Παρασκευή 30 Απριλίου 2010

ΤΑ ΑΛΟΓΑ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ


Καθώς μπαίνει σήμερα ο Μάης και τα βουνά αρχίζουν να ζωντανεύουν από τα λιγοστά πλέον κοπάδια που ανεβάζουν ακόμη ορισμένοι κτηνοτρόφοι στα βοσκοτόπια, κάποια άλλα ζωντανά που μοιράζονται μαζί τους τον τόπο τον ομορφαίνουν κι αυτά με τον τρόπο τους…


Πρόκειται για μικρούς αριθμούς ελεύθερων αλογομούλαρων που τα τελευταία χρόνια αποσύρθηκαν από το προσκήνιο των αγροτικών νοικοκυριών είτε λόγω της χρήσης του αυτοκίνητου στις μεταφορές είτε λόγω της εγκατάλειψη των καλλιεργειών. Από τη στιγμή που οι δρόμοι πάτησαν όλα τα βουνά και όχι μόνο η μεταφορά αλλά και η βοσκή των κοπαδιών γίνεται τις περισσότερες φορές μέσα από την καμπίνα του αυτοκινήτου, τα ζωντανά αυτά κρίθηκαν ανώφελα και τα περισσότερα όντως πουλήθηκαν σε εμπόρους και η κατάληξή τους ήταν τα σφαγεία της αλλοδαπής ή τα κλουβιά των τσίρκων που περιοδεύουν στην Ελλάδα για τροφή των θηρίων. Στο παρελθόν βγήκαν στη δημοσιότητα πολλές θλιβερές ιστορίες για την εμπορία και τη μεταχείριση αυτών των ζώων, ιστορίες που δεν επαναλήφθηκαν γιατί ο αριθμός τους μέσα σε μια δεκαετία σημείωσε τέτοια μείωση, τόσο που είδηση πλέον δεν είναι η απουσία από την ελληνική ύπαιθρο αλλά η παρουσία τους!

Είναι γεγονός, πως εκτός από ελάχιστες φωνές διαμαρτυρίας από ορισμένα άτομα ή από μεμονωμένες ομάδες πολιτών, κανένας αρμόδιος παράγων ή κρατικός φορέας δεν έδειξε ενδιαφέρον για τη διατήρηση αυτού του πολύτιμου ζωικού κεφαλαίου και παράγοντα της παραδοσιακής αγροτοποιμενικής οικονομίας. Εδώ θα μπορούσαμε να πούμε αφού κανένας δεν ενδιαφέρθηκε για τη διατήρηση των ιθαγενών φυλών προβάτων, κατσικιών, βοοειδών και άλλων παραγωγικών κατοικιδίων που ήταν απόλυτα προσαρμοσμένα στην ελληνική φύση, τα αλογομούλαρα θα κοίταγαν;

Όντως στη δίνη της εξέλιξης και της ευκολίας, ούτε που πρόσεξε κανένας πως εξαφανίστηκαν αυτά τα ζωντανά και αν χρειαστεί κάποιος ένα τέτοιο δεν πρόκειται να βρει πουθενά εκτός φυσικά την Ύδρα και τη Σαντορίνη για τους γνωστούς λόγους. Ορισμένα πάλι ζωντανά υπάρχουν σε κάποια νησιά που δεν έχει διαλυθεί η παραδοσιακή αγροτική ζωή, όπως η Αμοργός ή η Νάξος και αλλού. Σε γενικές γραμμές όμως ελάχιστα από αυτά τα ζώα έχουν απομείνει σε ολόκληρη τη χώρα.


Ορισμένα από τα εναπομείναναντα αλογομούλαρα στα ορεινά χωριά τα αφήνουν απολυμένα το χειμώνα και αφού δεν υπάρχει και φόβος για τις καλλιέργειες αυτά γυρίζουν όπου θέλουν, αλλά κυρίως πηγαίνουν στα ορεινά λιβάδια για περισσότερη ησυχία. Ένα κοπάδι από αυτά συναντήσαμε ανήμερα την φετινή Πρωτομαγιά στο Παλιοκάτουνο της Πρασιάς, ένα εκπληκτικό μέρος κρυμμένο στην αγκαλιά των κεντρικών Αγράφων κάτω από τις κορυφές Κόκκινο Στανό, Τσουρνάτα, Σαλλαγιάννη απ’ όπου πηγάζει και ο καθαρότερος παραπόταμος του Αχελώου ο Πλατανιάς. Είχαμε ξεκινήσει με τον Δημήτρη Παπαδιά και τον μικρό Αποστόλη Βασ. Παπαδιά να επισκεφτούμε τα υπέροχα λιβάδια που βοσκούσαν κάποτε οι πρόγονοί τους αλλά δεν μπορέσαμε να προχωρήσουμε ψηλά γιατί οι πλαγιές ήταν ακόμα καλυμμένες από χιόνια και ο τόπος όλος ήταν μουσκεμένος από τα νερά που ανέβλυζαν από κάθε σημείο του τόπου και κατέληγαν στο θολό ποτάμι. Παρά το κρύο όμως τα χαμηλά λιβάδια ήταν στρωμένα με ένα σωρό αγριολούλουδα και μοσχοβολούσε ο τόπος από τα δακράκια και τη φρέσκια χλόη. Κοπάδι από πρόβατα δεν φαίνονταν πουθενά, ούτε και προετοιμασίες στα μαντριά διακρίνονταν σε κανένα σημείο του βουνού.

Τα μόνα ζωντανά που συναντήσαμε στα λιβάδια ήταν ένα κοπάδι από αλογομούλαρα που μόλις μας είδε απομακρύνθηκε σε απόσταση ασφαλείας και μόνο ένα δυνατό άλογο, στάθηκε σε μια κορυφή και δεν μας άφηνε από τα μάτια του στιγμή. Ούτε να τα φωτογραφήσουμε δεν μας άφησε να πλησιάσουμε καθώς με ένα κούνημα του κεφαλιού του καθοδηγούσε τα υπόλοιπα και τους έδινε σήμα. Ήταν ο 8χρονος Ντορής, του Δημήτρη Μάνταλου ο οποίος τον είχε κλεισμένο όλο το χειμώνα στο καλύβι και μόλις ξεχιόνισε λιγάκι ο τόπος τον άφησε ελεύθερο να ξεμουδιάσει κι αυτός τράβηξε κατά το βουνό να βρει την παρέα του. Έτσι κι αλλιώς, σε τίποτα δεν ήταν χρήσιμος αφού και το όργωμα έγινε με τρακτεράκι και για τις μεταφορές η οικογένεια του Μάνταλου που ασχολείται με την κτηνοτροφία και διατηρεί ένα μεγάλο κοπάδι στο χωριό χρησιμοποιεί τα αγροτικά αυτοκίνητα. Έτσι ο Ντορής, ο οποίος είναι βέβαια «πειραγμένος» μη έχοντας καμία υποχρέωση ανέβηκε στο βουνό και συνάντησε την παρέα του, τον Νιόνιο, ένα γέρικο μουλάρι του Κώστα Μπίστα που το άφησε κι αυτός ελεύθερο και δυο – τρία άλλα από το διπλανό χωριό Κέδρα.

Ο Νιόνιος, μας είπε ο Κώστας Μπίστας ήταν ένα άξιο μουλάρι που δούλεψε πολλά χρόνια στον Κώστα ο οποίος κι αυτός διατηρεί ακόμη ένα μικρό κοπάδι αιγοπρόβατα στον Πρόδρομο, αλλά το πήραν τα χρόνια και ο Κώστας το άφησε ελεύθερο να ζήσει όπου και όπως θέλει και ο Νιόνιος από ένστικτο πήρε τα βουνά όπου ξανάνιωσε και ούτε να ακούσει δεν θέλει πάλι για παχνί και καλύβα. Πρόπερσι μάλιστα που έριξε αρκετό χιόνι και δυσκόλεψαν τα πράγματα, το κοπάδι κατέβηκε μέχρι το χωριό να προφυλαχτεί, έμεινε εκεί μερικές ημέρες αλλά μόλις κατάλαβε πως μπορεί να επιστρέψει στα λημέρια του αμέσως πήρε το γνωστό μονοπάτι της ελευθερίας.



Στο Παλιοκάτουνο και στις γύρω πλαγιές που ζουν ολοχρονίς τα αλογομούλαρα, ανεβαίνουν το καλοκαίρι αρκετά κοπάδια κι έτσι έχουν κάποια συντροφιά και ασφαλώς λίγη προστασία. Τον υπόλοιπο καιρό, κάνουν ότι μπορούν μόνα τους και συνήθως τα καταφέρνουν καλά ιδιαίτερα με τους λύκους ή καμιά αρκούδα που θα τα πλησιάσει και γι’ αυτό κινούνται ομαδικά. Την ευθύνη προστασίας βεβαίως την φέρνουν τα άλογα, όπως ο Ντορής για παράδειγμα που έχουν συνέχεια την προσοχή τους στραμένη στις ανεπιθύμητες παρουσίες. Πάραυτα συχνά παρατηρούνται απώλειες που έχουν να κάνουν με την αντοχή των ζωντανών. Έτσι αυτά που τα λυγίζει η ηλικία ή τα ασθενικά πέφτουν θύματα των αρπακτικών. Θύματα επίσης πέφτουν συχνά και τα μουλάρια που όπως και να έχει δεν διαθέτουν την εξυπνάδα και τα ισχυρά αντανακλαστικά των αλόγων. Γι’ αυτό και οι λύκοι, όταν τους στριμώξει η πείνα παρακολουθούν το κοπάδι κι χυμάνε σε όποιο βρουν άρρωστο ή ανήμπορο να περπατήσει. Έτσι μειώθηκε ο αριθμός αυτού του κοπαδιού που όπως θυμούνται οι παλαιότεροι αριθμούσε περί τα είκοσι.

Ένας άλλος λόγος που μειώθηκε το κοπάδι είναι ότι πολλά από τα αρσενικά άλογα είναι «πειραγμένα», δηλαδή ευνουχισμένα και αυτό το έκαναν οι ιδιοκτήτες τους για περισσότερη απόδοση στην εργασία. Αυτό έκανε ο Μήτσος Μάνταλος στον Ντορή γιατί αυτός μέχρι πριν λίγα ακόμη χρόνια όργωνε τα χωράφια των συγχωριανών του και έκανε μεταφορές. Τώρα που δεν υπάρχουν αυτές οι δουλειές, αποδεσμεύτηκε μεν ο Ντορής αλλά δεν έχει τη δυνατότητα να αφήσει απογόνους με κάποια από τις φοράδες που κυκλοφορούν στο βουνό και παρά την ηλικία τους, μπορούν ακόμα να γεννήσουν. Ούτε πάλι υπάρχει η περίπτωση να βρεθεί κανένα άλλο αρσενικό να ζευγαρώσουν γιατί όπως προαναφέρθηκε, τα αλογομούλαρα είναι πλέον σπάνιο είδος σε όλη την Ελλάδα.


ΥΓ. Κείμενο και φωτογραφίες δημοσιεύτηκαν στο ένθετο περιοδικό της εφημερίδας "'Εθνος" για το Κυνήγι τον Μάιο του 2010. Τα χρόνια που ακολούθησαν ξαναείδαμε το κοπάδι και με χαρά διαπιστώσαμε πως σχεδόν διπλασιάστηκε.. 

ΑΘΗΝΑ, 01052018

ΟΙ ΨΥΧΕΣ ΤΩΝ ΛΕΥΚΩΝ ΚΡΙΝΩΝ


Είπα σήμερα να μη συνεχίσω τις καλημέρες πάλι με τους μωβ κρίνους ή ίριδες όπως λέγονται επισήμως γιατί θα νομίσετε πως συμβάλλω με αυτό τον τρόπο στη βαριά έως πένθιμη ατμόσφαιρα που πλάκωσε τη ζωή μας με τα μέτρα που εξήγγειλε ο χθες ο ΓΑΠ - μέρα μάλιστα με την πανσέληνο αλλά κανέναν δεν ακούσαμε να ουρλιάζει...

Έτσι αναζήτησα στο αρχείο μια φωτογραφία με λευκούς κρίνους που τράβηξα πέρσι σαν σήμερα στην αυλή του κλειστού δημοτικού σχολείου του χωριού Λογγίτσι της Ευρυτανίας που σταματήσαμε για λίγο να το δούμε, όταν με το φίλο Δημήτρη Παπαδιά πηγαίναμε για την Πρωτομαγιά στο χωριό του, τον ωραίο Πρόδρομο της Πρασιάς στον Απεράντιο.

Το σχολείο είχε κλείσει από χρόνια λόγω έλλειψης μαθητών, έργο των οποίων ήταν τα παρτεράκια με τους κρίνους και τα άλλα καλλωπιστικά φυτά τα οποία φρόντιζαν κατόπιν υποδείξεως των δασκάλων για να μαθαίνουν κάπως από φυτολογία αλλά και να ομορφαίνουν λίγο την κατάξερη αυλή. Τα ίδια χρόνια σε όλα τα σχολεία για τον ίδιο μάλιστα λόγο οι μαθητές έφτιαχναν και σχολικούς κήπους με λαχανικά και άλλα είδη.

Από τις πατάτες, τα κολοκύθια και τα φασόλια που καλλιεργούσαν τότε να μαθαίνουν, δεν έμεινε τίποτα αλλά από τους κρίνους επέζησαν αρκετά φυτά και ανάλογα με την ποιότητα και τη δύναμη του εδάφους πολλαπλασιάστηκαν και κρατάνε ακόμα το γένος τους ακμαίο. Τούτο οφείλεται στους κονδύλους τους που είναι ιδιαίτερα ανθεκτικοί σε παγωνιές και ξηρασίες και λόγω μιας ισχυρής τοξικής ουσίας που διαθέτουν είναι απρόσβλητοι από ασθένειες και τα τρωκτικά της γης. Οι αρωματικές τους δε ιδιότητες οφείλονται σε μια πτητική ουσία, την ιράνη και τους κάνει να ευωδιάζουν στην ανθοφορία τους όλο τον τόπο.

Το πλήθος των λευκών κρίνων στην άδεια αυλή έφερνε στο νου άλλες εποχές, τότε που περίσσευε η ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο αλλά η κλειστή πόρτα και τα μανταλωμένα παράθυρα του σχολείου, το οποίο λειτουργεί πλέον μόνο ως εκλογικό κέντρο στις εκάστοτε πολιτικές αναμετρήσεις ακύρωνε οποιαδήποτε διάθεση για τρυφερές αναπολήσεις.

Κι έμοιαζαν οι λευκοί κρίνοι στην αυλή του σχολείου ως ψυχές που γυρίζουν πίσω στον τόπο τους να ησυχάσουν από την εξορία που βρέθηκαν σαν πίστεψαν τις υποσχέσεις των πολιτικών και παραπλανήθηκαν από τους λογής επιτήδειους και πονηρούς οι οποίοι αφού γκρέμισαν τον κόσμο τους, από την απληστία τους τον έφεραν στην κατάσταση που ζούμε σήμερα…

ΥΓ. Οι λευκοί και οι μωβ κρίνοι στο χωριό μου άνθιζαν περί τα τέλη Μαρτίου και συνδυάζονταν με τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου την εικόνα της οποίας στόλιζαν με αυτά τα λουλούδια. Αν δε κρατούσαν τα άνθη τους μέχρι το Πάσχα, τότε στόλιζαν με αυτούς, και τον Επιτάφιο. Σήμερα κάτι τέτοιο ούτε σαν σκέψη δεν γίνεται καθώς κανένας δεν πάει στους κήπους να βρει κρίνους γιατί τα ανθοπωλεία είναι γεμάτα από διάφορα λουλούδια και η απαξίωση τους πιθανόν έχει να κάνει και με την ελάττωσή τους…

Πέμπτη 29 Απριλίου 2010

ΤΑ ΩΦΕΛΙΜΑ ΑΥΓΑ ΕΙΝΑΙ ΑΚΡΙΒΑ…


Δεν χρειάζεται να ακούει ειδήσεις και να αφουγκράζεται τα παπαγαλάκια της τηλεόρασης να καταλάβει πως περνάμε οικονομική κρίση, ο Θύμιος Γεωργατσέλης από το χωριό Πηγή Τρικάλων, αλλά τη νιώθει από πρώτο χέρι κάθε Δευτέρα που πηγαίνει στο παζάρι…

Ο Θύμιος στο χωριό του έχει χωράφια που καλλιεργεί, μαντριά για τα ζωντανά και κοτέτσια με πουλερικά. Με ότι παράγει από αυτή την περιουσία ζει την οικογένειά του και ότι περισσεύει το πηγαίνει στο παζάρι να το πουλήσει και μάλιστα σε ποικιλία, όπως τα αυγά. Αυτά τα χωρίζει σε δυο κατηγορίες, τα κανονικά από κότες που είναι σχετικά φθηνά – ξεκινάνε από 50 λεπτά το ζευγάρι και προς το μεσημέρι πέφτουν στα 20 και τα παπίσια, εκείνα δηλαδή που κάνουν οι πάπιες και είναι σχεδόν διπλάσια σε μέγεθος από τα άλλα.

Αυτά τα πουλάει ενάμιση ευρώ το ζευγάρι επειδή βεβαίως είναι μεγαλύτερα αλλά και γιατί δεν έχουν χοληστερίνη. Έτσι λέει και φέρνει ως παράδειγμα τον εαυτό του που τρώει κάθε βράδυ τρία απ’ αυτά κομμένα σε φέτες, πίνει και ένα ποτήρι κόκκινο κρασί το οποίο φτιάχνει από το δικό του βέβαια αμπέλι, νοιώθει μια χαρά και δεν έχει ανάγκη το γιατρό τον οποίο σπάνια επισκέπτεται. Έτσι ανεπιφύλακτα προτείνει σε όποιον τον ρωτάει για τα παπίσια αυγά να τα καταναλώνει χωρίς κανένα φόβο για αύξηση της χοληστερίνης.

Είδα πολλούς προχθές να τον ακούνε προσεκτικά σε ότι έλεγε γύρω από τα παπίσια αυγά αλλά λίγους να τα αγοράζουν με τη βεβαιότητα πως θα τους κάνει καλό άμα τα φάνε. Για όσους προέβαλλαν κάποια δυσπιστία ή έλεγαν πως είναι ακριβά, ο Θύμιος είχε τη λύση προτείνοντας τα αυγά από τις κότες τα οποία και ήταν φθηνότερα και παρά τη χοληστερίνη που αποδεδειγμένα έχουν είναι η λύση για το τραπέζι των αδύνατων και της φτωχολογιάς.

Ο Θύμιος ως παραγωγός είχε κάνει το χρέος του στο παζάρι αλλά την επιλογή των αυγών την καθόριζε η τσέπη των αγοραστών οι οποίοι φυσικά και θα ήθελαν να μην φορτώσουν τον οργανισμό τους με χοληστερίνη αλλά με τις πενταροδεκάρες που είχαν στην τσέπη τους δεν μπορούσαν να κάνουν διαφορετικά. Θα έτρωγαν αυγά από τις κότες και σαν έρθει η ώρα που θα τους πει ο γιατρός πως πρέπει να πάρουν χάπια να ρίξουν τη χοληστερίνη θα βλαστημήσαν την φτώχεια που τους επέτρεψε να τρώνε αυγά μόνο από πάπιες…

ΟΙ ΜΩΒ ΚΡΙΝΟΙ ΤΟΥ ΜΑΝΧΑΤΑΝ


Είναι ένα είδος οι μωβ κρίνοι που ενώ παλαιότερα πλημμύριζε τις αυλές και τους κήπους στα χωριά, τα τελευταία χρόνια έχει σχεδόν εξαφανιστεί - άγνωστο για ποιο λόγο. Πιθανόν γιατί αυτό το λουλούδι αρέσκονταν να φυτρώνει κοντά στα σπίτια και στους ανθρώπους…

Τα σπίτια βέβαια παραμένουν στη θέση τους και είναι μάλιστα πολύ περισσότερα από ποτέ σε όλα τα χωριά αλλά τους περισσότερους μήνες του χρόνου οι άνθρωποι στους οποίους ανήκουν βρίσκονται αλλού και μακριά, στις πόλεις και στον κάμπο. Γι’ αυτό το ιδιαίτερα κοινωνικό λουλούδι το οποίο κατά μια αίσθηση συνδυάζονταν και με το πένθος σιγά – σιγά ένοιωσε μοναξιά και έπαψε να φυτρώνει. Ενώ ήξερα πολλά σημεία στην Ελλάδα που ήταν φυτρωμένοι και μου άρεσε να τους βλέπω, μόνο κοντά σε ένα νεκροταφείο στο χωριό Λογγίτσι της Ευρυτανίας είδα πέρσι τελευταία φορά μερικούς μωβ κρίνους ανθισμένους.

Θυμήθηκα αυτά τα λουλούδια νωρίς – νωρίς σήμερα το πρωί σαν ξεφύλλισα πριν από λίγο το άλμπουμ «Manhattan Ave. Μy block» με φωτογραφίες που τράβηξε η Olga Zissi και μεταξύ των άλλων είδα και τους μώβ κρίνους που φυτρώνουν σε κάποια γωνιά του Morning side Park στη γειτονιά της. Φαίνεται πως στη Νέα Υόρκη ή αντιμετωπίζουν με άλλο τρόπο απ’ ότι εδώ τους μωβ κρίνους ή το πλέον πιθανό, τα πάρκα εκεί είναι ένας τόπος που συχνάζουν πολλοί άνθρωποι κι έτσι αυτά τα ωραία λουλούδια έχουν καλή συντροφιά και βλασταίνουν κάθε χρόνο στην ώρα τους και χρωματίζουν με τον τρόπο τους την άνοιξη…

Τετάρτη 28 Απριλίου 2010

ΤΟ ΑΓΑΛΜΑ ΤΗΣ ΣΟΔΕΙΑΣ


Υπάρχει ένα άγαλμα στον πέριξ του Ζαππείου χώρο όπου δείχνει ένα νεαρό θεριστή να έχει στην αγκαλιά του ένα δεμάτι πυκνά στάχια. Πρόκειται για ένα γυμνό αγόρι, που έχει στο κεφάλι του ένα καπελάκι όχι απ’ αυτά που έβαζαν συνήθως οι θεριστάδες κατά τα παλιότερα χρόνια αλλά ένα άλλο που συνήθως υποχρέωναν τα παιδιά της πόλης να φοράνε σαν έβγαιναν στην εξοχή μη τα κάψει ο ήλιος.

Το λουλούδι στην κορδέλα του καπέλου κάτι τέτοιο δείχνει και πιθανόν ο γλύπτης άλλα ήθελε μέσω αυτού να πει. Δεν γνωρίζω ούτε το σκεπτικό του ούτε και πολλά από τη γλυπτική τέχνη κι έτσι δεν μπορώ να εκτιμήσω και την καλλιτεχνική αξία του έργου που είναι χαμένο πίσω από τις άκαρπες πρασινάδες του κηπαρίου.

Ασκώ όμως καθημερινά την όρασή μου στην πόλη και μου αρέσει να ξεχωρίζω πράγματα που μου αρέσουν και κάποιες φορές θέλω να τα συστήνω και σε φίλους μου που πιθανόν τα αγνοούν. Το άγαλμα του μικρού θεριστή όμως ξεχωρίζει στη σωρεία των άλλων ανδριάντων και των προτομών γύρω από το Ζάππειο αλλά και σε άλλα σημεία της πόλης που είναι αφιερωμένα σε στρατηγούς, φιλοσόφους, ιερωμένους, ευεργέτες, πολιτικούς και άλλα πρόσωπα που κατά την κοινή άποψη προσέφεραν όλοι τους από κάτι στην πόλη, την κοινωνία και την πατρίδα.

Ανάμεσά τους και ο μικρός θεριστής, σύμβολο μιας εποχής που μπορεί να έσβησε από την εξέλιξη της τεχνολογίας πάνω στον αγροτικό τομέα αλλά παραμένει ένα αιώνιο πρότυπο του μόχθου για τη σοδειά της χρονιάς. Ο μαρμάρινος θεριστής σκύβει με ευλάβεια πάνω στα στάχια και τα κρατάει τρυφερά στην αγκαλιά του σαν παιδιά ή σαν αγαπημένο κορμί και κατά τη γνώμη μου πιστεύω πως έχει μεγαλύτερη αξία ανάμεσα στα άλλα αγάλματα καθώς αυτό που συμβολίζει είναι και το ζητούμενο της εποχής μας. Οι χαμένες σοδιές που όλοι ψάχνουν να βρουν που πήγαν και πως σπαταλήθηκαν. Οι σοδειές για τις οποίες κανένας δεν κόπιασε, δεν ίδρωσε και πέρασαν από τα χέρια μας σαν αέρας κι έσβησαν σαν καπνός…


- Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Σοδειά», τεύχος τρίτο το οποίο θα βρείτε σε κεντρικά βιβλιοπωλεία της Αθήνας και πολλών άλλων πόλεων. Θα διαβάσετε και άλλα πολλά ενδιαφέροντα θέματα και θα την αγαπήσετε…

Τρίτη 27 Απριλίου 2010

ΤΟ ΜΕΔΟΥΛΙ ΤΟΥ ΓΑΪΔΟΥΡΑΓΚΑΘΟΥ


Αχνοφάνηκε τις τελευταίες ημέρες στη σελίδες μας ένας διάλογος σχετικά με τα γαϊδουράγκαθα αλλά δεν προχώρησε, επειδή οι περισσότεροι τα γνωρίζουμε μόνο σαν λέξεις που εκφράζουν συνήθως διάφορα απαξιωτικά υπονοούμενα για πολλά πράγματα…

Αυτή την εντύπωση είχα κι εγώ παρ’ όλο που μεγάλωσα μέσα σε ένα περιβάλλον όπου περισσεύουν αυτά τα επιβλητικά φυτά που δεν έχουν μόνο φοβερά αγκάθια αλλά για αρκετούς μήνες το χρόνο στολίζουν τους ερημότοπους που τους αρέσει να κατοικούν και τρέφουν τα μικροπούλια και ιδιαίτερα τις μελωδικές γαλιάντρες και τα τσούπια. Τα άνθη τους, μια μεγάλη μωβ στεφάνη που τρελαίνει τα έντομα με το νέκταρ του και το οποίο στα χωριά του θεσσαλικού κάμπου ονομάζουν κιγκέρα, παραμένει στη θέση αρκετό καιρό αφότου ξεραθεί και πολλές φορές βρίσκεται εκεί ως το χειμώνα που θα τα ρίξει η βροχή ή το χιόνι. Αυτό δεν επηρεάζει καθόλου τους ιδιαίτερα ανθεκτικούς σπόρους που μόλις αρχίσει να μυρίζει η άνοιξη βλασταίνουν αμέσως και πολύ σύντομα ψηλώνουν.

Αυτές τις ημέρες, ανάλογα βέβαια το υψόμετρο που βρίσκονται έχουν βγάλει άνθη και ο κορμός τους καθώς αυτά ωριμάζουν αρχίζει να στεγνώνει σιγά – σιγά και βεβαίως αρχίζουν να σκληραίνουν και τα αγκάθια τους που όσο είναι ακόμα χλωρά δεν είναι και τόσο φοβερά στην επαφή. Αυτή είναι και η εποχή που χάρη στην τρυφερότητα του φυτού μπορεί να γίνει ένα θαυμάσιο γεύμα όχι μόνο για τα ζωντανά που βόσκουν στον κάμπο, κυρίως τις άπληστες αγελάδες παρά τους υπομονετικούς γαϊδάρους, αλλά και για τους ανθρώπους!

Δεν το πιστεύετε αλλά συμβαίνει κι αυτό αλλά δεν μπορούν όλοι να το κάνουν γιατί η αποκόλληση του τρυφερού γαϊδουράγκαθου από τον κορμό του φυτού απαιτεί αν όχι τέχνη, τουλάχιστον ιδιαίτερη προσοχή. Το πώς γίνεται αυτό, μας το έδειξε προχθές το απόγευμα ο Στέφος Στάμος από το χωριό Κόρδα του δήμου Σελλάνων Καρδίτσας.

Χτυπάει λοιπόν τα γαϊδουράγκαθα με ένα μακρύ ραβδί με τέτοιο τρόπο που να γδέρνει τα αγκάθια από το άνω σημείο του κορμού και κατόπιν πιάνει και ξεφλουδίζει με προσοχή τον ξυλώδη μίσχο που το εσωτερικό του μοιάζει σαν άσπρο μεδούλι και το οποίο είναι πολύ εύγεστο και τραγανό όπως περίπου τα σπαράγγια. Το ίδιο συμβαίνει και με το με το εσωτερικό του μεγάλου άνθους το οποίο ξεφλουδίζεται όπως ακριβώς και η αγκινάρα και γίνεται μια ολόδροση μπουκιά.

Σημειώνεται ότι με αυτά τα γαϊδουράγκαθα ανέκαθεν δρόσιζαν τούτη την εποχή το στόμα τους οι ξωμάχοι και οι τσοπαναραίοι στον κάμπο οι οποίοι μπορούν να πουν επίσης ότι κακώς λέγονται γαϊδουράγκαθα γιατί τα συμπαθή αυτή υποζύγια αδυνατούν να τα φάνε ενώ οι αγελάδες με την παχιά τους γλώσσα είναι αυτές που τα λυμαίνονται και τα καταστρέφουν. Το σωστό υποστηρίζουν να τα λένε γελαδάγκαθα και να πάψει ο διασυρμός των γαϊδάρων οι οποίοι μόνο όταν ξεραθούν τελείως μπορούν να τα δοκιμάσουν.

Σημασία πάντως έχει το γεγονός ότι ακόμα και τα γαϊδουράγκαθα στην ανάγκη μπορούν να φαγωθούν και ας το σημειώσουμε, γιατί ποιος ξέρει που θα μας βγάλει αυτή η ιστορία με την οικονομική κρίση και τι θα χρειαστεί να ψάξουμε να βάλουμε αύριο στο στόμα μας…

Δευτέρα 26 Απριλίου 2010

Η ΣΥΣΤΟΛΗ ΜΙΑΣ ΠΑΠΑΡΟΥΝΑΣ


Άκουγα να λένε συχνά την έκφραση: «αυτός έγινε παπαρούνα» και καταλάβαινα πως αναφέρονταν σε κάποιον ή κάποια που έγιναν κατακόκκινοι σαν την παπαρούνα από ντροπή η και συστολή…

Αυτή την εντύπωση είχα μέχρι χθες το μεσημέρι όταν δίπλα σε ένα αυλάκι στο Μαυρομάτι είδα μια μεγάλη συντροφιά από ρωμαλέες παπαρούνες, τις πλησίασα για να τις καμαρώσω και είδα πως ήταν κατάκλειστες όπως ακριβώς τα κοχύλια. Ομολογώ πως δεν το είχα προσέξει ποτέ αυτό και άρχισα να αναρωτιέμαι τι συμβαίνει. Τίποτα γύρω δεν φαίνονταν πως απειλούσε τα λουλούδια αλλά η ατμόσφαιρα ήταν βαριά από μια υγρή ζέστη και ο αέρας μύριζε βροχή, μπορεί και χαλάζι. Σε κάποιες δε παπαρούνες είδα πως τα πέταλά τους ήταν σκισμένα από τις σταγόνες της χθεσινής βροχής ενώ σε ορισμένα άλλα διακρίνονταν καθαρά οι λεκέδες της λάσπης που έπεσε μαζί με το νερό.

Και στις δυο περιπτώσεις όμως είδα ότι οι στήμονες με τους άγουρους ακόμη σπόρους της επόμενης γενιάς παρέμειναν άθικτοι και αυτό κατάλαβα οφείλονταν στην προστασία που πρόσφεραν τα κλειστά πέταλα. Φαίνεται πως αυτά τα υπέροχα όργανα της παπαρούνας όταν νοιώθουν πως μπορεί να συμβεί κάτι κακό αγκαλιάζουν στοργικά τους σπόρους και με τη στάση τους δεν εκφράζουν αυτό που λέγεται ντροπή της παπαρούνας αλλά περισσότερο τη στοργή του φυτού προς τα παιδιά του...


ΜΑΥΡΟΜΑΤΙ, 26042017

Κυριακή 25 Απριλίου 2010

ΓΙΑ ΝΑ ΜΗ ΜΑΤΙΑΖΟΝΤΑΙ ΟΙ ΚΗΠΟΙ...


Πέρασα μια ολόκληρη μέρα περπατώντας στο χωριό Μαυρομάτι της Καρδίτσας αναζητώντας εικόνες που να θυμίζουν τον παλιό γενναίο κόσμο των Ελλήνων που όπως ακούω από τα πανάθλια ΜΜΕ και βλέπω στα μάτια των ανθρώπων που συναντάω και μιλάω μαζί τους τον πήρε και το σήκωσε αυτές τις ημέρες ο τυφώνας του ΔΝΤ…

Δεν είναι της στιγμής να γράψω ρεπορτάζ ούτε να αρχίσω να ανεβάζω κάποιες από τις δεκάδες φωτογραφίες που έκανα εδώ αυτές τις ημέρες και θα της δημοσιεύσω σύντομα με τα ανάλογα κείμενα, αλλά δεν μπορώ να κρατηθώ και να μην πω ένα τρυφερό λόγο για τα έργα κάποιων ανθρώπων και τη μεταφυσική τους πριν κλείσω μια  κουραστική ημέρα.

Είδα λοιπόν σε ένα από τα δεκάδες κηπάρια που φτιάχνουν δίπλα από τα σπίτια στο Μαυρομάτι για να έχουν τα λαχανικά τους και πολλά άλλα αγαθά της γης, μια γυναίκα δεν αρκέστηκε στη διαρκή φροντίδα και προσοχή που απαιτεί η καλλιέργεια αλλά κρέμασε πάνω από τα κηπευτικά της και μια ολόκληρη αρμαθιά σκόρδα για να μην τα ματιάσουν οι περαστικοί . Τα σκόρδα στο χωράφια καθώς και άλλα του κακού αποπεμπτικά σύμβολα και αντικείμενα ήταν πολύ συνηθισμένα παλιότερα αλλά τελευταία μόνο λίγες νοικοκυρές το διατηρούν καθώς το «μάτι» και τα σχετικά έχουν γελοιοποιηθεί από την τηλεόραση.

Η εγκατάλειψη αυτής της συνήθειας επίσης οφείλεται σε ένα σωρό λόγους αλλά ο κυριότερος είναι η εγκατάλειψη των χωριών από τους κατοίκους και φυσικά η χρήση των μηχανών. Έτσι όταν δούμε μια αρμαθιά σκόρδα σε ένα κήπο αμέσως καταλαβαίνουμε πως πρόκειται για μια ηλικιωμένη γυναίκα που ζει μόνιμα στο χωριό της και δεν έχει επηρεαστεί από οποιονδήποτε νεωτερισμό ή δεν της αρέσουν καθόλου τα προϊόντα που φέρνει ο πλανόδιος μανάβης. Η επιλογή της δε φαίνεται πολύ καθαρά στα διάφορα, κατά εποχές είδη που καλλιεργεί και στο μοίρασμά τους μέσα στον κήπο.

Κατά συνέπεια η γυναίκα αυτή, αποτελεί ένα τεράστιο κεφάλαιο που διαρκώς φθίνει και σε λίγα χρόνια θα τελειώσει καθώς η γενιά της φύγει στους ουρανούς. Ένα κεφάλαιο πάλι που στη δίνη της εξέλιξης των τελευταίων 30 ετών και την αποκτήνωση της αγοράς όχι μόνο κανένας δεν έδωσε σημασία αλλά αντιθέτως σαν να έπεσε πάνω του πολύ κακό «μάτι» δεν βρέθηκε πουθενά καμία σοβαρή ξεματιάστρα να το διώξει και ρίζωσε στη γη…

ΜΑΥΡΟΜΑΤΙ ΚΑΡΔΙΤΣΑΣ, 24042010

ΨΑΡΙΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΗΝΕΙΟ…


Ο θεσσαλικός κάμπος δεν βγάζει μόνο βαμβάκια, σιτάρια και άλλα πράγματα από τη γη αλλά έχει και νερά πολλά που όλα καταλήγουν στον Πηνειό και ως είναι επόμενο εκεί μέσα ζουν και κινούνται ακόμη ψάρια. Τέτοια είχε πιάσει σήμερα το απόγευμα με στεφανοκάρι ο Δημήτρης Μπαρούτας που τον βρήκαμε με τον Μπάμπη Τσιχτή στο σημείο του ποταμού κοντά στο χωριό Κόρδα που λέγεται Καραβοστάσι παρέα με τον Αποστόλη Κουλούρα και τον Ζήση Ντούσια με τη μυγοσκοτώστρα (!!!) και φυσικά δεν έχασα την ευκαιρία να καρποθώ για λόγους προβολής μια φωτογραφία με τα ψάρια περασμένα σε κλαρί ιτιάς…

Φυσικά και μας κάλεσε στο τραπέζι ο μπάρμπα Μήτσος αλλά ομολογώ πως η δουλειά που ξεκίνησα στον κάμπο δεν είναι εύκολο πράγμα και θέλει πολύ τρέξιμο. Έτσι, την επόμενη φορά θα μάθω και θα σας ανακοινώσω αν και πόσο είναι νόστιμα αυτά…

ΚΑΡΔΙΤΣΑ, 25042010

Σάββατο 24 Απριλίου 2010

ΤΟ SIXTY’S ΣΤΟΝ ΘΕΣΣΑΛΙΚΟ ΚΑΜΠΟ


Πολλοί νομίζω πως θα απορήσετε τι είναι αυτό το μεταλλικό ξωτικό που βλέπετε σε αυτή τη φωτογραφία και συμμερίζομαι αυτή την άποψη. Ούτε κι εγώ το θυμόμουν και έπεσα από τα σύννεφα σήμερα το απόγευμα όταν στις παρυφές του χωριού Κόρδα  βρέθηκα μπροστά σε ένα μνημείο των τεσσάρων τροχών: Ένα 12άτονο φορτηγό VOLVO μοντέλο Ν88 ηλικίας άνω των 40 ετών, από εκείνα που κυριαρχούσαν στους ελληνικούς δρόμους τη δεκαετία του ’60 και μαζί με τη δύναμη των μηχανών προέβαλλαν και την pop art όπως βέβαια την προέκριναν τότε οι εταιρίες αυτοκινήτων.

Πρόκειται για τη μικρή μεταλλική γοργόνα που κοσμούσε τη μούρη αυτού του παλιού θηρίου των δρόμων που έδειχνε εκείνη την εποχή στον οδηγό και το κέντρο του δρόμου. Ήταν κάτι θα λέγαμε σαν το δείκτη πλοήγησης σήμερα (GPS) αλλά πιστεύω πως ήταν άλλο πράγμα, κάτι σαν τις γοργόνες που είχαν και τα πλοία σε μικρογραφία και η οποία χάθηκε νομίζω εξαιτίας μιας ισοπεδωτικής αντίληψης που αφαίρεσε την αισθητική από τα αυτοκίνητα και τα έκανε ίδια με πατάτες και μάλιστα σαν αυτές που είναι και προτηγανισμένες…

ΚΑΡΔΙΤΣΑ, 24042010

Παρασκευή 23 Απριλίου 2010

ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΗΓΟΥ


Του Αγίου Γεωργίου σήμερα και σε κάποιους τόπους η γιορτή του καβαλάρη αγίου των χριστιανών είναι και γιορτή του αρχιστράτηγου της Ρούμελης, του Γεωργίου Καραϊσκάκη (1782 – 1827) που δεν πρόλαβε να δει το δέντρο της ελευθερίας να ανθίζει…


Tα παιδιά του Πολιτιστικού Συλλόγου "Ο Καραϊσκάκης" με τη σημαία τους δίπλα στον ανδριάντα.

 
Στο Μαυρομάτι, ένα μεγάλο και ζωντανό χωριό της Καρδίτσας η ημέρα αποκτά ιδιαίτερη σημασία καθώς είναι η γενέτειρα του Καραϊσκάκη και εορτάζεται με λειτουργία και τελετές στο μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου που γεννήθηκε, περιφορά της εικόνας στο χωριό, δοξολογία στην πλατεία παρουσία των αρχών του νομού, ομιλίες, καταθέσεις στεφάνων και κλείνει με παραδοσιακούς χορούς και τραγούδια από τους νέους του τοπικού πολιτιστικού Σύλλόγου που φέρει το όνομα του ήρωα της ελληνικής επανάστασης.


Κάτω από την οπλή του άλόγου του αρχιστράτηγου βρέθηκαν σήμερα όλες οι αρχές οι Καρδίτσας...

Έτσι γίνεται πάντα τη σημερινή ημέρα στο Μαυρομάτι και όλοι λίγο – πολύ από ους μεγάλους και τις αρχές, νιώθουν πως επιτέλεσαν το χρέος του απέναντι στον μεγάλο συντοπίτη τους, αλλά το κυριότερο είναι πως στην ιδέα του εισάγονται μέσω της παράδοσης τα παιδιά του χωριού που χορεύουν δημοτικά τραγούδια μπροστά από τον ωραίο όντως ανδριάντα που φιλοτέχνησε ο γλύπτης Γιάννης Παππάς.


Δεν είναι και λίγο πράγμα να χορεύεις πρώτη φορά στην πλατεία του Καραϊσκάκη...
 

Τα μεγαλύτερα παιδιά του χορευτικού είχαν και περισσότερη άνεση. και αέρα..

 
Τα παιδιά του Μαυροματίου λοιπόν είναι που δίνουν τον τόνο της ημέρας που από τα Χριστούγεννα σχεδόν ξεκινάνε να μάθουν να μάθουν τους χορούς που θα χορέψουν αυτή τη μέρα στην πλατεία και για τα πολύ μικρά αυτή η στιγμή είναι και πρώτη τους δημόσια εμφάνιση αλλά τα καταφέρνουν τόσο καλά και εισπράττουν πολλά θερμά χειροκροτήματα από όλους.



Στο Μαυρομάτι ο χορός για τους νέους είναι παλιά παράδοση


Για όσους δεν έχει η ώρα του χορού περισσεύει η διασκέδαση με τις σαπουνόφουσκες


Και οι Παλαμιώτες τίμησαν με την παρουσία τους τον Καραϊσκάκη στο Μαυρομάτι

Τετάρτη 21 Απριλίου 2010

ΕΝΑ ΜΝΗΜΕΙΟ ΤΟΥ ΚΑΜΠΟΥ


Όταν εγκαταστάθηκαν εκεί οι πρόσφυγες πρόγονοί τους από την Ανατολική Ρωμυλία ο τόπος σε εκείνη την πλαγιά των θεσσαλικών Αγράφων λέγονταν Τσιαμάσι και για να μη θυμίζει δυσάρεστα πράγματα το μετενόμασαν σε Ανάβρα, εξαιτίας των πολλών πηγών που ανέβλυζαν από το έδαφός του. Πάνε εκατό τόσα χρόνια από τότε και ελάχιστα είναι τα πράγματα που θυμίζουν εκείνη την εποχή κι ανάμεσά τους το βοϊδόκαρο του Αντώνη Μιχαλούδη το οποίο ανήκε κάποτε στον πεθερό του Μιχάλη Τζιάστα και μέχρι πρότινος αντιστέκονταν στη φθορά του χρόνου κλεισμένο σε ένα ντάμι, όπως λένε στο Τσαμάσι τις γεωργικές αποθήκες. Έργο του επίσης πρόσφυγα Αργύρη Τσιτσάνη το κάρο με τα δρύινα αξόνια και τις πουρναρίσιες αψίδες των τροχών, σήκωνε άνετα δυο τόνους και τότε που δεν υπήρχαν άλλα μεταφορικά μέσα πήγαινε μέχρι το παζάρι της Λάρισας ενώ καθημερινά ήταν τα δρομολόγια που έκανε από τα χωράφια ως το σπίτι και στα κοντινά της Ανάβρας χωριά. Σε αυτό θυμάται η γυναίκα του Αντώνη, Κούλα, πως όταν εκδιώχθηκαν ως ανταρτοτρόφοι από το χωριό τους το 1949, φόρτωσαν ότι είχαν να πάρουν και πήγαν στην Καρδίτσα. Στα χρόνια που ακολούθησαν το κάρο άρχισε σιγά να αδρανοποιείται λόγω της ανάπτυξης των αυτοκινήτων και από το 1965 και εντεύθεν ξεχάστηκε στο ντάμι απ’ όπου το έβγαλε πριν από λίγα χρόνια ο Αντώνης και αφού το περιποιήθηκε, το έβαψε και το στόλισε το έβαλε σε μια γωνιά της αυλής του να θυμίζει τις παλιές εποχές. Επειδή όμως το κάρο εκεί κινδυνεύει από τον καιρό, σκέφτεται να το βάλει για προστασία σε μια γυάλα από πλεξιγκλας, γιατί όπως λένε όσοι το βλέπουν και το καμαρώνουν άλλο όμοιό του δεν υπάρχει σε ολόκληρο το θεσσαλικό κάμπο.


Δημοσιεύτηκε στο EXPLORE NATURE της εφημερίδας «Έθνος» (Μάιο 2009).

Η ΚΛΩΣΑ ΚΑΙ ΤΑ ΠΟΥΛΑΚΙΑ ΤΗΣ


Μιας και είδα πως το προχθεσινό σημείωμα με την απερίσκεπτη λευκή κότα η οποία κινούμενη από την ακόρεστη λαιμαργία της έχωσε το κεφάλι της μέσα σε ένα κουβά αφήνοντας ακάλυπτα τα νώτα της για οτιδήποτε της συμβεί, άρεσε και σχολιάστηκε ποικιλοτρόπως, είπα να μην απομακρυνθώ ακόμη από το κοτέτσι…

Προς άρση των όποιων παρεξηγήσεων επαναλαμβάνω απευθυνόμενος κυρίως στους καινούργιους αναγνώστες πως τα μικρά σημειώματα που υπογράφει ο «actimon» σχολιάζουν την επικαιρότητα με απρόοπτες προσεγγίσεις και ειδικές μεταφορές. Δόκιμα δηλαδή σχήματα λόγου που άλλοι τα διαβάζουν σαν παραμύθια, άλλοι σαν δημοσιογραφικά δοκίμια και ορισμένοι βεβαίως τα βλέπουν σαν πετριές στους τοίχους και τα παραθύρια τους.

Επανέρχομαι τώρα στην αυλή με χωριάτικες κότες και τα ωραία κοκόρια για να μη χάσουμε τη συνέχεια με αυτά τα πτηνά και να δούμε μέσα από το σημείωμα που ακολουθεί και αφορά μια κλώσα πως αυτές δεν είναι και τόσο χαζές όσο νομίζουμε.

Μια κότα λοιπόν που θα κλωσήσει με προσοχή για αρκετές ημέρες ορισμένα αυγά, - δικά της ή από άλλες κότες δεν έχει καθόλου σημασία- μόλις βγουν τα πουλάκια ξεκινάει ένα τεράστιο αγώνα μέχρι να μεγαλώσουν, τόσο που θα γίνουν αυτόνομα κοτόπουλα. Μέχρι τότε είναι ιδιαίτερα απειλητική απέναντι σε οποιοδήποτε ζωντανό απειλήσει τα πουλάκια της και όποιος έχει δοκιμάσει κάτι τέτοιο ξέρει πολύ καλά πόσο πονάει το τσίμπημα με το ράμφος της.

Τα κοτοπουλάκια ως γνωστόν δεν θηλάζουν και πρέπει από την πρώτη στιγμή της ζωής τους να βρουν τροφή στον κήπο ή στην αυλή. Όπως και να έχει το πράγμα, η κλώσα είναι αυτή που θα δοκιμάσει πρώτα την τροφή στην ταίστρα ή θα σκάψει το χώμα και μετά θα φωνάξει τα πουλάκια να φάνε και θα τα παρακολουθεί μέχρι να χορτάσουν όλα. Όταν πρόκειται δεν για μεγάλα σκουλήκια του κήπου, τα τεμαχίζει έτσι ώστε να μην υποληφθεί κανένα κοτοπουλάκι του ωραίου γεύματος. Την προσοχή της αυτή στην τροφή των νεοσσών την διατηρεί σχεδόν επί σαράντα ημέρες και μετά αυτομάτως παύει κάθε ενδιαφέρον και τα μεγαλωμένα πλέον κοτόπουλα εντάσσονται ισότιμα με τα άλλα πουλερικά στο κοτέτσι.

Στην περίπτωση που φανεί κάποιος κίνδυνος, όπως για παράδειγμα ένα γεράκι η κλώσα φωνάζει τα πουλάκια και τα βάζει κάτω από τις φτερούγες της να τα προστατεύσει αψηφώντας τον κίνδυνο για την ίδια. Το ίδιο κάνει όταν δεχθεί επίθεση από αλεπού ή άλλο σαρκοβόρο ζώο χωρίς βέβαια να είναι πάντα σίγουρη πως θα επιβιώσει αυτή και τα πουλάκια της. Με τις γάτες που ορέγονται τα κοτοπουλάκια, ακόμα και με τίποτα μικρόσωμους σκύλους τα καταφέρνει καλύτερα καθώς τους επιτίθεται κατευθείαν στα μάτια και πολλές φορές τους τα βγάζει. Θα έχετε δει φαντάζομαι μονόφθαλμες γάτες να κυκλοφορούν στα χωριά και σε όλες η απώλεια του ματιού οφείλεται σε τέτοιο τσίμπημα από κλώσα.

Εν κατακλείδι, χρειάστηκε να αναπτύξουμε ολόκληρο κεφάλαιο ορνιθολογίας για πούμε πως αν η πολιτική ακολουθούσε αυτά που κάνει μια κλώσα με τα πουλάκια της πολλά πράγματα θα ήταν διαφορετικά και στο κοτέτσι όλοι θα απολάμβαναν τη ζωή τους μέχρι να βρεθούν, ως είναι ταγμένο αυτό το είδος μια μέρα στη σούβλα ή στην κατσαρόλα…

ΤΟ ΔΝΤ ΚΑΙ Η ΑΜΟΡΓΙΑΝΗ ΦΑΒΑ


Τον έβλεπα πριν από μερικές μέρες, το φίλο Βούλη Θεολογίτη από τα Θολάρια της Αιγιάλης σε ένα χωράφι στον Κάμπο να πιάνει ένα χλωρό καρπό φάβας με τα σκληρά χέρια του και να τον ανοίγει τόση τρυφερότητα, όση θα άρμοζε σε χείλη κοριτσιού…

Ήθελε να μας δείξει είναι ο καρπός σε αυτή την περίοδο κατά την οποία έχει σχηματιστεί πλήρως και μάλιστα μπορεί ακόμα να φαγωθεί μόνο για τη νοστιμιά του γιατί ο στόχος του, όπως εξάλλου και κάθε καλλιεργητή είναι να συλλεχθεί όταν ωριμάσει εντελώς. Κι αυτό γιατί μόνο τότε ο καρπός έχει συμπληρώσει τη διατροφική αξία του, μπορεί να διατηρηθεί για μεγάλο χρονικό διάστημα κι ακόμη, μόνο τότε πάλι θα μπορέσει αν μπει στο χώμα, να βγάλει την επομένη γενιά του.

Αυτά είναι γνώσεις που πρέπει να γνωρίζει κάθε καλλιεργητής και μεταδίδονται από γενιά σε γενιά μόνο με την εμπειρία στο χωράφι. Γνώσεις που δεν υπάρχουν σε κανένα manual ούτε σε οδηγίες που δημοσιεύουν διάφορα χαζοχαρούμενα περιοδικά που πρέπει να ακολουθήσετε σαν αποφασίσετε να γυρίσετε στα χωριά σας για να γλυτώσετε την πείνα που θα πέσει τώρα με την κρίση!

Εννοείται πως απ’ όλους αυτούς που ευθύνονται για το κατάντημα της χώρας, κανένας δεν έχει έρθει στη θέση του Βούλη και κάθε άλλου πραγματικού καλλιεργητή να καμαρώνει και να λάμπει ολόκληρος για το θαύμα που βγήκε από ένα μόνο σπόρο. Το φυτό δηλαδή που στα κλαριά του έχει κρεμασμένους εκατονταπλάσιους τους σπόρους της φάβας και με αυτό θα ζήσει όλο το σπίτι και θα περισσέψει και το μαγαζί του, το ωραίο «Πανόραμα» στα Θολάρια.

Οι προαναφερόμενοι διαχειριστές της εξουσίας και με την ψήφο μας μάλιστα εκλεγμένοι, είναι ικανοί με τη λαιμαργία και την απληστία που τους διακρίνει να φάνε χλωρό τον καρπό και να μην έχουν σπόρο για την επόμενη χρονιά. Έτσι έκαναν όλα τα χρόνια που θυμάμαι και άφησαν τη χώρα χωρίς σπόρο και μας στέρησαν τη χαρά να καμαρώσουμε όπως ο Βούλης τη φάβα του,κάτι ανάλογο σε αυτόν τον τόπο που διέφθειραν και σκύλεψαν.

Ο Βούλης Θεολογίτης στο χωράφι με τη φάβα

Η "ΓΙΑΦΚΑ" ΤΟΥ ΠΛΑΤΑΝΟΥ


Μου άρεσε που πολλές φίλες και φίλοι σχολίασαν την προχθεσινή σημείωση για την κουφάλα του πλατάνου στα πατρογονικά χωράφια με καλά λόγια και ακόμη περισσότερο που λίγοι φίλοι συντοπίτες και κοντινομακρινοί συγγενείς γνωρίζουν την ύπαρξή του…

Κακά τα ψέματα, ασφαλώς και θα ήθελα να τη δουν και άλλοι και να τη σχολιάσουν περισσότεροι γιατί αυτό θα μου θύμιζε δημοσίευση όπως σε εφημερίδα. Αλλά να που τόσο χθες αλλά και σήμερα ένα σωρό άλλα βαριά θέματα τρέχουν και τα όπλα που βρέθηκαν στη γιάφκα της Κυψέλης έχει την τιμητική της στις ειδήσεις και τις συζητήσεις στην πραγματική ζωή και στο δίκτυο. Αυτό ακριβώς με έκανε να δώσω συνέχεια στα περί του πλατάνου και της κουφάλας του με δυο τρεις αναφορές που θα συμπληρώσουν την ιστορία του που λίγο – πολύ μοιάζει με γιάφκα.

Κατά πρώτον αναφέρθηκε πως μέσα σε αυτή την κουφάλα κοιμόνταν οι πρόγονοι σαν τους εύρισκε εκεί η νύχτα ή χώνονταν μέσα σαν χάλαγε ο καιρός και ακόμα πως άναβαν φωτιά όταν έκανε πολύ κρύο. Την ήξεραν όμως και άλλοι πολλοί, περαστικοί από το μονοπάτι και πήγαιναν εκεί να πιούν νερό και να ξαποστάσουν τη νύχτα. Όποιος προλάβαινε χώνονταν μέσα και αν περίσσευε χώρος έμπαινε και ο επόμενος και το πρωί σαν έφευγαν την άφηναν κατακάθαρη όπως την βρήκαν και τα εργαλεία που είχε κρυμμένα ο παππούς απείραχτα στη θέση τους.

Σαν άρχισε όμως η Αντίσταση και ο τόπος γέμισε αντάρτες τα πράγματα άλλαξαν. Κανένας δεν είχε εμπιστοσύνη να μπει με ασφάλεια στην κουφάλα γιατί οι υποψίες περίσσευαν για τον κάθε ένα. Πάρα αυτά πολλές βραδιές η κουφάλα φιλοξένησε αντάρτες οι οποίοι την έψαχναν πρώτα με προσοχή μην είναι παγιδευμένη από καμιά νάρκη και μετά έμπαιναν και ξάπλωναν αφού έβαζαν πάντα ένα σκοπό να τους φυλάει μη και δεχθούν επίθεση ή τους συμβεί κανένα παράξενο.

Το ίδιο συνεχίστηκε να γίνεται και κατόπιν στον Εμφύλιο και η προσοχή των ανταρτών του ΔΣΕ επικεντρώνονταν μη τραβήξουν κανένα σύρμα που πιθανόν η άκρη του θα κατέληγε σε κάποια χειροβομβίδα και τους σκότωνε. Σημειώνουμε πως οι αντάρτες του ΔΣΕ αλλά και ο στρατός παγίδευαν τότε διάφορα σημεία, κυρίως βρύσες, μονοπάτια και καλύβια με χειροβομβίδες. Όταν λοιπόν ένοιωθαν πως ήταν ασφαλείς, τότε ξάπλωναν και έκαναν ένα τυραγνισμένο ύπνο την ημέρα γιατί κινούνταν μόνο το βράδυ για να μη δίνουν στόχο στις μονάδες του στρατού.

Κοιμήθηκαν λοιπόν εκεί πολλοί αντάρτες, άγνωστο πόσοι και ποιοι κατά την περίοδο του Εμφυλίου που οι χωριανοί υποχρεώθηκαν από το φθινόπωρο του 1947 μέχρι τον Μάη του 1950 να εγκαταλείψουν το χωριό για να μην υποστηρίζουν τους αντάρτες. Λένε μάλιστα πως εκεί μέσα λούφαξαν και πολλοί τραυματίες αντάρτες και πως κάποιους τους βρήκαν οι παρακρατικοί και τους έσφαξαν. Κανένας όμως δεν ξέρει με ακρίβεια τι έγινε εκεί πέρα ούτε κάποιο στοιχείο που να δηλώνει κάτι τέτοιο βρέθηκε. Ούτε τα εργαλεία που είχαν αφήσει εκεί μέσα βρέθηκαν ποτέ και το ξύλινο αλέτρι όπως και η σβάρνα με τα κλαριά πρέπει να μπήκαν στη φωτιά.

Μετά από το 1950 δεν κοιμήθηκε κανένας εκεί μέσα αφενός μεν γιατί παρατήθηκε το χωράφι και αφ’ ετέρου γιατί η κουφάλα εθεωρείτο στοιχειωμένη από το αίμα που χύθηκε εκεί μέσα. Έτσι άρχισε να ξεχνιέται σιγά – σιγά ο πλάτανος μέχρι το 1962 που η παλιά χωμάτινη στέρνα έγινε τσιμεντένια και άρχισε μια νέα περίοδος για το χωράφι που κράτησε σχεδόν μέχρι το 1975 οπότε και παρατήθηκε εντελώς και έτσι παραμένει ως σήμερα και με προκαλεί να το ξαναζωντανέψω…

Η κουφάλα του πλατάνου μπορεί να έχασε τη σημασία της για το σπίτι μας και για το χωριό, αλλά να που κάποιοι άλλοι τύποι την είχαν συνέχεια στο νου τους. Αυτοί είχαν ακούσει για τους αντάρτες και επειδή κοινή πεποίθηση σε όλους στην περιοχή ήταν ότι ο κάθε αντάρτης είχε μαζί του και ένα ντενεκέ λίρες, άρχισαν πυκνά – αραιά να επισκέπτονται τον πλάτανο και να σκάβουν στο εσωτερικό του και δίπλα κοντά σε μια πέτρα να βγάλουν το θησαυρό!

Χύθηκε πολύς ιδρώτας εκεί πέρα τα βράδια που είχε φεγγάρι αλλά δεν πρέπει να βρέθηκε όχι μόνο λίρα αλλά ούτε και καρφί στο χώμα μέσα και γύρω από τον πλάτανο. Τούτο είναι βέβαιο γιατί αν έβρισκαν θα άφηναν μια λίρα εκεί που έσκαψαν για να εξευμενίσουν το κακό που παραφυλάει σε τέτοιες περιπτώσεις και η ενέργειά του είναι πολύ άσχημη – μέχρι και θάνατο μπορεί να επιφέρει σε όποιον αμελήσει να αφήσει αυτό το λίγο αντίτιμο της τύχης που τον περίμενε θαμμένη. Πόσο περισσότερο δε που το χώμα ήταν και ποτισμένο με αίμα.

Αυτά είναι λίγα ακόμα για τον πλάτανο του Μοσχούτη στα Κουμάσια (Κμάσια) της Μεγάλης Κάψης, σε κάτι πλαγερά χωράφια πάνω από το ρου του Σπερχειού. Ασφαλώς αυτός ο πλάτανος έχει ζήσει και δει πάρα πολλά τόσο στην περιοχή μπροστά του και στη βρύση όσο και μέσα στην κουφάλα του. Όπως όμως όλα τα δέντρα, έτσι κι αυτός δεν έχει μιλιά να τα πει κι αν τα λέει κανένας άνθρωπος δεν γνωρίζει πια τη γλώσσα του…

Δευτέρα 19 Απριλίου 2010

ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΤΗΣ ΠΟΛΙΟΥΧΟΥ ΑΘΗΝΑΣ


Τι σκόνες από την άκρη του κόσμου κα ηφαίστεια από τον πολύ μακρινό βορά που καθήλωσαν την εναέρια κυκλοφορία σε όλο το δυτικό ημισφαίριο της γης…

Η πολιούχος Αθηνά (εδώ στον ουρανό της Ακαδημίας Αθηνών στην οδό Πανεπιστημίου) έκανε το θαύμα της κρατώντας μακριά από το άστυ των ασπόνδυλων πολιτών τους βάρβαρους λογιστές από την Εσπερία που θέλουν να αρπάξουν τον πλούτο μας και να μας αφήσουν να πεθάνουμε στην ψάθα…

Όσοι δεν συμφωνείτε με την υπεράσπιση της πόλης από την πρόμαχο Αθηνά, διαβάστε στο όνομά της, Παναγία Χρυσοσπηλαιώτισσα ή όποιο άλλο προτιμάτε. Αλλά συμπαθάτε με, λόγω της θέσης που είναι τοποθετημένα νομίζω τα αγάλματα με τους αρχαίους θεούς δεν βλέπω κανέναν ζητιάνο να τα προτιμάει για μεροκάματο. Αντιθέτως, σε όλες τις εκκλησίες μικρές ή μεγάλες η ουρά είναι ατέλειωτη γιατί ως φαίνεται εκεί μέσα περισσεύει το χρήμα. Βάρδα λοιπόν και το πάρουν είδηση οι άθεοι ελεγκτές και βάλουν χέρι στο παγκάρι γιατί τότε θα έχουμε πραγματικό ξεσηκωμό και όχι σαν αυτόν που προτείνουν οι αστείοι συνδικαλιστές και τα κόμματα της αραχνιασμένης αριστεράς…

Κυριακή 18 Απριλίου 2010

Η ΛΑΓΝΕΙΑ ΤΗΣ ΕΞΑΘΛΙΩΣΗΣ


Τέχνη δεν είναι να φωτογραφίζεις τη φτώχεια αλλά να μπορείς μέσα από κάποια στοιχεία της να αρθρώσεις την καταγγελία σου, αν φυσικά καταλαβαίνεις…

Παρατηρώ τελευταία πως ένας μεγάλος αριθμός συμπολιτών μας κατηφορίζει κάθε Κυριακή πρωί προς το παζάρι των απελπισμένων στην οδό Ερμού, εκεί που ο πιο ακριβός δρόμος της Ελλάδας σβήνει στον Κεραμεικό, με μια φωτογραφική μηχανή στα χέρια. Κάποιοι τολμηροί της φορτώνουν ένα μεγάλο φακό για να φωτογραφίζουν χωρίς να γίνονται αντιληπτοί από μακριά ενώ οι περισσότεροι αρκούνται στις δυνατότητες που έχει το zoom της μικρής ψηφιακής τους.

Ανεξάρτητα από το μέγεθος της μηχανής και τις πονηριές που μηχανεύονται, ο σκοπός των «φωτογράφων» και των δυο κατηγοριών είναι κοινός: Να φωτογραφήσουν δηλαδή στιγμές από το παζάρι των σκουπιδιών και όλοι, μα όλοι, προσπαθούν να αποτυπώσουν με το φακό τους όσο περισσότερη δυστυχία γίνεται στα πρόσωπα των ανθρώπων ενώ δεν χάνουν την ευκαιρία να «πιάσουν» και το στήθος της τσιγκανοπούλας που σκύβει στο τσόλια να δείξει το εμπόρευμα στον ενδιαφερόμενο.

Αν δε τους πάρει είδηση κάποιος να τον φωτογραφίζουν βάζει τις φωνές και αυτοί καμώνονται πως τάχα είναι δημοσιογράφοι ή σπουδαστές φωτογραφίας, κατεβάζουν τη μηχανή και στρίβουν σαν κατουρημένοι αλλά μόλις πάνε παραπέρα αρχινάνε το ίδιο βιολί και συνεχίζουν τη δουλειά τους ως ώρα που περνάει το αυτοκίνητο του Δήμου που μαζεύει τα απούλητα σκουπίδια από το δρόμο.

Το φαινόμενο επαναλαμβάνεται κάθε Κυριακή και εξαγριώνει και τους νόμιμους αλλά και πιο πολύ τους παράνομους παλιατζήδες καθώς και τους κάθε λογής απόκληρους όλου του κόσμου που προσπαθούν να βγάλουν ένα κομμάτι ψωμί ανακυκλώνοντας τα σκουπίδια της Αθήνας. Έτσι είναι φυσικό να μην θέλουν να δουν το πρόσωπό τους ούτε σε καμιά φυλλάδα της σειράς, ούτε να γίνονται μοντέλα του κάθε περίεργου που θέλει να κάνει τέχνη με την φτώχεια του άλλου. Χώρια δε που κανείς δεν αποκλείει οι φωτογραφίες αυτών των ανθρώπων να βρεθούν στα αρχεία της Αστυνομίας και κανείς δεν ξέρει πως θα χρησιμοποιηθούν.


Γι’ αυτό θα έλεγα στον πονηρούλη τυπάκο που παραλίγο να τις φάει σήμερα εκεί κάτω πως αν θέλει όντως να κάνει τέχνη και όχι «επισήμανση» να κατεβάζει το φακό του καμιά φορά και προς το πεζοδρόμιο. Αν του κόβει, μπορεί να κάνει τέχνη και με δυο παρατημένα γοβάκια στο πεζοδρόμιο, με ένα μονόφθαλμο ζευγάρι γυαλιών ή ένα μαδημένο αρκουδάκι που κανένας δεν αγόρασε σήμερα στο Γκάζι…

Σάββατο 17 Απριλίου 2010

Η ΑΠΕΡΙΣΚΕΨΙΑ ΜΙΑΣ ΑΣΠΡΗΣ ΚΟΤΑΣ


Οι κότες ως γνωστόν δεν γνωρίζουν να καλλιεργούν απολύτως τίποτα και από την εποχή που έχουν καταντήσει οικόσιτα πτηνά τρέφονται αποκλειστικά από ότι τους δώσει ο ιδιοκτήτης τους. Καλαμπόκι, σπόρια, λαχανικά, αποφάγια, σκουπίδια...

Οι κότες επίσης θεωρούνται από τα πιο λαίμαργα πτηνά καθώς δεν κάνουν και διακρίσεις ως προς την ποιότητα της τροφής τους και μπορούν να φάνε πτώματα, ακόμα και κάθε είδους σκατά. Στα μεγάλα πτηνοτροφεία λέγεται πως τις τρέφουν αποκλειστικά με σκουπίδια για να κατεβαίνει το κόστος της διατροφής τους και το αποτέλεσμα αυτού είναι να ξεσπούν κατά καιρούς διάφορες επιδημίες που τρομοκρατούν τους ανθρώπους αλλά μόλις σταματήσει ο σχετικός θόρυβος, όλοι τις ξαναβάζουν αμέσως στο τραπέζι τους.

Από τα προηγούμενα ζοφερά και κάπως αηδιαστικά εξαιρούνται ως ένα βαθμό οι κότες που τρέφει η μάνα μου και άλλες γυναίκες στο χωριό καθώς η διατροφή τους είναι πιο προσεγμένη γιατί τις φροντίζουν με ιδιαίτερο τρόπο και τις προσέχουν.

Ότι και να κάνει όμως η μάνα μου, οι κότες της πάντα βρίσκουν ένα τρόπο να αποκαλύπτουν την αληθινή φύση τους. Όπως αυτή της φωτογραφίας που φαίνεται πως δεν της έφτανε το καλαμπόκι που τους έριξε και οδηγούμενη από την λαιμαργία οδηγήθηκε στην πηγή της τροφής της να τσιμπήσει ότι είχε απομείνει στον πάτο του κουβά. Χωρίς να σκεφτεί πως από εκεί μέσα δεν μπορεί να βλέπει τον πιθανό εχθρό της, μια αλεπού για παράδειγμα ή ένα κουνάβι η το μαχαίρι στα χέρια του εκτελεστή της χώθηκε στον κουβά να φάει ακόμα περισσότερο και άφησε ακάλυπτα τα νώτα της.

 Όταν τελειώσει θα γυρίσει με κόπο βέβαια να βγει πάλι στην αυλή και θα το επαναλάβει πάλι με την πρώτη ευκαιρία και θα το ξανακάνει συνέχεια μέχρι που μια μέρα θα το μετανιώσει αλλά τότε θα είναι πολύ αργά για να μάθει να προσέχει…

ΜΕΓΑΛΗ ΚΑΨΗ, 17042010

Παρασκευή 16 Απριλίου 2010

Η ΣΥΝΤΡΟΦΙΑ ΤΩΝ ΚΑΚΤΩΝ


Όχι πως δεν θα πιάνατε το πονηρό υπονοούμενο στην προηγούμενη ανάρτηση με τον ακανθώδη κάκτο και τα ριζωμένα στη βάση του βλαστάρια με το ίδια ακριβώς επιφάνεια που μοιάζουν με μικρούς αχινούς η καρύδια με αγκάθια. Έτσι είναι οι κάκτοι αυτής της κατηγορίας και ο καθένας αντιλαμβάνεται τη μεταφορά όπως θέλει και νομίζει…

Επειδή λοιπόν κινδυνεύω να κατηγορηθώ πως κάνω αντιπολίτευση στην κυβέρνηση με φαλλικά επινοήματα σπεύδω να αναρτήσω μια άλλη φωτογραφία για να γνωρίσετε και τη συντροφιά του εν λόγω κάκτου – ένα φυτό με ποώδη φύλλα που κρύβει το εσωτερικό του κάτω από ένα πυκνό στρώμα σκληρών αγκαθιών. Άλλου είδους αυτός, θηλυκού μάλλον γένους όπως δείχνει απλωμένος στα χείλη της γλάστρας που φιλοξενεί τις ρίζες του.

Και οι δυο κάκτοι μαζί, σε ένα πεζούλι σπιτιού στη Λαγκάδα της Αμοργού συνθέτουν την αποτροπή για στενότερες επαφές ή τον πόνο εκατέρωθεν αν συμβεί κάτι τέτοιο και σε αυτή την περίπτωση, καθένας παίρνει τα μέτρα του ή στρίβει σφυρίζοντας στον αέρα…

ΑΘΗΝΑ, 16042010

Η ΚΟΥΦΑΛΑ ΤΟΥ ΠΛΑΤΑΝΟΥ…


Για όλους υπάρχει μια σταλιά γης για να σκεπάσει τα ίχνη από το πέρασμά τους στη ζωή και για λίγους, μια αγκαλιά από ένα πλάτανο να τους χωνέψει…


Υπάρχει στα προγονικά μου χωράφια, στη Μεγάλη Κάψη Τυμφρηστού ένας μεγάλος πλάτανος που η ηλικία του μπορεί να ξεπερνά τα 500 χρόνια και ο υπολογισμός της δεν γίνεται με τη μέτρηση των ομόκεντρων κύκλων στον κορμό γιατί από τον τεράστιο όγκο του έχει μείνει μόνο ένα τμήμα φλούδας περί τους 20 πόντους που περικλείει μια τεράστια, σαν δωμάτιο σπιτιού κουφάλα…

Σε αυτή την κουφάλα λοιπόν η οποία δημιουργήθηκε από κάποια τομή στο δέντρο όταν αυτό ήταν ακόμη νεαρό ή από κάποια φωτιά αργότερα διανυκτέρευαν τα παλαιότερα χρόνια πολλοί σαν δεν προλάβαιναν να πάνε στο χωριό ή ήθελαν να ξυπνήσουν νωρίς το πρωί να πιάσουν δουλειά στο χωράφι χωρίς να χάσουν χρόνο με το πήγαινε έλα. Είναι δε τόσο μεγάλη που άνετα χωρούσαν και πέντε και έξι άτομα να κοιμηθούν και λόγω της διάταξης των υπερκείμενων σε αυτή μεγάλων κλάδων, παρέμεινε πάντα στεγνή και από βροχές και από χιόνια. Σε αυτή έβρισκαν καταφύγιο και πολλοί ξωμάχοι και τσοπάνηδες σαν τους έπιανε βροχή στην εξοχή και ορισμένοι άναβαν μάλιστα και φωτιά για να ζεσταθούν και η κάπνα φαίνεται ακόμα καθαρά στα μαυρισμένα τοιχώματα της κουφάλας.

Βέβαια κάτι τέτοιο δεν θα επέτρεπε ποτέ ο Γιάννης Μοσχούτης (1845 – 1936) στον οποίο οφείλονταν η συστηματική φροντίδα των χωραφιών και των δέντρων που ο πλάτανος ήταν ο αγαπημένος του χώρος για να ξεκουραστεί και να περάσει τη νύχτα του. Αυτός έλεγε πως είχε ακούσει από τον παππού του πως η κουφάλα ήταν ίδια και στα χρόνια εκείνου του μακρινού προγόνου και πως τότε εκεί κρύβονταν σαν ένοιωθαν πως ζυγώνει κάποιος κίνδυνος και ένοιωθαν κάπως ασφαλείς. Έτσι υπολογίζοντας τα χρόνια των αφηγήσεων με βεβαιότητα μπορούμε να πούμε πως ο πλάτανος ξεπερνάει τα 500 χρόνια σε ηλικία.

Πεντακόσια χρόνια από σήμερα είναι πάνω κάτω η περίοδος της κατάκτησης του ελληνικού χώρου από τους Οθωμανούς συμπεριλαμβανομένων και των δύο αιώνων της ανεξαρτησίας των Ελλήνων. Μέσα σε αυτό το χρονικό διάστημα ο πλάτανος αυτός μπορεί να μην είδε όπως άλλοι πλάτανοι στις πλατείες σπουδαία πράγματα αλλά παρακολουθούσε τα όσα ταπεινά γίνονταν στα χωράφια μπροστά του και τους διαβάτες στο μονοπάτι που συνέδεε το χωριό με τον κάμπο του Σπερχειού και τα χωριά της Ευρυτανίας, πίσω από τον Τυμφρηστό.

Εκεί δίπλα λέγεται πως υπήρχε κάποτε χάνι ή κάποια άλλη εγκατάσταση για τους διερχόμενους και κάποια λείψανα από τοίχους μέσα στο δάσος συνηγορούν στη φήμη αυτή. Τη συνηγορία για την ύπαρξη χανιού ενισχύει και το γεγονός ότι από τις ρίζες του πλατάνου πηγάζει αρκετό νερό, τόσο που μέσα σε δυο μέρες το καλοκαίρι μπορεί να γεμίσει μια στέρνα είκοσι κυβικών. Σε αυτό το νερό οφείλονταν και καλή παραγωγή του χωραφιού το οποίο άγνωστο για ποιο λόγο λέγεται στου Βαλτάσαρ, όνομα το οποίο έφερε ένας εκ των τριών μάγων της Ανατολής που πήγαν και προσκύνησαν το νεογέννητο Χριστό.

Τέτοιο όνομα δεν έχει κανένας σήμερα στην περιοχή αλλά και στο παρελθόν δεν έχει αναφερθεί πως το είχε κάποιος άνθρωπος. Φαινομενικά δεν έχει καμιά σημασία αλλά αν το ψάξει κανείς πιο βαθιά δηλώνει πως αυτό το χωράφι –το μόνο ποτιστικό μάλιστα σε όλη την πλαγιά ανάμεσα στο ρου του Σπερχειού και στο χωριό Μεγάλη Κάψη που καλείται Κουμάσια- το κατείχε κάποτε ένας ξεχωριστός άνθρωπος και γι’ αυτό διατηρήθηκε το όνομά του. Ποιος ήταν αυτός, κανένας δεν ξέρει όπως και κανένας πάλι δεν μπορεί να υπολογίσει πότε αυτός διάβηκε από τη ζωή και πότε πέθανε. Κι ακόμα, αν όντως ήταν αυτό το πραγματικό του όνομα ή ήταν ψευδώνυμο κάποιου χωριανού που τον έχουμε ξεχάσει…

Όλα αυτά είναι ερωτήματα που μπορούν να αναπτυχθούν ένα βράδυ μέσα στην κουφάλα του πλατάνου και να μη βρουν ποτέ απάντηση καθώς ο άνθρωπος ουδέποτε θα μπορέσει να καταλάβει τη γλώσσα ενός πλατάνου που στα χρόνια του όλα τα έχει και δει κι έχει στεγάσει τόσο κόσμο μέσα στην κουφάλα του. Μια κουφάλα που ήταν πάντα ανοιχτή και φιλόξενη σε όποιον δρασκέλιζε την είσοδό της και αφήνονταν να ακούσει μέσα στη γαλήνη της νύχτας τους μόνο τους τριγμούς από τα κλαδιά που παιδεύει ο αέρας και τις ρίζες να συνομιλούν με το νερό…

Πέμπτη 15 Απριλίου 2010

Ο ΚΗΠΟΥΡΟΣ ΚΑΙ Ο ΕΥΕΡΓΕΤΗΣ


Όταν ακούς πως κάποιοι «συμπολίτες» μας έβγαλαν προσφάτως από την Ελλάδα που δεν έχει να πληρώσει ούτε το κόλλυβα της κηδείας της κάποια δισεκατομμύρια και αγόρασαν το μισό Λονδίνο, τότε βλέπεις τα πράγματα της πόλης με άλλο μάτι…

…Συμβαίνει καμιά φορά, ο κηπουρός των δημόσιων κήπων και χώρων πρασίνου της Αθήνας εκεί που ποτίζει το γκαζόν - κάτι θλιβερά ρετάλια από πράσινο χόρτο δηλαδή- να ρίχνει με το λάστιχο λίγο νερό να δροσίσει και τα σιωπηλά αγάλματα και τα γλυπτά που κάποιοι τοποθετήθηκαν κάποτε εκεί για να θυμούνται οι νεώτεροι διάφορα λαμπρά πρόσωπα ή απλά ως διακοσμητικά στοιχεία να ομορφαίνουν τάχα το χώρο.

Πρόκειται για μια απλή κίνηση του κηπουρού που συνήθως περνά απαρατήρητη από τους περαστικούς που βαδίζουν με το μυαλό τους πάντα αλλού και ελάχιστα τους απασχολεί ποιον παριστάνει το ένα άγαλμα ή τι θέλει να πει ο καλλιτέχνης με την τάδε σύνθεση. Ο κηπουρός από την πλευρά του πάλι δεν μπορεί λόγω ύψους να καταβρέξει όλα τα γλυπτά αλλά όπως έχω παρατηρήσει δεν ξεχνά ποτέ να δροσίσει το βάθρο που τα σηκώνει.

Έτσι είδα σήμερα το μεσημέρι κάποιον μπροστά στην Εθνική Βιβλιοθήκη να ποτίζει αρκετή ώρα τα θεμέλια του βάθρου του ανδριάντα του Γρηγόρη Βαλλιάνου, ο οποίος πέρασε στο πάνθεον των εθνικών ευεργετών διαθέτοντας την περιουσία του να χτιστεί η Εθνική Βιβλιοθήκη. Τον παρακολούθησα διακριτικά αρκετή ώρα και είδα πως το απολάμβανε αλλά δεν πήγα να τον ρωτήσω γιατί το κάνει, επειδή σίγουρα θα του χάλαγα την ευχαρίστηση.

Μπορεί, σκέφτηκα, αυτός ο άνθρωπος ξέρει ποιος ήταν ο Βαλλιάνος και την προσφορά του στην Ελλάδα και με τον τρόπο του θέλει να τον ευχαριστήσει. Αυτό μπορεί, αυτό κάνει. Οι άλλοι όμως που τον βλέπουν και ξέρουν ποιος είναι στο άγαλμα μπορούν να σκεφτούν κάτι απίθανο. Δηλαδή πως όσο και να ποτίσει τον ανδριάντα του ευεργέτη, από το μάρμαρο δεν πρόκειται να πέσει κανένας σπόρος και να βλαστήσει πάλι την προσφορά. Η και να πέσει, σε ποιο έδαφος θα βλαστήσει αφού τίποτα δεν έμεινε αμαγάριστο σε αυτόν τον άμοιρο τόπο…

ΟΙ «ΚΛΕΦΤΕΣ» ΠΟΥ ΦΕΡΝΕΙ Ο ΑΕΡΑΣ


Πλημμυρίζουν αυτές τις ημέρες οι εξοχές και τα χωράφια από τα λουλούδια ορισμένων φυτών που οι ανθισμένες κώμες τους μοιάζουν σαν μικρά στρογγυλά συννεφάκια ή διάφανες ομπρέλες πάνω από το χλωρό σώμα τους. Πρόκειται για άγρια χορταρικά (κυρίως ραδίκια και συναφή είδη) και τα άνθη τους καλούνται συνήθως «κλέφτες» και τούτο επειδή μόλις αυτά ωριμάσουν αποκολλώνται με το παραμικρό φύσημα από το φυτό και οι σπόροι τους ταξιδεύουν χωρίς προορισμό με τα μικρά τους αλεξίπτωτα στον αέρα μέχρι να σκαλώσουν... σαν κλέφτες κάπου κι εκεί να βλαστήσουν ένα νέο φυτό την επόμενη άνοιξη. Το σημείο αυτό μπορεί να είναι στο διπλανό οικόπεδο, στο τείχος του κοντινού κάστρου ή ακόμα και στο γειτονικό νησί που μπορεί να απέχει αρκετά μίλια από τη ρίζα τους…

Ως κλέφτες λοιπόν αυτοί οι σπόροι δεν γνωρίζουν σύνορα και αποστάσεις και μπορούν να φυτρώσουν όπου τους αποθέσει ο αέρας και ως εκ τούτου αποτελούν και απρόβλεπτο φαινόμενο για την χλωρίδα κάθε τόπου. Το γεγονός αυτό γνωρίζουν πολύ καλά οι ντόπιοι σε κάθε γωνιά της Ελλάδας και δεν εκπλήσσονται αν κάποια χρονιά δουν πως περισσεύουν τα ραδίκια στον τόπο τους ενώ την άλλη δεν βρίσκουν ούτε ένα για δείγμα…

ΜΕΓΑΛΗ ΚΑΨΗ, 15042010

Τετάρτη 14 Απριλίου 2010

ΜΑΝΑΒΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΙΓΥΠΤΟ...


«Πέρασε ο Μουσταφά και έφερε ξιφία» άκουσα προχθές να λένε οι θαμώνες στο καφενείο του Μάκη, στην Αρκεσίνη της Αμοργού και να σχολιάζουν κατόπιν τον ίδιο και τα ψάρια που πούλαγε εκείνη την ημέρα. Ήξερα ότι κάποιος Μουσταφά, Αιγύπτιος στην καταγωγή δούλευε στα ψαράδικα καίκια του νησιού και ρώτησα αν ήταν αυτός ο μανάβης. «Ο Μουσταφάς ξέρει από ψάρια» είπαν και η κουβέντα μας τέλειωσε εκεί…

Την επομένη ημέρα συνάντησα το Μουσταφά Ελρίμπ Μοσάντ στην πλατεία της Λαγκάδας να πουλάει φρέσκους ξιφίες κι εκεί βρήκα την ευκαιρία να μιλήσουμε για τη δουλειά του και τη σχέση του με την Αμοργό η οποία ξεκίνησε πριν 20 χρόνια σαν ήρθε από την πατρίδα του, το Νταμιάτι της Αιγύπτου να δουλέψει στα ψαροκάικα. Από τότε πέρασε στη δούλεψη πολλών αφεντικών, αμοργιανών και άλλων κι έτσι γνώρισε όλες τις ελληνικές θάλασσες.

Για ένα μικρό μάλιστα διάστημα δούλεψε και στο Δήμο αλλά όνειρό του αφότου ήρθε στην Ελλάδα ήταν να κάνει μια δική του δουλειά. Να αγοράσει καίκι, ήταν δύσκολο αλλά καθώς ήξερε από ψάρεμα και ψάρια πήρε την απόφαση να γίνει μανάβης μιας και στην Αμοργό τα τελευταία χρόνια αυτό το επάγγελμα δεν το προτιμούσε κανένας. Χρειάστηκαν τρία χρόνια για να βγάλει την άδεια και τώρα εξυπηρετεί τους κατοίκους του νησιού αλλά και προμηθεύει με ψάρια την αγορά της Αθήνας και των άλλων νησιών των Κυκλάδων.

Το μυστικό της επιτυχίας του Μουσταφά που έχει κάνει όλη την Αμοργό να τον συζητά, δεν είναι ότι από την εμπειρία του στα καίκια έχει μάθει πολλά και φροντίζει τα ψάρια που αγοράζει από τα μεγάλα καίκια και τα πηγαίνει στα χωριά της Αμοργού και τα σπίτια της δεύτερης όπως έγινε πατρίδας του να είναι πάντα φρέσκα γιατί ξέρει πως πριν από αυτόν στον ίδιο δρόμο περπάτησαν ξυπόλυτοι και με το πανέρι στο κεφάλι οι παλιοί ψαράδες και μανάβηδες που έγραψαν ιστορία…

- Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Σκάφος – Φουσκωτό» που κυκλοφορεί ένθετο στην εφημερίδα ‘Εθνος τον Μάρτιο του 2010.

Κυριακή 11 Απριλίου 2010

Η ΠΙΣΤΗ ΕΧΕΙ ΤΑ ΟΡΙΑ ΤΗΣ…


Του Απίστου Θωμά  σήμερα και όλη η μέρα είναι αφιερωμένη στα σημάδια του σταυρώματος που έψαχνε ο Θωμάς για να πειστεί πως όντως αυτός που βρίσκονταν μπροστά του ήταν πράγματι ο Χριστός. Τι σημάδια να έβλεπε όμως αφού τα είχε σβήσει όλα η Ανάσταση; Δηλωτικό το περιστατικό της διαρκούς αμφιβολίας ταυτίστηκε και έμεινε ως η αποκορύφωση αυτής της κατάστασης και επιστρατεύεται σε κάθε ευκαιρία να τη δηλώσει, ανεξάρτητα αν πρόκειται για γεγονότα μείζονος ή ελάσσονος σημασίας…

Η φωτογραφία χαρακτηριστική από το καρνάγιο του Στάθη Αλιμπράντη προχθές στην Πάρο όπου ο Γιάννης Μαλαματένιος καλύπτει με στόκο τα σημάδια από τα καρφιά και τον καιρό στο καίκι του «Παναγίτσα» προκειμένου αυτό να ξαναμπεί φέτος στη θάλασσα. Τούτη η δουλειά κάνει ο Γιάννης κάθε χρόνο μέχρι που το καίκι θα λιώσει κυριολεκτικά από την ταλαιπωρία στα κύματα και το ξύλο θα ποτίσει αρμύρα ως το μεδούλι του και τις ρίζες από τα οστρακόδερμα που επικάθονται διαρκώς στην επιφάνεια του και το βαραίνουν στα ταξίδια και στο ψάρεμα.

Τότε δεν θα έχει ανάγκη καμιάς επισκευής και όσο στοκάρισμα πέσει πάνω στα σημάδια του θα είναι άχρηστο γιατί απλά η βεβαιότητα της φθοράς θα είναι τόσο καταφανής που θα ακυρώνει κάθε αμφιβολία για την κατάστασή του και το καίκι τότε θα γίνει ένας σωρός από καυσόξυλα για τους φούρνους και τα τζάκια και θα ξεχαστεί και το όνομά του…

ΠΑΡΟΣ, 11042010

Παρασκευή 9 Απριλίου 2010

Η ΣΠΟΡΑ ΜΙΑΣ ΑΛΛΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΗΣ


Η ανάσταση είναι ένα μεγάλο κεφάλαιο στην πίστη των χριστιανών και στην αναμονή της όλες οι κοινωνίες του κόσμου έχουν αφιερώσει πολλές ημέρες της ζωή τους, ημέρες που συμπίπτουν πάντα με την άνοιξη και πολλά στοιχεία της ενσωματώνονται στο τελετουργικό της εκκλησίας. Αυτό είναι βέβαια συνέπεια της διαρκούς σχέσης που είχαν οι άνθρωποι με τη φύση από την αναγέννηση της οποίας εξαρτιόνταν και η επιβίωσή τους. Η συμπύκνωση μάλιστα αυτών είναι η καλλιέργεια διαφόρων ειδών που επαναλαμβάνεται κάθε χρόνο στον καιρό της άνοιξης και η σοδειά που αναμένεται μετά την ωρίμανσή τους.

Η καλλιέργεια επί του προκειμένου, είναι μια σειρά απλών πράξεων που γίνονται με αυστηρότητα και το αποτέλεσμά της είναι η καρποφορία ανάλογα πάντα με τη δύναμη του χωραφιού, την ποιότητα του καρπού, την φροντίδα του καλλιεργητή και φυσικά την σύμπνοια που θα δείξει και ο καιρός. Έτσι λοιπόν η σωστή στιγμή για να φυτευτούν παραδοσιακά οι πατάτες είναι μια ζεστή ανοιξιάτικη με αραιή νέφωση ημέρα που υπόσχεται μια ήπια βροχούλα προς το απόγευμα για να δροσιστούν τα ήδη αναπτυγμένα βλαστάρια της πατάτας που είναι έτοιμα να βγάλουν φύλλα και να πάρουν αμέσως μπροστά οι ρίζες να αρχίσουν να βυζαίνουν το χώμα και να δημιουργήσουν τον νέο καρπό.

Αν όλα αυτά γίνουν ως πρέπει, τότε ως τα μέσα του Αυγούστου η χωμάτινη φωλιά στο χωράφι που δυο δοκιμασμένα στη δουλειά χέρια προχθές τοποθέτησαν τρυφερά δυο – τρεις πατάτες θα πλημμυρίσει από πολλαπλάσιο καρπό και αυτό θα είναι το αποτέλεσμα μιας άλλης, ορατής ανάστασης που περιμένει με λαχτάρα ο άνθρωπος για να μπορέσει να επαναλάβει τον κύκλο της ζωής και να συνεχίσει τον ιδιαίτερο ρόλο του στον κόσμο.

Τετάρτη 7 Απριλίου 2010

ΤΟ ΠΟΥΛΑΡΑΚΙ ΚΑΙ ΤΟ ΣΚΟΙΝΙ ΤΟΥ


Εκεί καμιά φορά που δεν το περιμένω, προβάλλουν συνήθως μπροστά μου οι πιο όμορφες στιγμές στην ελληνική ύπαιθρο κι εκεί πάντα δοκιμάζεται η ετοιμότητά μου να φωτογραφήσω το γεγονός. Γι’ αυτό δεν είναι και λίγες οι περιπτώσεις που χάνονται ως ποτέ να μην υπήρξαν πολλά ωραία πράγματα αλλά πολλές άλλες στιγμές προλαβαίνω να τις «παγώσω» με στόχο πάντα να τις συνοδέψω με ένα κείμενο που είτε δημοσιεύεται σε κάποιο από τα περιοδικά και τις εφημερίδες που συνεργάζομαι ή να το μοιραστώ μαζί σας μέσα από το διαδίκτυο, κάτι που με ευχαριστεί πολύ και πιστεύω πως αρέσει και σε σας.

Έτσι έγινε και προχθές λίγο έξω από τη Σπερχειάδα που το νου μας απασχολούσαν άλλα πράγματα και η Άντζελα δεν έβλεπε την ώρα να φτάσουμε στα Λουτρά Υπάτης να κάνουμε μια στάση για να πάρουμε ανάσα και να πιούμε καφέ με αληθινούς φίλους από εκεί. Εγώ όπως πάντα με το δεξί μάτι σάρωνα τον τόπο έξω από το παράθυρο και με το αριστερό παρακολουθούσα έναν άθλιο δρόμο χωρίς σωστή σήμανση και άλλες πολυτέλειες. Κι εκεί λοιπόν, βλέπω κάτω από μια τεράστια ανθισμένη κουτσουπιά μια σπάνια σκηνή για την Ελλάδα: Το πουλαράκι δεμένο με μια τριχιά από τον κορμό της κουτσουπιάς τόσο που να μην φτάνει και ενοχλεί με τη λαιμαργία του τη φοράδα η οποία κι αυτή επίσης ήταν δεμένη και βοσκούσε. Το πουλαράκι μάζευε δύναμη να τρέξει κοντά στη φοράδα αλλά άμαθο ακόμη από δεσμά μόλις νόμιζε πως έφτανε στη μητέρα του, απότομα το σκοινί το συγκρατούσε. Επειδή φαίνεται πως δεν γνωρίζει ακόμη τι είναι αυτή η δύναμη που το εμποδίζει γυρνούσε λίγο προς τα πίσω, έπαιρνε φόρα και ξεκινούσε πάλι να πλησιάσει τη φοράδα. Στα λίγα λεπτά που το παρακολουθούσαμε πρέπει να έκανε τρεις φορές την απόπειρα και πάντα αποτύγχανε. Την τελευταία φορά το είδαμε να απομακρύνεται απογοητευμένο προς τη βρύση που ήταν μέσα στην ακτίνα του τεντωμένου σκοινιού και να δείχνει πως λουφάζει. Τι απόγινε, δεν ξέρουμε γιατί μας καλούσε ο προορισμός μας και η επιστροφή στην Αθήνα θα ήταν λόγω επιστροφής των εξοδούχων προβληματική.

Το βέβαιο είναι πως το πουλαράκι θα χτυπιόνταν και θα ξαναχτυπιόνταν πολλές φορές να φτάσει τη μητέρα του, της οποίας ως αρμόζει η στάση της απέναντι στο βλαστάρι της ήταν αυστηρή και στο τέλος αποκαμωμένο θα παραιτούνταν από την προσπάθεια. Μόνο όταν θα έρχονταν η στιγμή που ο νοικοκύρης τους θα έκρινε πως πρέπει να λυθεί, τότε θα μπορούσε να πλησιάσει για λίγο τη μητέρα του, να θηλάσει και μετά πάλι θα υποχρεώνονταν να κινείται το υπόλοιπο της ημέρας μέσα στην ακτίνα του σκοινιού του που στο εξής, θα αποτελούσε κομμάτι της ζωής του και θα αποδεσμευτεί δε μόνο όταν μετά πολλά χρόνια και άπειρα φορτία κλείσει τον κύκλο της ζωής. Κανένα σκοινί τότε δεν θα είναι ικανό να το περιορίσει στην ακτίνα των δεσμών που βάζει ο νοικοκύρης σε ότι εξουσιάζει κι έστω για λίγο πριν το θάνατό του, σακατεμένο και άχρηστο για φόρτωμα, γευτεί λίγες στιγμές από την ελευθερία που δεν γνώρισε ποτέ στην άχαρη ζωή του υποζυγίου που πέρασε...

ΑΘΗΝΑ, 07042010

Δευτέρα 5 Απριλίου 2010

ΠΗΡΑΜΕ ΛΑΘΟΣ … «ΠΡΟΟΡΙΣΜΟ»


Ωραία, τώρα που τέλειωσε κι αυτή η ανάσταση, να δούμε τι «προορισμό» θα μας προτείνουν για την Πρωτομαγιά, οι γνωστές εκπομπές των ΜΜΕ που αναζητούν, ανακαλύπτουν και προβάλλουν διάφορες ενδιαφέρουσες γωνιές της Ελλάδας…

Εγώ θα σας πρότεινα να έχετε υπ’ όψιν για του χρόνου το δικό μου χωριό, αλλά φοβάμαι πως πριν ακόμα διαβάσετε την πρότασή μου θα πείτε πως σας αντιγράφω. Χώρια που μπορεί να πέσει καμιά ιδέα να βάλουμε τις προτάσεις μας σε ψηφοφορία (στο FB επί του προκειμένου) ο καθένας τον τόπο του και να αφήσουμε να το κρίνει το κοινό, όπως λένε και στα μεγάλα ραδιόφωνα που κάνουν αυτές τις δουλειές να αποφασίσει για την καλύτερη.

Κάνω το πρώτο βήμα λοιπόν και σας παραθέτω ολίγα από την ανάσταση γιατί αυτή πρόλαβα λόγω υποχρεώσεων στην Αθήνα να ζήσω στο χωριό μου, τη Μεγάλη Κάψη Τυμφρηστού. Η ανάσταση σε μας λοιπόν ήρθε στην ώρα της παρά το γεγονός ότι ο παπα Βαγγέλης που έχει οργανική θέση εφημερίου στο χωριό μας έκανε όλη την εβδομάδα υπερωρίες γιατί σε κάποια άλλα χωριά δεν έχουν αυτή την πολυτέλεια. Ήρθε στην ώρα της ακριβώς σε μια εκκλησία φωτεινή και φροντισμένη από τους επιτρόπους, κατά την πλειοψηφία τους μόνιμοι κάτοικοι του αποψιλωμένου από κόσμο χωριό, γεμάτη με αγνώστους ανθρώπους - χωριανοί έμαθα οι περισσότεροι και μάλιστα νεαρής ηλικίας.

Πρόκειται για τα παιδιά των συνομηλίκων μας που ούτε καν οι περισσότεροι τα ξέρουμε λόγω της διασποράς μας σε διάφορα σημεία της Ελλάδας και της φυσικής απομάκρυνσης μεταξύ μας. Καινούργια πρόσωπα λοιπόν με νεανικά ντυσίματα και στυλ εντελώς ίδιο μεταξύ τους πλημμύρισαν την εκκλησία με τις λαμπάδες τους στο χέρι (συνήθεια της αγοράς που εκνευρίζει τους επιτρόπους που περίμεναν να βγάλουν κανένα ευρώ από αυτές που είχαν στο παγκάρι), βρήκαν μια θέση όπως – όπως για να σταθούν και μόλις είπε ο παπάς το Χριστός Ανέστη, βγήκαν στο προαύλιο όπου ψάλθηκε η ανάσταση.

Εκεί αντάλλαξαν το «φιλί της αγάπης» με τους οικείους και τους φίλους του και πριν καλά – καλά τελειώσει ο παπάς τα τυπικά της στιγμής, εξαφανίστηκαν αφήνοντας στην εκκλησία μόνο τον παπά, τους ψάλτες και ελάχιστους άλλους ευλαβείς χωριανούς. Όλοι οι άλλοι κατευθύνθηκαν στα αυτοκίνητά τους και δημιουργήθηκε κυκλοφοριακό στο μικρό δρόμο. Ένα τέταρτο έκανε να ησυχάσει το χωριό από τα μαρσαρίσματα, τις στροφές και το ξεπαρκάρισμα και να πέσουν όλοι στα τραπέζια με τη μαγειρίτσα και να τυλιχτεί κατόπιν το χωριό στη σιωπή όπως συμβαίνει κάθε νύχτα εξάλλου. Οι λιγοστοί και ηλικιωμένοι κάτοικοί του κλείνονται από νωρίς στα σπίτια τους και κλειδώνονται από τον φόβο των κακοποιών κι έτσι όποιος περάσει απ’ αυτό και δεν γνωρίζει θα το θεωρήσει ως ακατοίκητο!

Η νύχτα κύλησε όπως όλες οι άλλες και το πρωί ξημέρωσε Λαμπρή! Τι θα ήταν αυτό που θα την ξεχώριζε από τις άλλες μέρες του χρόνου; Ψησταριές με αρνιά στη σούβλα, τραγούδια και χαρούμενες φωνές χωριανών, μια κίνηση από το πέρα – δώθε ανάμεσα στα σπίτια και τις αυλές, ακόμα και πυροβολισμοί στο αέρα που θέλει κάπως το έθιμο. Τίποτα απ’ όλα αυτά δεν έγινε όπως παλιά. Σε κάποια σπίτια φάνηκε λιγάκι καπνός, κάπου ακούστηκαν λίγοι ψίθυροι, κάτι νότες από σουξέ της ημέρας υψώθηκαν για λίγο στο αέρα, έπεσαν και λίγες μπαταριές και γύρω στο μεσημέρι η σιωπή του εορταστικού τραπεζιού κάλυψε όλο το χωριό και αργά το απόγευμα σαν να περίμεναν σύνθημα, όλοι έβαλαν μπροστά τα αυτοκίνητά τους να πάνε για καφέ στα διπλανά χωριά ή στο Καρπενήσι. Τη λειτουργία της Αγάπης ο παπάς πρέπει να την έκανε μόνο με τους ψάλτες και κάνα δυο γριές! Το χωριό πλάκωσε τώρα άλλη σιωπή βαρύτερη και σαν να ήταν ακατοίκητο πέρασε όλο το βράδυ. Οι μόνοι θόρυβοι που ακούστηκαν και κάλυπταν τα κελαϊδίσματα των πουλιών ήταν από τα αυτοκίνητα που επέστρεφαν από κάποια πιθανόν διασκέδαση που γίνονταν σε άλλο μέρος.

Έτσι έγινε φέτος η ανάσταση και έτσι περάσαμε το Πάσχα σε ένα χωριό που πριν από δυο δεκαετίες δεν ήταν πασχαλινός προορισμός αλλά «το χωριό μας» κι έτσι το αντιλαμβανόμασταν όλοι καθώς η απόσταση μαζί του δεν είχε παγιωθεί. Σήμερα που έχουμε κυριολεκτικά ξεκόψει όλοι και οι ρίζες μας έχουν κοπεί, έγινε για όλους μας ένας απλός προορισμός, ίδιος με τόσους άλλους που προβάλλουν τα ΜΜΕ ως καταναλωτικά προϊόντα και θέλοντας ή μη πέφτουμε κι εμείς στην παγίδα τους και τούτο φαίνεται στη συμπεριφορά μας έστω και απέναντι σε μια λειτουργία της εκκλησίας και το έθιμο της ημέρας που μόνο Λαμπρή δεν ήταν αλλά ρεσιτάλ υποκρισίας απέναντι στη γενέτειρα γη.

Στη φωτογραφία ένα σημείο του χωριού στη Χώρση λεγόμενο που έμεινε ως σήμερα αναλλοίωτο είναι το εικόνισμα δίπλα στον παλιό δρόμο που έρχονταν στη Μεγάλη Κάψη από τον κεντρικό Λαμίας – Καρπενήσι. Ούτε ποιος το έφτιαξε εκεί θυμάται κανένας πλέον, ούτε βέβαια πως και ο δρόμος έγινε το 1950 από τους χωριανούς με κασμάδες και φτυάρια και το μεροκάματο ήταν λίγα κιλά σιτάρι που ήρθε στην Ελλάδα με το περίφημο «Σχέδιο Μάρσαλ». Και να το ήξεραν σκέφτομαι οι νεώτεροι, τι θα ωφελούσε;