Από τα τεκμήρια ότι κάποιος άνθρωπος εργάζεται και μάλιστα σκληρά είναι οπωσδήποτε η προκοπή η οποία συνήθως φαίνεται αλλά πολλές φορές βρίσκεται στη σκιά καθώς το «μάτι» στο οποίο πολλοί πιστεύουν ή ο φθόνος, μπορούν να βλάψουν εκείνον που ξεχωρίζει σε πλούτο ή άλλα αγαθά. «Κόποις κτώνται» έλεγαν για τα αγαθά οι αρχαίοι και από τότε μέχρι σήμερα για τον πολύ κόσμο ισχύουν τα ίδια όπως και οι εξαιρέσεις αυτών που ευδαιμονούν χωρίς κόπο και είναι διαχρονικά παραδείγματα προς μίμηση.
Ο κόπος είναι αυτός που βοηθάει στην απόκτηση αγαθών
και ανεξάρτητα από τον χώρο όπου αυτός αφιερώνεται, στο χωράφι, στο συνεργείο, το πεζοδρόμιο ή το γραφείο, αυτός που κοπιάζει τον νιώθει στη
μουσκεμένη φανέλα, το ρούχο εκείνο που φοριέται κατάσαρκα για να απορροφά τον
ιδρώτα που συνήθως είναι βαμβακερό καθότι πιο υγιεινό ή καλύτερα μάλλινο αλλά
αυτό είναι απαγορευτικό για πολλά πορτοφόλια.
Βαμβακερές λοιπόν οι φανέλες, σε διάφορες μόδες, με μανίκια,
με κουμπάκια, με κοψίματα, με τιράντες, λευκές στην πλειονότητα και χωρίς
στάμπες γιατί έτσι κι αλλιώς δεν φοριούνται να τις βλέπουν οι άλλοι. Κάποτε
φάνηκαν και δικτυωτές και μάλιστα προωθήθηκαν αρκετά από τον κινηματογράφο όταν
είχε θεματογραφία την εργατιά για να φαίνονται τα μπράτσα του πρωταγωνιστή και
έτσι έγιναν σύμβολα της τίμιας εργασίας περισσότερο από κανένα άλλο ρούχο των
εργαζομένων στην οικοδομή ή το ύπαιθρο.
Δεν φοριέται όμως μόνο απ’ αυτές τις κατηγορίες εργαζομένων
η φανέλα, αλλά κι από εκείνους που δουλεύουν στο γραφείο κάτω από το κολλαριστό
πουκάμισο και την γραβάτα. Έτσι ο κόπος όλων των εργαζομένων καταλήγει στη
φανέλα και γι’ αυτό όποιος αγαπά την καθαριότητα την αλλάζει κάθε μέρα γιατί
μπορεί ο ιδρώτας να είναι δείγμα προκοπής, αλλά όταν στεγνώνει κατά στρώματα
πάνω στο ύφασμα, μυρίζει.
Από αυτή την εντύπωση έχει προκύψει και η πολύ διεδομένη
έκφραση: «αυτός μουσκεύει πολλές φανέλες», πράγμα που ερμηνεύεται ότι εργάζεται
σκληρά κάτι το οποίο φυσικά και δεν γίνεται πάντα αισθητό καθώς ο ιδρώτας δεν
μπορεί να φανεί κάτω από τα πουκάμισα τα οποία είναι τα δεύτερα κατά σειρά μετά
τις φανέλες ρούχα που αλλάζει συχνά ο άνθρωπος και ούτε και αυτή η συνήθεια δεν
έχει περάσει απαρατήρητη από την κοινή γνώμη αλλά η έκφραση «αλλάζει σαν πουκάμισα»
έχει εντελώς διαφορετική σημασία.
Τα πουκάμισα και οι φανέλες είναι από τα αντρικά ρούχα
εκείνα που βλέπουμε συχνότερα απλωμένα στις μπουγάδες στα μπαλκόνια των λαϊκών
συνοικιών και απ’ αυτά μπορούμε να καταλάβουμε αν αυτός που τα φοράει κάνει
δουλειά γραφείου ή ασχολείται με το εμπόριο ή είναι εκπαιδευτικός γιατί στις
άλλες δουλειές έχει καθιερωθεί και επικρατήσει το μπλουζάκι. Δεν μπορούμε να
δούμε περισσότερα εκεί που είναι απλωμένες να καταλάβουμε αν και είναι
φθαρμένες, αλλά αν σε κάποιο μπαλκόνι είναι πολλές κρεμασμένες δίπλα στις
πετσέτες, καταλαβαίνουμε πως ο άνθρωπος που τις φοράει χύνει πολύ ιδρώτα και
επειδή δεν ευκαιρεί να τις πλύνει κάθε μέρα, μια φορά την εβδομάδα τις εκθέτει
κι έτσι δημιουργούνται οι εντυπώσεις στη γειτονιά για την εργατικότητά του η
οποία ενδεχομένως αναγνωρίζεται και από τις υπόλοιπες κινήσεις του στον
κοινωνικό του περίγυρο…
ΑΘΗΝΑ 211022019. Εφημερίδα "Φιλελεύθερος", σελ.
Μπορεί να ξέμεινα στο χωριό και τον Οκτώβριο αλλά οι ματιές μου στην πόλη δεν σταμάτησαν και οι φωτογραφίες αρχείου αποδείχθηκαν πολύτιμες σε αυτή τη φάση. Έτσι δεν έπαψε ούτε μια μέρα να υπάρχει στον «Φιλελεύθερο» μια εικόνα της Αθήνας σχολιασμένη με τον δικό μου τρόπο και από σήμερα θα μπορείτε και όσοι δεν βρίσκετε την εφημερίδα να τις βλέπετε στη σελίδα του Ακτήμονα και στις σελίδες μου στο Facebook. Αρχίζουμε με το σημερινό και σιγά – σιγά θα ανεβάσω και όσες σελίδες τυπώθηκαν τις 100 μέρες που απουσιάζω από το δίκτυο και την πόλη. Καλό διάβασμα…
ΑπάντησηΔιαγραφήΗλία ωραίο το πόνημά σου για τις φανέλες. Η προσωπική μου παιδιόθεν επαφή με το είδος, φορώντας κατάσαρκα κορμοφάνελα, πλεχτή από βροντοτριχιασμένο πρόβειο μαλλί είναι μεν τραυματική αλλά ταυτόχρονα ήταν σωτήρια από πνευμονίες κ.λπ.
ΑπάντησηΔιαγραφή