Εμφανίστηκε ξαφνικά στο χωριό μας, (Μεγάλη Κάψη Τυμφρηστού) πριν από 12 περίπου χρόνια, τραυματισμένος στη μέση και το κουσούρι το κράτησε όλη του τη ζωή. Καλοκαιράκι ήταν, φώλιασε σε μια γωνιά του Πάρκου Καλαντζή και γυρνούσε γύρω από την ταβέρνα απ’ όπου ο Λάμπρος όλο και κονομούσε κανένα κόκκαλο. Από που ήρθε κανένας δεν ήξερε, ούτε είχε ξαναδεί τον μεγαλόσωμο, ευγενικό γκρίζο σκύλο που διάλεξε το χωριό μας να εγκατασταθεί. Το είπαν Άρη και ήταν ιδιαίτερα διακριτικός, δεν τριγυρνούσε ανάμεσα στα τραπέζια να του τρέχουν τα σάλια αλλά περίμενε στην άκρη του και ποτέ δεν τον ξεχνούσαν. Υπομονετικός πάλι με τα παιδιά που τα εντυπωσίαζε το μέγεθός και τον προκαλούσαν σε παιχνίδια κέρδισε την εμπιστοσύνη όλων και πολιτογραφήθηκε Μεγαλοκαψιώτης.
Σαν χειμώνιασε ο Άρης διάλεξε να πάει να φωλιάσει έξω από την πόρτα του Δημήτρη και της Ζωής, πράγμα που εκτιμήθηκε και από τις δυο πλευρές και έζησε μαζί τους 12 ολόκληρα χρόνια. Για να μην κρυώνει μάλιστα του έφτιαξαν κι ένα ξύλινο σπιτάκι κι εκεί χώνονταν, όταν χάλαγε ο καιρός αλλά πάντα είχε το κεφάλι έξω να ελέγχει τον δρόμο. Ήρεμα και χωρίς γαυγίσματα επιθεωρούσε τα πάντα. Έτσι τον γνώρισαν όλοι όσοι περνούσαν από την Μεγάλη Κάψη να πάνε στα παραπέρα χωριά και σαν τον έβλεπαν τον χαιρετούσαν κι έτσι σιγά – σιγά έγινε το πιο γνωστό πρόσωπο στο χωριό. Παραδόξως όλα αυτά τα χρόνια δεν πέρασε κανένας που τον γνώριζε πριν έρθει στο χωριό ή αυτός που τον παράτησε αλλά μπορεί ο Άρης να είδε κάποιον και δεν έδωσε καμιά σημασία. Δεν είχε πλέον σημασία γι’ αυτόν γιατί βρήκε την αναγνώριση απ’ όλο το χωριό και την ζεστασιά που δεν είχε αυτός που τον παράτησε.
Με βάση την εξώπορτα του Δημήτρη ο Άρης έκανε βόλτες στο χωριό αλλά ποτέ δεν μάλωσε με τους άλλους σκύλους, αδέσποτους ή τα τσοπανόσκυλα. Αυτά ιδίως του έδειχναν έναν ασυνήθιστο σεβασμό και τον αποδέχονταν στις παρέες τους. Ακόμη και στα ζευγαρώματα ο Άρης είχε ιδιαίτερες επιδόσεις καθώς καμιά θηλυκιά δεν τον αποθάρρυνε. Μετά από τις βόλτες του επέστρεφε στο καλυβάκι του, κάθονταν στον τοίχο και ρέμβαζε ή πήγαινε στο Πάρκο. Μόλις έβλεπε όμως τον Δημήτρη να πηγαίνει στην εκκλησία, καθότι επίτροπος τον ακολουθούσε κι περίμενε στο χοροστάσι να τελειώσει η λειτουργία και επέστρεφαν μαζί. Ακόμη και στις τελετές, τι τελετές δηλαδή, μόνο κηδείες γίνονται πια στο χωριό πήγαινε και ο Άρης στην εκκλησία και δεν έφτανε μόνο αυτό, ακολουθούσε μέχρι το νεκροταφείο συμμετέχοντας έτσι στο πένθος των οικείων και των χωριανών για τον κάθε πεθαμένο.
Ο Άρης πριν από λίγο καιρό κατάλαβε πως έφτανε το τέλος του. Τυφλώθηκε, περπατούσε ψάχνοντας με την μουσούδα του και σταμάτησε να τρώει. Η κατάστασή του ανησύχησε τον Δημήτρη και τη Ζωή και έγινε θέμα σε όλο το χωριό. Γεράματα αποφάνθηκαν κάποιοι και στενοχωρήθηκαν που θα έχαναν τον φύλακα του χωριού όπως καθιερώθηκε να τον λένε.
Ο Άρης με όσες δυνάμεις του είχαν απομείνει, προχθές το βράδυ πήρε τον τελευταίο δρόμο της ζωής του. Που πήγε, κανένας δεν είδε. Έψαξαν σε όλα στα πιθανά σημεία μέσα στο χωριό να τον βρούνε, να τον θάψουν, αλλά πουθενά. Ο Άρης, όπως ξαφνικά εμφανίστηκε στο χωριό πριν από 12 χρόνια, έτσι εξαφανίστηκε. Σαν κύριος ήρθε, σαν κύριος έζησε και σαν κύριος έφυγε χωρίς να βάλει κανέναν στον κόπο να ασχοληθεί με το κουφάρι του. Ο ίδιος διάλεξε κάποιο σημείο που δεν προσέχει κανένας να πεθάνει κι εκεί να λιώσει. Από τον Παράδεισο των σκύλων θα φυλάει το χωριό και τους χωριανούς που αγάπησε…
Δημοσιεύτηκε στο ένθετο περιοδικό της εφημερίδας «Παραπολιτικά» «Animal» την Κυριακή που μας πέρασε και το αναδημοσιεύω εδώ γιατί πολλοί φίλοι του Άρη και του χωριού δεν βρήκαν την εφημερίδα.
ΑπάντησηΔιαγραφή