Καθώς τούτον τον καιρό σε κάποιους από τους εναπομείναντες
κινηματογράφους παίζεται και με επιτυχία μάλιστα το έργο της Εύας Νάθενα «Φόνισα»
και χάρη στο διάλογο που έχει αναπτυχθεί πολλοί από τους νεότερους ανακαλύπτουν
τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη (Σκιάθος 4 Μαρτίου 1851 – Σκιάθος 3 Ιανουαρίου 1911)
τον Άγιο των ελληνικών γραμμάτων που πέθανε σαν σήμερα πριν από 123 χρόνια. Ας θυμηθούμε
μέσα από ένα κείμενο της εποχής* πως πέθανε αυτός ο τόσο μεγάλος και τόσο
πονεμένος συγγραφέας μας και με την ευκαιρία ας ανατρέξουμε στο πολύτιμο έργο του.
Ο θάνατός του
Ο δε θάνατός του συνέβη ως εξής: Ησθένησε την 29ην
Νοεμβρίου του 1910. Την τρίτην ημέραν της ασθενείας του ελιποθύμισε. Όταν δε
συνήλθε, «Τι μου συνέβη;» είπε. «Δεν είναι τίποτε, μια λιποθυμία μικρά», του
είπον αι περιστοιχίζουσαι αυτόν τρεις αδελφαί του. «Τόσα έτη», λέγει ο
Αλέξανδρος, «εγώ δεν ελιποθύμισα, δεν εννοείτε ότι αυτά είναι προοίμια του
θανάτου μου; Φέρετε αμέσως τον παπά και μην αναβάλλετε».
Εθρήνουν τότε αι αδελφαί του, ο δε Παπαδιαμάντης βλέπων
αυτάς και συλλογιζόμενος ότι εάν αποθάνη δεν έχουσιν άλλον βοηθόν και
συντηρητήν, ταις απέτεινε τους εξής παρηγόρους λόγους: «Έχω καλούς φίλους, οι
οποίοι θα εκδώσουν τα έργα μου, ησυχάσατε φιλόστοργές μου αδελφές».
Μετ’ ολίγον κληθέντες ήλθον συγχρόνως και ο ιερεύς και ο
ιατρός. Ο Παπαδιαμάντης προ πάντων ήτο χριστιανός και χριστιανός ευσεβής. Μόλις
λοιπόν είδε τον ιατρόν, είπε εις αυτόν: «Τι θέλεις εσύ εδώ;». «Ήρθα να σε ιδώ»,
του λέγει ο ιατρός. «Να ησυχάσης», του λέγει ο ασθενής. «Εγώ θα κάμω πρώτα τα
εκκλησιαστικά (δηλ. θα επικαλεσθώ την βοήθειαν του Θεού) και ύστερα ναρθής
εσύ».
«Ήθελα να κάμω το παλληκάρι», έλεγε κατά το διάστημα της
ασθενείας του. «Αλλά την έπαθα». «Άμα λείψω απ’ αυτόν τον κόσμον, τότε θα καταλάβουν
πόσον χρήσιμος είμαι», έλεγε κατά τας προ του θανάτου του ημέρας. Είχε σώας τα
φρένας του μέχρι τέλους και επεθύμει να συγγράψη διήγημά τι.
Ο νους του μέχρι της τελευταίας του αναπνοής ήτο
αφιερωμένος εις τον Θεόν. Μόνος του ολίγας ώρας πριν αποθάνη έστειλε να κληθή ο
ιερεύς δια να κοινωνήση. «Ξεύρεις! μήπως αργότερα δεν καταπίνω!», έλεγε.
Ήτο παραμονή του θανάτου του και ως τις ειρωνεία του
ανηγγέλη η απονομή της παρασημοφορίας του δια του Σταυρού του Σωτήρος. Την
εσπέραν της 2ας Ιανουαρίου, παραμονήν του θανάτου του, «Ανάψτε ένα κηρί», είπε.
«Φέρτε μου ένα βιβλίο» (δηλ. εκκλησιαστικόν βιβλίον). Το κηρίον ηνάφθη.
Επρόκειτο δε να έλθη και το βιβλίον. Αλλά πάλιν αποκαμών ο Παπαδιαμάντης είπε:
«Αφήστε το βιβλίο, απόψε θα ειπώ, όσα ενθυμούμαι απ’ όξω».
Και ήρχισε ψάλλων τρεμουλιαστά «Την χείρα σου την
αψαμένην» (σημ. Είναι τούτον τροπάριον εκ των Ωρών της παραμονής των Φώτων).
Αυτό ήτο και το τελευταίον ψάλσιμον του Παπαδιαμάντη, διότι την ιδίαν νύκτα
κατά την 2αν μετά το μεσονύκτιον ώραν εξημέρωνε η 3η Ιανουαρίου παρέδωκεν την
ψυχήν εις χείρας του Πλάστου.
(Απόσπασμα επιστολής Γ. Ρήγα στον εκδότη Δικαίο, Αλ.
Παπαδιαμάντη «Αλληλογραφία», σελ. 218-9, εκδ. Δόμος)
* Από το ημερολόγιο του 1998 των εκδόσεων Διάμετρος, στη
σειρά «Συγγραφείς στο χρόνο».
ΑΘΗΝΑ, 03012024