Παρασκευή 28 Ιανουαρίου 2022

ΜΙΑ ΜΑΥΡΗ ΚΑΤΣΑΡΟΛΑ ΣΤΟ ΤΖΑΚΙ

 


Τα μέρη μας η «Ελπίδα» και να περνούσε δεν θα εύρισκε πολύ κόσμο να ταλαιπωρήσει αφού οι περισσότεροι έχουν μετακινηθεί να ξεχειμωνιάσουν στις πόλεις. Όσοι δε μετριόμαστε εδώ εξάλλου ξέρουμε από τα παιδικά μας χρόνια να αντιμετωπίσουμε τέτοια δύσκολα καιρικά φαινόμενα και να βάλουμε πλάτη στην ανάγκη του άλλου αν χρειαστεί.

Η «Ελπίδα» έπληξε την πιο πυκνοκατοικημένη περιοχή της χώρας με τις πιο σύγχρονες υποδομές υποτίθεται και πέρα από τις συνέπειες που είχε η καθημερινότητα  του κόσμου, ξεγύμνωσε αυτό που λέμε κράτος αλλά πολύ περισσότερο τον τρόπο της ζωής που κάνουμε. Μπορεί να είναι και σημαδιακό, λένε κάποιοι και μάλλον δεν έχουν άδικο να πλήξει την εμβληματική, για μια εποχή Αττική Οδό και τις γειτονιές που αυτή διασχίζει.

Στο χωριό η ζωή δεν παρουσίασε τίποτα διαφορές εκτός από την ανάγκη για περισσότερη θέρμανση, πράγμα που κατορθώνουμε με ξύλα που έχουμε άφθονα εδώ και αν διαθέσουμε χρόνο το καλοκαίρι να τα μαζέψουμε από τα χωράφια και το δάσος και φροντίσουμε να είναι σε στεγνό χώρο, μπορούμε να κάνουμε με αυτά ένα σωρό δουλειές και να αφήσουμε στην άκρη το ηλεκτρικό που τρομάζουμε να ανοίξουμε τον λογαριασμό. Το να είναι στεγνά τα ξύλα, είναι προϋπόθεση για αποδώσει η καύση τους στην σόμπα και πιο πολύ στο τζάκι γιατί ο καπνός που βγαίνει όταν είναι πολύ υγρός οδηγεί στην ασφυξία.

Είναι μια τέχνη και το τζάκι, τόσο για την απόδοση των καμένων ξύλων όσο και για την οικονομία τους. Αυτός που το ανάβει πρέπει να ξέρει ότι τα ξύλα της καστανιάς παράγουν περισσότερη θέρμανση αλλά σύντομη, χώρια που «πηδάνε» και μπορεί να κάψουν το σπίτι όταν δεν προσέχει. Τα ξύλα του κέδρου επίσης αποδίδουν άμεσα και μάλιστα μυρίζουν και ωραία, όπως πάνω κάτω και αυτά των ελάτων. Γρήγορη επίσης φωτιά παράγουν και τα ξύλα των πλατάνων άμα είναι ξερά. Τα ξύλα από τις καρυδιές κάνουν καλή φωτιά αλλά παράγουν πολύ στάχτη, όπως και όλων των καρποφόρων τη οποία δεν πετάμε οπουδήποτε γιατί άμα την κοσκινίσουμε μπορούμε να την χρησιμοποιήσουμε σαν λίπασμα και σαν απωθητικό εντόμων και μυκήτων από πολλά φυτά . Τα καλύτερα απ’ όλα στην περιοχή μας είναι τα ξύλα της βελανιδιάς που καίγονται αργά και δημιουργούν μεγάλα κάρβουνα. Σε άλλα μέρη, τα πουρνάρια και οι ελιές κάνουν τέτοια φωτιά αλλά εμείς είμαστε έχουμε μόνο βελανιδιές και αυτές προτιμούμε να βάζουμε στο τζάκι και τη σόμπα. Στην τέχνη του ανάματος του τζακιού επίσης περιλαμβάνεται και ο τρόπος που το ανάβει και το τροφοδοτεί κάποιος , με προσανάμματα, ψιλά κλαδιά και μεγάλα κούτσουρα για καλύτερο αποτέλεσμα και να είναι και σίγουρος πως όσα μάζεψε θα του φτάσουν μέχρι την άνοιξη και δεν θα αναγκαστεί τον Μάρτη να καίει παλούκια, όπως πολύ συχνά συμβαίνει.

Το τζάκι όμως το οποίο απαιτεί μια άλλη τέχνη, για το πιο σημείο του χώρου θα χτιστεί, τι βάθος και τι πλάτος θα έχει, πως θα γίνει η καμινάδα και με πιο προσανατολισμό για να μην γυρνάει τον καπνό, τι παραστιά θα απλώσει ο μάστορας δεν προορίζεται μόνο για την θέρμανση αλλά και για το μαγείρεμα. Μη ξεχνάμε ότι τα τζάκια πριν την ανάπτυξη του δικτύου του ηλεκτρικού και της διανομής υγραερίου άναβαν κάθε μέρα, όλο το χρόνο για το μαγείρεμα και το ζεστό νερό. Το χειμώνα όμως καλούνταν να συνδυάσουν και τα δυο. 

Γι’ αυτό δίπλα σε κάθε τζάκι υπήρχαν πάντα μια σιδεροστιά, σχάρες και σούβλες. Η σιδεροστιά, τρίγωνη ή τετράγωνη ήταν σχεδόν μόνιμη στην παραστιά ή φωτογόνι για πολλούς και πάνω σε αυτή υπήρχε μια μαύρη μεγάλη κατσαρόλα για να ζεσταίνεται το νερό, είτε αυτό προορίζονταν για την κουζίνα, είτε για το πλύσιμο ρούχων και σωμάτων. Στα σπίτια με πολυμελείς οικογένειες την κατσαρόλα αντικαθιστούσε ένα μεγάλο καζάνι κι αρκετές φορές αυτό στήνονταν σε κάποιο παράγκα κολλημένη στο σπίτι. Το πιο συνηθισμένο πάντως ήταν στο τζάκι η κατσαρόλα που έβραζε το φαγητό και ανακατεύονταν οι μυρωδιές του με τα καμένα ξύλα. Μια κατσαρόλα κατάμαυρη από την καπνιά που την άνοιξη βλαστημούσε η νοικοκυρά να την καθαρίσει. Στο ίδιο τζάκι ή σε μεγαλύτερο αφού είχαν προνοήσει να φτιάξουν μεγαλύτερη παραστιά πολλές φορές έψηναν και ψωμί ή πίττες κάτω από τη γάστρα ενώ συχνά έπαιζε το ρόλο της ψησταριάς αν υπήρχε διαθέσιμο κρέας ή έβαζαν κουλούρες και πατάτες κάτω από τη χόβολη.

Μια εξέλιξη των τζακιών, οι στόφες ή μασίνες που ήταν έτσι φτιαγμένες να έχουν και μάτια να ακουμπάνε οι κατσαρόλες και φούρνο διαδέχθηκε τα τζάκια αλλά η περίοδός τους έληξε με το ηλεκτρικό και το υγραέριο. Στο μεταξύ, οι γενιά που ήταν μαθημένη να ζεσταίνεται και να μαγειρεύει στο τζάκι, πέταξε στον ουρανό και μιας και οι επισκέψεις στα πατρικά σπίτια (στα εξοχικά ούτε λόγος) περιορίστηκαν στα καλοκαίρια, τέτοια αντικείμενα θεωρήθηκαν ότι έπιαναν χώρο και είτε μπήκαν στις αποθήκες ή τα έριξαν στα ρέματα.

Από τότε που άλλαξαν τα πράγματα και στην επαρχία, το μαγείρεμα στο τζάκι σταμάτησε αλλά από συνήθεια, κάποιες νοικοκυρές δεν έπαψαν να βάζουν ένα ντενεκέ να ζεσταίνεται νερό για να μην πάει χαμένη η φωτιά και να γίνεται οικονομία στο ηλεκτρικό ή το γκάζι. Τα περισσότερα τζάκια σήμερα αποτελούν διακοσμητικά στοιχεία στα σαλόνια των σπιτιών, είναι ασύμφορα γιατί καίνε πολλά ξύλα τα οποία κοστίζουν όσο σχεδόν και οι άλλες πηγές ενέργειας και δεν αποδίδουν σε θέρμανση. Θέρμανση και μάλιστα ικανοποιητική αποδίδουν τα λεγόμενα ενεργειακά αλλά αυτά δεν έχουν την θαλπωρή της φωτιάς και δεν φαίνεται το παιχνίδισμα που κάνουν οι φλόγες καθώς τα ξύλα καίγονται πίσω από το τζάμι.  

Δεν χρειάζονταν λοιπόν να περάσει η «Ελπίδα» από τα μέρη μας να βάλουμε να μαγειρέψουμε στο τζάκι, όπως το είδαμε σαν παρωδία ή σαν πικρό σχόλιο για την σύγχρονη ζωή και την εξάρτηση από τις πηγές ενέργειας. Το συνηθίζουμε ακόμα στο σπίτι και έχουμε εκτός από θέρμανση και ζεστό νερό όλη τη μέρα και φυσικά συνεχίζουμε να ακούμε να τρίζουν τα ξύλα και να απολαμβάνουμε την ζέστα από τη φωτιά στο τζάκι.  

ΜΕΓΑΛΗ ΚΑΨΗ, 28012022

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου