Ο Νίκος Σαρόγλου οργώνει κήπο στη Μεγάλη
Κάψη Δυτικής Φθιώτιδας και είναι φέτος η 26 φορά που το κάνει από τότε που το
τελευταίο όργωμα είχε γίνει με ένα ζευγάρι μουλάρια.
Καθώς ανοίγει για τα καλά ο καιρός και
στεγνώνει η γη από τις βροχές και τα χιόνια, τις πρώτες ημέρες του Απρίλη
αρχίζουν παντού τα οργώματα των κήπων: στον κάμπο, στα βουνά και στα νησιά.
Αυτή την αισιόδοξη όμως ενέργεια την παρατηρούσαμε μέχρι πριν από καμιά δεκαριά
χρόνια που ήταν και τα τελευταία της πλαστής ευμάρειας η οποία ενίσχυσε με κάθε
τρόπο την εγκατάλειψη της υπαίθρου και οι λειτουργοί της, η παλιά γενιά των
Ελλήνων η οποία, καθώς αποσύρεται στο επέκεινα αφήνει πίσω της μια έρημη χώρα.
Τα πρώτα χρόνια της κρίσης ήταν αρκετοί
εκείνοι που η αποδιοργάνωση της ζωής τους και η απελπισία που τους κυρίευε,
τους οδηγούσε να αφήσουν τις πόλεις, άλλοι για πάντα κι άλλοι μόνο για
την θερινή περίοδο και από τις πρώτες ενέργειες της εγκατάστασής τους, ακούγοντας
τις φωνές των προγόνων τους, ήταν να φτιάξουν κήπους για να έχουν
εξασφαλισμένη τουλάχιστον τα λαχανικά και τα όσπριά τους. Έτσι, κάποια χωράφια
που είχαν να νιώσουν πολλά χρόνια το υνί στην πλάτη τους, σκιρτούσαν τέτοιες
ημέρες από την θεία πράξη που λέγεται όργωμα και περίμεναν να πέσει ο σπόρος
στο αφράτο χώμα να τον πολλαπλασιάσουν – ανάλογα βέβαια με τη φροντίδα και την
πείρα των καλλιεργητών.
Τον κήπο ο Νίκος Σαρόγλου τον γνωρίζει
πολύ καλά αλλά δεν γίνεται να μην δώσει προσοχή και στις οδηγίες της κυρά
Κούλας που τον ξέρει ακόμη καλύτερα αφού τον φυτεύει συνέχεια από το 1942 μέχρι
σήμερα!
Η πείρα ήταν ένα ζήτημα που λίγο – πολύ
είχαν σαν μνήμη από τα παιδικά και εφηβικά τους χρόνια καθώς δεν ήταν και
πολλές οι δεκαετίες που εγκατέλειψαν τα χωριά και την ύπαιθρο να μαζευτούν στην
Αθήνα. Όλοι θυμόνταν το σκάψιμο, το σκάλισμα, το θέρισμα αλλά λίγοι ήταν ικανοί
να φέρουν σε πέρας αυτές τις δουλειές καθώς ξέμαθαν τα χέρια τους ενώ η ηλικία
δεν τους επέτρεπε και πολλές ώρες εργασία. Στα εξοχικά σπίτια που είχαν
εξελιχθεί πια τα πατρογονικά ή στα καινούργια που έχτισαν γιατί δεν χωρούσαν,
δεν υπήρχαν τα απαραίτητα εργαλεία καθώς κάποια απ’ αυτά έγιναν διακοσμητικά
στα σαλόνια ενώ τα άλλα ήταν εντελώς ακατάλληλα για τις δουλειές που απαιτεί
σήμερα καλλιέργεια. Έτσι υποχρεώθηκαν να πάρουν καινούργια τσαπιά, φτυάρια,
τσουγκράνες, κλαδευτήρια, πριόνια, λάστιχα ποτίσματος, ένα σωρό εργαλεία για να
κάνουν τη δουλειά τους και το κεφάλαιο που διέθεσαν δεν ήταν καθόλου
ευκαταφρόνητο. Το είδαν όμως σαν επένδυση που θα αποδώσει με τα χρόνια χάρη στα
προϊόντα που θα παρήγαγαν.
Ήταν μια περίοδος εκείνη, πριν από οχτώ
– δέκα χρόνια που πολλοί πίστεψαν πως θα ζωντάνευε η ύπαιθρος χώρα και ειδικά
τα ορεινά χωριά αλλά καθώς περνούσαν τα καλοκαίρια, τούτο αποδείχθηκε πως ήταν
αναλαμπή που σιγά - σιγά αποδυναμώθηκε και κοντεύει πλέον να σβήσει. Δεν
έφταιγαν οι άνθρωποι, αυτοί ξεκίνησαν με ενθουσιασμό την επαναποίκηση της
υπαίθρου αλλά η σειρά τους για δημιουργία είχε περάσει προ πολλού και όπου
επέστρεψαν απλά αύξησαν με την παρουσία τους τον πληθυσμό των χωριών τα
καλοκαίρια γιατί όπως αποδείχθηκε τους χειμώνες έφευγαν πάλι για τις πόλεις
αφού οι συνθήκες δεν ευνοούσαν την επιβίωσή τους και δεν διακινδύνευαν την υγεία
τους σε κάποια απρόσιτα χωριά στην ορεινή Ελλάδα ή στα νησιά που αποκλείονται
το χειμώνα.
Ο Νίκος έμαθε να οργώνει πρώτα με
μουλάρια και μετά με τρακτέρ. Αυτή του η εμπειρία είναι και ένα από τα
πλεονεκτήματά του καθώς δείχνει τον ίδιο σεβασμό και προσοχή όπως παλιά στο
χωράφι και η διαφορά από τότε με σήμερα είναι πως το κάνει σε λιγότερο χρόνο.
Στη δεκαετία που πέρασε από εκείνη την
εποχή και καθώς οι περισσότεροι που γύρισαν στα χωριά για να ζήσουν καλύτερα
ήταν ηλικιωμένοι, αρκετοί απ’ αυτούς έφυγαν να ξεκουραστούν για τα καλά πλέον
στους ουρανούς αφήνοντας έρημα πάλι τα χωράφια και τα κήπια που επιχείρησαν να
αναστήσουν. Οι απόγονοι αυτών των ανθρώπων κανένα δεν έδειξαν ενδιαφέρον για τη
συνέχεια και όσοι πηγαίνουν ακόμη τα καλοκαίρια στα χωριά τους προμηθεύονται
ότι θέλουν από τα μεγάλα καταστήματα των πόλεων και έχουν πάψει πια να
αναφέρονται με καλά λόγια στα προϊόντα που βγάζει ο τόπος τους γιατί αφ’ ενός
δεν υπάρχουν αφού δεν καλλιεργούνται αλλά και γιατί οι συνήθειές τους ήταν πολύ
πιο διαφορετικές από των γονιών τους και με κανένα λόγο δεν επιθυμούν να τις
αλλάξουν.
Τελειώνοντας αυτό τον κήπο που
προορίζεται να φυτευτεί πατάτες ο Νίκος θα φρεζάρει πρώτα και την άλλη εβδομάδα
θα οργώσει τον άλλο από κάτω για να μπουν φασόλια.
Πάνω κάτω έτσι περιγράφεται η κατάσταση
σχετικά με τον κύκλο των εργασιών στα χωράφια και τα κήπια που ανοίγει αυτές
τις ημέρες στα περισσότερα ημιορεινά χωριά. Όσα προαναφέρθηκαν εξηγούν πολύ
καλά την δραματική μείωση των καλλιεργούμενων εκτάσεων. Οι λίγοι που έχουν
απομείνει και θέλουν να φτιάξουν κήπια αντιμετωπίζουν διάφορα προβλήματα: άλλα
που έχουν να κάνουν με την ανύπαρκτη πλέον βοήθεια από κάποιους που θα
μπορούσαν να τους βοηθήσουν, επ’ αμοιβή βέβαια, καθώς είναι ελάχιστοι οι
δυνάμενοι να προσφέρουν έργο που έχουν απομείνει στα χωριά. Για ένα
διάστημα τη δουλειά αυτή την έκαναν αλλοδαποί, από την Αλβανία κυρίως
προερχόμενοι οι περισσότεροι αλλά κι αυτοί σιγά – σιγά λιγόστεψαν γιατί
μειώθηκαν τα μεροκάματα κι έτσι πια ένας ηλικιωμένος το σκέφτεται να βάλει
μπροστά χωρίς την βοήθεια κάποιου που θα επιστράτευε για τις δύσκολες και
βαριές δουλειές που δεν μπορεί να κάνει αυτός ενώ το όργωμα μιας και δεν
υπάρχουν πια διαθέσιμα μουλάρια κάποιος που είχε τρακτέρ πάντα θα βρίσκονταν να
οργώσει το χωράφι μιας και μια τέτοια δουλειά δεν βγαίνει με το τσαπί.
Τελειώνοντας το όργωμα ακολουθεί μια
ψιλοκουβέντα της κυρά Κούλας με τον Νίκο ο οποίος εκτός από τις ευχαριστίες,
ακούει και τα σχέδιά της ως προς αυτά που προτίθεται να φυτέψει.
Άλλα ζητήματα επίσης που αναδεικνύονται
από την αποψίλωση της υπαίθρου είναι ο καθαρισμός των δρόμων που οδηγούν στα
χωράφια καθώς οι κατά τόπους δημοτικές αρχές δεν διαθέτουν τα μηχανήματα για
μεμονωμένες περιπτώσεις ή τα αυλάκια που απαιτούν τη συμμετοχή πολλών στον
καθαρισμό τους. Κοντά σε αυτά έχουν να αντιμετωπίσουν και το πλήθος των άγριων
ζώων που κυκλοφορούν πλέον και μέσα στα χωριά τα οποία καθώς δεν έχουν και
πολλές επιλογές πλέον, ρημάζουν κυριολεκτικά όποιον κήπο πατήσουν.
Αυτές τις σκέψεις έκανα πριν από λίγες
ημέρες στο χωριό βλέποντας τον γείτονά μας Νίκο Σαρόγλου, (με ρίζες από την
Μικρά Ασία που παντρεύτηκε ως Μακεδών την Ελευθερία Λουκοπούλου) να
οργώνει έναν κήπο της μάνας μου. Ο Νίκος είναι ένας από τους λίγους μονίμους
κατοίκους της Μεγάλης Κάψης ο οποίος διαθέτει και το μεγάλο εργαλείο που
λέγεται τρακτέρ και με αυτό οργώνει όπου του ζητήσουν οι συγχωριανοί τα χωράφια
τους και είναι ένας από τους ανθρώπους που συμμετάσχουν δυναμικά εδώ και
πολλά χρόνια σε τούτη τη μέγιστη πράξη της δημιουργίας των τελευταίων κήπων στα
χωριά του Ανατολικού Τυμφρηστού και στα χωριά της βόρειας Ευρυτανίας και αυτά
κοντά στο Καρπενήσι.
Ο Νίκος τα προηγούμενα χρόνια έτρεχε και
δεν προλαβαίνει να οργώσει, όχι μόνο τους μικρούς κήπους που παραδοσιακά
καλλιεργούσαν οι γερόντισσες στο χωριό τα λαχανικά και τα όσπριά τους, αλλά και
χωράφια που είχαν παρατήσει εδώ και τριάντα χρόνια κι έτσι μεταξύ των άλλων,
ήταν ο άνθρωπος που δυναμικά συνέβαλλε στην αλλαγή του τοπίου που πολλοί
πιστέψαμε τότε ότι άρχιζε να αποκτά ζωή και σταδιακά θα μας μετέφερε σε
εικόνες της δεκαετίας του ’60, τότε που στην περιοχή δεν υπήρχε ούτε ένα μέτρο
γης ακαλλιέργητο και ούτε ένα χωράφι χωρίς την ανθρώπινη φροντίδα.
Θα ήταν αδύνατο να γίνουν πια κήποι από
τότε που δεν υπάρχουν μουλάρια στα χωριά και το τρακτέρ του Νίκου Σαρόγλου
αποδεικνύεται το πιο πολύτιμο μηχάνημα στην περιοχή.
Δεν ήρθαν όμως έτσι τα πράγματα κι ο
Νίκος έβλεπε χρόνο με το χρόνο να μειώνονται τα οργώματα και φυσικά οι δουλειές
του. Δεν το βάζει όμως κάτω, συντηρεί ικανοποιητικά το τρακτέρ του και είναι
έτοιμος ανά πάσα στιγμή να βάλει τη φρέζα και το υνί και να ξεκινήσει αυτός
πρώτος τον κύκλο της ετήσιας παραγωγής για ένα χωράφι ή ένα κήπο. Το τρακτέρ
του Νίκου Σαρόγλου είναι το πιο πολύτιμο μηχάνημα στην περιοχή μας και
ανεξάρτητα αν το έχουμε ανάγκη ή όχι, το καμαρώνουμε, παινεύουμε τον άξιο
χειριστή και ευχόμαστε να γίνει κάτι και του χρόνου να οργώσει όλα τα χωράφια
του χωριού μας!
ΑΘΗΝΑ, 17042019. Περιοδικό "Κυνήγι - Δημοκρατία", σελ. 14 - 17.
Ένα μικρό αφιέρωμα στο όργωμα που έκανε πριν από λίγες ημέρες ο γείτονάς μας στο χωριό Νίκος Σαρόγλου σε έναν κήπο της μάνας μου και λίγες σκέψεις πάνω σε ένα κόσμο που επιμένει να υπάρχει παρ’ όλες τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει και φυσικά να διδάσκει. Στην εφημερίδα «Δημοκρατία» σήμερα, στο ένθετο περιοδικό για το κυνήγι, τη φύση και το ελληνικό ύπαιθρο.
ΑπάντησηΔιαγραφή