡΤ και πήραν σειρά πολλοί καλλιτέχνες μουσικοί και τραγουδιστές που κράτησαν ζεστό το ενδιαφέρον του κόσμου
μέχρι που πέρασε η ώρα κι απόμειναν τα δέντρα τυλιγμένα με τα φώτα να ξορκίζουν
το κακό που περίσσευε στους γύρω δρόμους.
Η γιορτή που έγινε προχθές στη Χέυδεν ήταν το κορύφωμα μιας σειράς δράσεων για την
επαναφορά της κανονικότητας στο Πεδίον του Άρεως και στους γύρω δρόμους, η
οποία αγκαλιάστηκε απ’ όλους και μπορεί να αποτελέσει και παράδειγμα αναλόγων
πρωτοβουλιών και σε άλλες γειτονιές που υποφέρουν από τα ίδια πράγματα ή
ανάλογα. Το ζήτημα πάντως είναι αυτές οι εκδηλώσεις που ενδυναμώνουν τον λόγο
της γειτονιάς και δίνουν την ευκαιρία και σε όσους έχουν τους δισταγμούς τους
ως προς το αποτέλεσμα να γίνονται και στις λεγόμενες νεκρές περιόδους του
χρόνου που δεν φωτίζονται από τα εορταστικά φώτα. Τότε είναι που το έχουν όλοι
ανάγκη, οι πληττόμενοι για τους δικούς τους λόγους αλλά κυρίως και τα θύματα
που βλέπουν ένα φως στο σκοτεινό κόσμο τους.
Γιατί όπως και να’ χει, η γιορτή στη Χέυδεν δεν αφορούσε
μόνο τους περιοίκους που μέσω αυτής έστειλαν το μήνυμά τους στις αρχές, αλλά
περισσότερο στόχευε εκείνους τους ανθρώπους που παραδέρνουν στους κόσμους των
παραισθήσεων δίνοντάς τους μια ευκαιρία που κανένας άλλος δεν θα ήταν πρόθυμος
να τους την μεταφέρει. Ένας άλλος κόσμος ποιο φωτεινός τους περιμένει κι αυτούς
να επιστρέψουν στην αληθινή ζωή…