Στην Αλβανία το 1940
πολέμησαν στην αρχή οι κληρωτοί της κλάσης 1918 και 1919 και στην εξέλιξη των
επιχειρήσεων μέχρι την άνοιξη του 1941 που έσπασε το μέτωπο, επιστρατεύτηκαν
και αρκετές προηγούμενες κλάσεις και πήραν μέρος στον πόλεμο για να γυρίσουν στο
τέλος όλοι νικημένοι στα σπίτια τους και να ζήσουν και να δράσουν στην μαύρη
κατοχή ο καθένας με τον τρόπο του...
Από εκείνη τη γενιά των
πολεμιστών, πολλοί λίγοι έχουν απομείνει πλέον στη ζωή και καθώς διανύουν την 9η
ή την 10η δεκαετία της ζωής τους τα όσα έχουν να καταθέσουν ακόμη
για τη μεγάλη και φοβερή εποχή είναι
ελάχιστα, φθαρμένα πια από το χρόνο αλλά όπως και να έχει το πράγμα, παραμένουν
ενδιαφέροντα μιας κι εκείνοι που τα αφηγούνται δεν είναι μνημεία μόνο πολέμου
αλλά και της ζωής.
Έχοντας από μικρός, μια
έφεση θα έλεγα στα ζητήματα της ιστορίας της μικρής μου πατρίδας, τη Μεγάλη
Κάψη Τυμφρηστού και μια καλή διάθεση να μαθαίνω για πράγματα που έκαναν στη ζωή
τους μεγαλύτεροι από μένα είχα κάτσει με τις ώρες να ακούω από τους χωριανούς
μου ιστορίες του πολέμου και των καταστάσεων που είχαν ζήσει. Πρόλαβα μάλιστα
να ακούσω για την Μικρά Ασία όπου πολέμησε τον μπάρμπα Ηλία Κεραμίδα αλλά πολύ
περισσότερα άκουσα από όσους συγχωριανούς μου πολέμησαν στην Αλβανία, έζησαν ή
πήραν μέρος στην Αντίσταση και στον Εμφύλιο και ορισμένοι από αυτούς είναι
ακόμη στη ζωή και σε θέση βεβαίως να τα επαναλάβουν για μια ακόμη φορά, κάτι
που μου αρέσει πολύ αλλά δεν το επιζητώ πλέον γιατί νιώθω πως τους κουράζω και
τους αφήνω να λένε ότι και όπως θέλουν.
Δεν ήταν όμως έτσι τα
πράγματα μέχρι πριν από λίγα χρόνια, όταν έφυγα από την «Ελευθεροτυπία» και
έτρεχα σε όλες τις γωνιές της Ελλάδας και μεταξύ των άλλων που έγραφα ήταν και
μια σειρά αφηγήσεων από πολεμιστές του ’40 (δείτε κάποιες που δημοσιεύσα το
2008 στην «Ελευθεροτυπία» και διατηρώ στον «Ακτήμονα»). Οι συνομιλητές μου ήταν
περισσότεροι και νεότεροι και οπωσδήποτε λειτουργούσε και για μένα το κίνητρο
της δουλειάς που θα έβλεπε το φως της δημοσιότητας, κάτι που πλέον έχει χαθεί
και μόνο ως συνήθεια στους δικτυακούς χώρους γίνεται.
Με την εμπειρία μου λοιπόν
με τους αφηγητές μιας ηλικίας ήμουν βέβαιος πως δεν υπάρχουν άλλοι ζωντανοί από
εκείνους τους Έλληνες που πολέμησαν το 1940 στην Αλβανία και θεώρησα το θέμα
λήξαν. Δεν τα εκτίμησα όμως σωστά και να που φέτος ανακάλυψα τρεις εν ζωή
ανθρώπους που πολέμησαν, μίλησα μαζί τους αλλά δυστυχώς από την κουβέντα τίποτα
περισσότερο απ’ όσα ξέραμε δεν έβγαινε καθώς η μνήμη τους, όπως και όλη η Ελλάδα έχει απομακρυνθεί πολύ από εκείνη την φοβερέ εποχή.
Με τον Γιάννη Μάλλη, στον Πέρα Τριοβάσαλο της Μήλου |
Ο Γιάννης Μάλλης (1910) από τη Μήλο. Από τους πιο ηλικιωμένους
καλοστεκούμενους σήμερα Έλληνες. Επιστρατεύτηκε κι αυτός και με τον λόχο Μήλου
προωθήθηκε στην Αλβανία όπου ως στρατιώτης πεζικού πολέμησε σε διάφορα μέτωμα
και μετά τη συνθηκολόγηση επέστρεψε με τα πόδια στην Αθήνα και από τον Πειραιά
γύρισε στην γερμανοκρατούμενη Μήλο με ένα καίκι. Εκεί ανέπτυξε δράση με τους
αντιστασιακούς του νησιού, βοήθησε τον Ιερό Λόχο και συμμετείχε στη μονάδα που
απελευθέρωσε τη Μήλο. Όλα τα χρόνια του δούλεψε στα ορυχεία και σήμερα ζει στον
Πέρα Τριβάσαλο.
Ο Ηλίας Βουρλιάς σε ένα καφενείο της Αγίας Μαρίνας φέτος το καλοκαίρι |
Ο Ηλίας Βουρλιάς (1914) από το Σαραντάπορο Καρδίτσας. Ο Ηλίας δεν
υπηρέτησε στρατιωτική θητεία επειδή ήταν προστάτης οικογένειας αλλά ήταν ήδη
στη Χωροφυλακή κι η κατάληψη της Θεσσαλονίκης από τους Γερμανούς τον βρήκε στο
Αστυνομικό Τμήμα Βότση. Από εκεί μετατέθηκε στην Καρδίτσα όπου και άρχισε να
ανακατεύεται με το αντιστασιακό κίνημα που μόλις είχε αρχίσει να αναπτύσσεται
και στα χωριά των Δολόπων και βγήκε κι αυτός στο βουνό. Στη διάρκεια του
Εμφυλίου έμεινε στην Καρδίτσα και με το τέλος του, στις κοινοτικές εκλογές του
1950 βγήκε πρόεδρος Νεράιδας και απ’ αυτό το πόστο υπηρέτησε πολλές τετραετίες
το χωριό του. Σήμερα ζει μόνος του στην Αθήνα και μάλιστα δεν είναι λίγες οι
φορές που βγαίνει στην πλατεία Αγίας Μαρίνας όπου και συναντιόμαστε συχνά και
κουβεντιάζουμε για τα μεταπολεμικά πράγματα στο χωριό του.
Ο Παντελής Σουλιώτης (1916)
από την Αγιά. Υπηρέτησε το 1934 στους ευζώνους και στην Προεδρική Φρουρά, επιστρατεύτηκε και υπηρέτησε ως λοχίας πεζικού σε κάποια μονάδα
που επιχειρούσε στην περιοχή της Ερσέκα και έφτασε ως το Ελβασάν. Θυμάται όλες
τις κακουχίες του πολέμου και κυρίως το κρύο. Επέστρεψε με τα πόδια ως το χωριό
χωρίς το όπλο το οποίο πέταξε στο δρόμο. Το χωριό το βγήκε γεμάτο Ιταλούς και
σύντομα βγήκε αντάρτης στο Πήλιο. Μάχιμος του ΕΛΑΣ έφτασε στα Δεκεμβριανά μέχρι
έξω από την Αθήνα. Μετά την απελευθέρωση διώχθηκε, εκτοπίστηκε και σαν ησύχασαν
τα πράγματα επέστρεψε στην Αγιά άνοιξε μπακάλικο και τον θυμούνται όλοι στην
περιοχή γιατί από το μαγαζί του περνούσαν για ένα τσίπουρο σαν έρχονταν ή
έφευγαν από την Αγιά. Χωρίς την γυναίκα του ζει σήμερα στην Αγιά και του χρόνου
ετοιμάζεται να γιορτάσει τα 100α γενέθλιά του που τον βρίσκουν ακόμη
όρθιο και με λίγη ανάγκη εξυπηρέτησης από τους άλλους.
- Με τους τρεις αυτούς
πολεμιστές του ’40 θεωρώ πως κλείνω κι εγώ τον κύκλο των συνεντεύξεων με τους
τελευταίους αυτής της γενιάς η οποία τίμησε όσο καμιά άλλη στην πρόσφατη ιστορία
την Ελλάδα και στάθηκε ως άρμοζε απέναντι στον εισβολέα και τον κατακτητή. Πέρα
απ’ αυτό όμως είναι και η γενιά εκείνη που πολέμησε και στην περίοδο της ειρήνης
πλέον να σηκώσει την Ελλάδα ψηλά, το κατάφερε και ευτυχώς έχει αποσυρθεί γιατί
δεν θα μπορούσε να δει πως την καταντήσαμε...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου