Πέμπτη 20 Ιανουαρίου 2022

ΜΗ ΤΥΧΕΙ ΚΑΙ ΑΡΡΩΣΤΗΣΕΙΣ ΧΕΙΜΩΝΑ

 


Όταν έλεγαν οι παλιότεροι «καλό χειμώνα» εννοούσαν βέβαια να περάσει αυτός με ήπιες χιονοπτώσεις, λίγο πάγο και προπαντός, να μην προκύψει κάποιο ζήτημα υγείας στην οικογένεια ή το χωριό που να θέλει μετακίνηση ο ασθενής εκεί που υπήρχε γιατρός γιατί κάτι τέτοιο ήταν πρακτικά αδύνατο και σίγουρα ατελέσφορο. Η ταλαιπωρία θα απέβαινε μοιραία και θα κινδύνευαν και όσοι επιχειρούσαν να διαβούν τα χιονισμένα βουνά.

Σε περίπτωση όμως που κρίνονταν αναγκαίο, τότε επιστρατεύονταν  οι νεότεροι άντρες του χωριού, έφτιαχναν μια καζιάκα (ένα υποτυπώδες φορείο που το κρατούσαν τέσσερα άτομα) έβαζαν τον ασθενή και ξεκινούσαν για το κοντινότερο μεγαλοχώρι που είχε γιατρό ή την πλησιέστερη πόλη. Η πορεία μέσα στα χιόνια ήταν ιδιαίτερα επικίνδυνη, ειδικά ότανεπρόκειτο να διαβούν περάσματα και κορυφές καθώς εκδηλώνονταν πολλές χιονοστιβάδες και σε πολλά σημεία τα μονοπάτια ήταν κλειστά από χιόνι πολλών μέτρων.

Έπρεπε όσοι αναλάμβαναν αυτή την αποστολή να είναι έμπειροι από τα χιόνια των βουνών, να γνωρίζουν καλά τον τόπο που επρόκειτο να περπατήσουν και φυσικά να έχουν τον Θεό βοηθό τους σε αυτό το τολμηρό εγχείρημα. Τις περισσότερες φορές αυτές οι επιχειρήσεις γίνονταν αν επρόκειτο για νέο άτομο ή παιδί παρά για ηλικιωμένους που το λάδι του καντηλιού τους είχε σχεδόν τελειώσει. Το ίδιο γίνονταν και για τις γυναίκες και γι’ αυτό πολλοί τοκετοί στα χωριά εκείνα τα χρόνια κατέληγαν σε τραγωδίες καθώς οι μαμές αρκετές φορές κρίνονταν ανεπαρκείς να βοηθήσουν μια ετοιμόγεννη ή το νεογέννητο.

Οι αρρώστιες όμως και οι απώλειες μέσα στο χειμώνα τα παλιότερα χρόνια ήταν φαινόμενα που συντάραζαν τις μικρές κοινότητες αλλά καθώς οι άνθρωποι ήταν ακόμη δεμένοι με τη φύση, φύση την οποία χαρακτήριζε ο τόπος τους, αποδέχονταν μοιρολατρικά τα πράγματα και εναπόθεταν τις ελπίδες τους στις ανώτερες δυνάμεις. Όταν όμως την Άνοιξη το χωριό μετριόνταν, έπρεπε πάντα να νιώθει δυνατό για να βάλει μπροστά τον αγώνα της επιβίωσης στα χωράφια και τα κοπάδια ή την θάλασσα. Την ίδια εποχή και στα αποκλεισμένα μικρά νησιά οι περιπτώσεις ασθένειας αντιμετωπίζονταν με τον ίδιο τρόπο.

Οι συνηθισμένες αρρώστιες ήταν κρυολογήματα τα οποία αντιμετωπίζονταν με διάφορους πρακτικούς τρόπους, ροφήματα, βεντούζες, ζεστά κεραμίδια στο στήθος πράγματα τα οποία είχαν κάποιο αποτέλεσμα αλλά τυχόν επιπλοκές απέβαιναν μοιραίες για πολύ κόσμο. Μετά έρχονταν οι γρίπες, που κι αυτές αντιμετωπίζονταν με τον ίδιο τρόπο και οι ασθενείς, ανάλογα τώρα με την περιποίηση που είχαν στα σπίτια τους, άλλοι ανέρρωναν γρήγορα κι άλλους δεν τους έβρισκε η άνοιξη. Χώρια που η αναγκαστική συμβίωση πολυμελών οικογενειών σε ένα δωμάτιο με θέρμανση μετέδιδε την ασθένεια σε όλους. Το ίδιο συνέβαινε και στα σχολεία, τις παιδικές αρρώστιες τις περνούσαν όλοι οι μαθητές. 

Οι υπόλοιπες ασθένειες δεν είχαν όνομα και οι ασθενείς ταλαιπωρούνταν και έσβηναν χωρίς να ξέρουν από τι έπασχαν. Οι πρακτικοί γιατροί κάτι ήξεραν, μπορούσαν να διακρίνουν διάφορους όγκους, δερματικές ασθένειες, την προέλευση των πυρετών αλλά δεν είχαν φάρμακα να δώσουν στους ασθενείς παρά μόνο διάφορα καταπότια που τους υπαγόρευε η εμπειρία τους. Αντιθέτως, αυτοί ήταν πολύ αποτελεσματικοί στα κατάγματα καθώς η πρακτική τους αφορούσε και τα ζώα και η εμπειρία τους εκεί ήταν μοναδική.   

Τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες που φάνηκαν γιατροί σε πολλά χωριά, οι άνθρωποι ένιωσαν λιγάκι ασφαλείς και έτρεχαν σε αυτούς. Φυσικά και αυτοί οι γιατροί δεν μπορούσαν να αντιμετωπίσουν όλες τις περιπτώσεις των ασθενειών αλλά η ιδέα και μόνο ότι σε αυτούς θα εύρισκαν μια στοιχειώδη φροντίδα, ανάπαυε τον κόσμο. Όταν δε άνοιξαν και οι δρόμοι στα ορεινά χωριά, ένιωσαν ακόμη περισσότερο ασφαλείς καθώς δεν θα ήταν πια απαραίτητο να επιστρατευτούν όλοι οι άντρες του χωριού να τους πάνε στους γιατρούς. Όλο και κάποιο αυτοκίνητο, θα τους πήγαινε ως εκεί και ανάλογα την διάγνωση που θα έκανε ο γιατρός, θα γύριζαν σπίτι τους με κάποια φάρμακα ή θα πήγαιναν σε κάποιο νοσοκομείο για πρώτη φορά ή μπορεί και την τελευταία της ζωής τους…

Οι αρρώστιες μετά τα μεροκάματα στις πόλεις ήταν και βασικές αιτίες να εγκαταλείψουν τα ορεινά χωριά οι άνθρωποι από τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες και μετά. Σε έναν κόσμο που αλλού άλλαζε ραγδαία, αυτοί δεν μπορούσαν να μένουν αποκλεισμένοι και στο έλεος του χειμώνα ειδικά οι ηλικιωμένοι. Μόλις πιάστηκαν τα παιδιά τους σε κάποια δουλειά, ξεκίνησαν να πηγαίνουν στις πόλεις για εξετάσεις πρώτα και σιγά – σιγά όταν  άρχισαν να τους εγκαταλείπουν οι δυνάμεις, για ξεχειμώνιασμα. Στα χωριά έμειναν όσοι δεν είχαν δικούς τους στην πόλη ή όσοι ένιωθαν ακόμη δυνατοί. Η γενιά όμως αυτών των δυνατών, τέλειωσε και μαζί της τέλειωσε και ζωή σε μεγάλα τμήματα της επαρχίας.

ΥΓ. Με το θέμα των γιατρών τον χειμώνα στα χωριά έχω μια προσωπική εμπειρία. Στις Απόκριες του 1964 έκοψα με μια κλαδευτήρα το δεξί πόδι μου στο γόνατο, σχεδόν στα δύο. Κρέμονταν από το νεύρο όταν με περίλαβε ο μπάρμπα Μήτσος Λουκόπουλος, πρακτικός ορθοπεδικός στα ζώα και μου το κλάπωσε με τέτοιο τρόπο που θαύμασε ο χειρούργος όταν με πήγαν μετά από δυο μέρες στη Λαμία. Είχε πολύ χιόνι θυμάμαι και με πήγαν αγκαλιά οι γονείς ως τον Πλατανιά και από εκεί με κάποιο αυτοκίνητο στη Λαμία. Στην επιστροφή μετά στο χωριό έπρεπε να το βλέπει ένας γιατρός και να κόψει όταν έπρεπε τα ράμματα. Τέτοιος υπήρχε μόνο στο διπλανό χωριό Τυμφρηστός και επειδή δεν υπήρχε δρόμος πήγαινε ο πατέρας μου με το μουλάρι να τον φέρνει και να τον πηγαίνει πάλι στο ιατρείο. Ήταν μια εμπειρία του χειμώνα στο χωριό που την θυμάμαι με σεβασμό προς όλους…

ΜΕΓΑΛΗ ΚΑΨΗ, 20012022

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου