Ο Νικόλας Θεολογίτης, ο Κυκλαδίτης κοσκινίζει φάβα τον
Ιούνιο του 2007 στο αλώνι
πάνω από τα Θολάρια και προσπαθώ να καταλάβω την
τέχνη του.
|
Το κόσκινο, ένα ταπεινό αλλά ιδιαίτερα χρήσιμο αντικείμενο που ήταν πάντα κρεμασμένο στην κουζίνα κοντεύει σχεδόν να ξεχαστεί καθώς πια όλα τα προϊόντα κοσκινίζονται στην παρασκευή τους και μπαίνουν από τη συσκευασία κατευθείαν στην κατσαρόλα και στα φαγητά. Έτσι δεν είναι καθόλου παράξενο που πολλά παιδιά το αγνοούν παντελώς και δυσκολεύονται να καταλάβουν παροιμίες του τύπου «τον πέρασα από κόσκινο» κλπ…
Το κόσκινο λοιπόν ήταν ένα στρογγυλό κομμάτι πυκνού
πλέγματος από σύρματα που στερεώνονταν σε μια φέτα εύκαμπτου λεπτού ξύλου, συνήθως
από λεύκα, ύψους περίπου 15 εκατοστών και ανάλογα με το κενό ανάμεσα στις ίνες
του πλέγματος ήταν και η χρήση του. Άλλο ήταν το κόσκινο για τους σπόρους, άλλο
για το αλεύρι και τα αλεσμένα προϊόντα και άλλο για τον τραχανά. Εκεί όμως που
ήταν πολύ απαραίτητο ήταν στο ζύμωμα και η σοβαρή νοικοκυρά που ήθελε να
φτιάξει καλό ψωμί έπρεπε να κοσκινίσει με πολλή προσοχή και υπομονή το αλεύρι.
Το πλέγμα δε στο κόσκινο για το σιτάρι ήταν πιο αραιό για να χωρίζονται οι
σπόροι από τα άλλα υλικά, πέτρες, φλούδες και κυρίως την ίρα, ένα παράσιτο που
αν αλεστεί μαζί με το σιτάρι πικραίνει πολύ το ψωμί.
Μοιάζει παρωχημένη μια αναφορά σήμερα στα κόσκινα και τις
χρήσεις τους να όμως που έρχονται στο νου στο τέλος κάθε χρόνου καθώς τέτοιες
ώρες ψιλοκοσκινίζουμε ή χοντροκοσκινίζουμε, τα πεπραγμένα της χρονιάς που
πέρασε για να μείνουν πάνω από τη πλέγμα τα καλά και να πέσουν στο πάτωμα τα
περιττά, τα άχρηστα, τα τελειωμένα…
ΑΘΗΝΑ, 31122017