Τρίτη 16 Ιανουαρίου 2024

ΕΝΑ ΜΕΓΑΛΟ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΥΧΕΣ ΣΑΣ

 


«Το πρωινό, που είναι η πιο αξιομνημόνευτη εποχή της ημέρας, είναι η ώρα της αφύπνισης. Τότε υπάρχει ελάχιστη υπνηλία μέσα μας· και για μια ώρα, τουλάχιστον, ένα κομμάτι μας ξυπνάει που κοιμάται όλη την υπόλοιπη μέρα και νύχτα .... Μετά από μια μερική παύση της αισθησιακής ζωής του, η ψυχή του ανθρώπου, ή μάλλον τα όργανά του, αναζωογονούνται κάθε μέρα, και η Ιδιοφυΐα του προσπαθεί ξανά τι ευγενή ζωή μπορεί να κάνει... Οι Βέδες λένε, «Όλες οι πληροφορίες ξύπνησαν το πρωί.» «Όλοι οι ποιητές και ήρωες, όπως ο Μέμνων, είναι παιδιά της Ηωούς, και εκπέμπουν τη μουσική τους κατά την ανατολή του ήλιου».

Από το «Walden» ή  «Life in The Woods» του Henry Thoreau, 1854.

Φωτογραφία από τον Richard Smith.



Σάββατο 13 Ιανουαρίου 2024

ΤΟ ΛΟΝΔΙΝΟ ΟΠΩΣ ΤΟ ΕΙΔΕ Ο ΤΖΑΚ ΛΟΝΤΟΝ ΤΟ 1902

 


Το 1902 ο Αμερικανός συγγραφέας Τζακ Λόντον (12/01/1876 – 22/ 11 /1916) επισκέφθηκε τη συνονόματη πόλη του – την εποχή που ήταν ακόμα η μεγαλύτερη στον κόσμο. Σε ένα βιβλίο που έγινε γνωστό ως Οι Άνθρωποι της Αβύσσου περιέγραψε την εποχή που ζούσε στην περιοχή Whitechapel κοιμόμενος σε πτωχοκομεία, λεγόμενα doss-σπίτια και μάλιστα στο δρόμο. Ειπώθηκε ότι περίπου μισό εκατομμύριο άνθρωποι ζούσαν σε αυτά στις απαίσιες και τρομερές συνθήκες στην πρωτεύουσα της Βρετανίας. Ο Τζακ Λόντον τράβηξε τις φωτογραφίες που εικονογράφησαν το εξαιρετικό βιβλίο του (μεταξύ 1900 και 1916 ο Αμερικανός συγγραφέας τράβηξε περισσότερες από 12 χιλιάδες φωτογραφίες). Ο Λόντον ενοχλήθηκε περισσότερο από τον αριθμό των "γερόντων, νεαρών ανδρών, όλων των ειδών ανδρών και αγοριών και όλων των ειδών αγοριών" που δεν είχαν άλλη επιλογή από το να κοιμηθούν στους δρόμους. «Κάποιοι πνίγονταν όρθιοι· πολλοί απ’ αυτούς ξάπλωναν στα πέτρινα σκαλοπάτια στις πιο οδυνηρές στάσεις... το δέρμα των σωμάτων τους δείχνει κόκκινο μέσα από τις τρύπες στα δανεικά κουρέλια τους. ” Εδώ είναι ένα μέρος της συλλογής του που δείχνει τη φρικτή φτώχεια που άντεξαν κάποιοι άνθρωποι της εποχής. 




















ΑΘΗΝΑ, 1301024 

Κυριακή 7 Ιανουαρίου 2024

ΜΙΑ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΜΕ ΤΟΝ ΝΙΚΟ ΠΑΠΑΔΙΟΝΥΣΙΟΥ

 


Αποχαιρετώντας και αποτιμώντας το 2023 μια συνάντηση με τον συγχωριανό μας Νίκο Δ. Παπαδιονυσίου στο Παλαιό Φάληρο στις παραμονές των Χριστουγέννων είχε μια ιδιαίτερη σημασία για όλους μας. Ο Νίκος που τα τελευταία χρόνια παρουσιάζει μια έντονη και συγκινητική συγγραφική δραστηριότητα σε ότι αφορά την ιστορία του χωριού μας από τα κατοχικά χρόνια και κυρίως τα μετεμφυλιακά μου αφιέρωσε το εξαιρετικό του έργο «Μετεμφυλιακές Μεγαλοκαψιώτικες εύθυμες στιγμές», στιγμές που και οι ωριμότεροι σήμερα στο χωριό έχουμε ξεχάσει ή αγνοούμε.

Παιδί ακόμη ο Νίκος περνάει τα καλοκαίρια του στο χωριό και καταγράφει (είναι και από τους πρεσβύτερους Μεγαλοκαψιώτες σήμερα) την μαύρη ζωή των συγχωριανών που ξαναμαζεύτηκαν, άλλοι από τα σημεία όπου μοιράστηκαν ως ανταρτόπληκτοι κι άλλοι από το κλαρί να φτιάξουν πάλι χωριό. Παρά τις δυσκολίες της εποχής, τις αποκαλεί εύθυμες γιατί χωρίς και χωρίς λίγο γέλιο και αισιοδοξία δεν επρόκειτο να γίνει τίποτα. Μέσα στα κείμενά του παρελαύνουν όλα τα πρόσωπα που συμμετείχαν σε αυτό το τεράστιο έργο της ανασυγκρότησης κάθε χωριού με στιγμιότυπα από την σκληρή καθημερινότητα αλλά και άλλες στιγμές, της χαράς, του καφενείου, των αφηγήσεων για τα γεγονότα που ήταν πρωταγωνιστές ή απλά θεατές.  

Ο Νίκος ο οποίος έχει γράψει μέχρι στιγμής κι άλλα βιβλία, βιβλία που αφορούν την πορεία του στα τεχνικά έργα καθώς και για τον εξαίρετο ξυλογλύπτη παππού του Στέλιο Υφαντή καταθέτει τις μνήμες και τα βιώματά του για το χωριό μας ζητώντας παράλληλα να δώσουμε συνέχεια στην καταγραφή της πορείας του, πράγμα που όντως παραμελήσαμε. Το βιβλίο του θα είναι ένα νήμα που θα συνδέει τις εποχές του χωριού μας.

Με χαρά είδαμε επίσης ότι με δική του επιμέλεια προχώρησε στην έκδοση κι ενός άλλου βιβλίου, του Βαγγέλη Στυλιανού Υφαντή, του μεγαλύτερου σε ηλικία συγχωριανού μας (97 ετών) με τίτλο «Μνήμες, Ήθη και έθιμα του χωριού μου» και αφορά κυρίως την δεκαετία 1930 – 1940. Ένα επίσης πολύτιμο βιβλίο και οδηγός για όποιος προσπάθειες γίνουν στο μέλλον για την συγκρότηση ενός τόμου για την ιστορία της Μεγάλης Κάψης. 

ΑΘΗΝΑ, 07012024

Τετάρτη 3 Ιανουαρίου 2024

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ


Καθώς τούτον τον καιρό σε κάποιους από τους εναπομείναντες κινηματογράφους παίζεται και με επιτυχία μάλιστα το έργο της Εύας Νάθενα «Φόνισα» και χάρη στο διάλογο που έχει αναπτυχθεί πολλοί από τους νεότερους ανακαλύπτουν τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη (Σκιάθος 4 Μαρτίου 1851 – Σκιάθος 3 Ιανουαρίου 1911) τον Άγιο των ελληνικών γραμμάτων που πέθανε σαν σήμερα πριν από 123 χρόνια. Ας θυμηθούμε μέσα από ένα κείμενο της εποχής* πως πέθανε αυτός ο τόσο μεγάλος και τόσο πονεμένος συγγραφέας μας και με την ευκαιρία ας ανατρέξουμε στο πολύτιμο έργο του.  

Ο θάνατός του

Ο δε θάνατός του συνέβη ως εξής: Ησθένησε την 29ην Νοεμβρίου του 1910. Την τρίτην ημέραν της ασθενείας του ελιποθύμισε. Όταν δε συνήλθε, «Τι μου συνέβη;» είπε. «Δεν είναι τίποτε, μια λιποθυμία μικρά», του είπον αι περιστοιχίζουσαι αυτόν τρεις αδελφαί του. «Τόσα έτη», λέγει ο Αλέξανδρος, «εγώ δεν ελιποθύμισα, δεν εννοείτε ότι αυτά είναι προοίμια του θανάτου μου; Φέρετε αμέσως τον παπά και μην αναβάλλετε».

Εθρήνουν τότε αι αδελφαί του, ο δε Παπαδιαμάντης βλέπων αυτάς και συλλογιζόμενος ότι εάν αποθάνη δεν έχουσιν άλλον βοηθόν και συντηρητήν, ταις απέτεινε τους εξής παρηγόρους λόγους: «Έχω καλούς φίλους, οι οποίοι θα εκδώσουν τα έργα μου, ησυχάσατε φιλόστοργές μου αδελφές».

Μετ’ ολίγον κληθέντες ήλθον συγχρόνως και ο ιερεύς και ο ιατρός. Ο Παπαδιαμάντης προ πάντων ήτο χριστιανός και χριστιανός ευσεβής. Μόλις λοιπόν είδε τον ιατρόν, είπε εις αυτόν: «Τι θέλεις εσύ εδώ;». «Ήρθα να σε ιδώ», του λέγει ο ιατρός. «Να ησυχάσης», του λέγει ο ασθενής. «Εγώ θα κάμω πρώτα τα εκκλησιαστικά (δηλ. θα επικαλεσθώ την βοήθειαν του Θεού) και ύστερα ναρθής εσύ».

«Ήθελα να κάμω το παλληκάρι», έλεγε κατά το διάστημα της ασθενείας του. «Αλλά την έπαθα». «Άμα λείψω απ’ αυτόν τον κόσμον, τότε θα καταλάβουν πόσον χρήσιμος είμαι», έλεγε κατά τας προ του θανάτου του ημέρας. Είχε σώας τα φρένας του μέχρι τέλους και επεθύμει να συγγράψη διήγημά τι.

Ο νους του μέχρι της τελευταίας του αναπνοής ήτο αφιερωμένος εις τον Θεόν. Μόνος του ολίγας ώρας πριν αποθάνη έστειλε να κληθή ο ιερεύς δια να κοινωνήση. «Ξεύρεις! μήπως αργότερα δεν καταπίνω!», έλεγε.

Ήτο παραμονή του θανάτου του και ως τις ειρωνεία του ανηγγέλη η απονομή της παρασημοφορίας του δια του Σταυρού του Σωτήρος. Την εσπέραν της 2ας Ιανουαρίου, παραμονήν του θανάτου του, «Ανάψτε ένα κηρί», είπε. «Φέρτε μου ένα βιβλίο» (δηλ. εκκλησιαστικόν βιβλίον). Το κηρίον ηνάφθη. Επρόκειτο δε να έλθη και το βιβλίον. Αλλά πάλιν αποκαμών ο Παπαδιαμάντης είπε: «Αφήστε το βιβλίο, απόψε θα ειπώ, όσα ενθυμούμαι απ’ όξω».

Και ήρχισε ψάλλων τρεμουλιαστά «Την χείρα σου την αψαμένην» (σημ. Είναι τούτον τροπάριον εκ των Ωρών της παραμονής των Φώτων). Αυτό ήτο και το τελευταίον ψάλσιμον του Παπαδιαμάντη, διότι την ιδίαν νύκτα κατά την 2αν μετά το μεσονύκτιον ώραν εξημέρωνε η 3η Ιανουαρίου παρέδωκεν την ψυχήν εις χείρας του Πλάστου.

 (Απόσπασμα επιστολής Γ. Ρήγα στον εκδότη Δικαίο, Αλ. Παπαδιαμάντη «Αλληλογραφία», σελ. 218-9, εκδ. Δόμος)

 * Από το ημερολόγιο του 1998 των εκδόσεων Διάμετρος, στη σειρά «Συγγραφείς στο χρόνο».

ΑΘΗΝΑ, 03012024