Πάνε περισσότερα από 70 χρόνια που ξεκίνησαν να αποξηράνουν την λίμνη Ξυνιάδα, το 1938 συγκεκριμένα από μια γαλλική εταιρεία και μετά από ένα σωρό αναβολές και περιπέτειες το κατάφεραν και το 1958 μοίρασαν το στεγνό βυθό ενός παραδείσου, όπως λένε οι παλιοί, στους κατοίκους των χωριών όλης της περιοχής.
Αν και από τότε υπήρχαν αρκετοί που εξέφραζαν επιφυλάξεις, το έργο προχώρησε και σαν άρχισαν ναζυγίζουν τις πλούσιες σοδειές τα πρώτα χρόνια, κανένας εκτός από τους ψαράδες της λίμνης που έμειναν χωρίς δουλειά δεν έδειχνε να νοσταλγεί τον κόσμο που όλοι μαζί έχασαν. Περνώντας όμως τα χρόνια και σαν άρχισαν να βλέπουν πως από εκεί που δεν χρειάζονταν ούτε καν να ποτίσουν κάποτε τα σπαρτά τους, έφτασαν σταδιακά να «χτυπάνε» γεωτρήσεις που σήμερα ξεπερνάνε τα 300 μέτρα βάθος στη γη και η νοσταλγία έγινε ανάγκη η οποία δρομολόγησε ένα αίτημα που προβάλλεται πλέον δυναμικά από όλους μέσα και γύρω από την Ξυνιάδα και με μια λέξη λέγεται: αναπλημμύριση.
Γιατί όμως να γίνειαναπλημμύριση; θα αναρωτηθεί κάποιος που θα βρεθεί στην Ξυνιάδα και κατά κάπως αγνοεί την ιστορία του τόπου. Υπάρχουν ευτυχώς άνθρωποι, όπως ο αειθαλής Κωνσταντίνος Σακελαρίου(1916) από την Ομβριακή ο οποίος ώριμος άντρας ήδη το 1938 που άρχισαν τα έργα αποξήρανσης, είδε και έζησε κατόπιν όλες τις φάσεις τους, βίωσε από την αρχή τις συνέπειές τους και μπορεί με το δροσερό και πηγαίο λόγο του να μιλήσει για το πώς ήταν τότε, πως κατάντησε σήμερα εκείνος ο ευλογημένος τόπος και φυσικά να μιλήσει για το ζητούμενο που απασχολεί πλέον όλη την περιοχή και για το οποίο πρωτοστατεί, εδώ και αρκετά χρόνια.
Ήταν όντως ένα σπάνιο οικοσύστημα η Ξυνιάδα το οποίο επηρέαζε το κλίμα της περιοχής και την χλωρίδα και την πανίδα μέσα κι έξω από τη λίμνη καθώς και στην ευρύτερη περιφέρεια του Δομοκού. Σύμφωνα δε με τις μετρήσεις, η θερμοκρασία ποτέ δεν έπεφτε κάτω από τους -6 βαθμούς το χειμώνα ενώ το καλοκαίρι δεν ξεπερνούσε τους 37 βαθμούς.
Η βλάστηση γύρω από τη λίμνη ήταν πλούσια σε υδροχαρή και υδρόφυλα αυτοφυή φυτά και χόρτα. Το εσωτερικό τμήμα της ζώνης του βάλτου κάλυπτε πυκνός καλαμιώνας ενώ στο εξωτερικό τμήμα φύτρωνε το φουσκίδι. Ανάμεσα στα καλάμια και τα φουσκίδια και ανακατεμένο με αυτά φύτρωνε το ραγάζι καθώς και διάφορα αναρριχητικά φυτά σε μεγάληποικιλία. Έξω από το βάλτο στα λεγόμενα τσαίρια φύτρωνε μεγάλη ποικιλία χόρτων και αγκαθιών, ένα σωρό λουλούδια και έξω από αυτή τη ζώνη άρχιζαν τα χωράφια και οι καλλιέργειες.
Η ύπαρξη της λίμνης με τους καλαμιώνες, τα τσαϊρια και τηγύρω απ’ αυτά βλάστηση παρείχε τη δυνατότητα σε πολλά είδη πουλιών να φωλιάζουν με ασφάλεια και να τρέφονται πλουσιοπάροχα. Το καλοκαίρι κυριαρχική παρουσία είχαν οι πελαργοί και εκατοντάδες ζευγάρια έφτιαχναν τις φωλιές τους σε καμπαναριά, εκκλησίες και ψηλά δέντρα. Μεγάλα πλήθη χελιδονιών, γκαραβελιών και άλλων μικρών πουλιών κυνηγώντας τη μεγάλη ποικιλία των εντόμων που ζούσαν και αναπτύσσονταν πληθωρικά στην περιοχή, εξασφάλιζαν άφθονη τροφή και εύκολη διαβίωση.
Την όψιμη φθινοπωρινή, την χειμωνιάτικη και την πρώιμη ανοιξιάτικη περίοδο η περιοχή κατακλύζονταν από μεγάλη ποικιλία και μεγάλο αριθμό αποδημητικών πουλιών, όπως καθαρές αγριόπαπιες, γυφτόπαπιες, νερόκοτες, κασσαρίνες, γκαλιμάνες, ψαροφάγους, λάμιες, νεροπούλια, μπεκάτσες, αγριόχηνες και άλλα. Η αμφίβια πανίδα περιλάμβανε νεροχελώνες και μεγάλη ποικιλία βατράχων και νερόφιδων σε μεγάλους πληθυσμούς ενώ στο νότιο νησί που είναι ξερό και πετρώδες είχε τόσες οχιές που έκαναν προβληματικό το περπάτημα στην επιφάνειά του.
Μέσα στη λίμνη εκτρέφονταν και ζούσαν αρκετά είδη ψαριών, όπως η πλατίτσα, η ούγγλια, ο χάνος, ο κέφαλος, η τούρνα, το γλύνι, το χέλι και ο κυπρίνος. Εκτός από τα ψάρια υπήρχαν ελάχιστες καραβίδες, κυρίως στις εκβολές των νερών της λίμνης καθώς και λίγα καβούρια που κατέβαιναν στη λίμνη με τα νερά των χειμάρων. Αναφέρεται επίσης πως στους βάλτους και τα νερά της λίμνης ζούσαν και μερικά ζευγάρια βίδρες.
Η εκμετάλλευση του ιδιαίτερα πλούσιου και ποικίλου οικοσυστήματος της λίμνης μέχρι τη στιγμή της αποξήρανσής της είχε τέσσερις κλάδους. Την αλιεία, την κοπή του βάλτου, τη συλλογή των αυτοφυών χόρτων των τσαϊριών και τη βοσκή των κοπαδιών.
Η αποξήρανση της λίμνης όπως προαναφέρθηκε κράτησε περί τα 20 χρόνια. Αν και μεσούσης της γερμανοιταλικής κατοχής, γεγονός που σημαίνει πολλά, τον Μάιο του 1942 ολοκληρώθηκε η εκβάθυνση του καναλιού και αμέσως τον Ιούνιο, η λίμνη άδειασε εντελώς. Ελάχιστος πληθυσμός των μικρότερων ψαριών κατάφερε να διασωθεί στα νερά του καναλιού όπου ορισμένα ζουν ακόμη. Γρήγορα στέγνωσαν οι βάλτοι και έγιναν βατοί, ενώ στα μέσα Αυγούστου είχε στεγνώσει και η λάσπη του βυθού σε ένα μέτρο βάθος. Ως το φθινόπωρο, ένα μεγάλο μέρος του βάλτου είχε καεί από τους γύρω πληθυσμούς για να εκχερσωθεί αργότερα και να καλλιεργηθεί. Αυτός ήταν ο τέλος του οικοσυστήματος της Ξυνιάδας…
Την καταστροφή του συγκεκριμένου οικοσυστήματος οι ντόπιοι την έβλεπαν από χρόνια αλλά στο μεταξύ δημιουργήθηκαν ένα σωρό προβλήματα, δεσμεύσεις και εξαρτήσεις σχετικά με τις βιομηχανικές καλλιέργειες και την κυριότητα των χωραφιών καθώς πολλοί από τους πρώτους δικαιούχους τα ξεπούλησαν σε άλλους που πίστεψαν πως ευφορία θα ήταν παντοτινή. Το κυριότερα όμως προβλήματα που αντιμετωπίζουν σήμερα οι αγρότες της Ξυνιάδας είναι η έλλειψη νερού, το μεγάλο κόστος της παραγωγής και φυσικά το μεγαλύτερο απ’ όλα, τη μεγάλη ρύπανση και την ασύλληπτη μόλυνση που οδήγησαν στην πλήρη απαξίωση της γης που πήραν από τη λίμνη και ζητούν την επαναδημιουργία της.
Έχει φτάσει δε η ρύπανση σε τέτοια επίπεδα που ακόμα και να γίνει πάλι η λίμνη, κάποια πράγματα πιθανόν να μην επανέλθουν στην πρώτη τους κατάσταση. Στην περίπτωση, οΘανάσης Ζιάκας, πρόεδρος του Τοπικού Οργανισμού Εγγείων Βελτιώσεων Ξυνιάδος είναι αισιόδοξος καθώς λόγω ιδιότητας όλη την ημέρα βρίσκεται μέσα στα χωράφια και δεν διαφεύγει τίποτα από την προσοχή του. Μαζί περπατήσαμε πριν από λίγες ημέρες κατά μήκος του κεντρικού αύλακα, αυτόν που κατ’ ευφημισμό λένε και «ποτάμι» ο οποίος δέχεται όλο το βάρος της ρύπανσης αλλά ως εκ θαύματος, όπως μας έδειξε, στα θολά νερά του επιζούν ακόμα ελάχιστοι πληθυσμοί από μικρά ψάρια και άλλα είδη και ο Θανάσης τα βλέπει σαν τη μαγιά που θα ζωντανέψει τη νέα λίμνη, όταν αυτή γίνει.
Με φανερή ευχαρίστηση ο Θανάσης μας πήγε σε μια γούρνα να μας δείξει τη φωλιά μιας νερόκοτας. Είδε μια ημέρα τα νερά καθαρά σε εκείνη τη γούρνα και του κίνησε το ενδιαφέρον. Δεν ήξερε τι πλάσμα ήταν αυτό που έκοψε την πηχτή κρούστα από τα σάπια υλικά στην επιφάνεια του νερού και το έψαξε. Τότε είδε πως ένα ζευγάρι νερόκοτες είχαν φτιάξει τη φωλιά τους ανάμεσα στα καλάμια και σαν μεγάλωσαν τα μικρά και άρχισαν να μαθαίνουν κολύμπι στηγούρνα, τάραξαν τα λιμνάζοντα νερά και έκοψαν την κρούστα.
Ήθελε υπομονή η παρατήρηση των μικρών πουλιών αλλά κάποια στιγμή βγήκαν και τα έπιασε ο φακός να τρέχουν σαν μας πήραν είδηση. Δεν είχαμε προθέσεις να κάνουμε τέχνη εκείνη τη στιγμή ούτε αξιώσεις για λαμπερά άλμπουμ. Μας έφτανε που ο φακός συνέλαβε ένα φτερούγισμα ζωής στα πεθαμένα νερά της Ξυνιάδας. Δεν ήταν όμως το ίδιο όταν σε ένα άλλο σημείο, στην πηχτή κρούστα είδαμε μια νεροφίδα να παλεύει να κινηθεί με πολύ δυσκολία ανάμεσα στην πράσινη δηλητηριώδη λάσπη ενώ ένας ποντικός που πρέπει να ψόφησε από τη ρύπανση σάπιζε ακίνητος. Στην ίδια κατάσταση ήταν και κάτι λίγα βατράχια που ούτε καν κίνησαν το ενδιαφέρον του νερόφιδου, έτσι όπως ήταν από την ρύπανση αποχαυνωμένα, σαν μαρμαρωμένα έστεκαν πάνω σε ένα κομμάτι φελιζόλ που επέπλεε.
Αυτή η ελάχιστη ζωή που είδαμε σε όσα αυλάκια έχουν λίγο νερό ή στις γούρνες που είναι καταδικασμένη να σβήσει αν δεν ληφθούν γενναία μέτρα για την αντιμετώπιση της ρύπανσης στην Ξυνιάδα και την επαναδημιουργία της λίμνης. Αυτή η απειλούμενη ζωή, αποτελεί λίγο πολύ και το δηλητηριασμένο θήραμα που θα αρπάξουν τα πεινασμένα γεράκια που ολοένα και λιγοστεύουν και λόγω ευφυίας μάλλον αποφεύγουν να κυνηγούν κοντά στα αυλάκια και προτιμούν να πιάσουν ότι είναι κοντά στα χωριά κι έτσι γλυτώνουν.
Ποια ήταν η λίμνη Ξυνιάδα
Η λίμνη Ξυνιάδα βρίσκονταν στο μεταξύ Λαμίας και Δομοκού ομώνυμο υψίπεδο που έχει μέσο υψόμετρο 470 μέτρα περίπου από τη θάλασσα. Είχε σχηματιστεί στο βαθύτερο τμήμα του υψιπέδου, ανάμεσα στα χωριά Ξυνιάδα (Δαουκλή), Κορομηλιά, Άγιο Στέφανο (Νεζερό), Περιβόλι (Δερελή), Μακρυράχη (Καίτσα), Παναγία και Ομβριακή.
Η έκταση που κάλυπταν τα νερά της λίμνης το χειμώνα που η στάθμη τους ήταν στο ανώτατο υψόμετρο (+ 463 μέτρα) ήταν περίπου 31.600 στρέμματα, από αυτά δε περίπου 5.000 στρέμματα ήταν καλαμιώνας (βάλτος). Τα νερά της λίμνης ήταν στο μέγιστο ποσοστό τους βρόχινα και προέρχονταν από την ευρύτερη λεκάνη της κοιλάδας που είχε συνολική έκταση (μαζί με αυτή της λίμνης) περίπου 160.000 στρέμματα.
Οι πηγές που την τροφοδοτούσαν με συνεχή παροχή νερού χειμώνα – καλοκαίρι ήταν οι Πέντε Βρύσες του Αγίου Στεφάνου, η βρύση της Παναγιάς και η πηγή που ανέβλυζε μέσα στη λίμνη και βρίσκονταν στην ανατολική περιοχή της κοντά στα νησιά. Οι άλλες πηγές της ευρύτερης λεκάνης που το χειμώνα με τους γύρω χειμάρρους τροφοδοτούσαν τη λίμνη, κατά το καλοκαίρι δεν έφταναν σε αυτή.
Τα νερά που περίσσευαν από τη λίμνη έφευγαν από το βορειοδυτικό άκρο της με τον χείμαρο Μπαμπαλή από τη χαράδρα των Πέντε Μύλων προς το ποτάμι των Σοφάδων και τον Πηνειό, τερματίζοντας τη ροή τους στο Αιγαίο Πέλαγος. Η λίμνη είχε σχήμα αχλαδιού που στη θέση του κοτσανιού του είχε ο χείμαρος Μπαμπαλής.
Μέσα από το εξωτερικό περίγραμμα της λίμνης υπήρχε βάλτος σε ζώνη ποικίλου πλάτους. Γύρω από τη ζώνη του βάλτου υπήρχε η ζώνη των τσαιριών που λόγω της πολλής υγρασίας έμεινε ακαλλιέργητη και αποτελούσε χορτολειβαδική έκταση. Στο ανατολικό άκρο της λίμνης τα δυο νησάκια συνολικής έκτασης 500 – 600 στρεμμάτων περιβάλλονταν από την εξωτερική τους πλευρά από τη ζώνη του βάλτου, ενώ την εσωτερική, χωρίς βλάστηση ακτή, την έβρεχαν τα καθαρά νερά της λίμνης. Το βάθος των καθαρών νερών της λίμνης κατά το χειμώνα ήταν γύρω στα 4 μέτρα, ο δε πυθμένας της είχε λάσπη πάχους 3.50 περίπου μέτρα.
ΑΘΗΝΑ,
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου