Στοχασμός με αφορμή το ημερολόγιο του Θορώ, 1 Νοεμβρίου 1858
(Σειρά: Ο χρόνος των φύλλων)
«Καθώς τα
απογεύματα μικραίνουν και το πρώιμο σούρουπο μάς σπρώχνει να γυρίσουμε στο
σπίτι και να τελειώσουμε τις δουλειές μας, μας υπενθυμίζεται η βραχύτητα της
ζωής». Με αυτή τη φράση, γραμμένη στο ημερολόγιο της 1ης Νοεμβρίου 1858, ο Θορώ
δεν περιγράφει απλώς μια εποχική μεταβολή. Περιγράφει μια εσωτερική μετατόπιση:
το αργό σβήσιμο του φωτός γίνεται υπενθύμιση του χρόνου που μας απομένει. Το
φθινόπωρο, για τον Θορώ, δεν είναι μια μελαγχολική εικόνα. Είναι ένα καμπανάκι
συνείδησης.
Δεν ήταν η
πρώτη φορά που το έγραφε. Στις 3 Νοεμβρίου 1853 σημείωνε: «The year is
preparing for its sleep, and yet how wakeful it seems at sunset»· ο χρόνος
ετοιμάζεται για τον ύπνο του, κι ωστόσο το ηλιοβασίλεμα μοιάζει πιο ξάγρυπνο
από ποτέ. Η φύση δεν αδρανοποιείται· αλλάζει ένταση, ρυθμό, νόημα. Η μέρα
στενεύει, αλλά ο στοχασμός πλαταίνει.
Ο Θορώ
βλέπει τη ζωή μέσα από ένα είδος διπλού φακού: παρατηρεί και συμμετέχει. «It
appeared like a part of a panorama at which I sat spectator», γράφει στο ίδιο
απόσπασμα: κοιτάζει το λυκόφως του Νοεμβρίου σαν κάτι γνώριμο που όμως
εμφανίζεται ξανά μπροστά του, σαν ταινία που ξαναπροβάλλεται με νέο βάθος.
Γνωρίζει το τοπίο και ταυτόχρονα το ξαναβλέπει από την αρχή. Η επανάληψη δεν
είναι φθορά αλλά δώρο: μάς ξαναδίνει αυτό που νομίζαμε ότι ξέραμε.
Αυτή η
μεταβατική ώρα —ούτε μέρα ούτε νύχτα— είναι για τον Θορώ η πιο γόνιμη
φιλοσοφικά. Οι καλοκαιρινές ώρες είναι πλήρεις, οι χειμωνιάτικες συμπυκνωμένες·
ο Νοέμβρης όμως είναι ενδιάμεσος, ένας χρόνος-διάδρομος. Το φως που λιγοστεύει
γίνεται η πιο αθόρυβη υπενθύμιση: ό,τι μένει, πρέπει να το δούμε τώρα. «Make
haste», γράφει. Όχι αγχωθείτε· αλλά μην αμελείτε.
Στις παλιές
κοινωνίες —και στην Ελλάδα, όπως και στη Νέα Αγγλία— ο Νοέμβρης είχε αυτή την
ηθική του χρόνου: επιτάχυνση πριν τον χειμώνα. Οι δουλειές δεν τελείωναν επειδή
«έπρεπε»· τελείωναν επειδή το σκοτάδι τις περιόριζε. Ο άνθρωπος ζούσε όχι με
την ψευδαίσθηση ότι μπορεί να συνεχίσει όποτε θέλει, αλλά με την επίγνωση ότι
το φως δεν τον περιμένει. Γι’ αυτό ο Νοέμβρης ήταν μήνας πράξεων, όχι αναστολής.
Κι όμως,
άλλο πράγμα η βιασύνη της ανάγκης και άλλο η βιασύνη της συνείδησης. Ο Θορώ
—ακόμη και όταν σημειώνει το πρακτικό («να τελειώσουμε τις δουλειές μας»)— δεν
χάνει το ηθικό βάθος: η φύση τού θυμίζει ότι το έργο του ανθρώπου δεν είναι
απλώς να παράγει, αλλά να προλαβαίνει να δει, να σκεφτεί, να κατανοήσει. Αυτός
ο Νοέμβρης είναι μια ηθική σκηνή.
Ακόμη και η
απώλεια —τα πεσμένα φύλλα, η γυμνή γη— δεν τον οδηγεί στη μελαγχολία αλλά στην
αποκάλυψη. Στις 8 Νοεμβρίου 1850 γράφει: «The
leaves lie like thriftless heirs, shed all at once, and yet the forest is
richer in bareness.» Τα φύλλα,
λέει, πέφτουν σαν άμυαλοι κληρονόμοι — και όμως το δάσος δεν φτωχαίνει,
πλουτίζει μέσα στη γύμνια του. Η απώλεια δεν είναι στέρηση αλλά ένα άνοιγμα
θέασης. Η ομορφιά δεν βρίσκεται στη διακόσμηση αλλά στην απογύμνωση.
Έτσι κι
εμείς —έστω μέσα σε μια σύγχρονη ζωή φωτισμένη με τεχνητό φως και
προγραμματισμούς— νιώθουμε ακόμη, ασυναίσθητα, το κάλεσμα της εποχικής
συρρίκνωσης. Όταν η μέρα μικραίνει, κάτι μέσα μας γίνεται πιο έντονο: η
προσοχή. Δεν το γεννά η νοσταλγία αλλά η βιολογία. Το σώμα αναγνωρίζει την
αλλαγή πριν την αναλύσει ο νους. Κι εκεί ίσως βρίσκεται η αλήθεια που μας
θυμίζει ο Θορώ: ότι υπάρχει μια γνώση παλαιότερη από την σκέψη — η γνώση του
χρόνου.
Δεν υπάρχει
τίποτε απαισιόδοξο σε αυτό. Ο Θορώ δεν γράφει για τον
Νοέμβρη με τον τόνο του τέλους, αλλά με τον τόνο της προετοιμασίας. Αυτό που
αλλάζει δεν είναι ο κόσμος, αλλά o τρόπος που τον βλέπουμε. Αν ο Αύγουστος μάς
κάνει να ξεχνάμε τον χρόνο, ο Νοέμβρης μας υπενθυμίζει ότι τον έχουμε.
Γι’ αυτό στο
τέλος του αποσπάσματος γράφει κάτι απίστευτα απλό: «Prepared to be pleased» — προετοιμάστηκα
να ευχαριστηθώ. Δεν περιμένει τη χαρά, την προετοιμάζει. Η ζωή δεν
του χαρίζεται· την υποδέχεται.
Ο χρόνος
στενεύει. Και επειδή στενεύει, πλαταίνει η προσοχή. Αυτό δεν είναι απειλή αλλά
πρόσκληση: να δούμε ό,τι δεν θα ξαναδούμε, να σκεφτούμε ό,τι δεν θα
ξανασκεφτούμε, να πράξουμε ό,τι δεν θα μπορούμε να πράξουμε για πάντα. Το φως
λιγοστεύει — αλλά η κατανόηση μπορεί ακόμη να μεγαλώσει πριν πέσει η νύχτα.
Πηγή: The Thoreau Society. Φωτογραφία: Richard Smith
ΑΘΗΝΑ, 01112025
