Πέμπτη 25 Ιουλίου 2024

ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΣΤΗ ΒΡΥΣΗ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ

 



Θα περνούσε, όπως περνούν πια δεκάδες φωτογραφίες μπροστά από τα μάτια μας κάθε μέρα και δεν αποτυπώνονται σε καμιά στοιβάδα του κουρασμένου μυαλού μας, αλλά κάτι με έκανε να σταματήσω και να την περιεργαστώ περισσότερο. Αποτέλεσμα να κάνω εξαιτίας της ένα μακρύ ταξίδι μέσα στο χρόνο και να επιστρέψω στα άγια χρόνια της δεκαετίας του ’60 που η ελληνική ύπαιθρος ήταν ζωντανή και τα χωριά γεμάτα κόσμο…

Δεν ήταν φωτογραφία από το χωριό μου, ένας φίλος είπε πως είναι από κάποιο χωριό των Τρικάλων και δείχνει μια συντροφιά γυναικών να είναι γύρω από μια βρύση για να πάρουν νερό στα δοχεία που κουβαλούσαν μαζί τους. Σε διάφορες ηλικίες, ντυμένες όμορφα και ένα παιδί στην ποδιά της γιαγιάς. Η βρύση δεν είναι από εκείνες της παράδοσης που πήγαιναν οι γυναίκες με το σταμνί κάποτε να πάρουν νερό για το σπίτι και για τις οποίες γράφτηκαν πολλά όμορφα τραγούδια αλλά η βρύση από το δίκτυο που πρόσφατα είχε γίνει στο χωριό και ακόμη δεν είχε απλωθεί στα σπίτια, μόνο σε κάποια κεντρικά σημεία έβαλαν βρύσες κι από εκεί προμηθεύονταν νερό οι γυναίκες. Το κουβάλημα του νερού στο σπίτι, να μην ξεχνάμε,  ήταν αποκλειστικά γυναικεία δουλειά και των παιδιών. Οι άντρες σπάνια πήγαιναν να κουβαλήσουν νερό, ούτε και αν ήταν αναγκασμένοι το έκαναν!

Αυτές οι βρύσες ήταν μια ενδιάμεση λύση μέχρι να φτάσουν οι σωλήνες στο σπίτι και αυτό ήταν μια επανάσταση που άλλαξε την ζωή των χωριών και των ανθρώπων του. Πρώτα – πρώτα απελευθέρωσε τις γυναίκες από μια δουλεία που ανάλογα με τα πρόσωπα και τις ανάγκες κάθε νοικοκυριού ήταν και το βάρος της. Ανάσαναν οι γυναίκες των χωριών και μπορούσαν πλέον να έχουν όσο νερό ήθελαν για την λάτρα του σπιτιού και την καθαριότητα. Απαλλάχθηκαν κυριολεκτικά από μια αιώνια αγγαρεία που επιτελούσαν.

Από την άλλη όμως, η εγκατάσταση βρύσης μέσα στα σπίτια ή στις αυλές για τα ζωντανά σταμάτησαν μια άλλη αιώνια συνήθεια των γυναικών να συναντιόνται στις βρύσες, να τα λένε και να ανταλλάσσουν πληροφορίες. Το «πρακτορείο ειδήσεων» κάθε γειτονιάς ή του χωριού ολόκληρου λειτουργούσε σε συγκεκριμένες ώρες ώστε να πηγαίνουν περισσότερες κι εκεί περιμένοντας να γεμίσει η στάμνα ή το δοχείο κατάφερναν να κουβεντιάσουν όλα τα νέα. Στη δύσκολη, γεμάτη υποχρεώσεις ζωή τους η συνάντηση στη βρύση ήταν ένα χαρούμενο διάλειμμα από το οποίο όμως δημιουργούνταν πολλές φορές αρκετές παρεξηγήσεις γιατί τα «φίλτρα» στις ειδήσεις τότε ήταν άγνωστα. Γι’ αυτό και δεν ήταν λίγες οι φορές που το αντάμωμα στη βρύση των γυναικών αντιμετωπίζονταν σκωπτικά και γεμάτο υπονοούμενα αν μάλιστα τύχαινε να περάσει από εκεί και κάποιος άντρας.

Η φωτογραφία των γυναικών στη βρύση πρέπει να είναι τραβηγμένη στα τέλη της δεκαετίας του '60, εποχή που σε όλα τα χωριά, ακόμη και στα ορεινά δικά μας, οι κοινότητες ζούσαν μια αυταπάτη αισιοδοξίας καθώς απολάμβαναν τα «μεγάλα έργα», τον δρόμο, την ύδρευση μέσω δικτύων, τον εξηλεκτρισμό και την τηλεφωνία. Όταν όμως αυτά έφτασαν στο τέλος τους άρχισε ο κόσμος να αραιώνει γιατί έφευγε στις πόλεις για αναζήτηση εργασίας και καλύτερης ζωής όπως πίστευε. Πολύ σύντομα όλα τα χωριά άδειασαν κι έτσι αποδείχθηκε πως τα «μεγάλα έργα» δεν ήταν ικανά να κρατήσουν κανένα στον τόπο του. Κάτι άλλο χρειάζονταν αλλά κανένας δεν έκατσε να το σκεφτεί τότε… 

NEXT DEAL, 25072024 

Τρίτη 23 Ιουλίου 2024

Ο ΑΡΗΣ ΕΦΥΓΕ ΣΑΝ ΚΥΡΙΟΣ




Εμφανίστηκε ξαφνικά στο χωριό μας, (Μεγάλη Κάψη Τυμφρηστού) πριν από 12 περίπου χρόνια, τραυματισμένος στη μέση και το κουσούρι το κράτησε όλη του τη ζωή. Καλοκαιράκι ήταν, φώλιασε σε μια γωνιά του Πάρκου Καλαντζή και γυρνούσε γύρω από την ταβέρνα απ’ όπου ο Λάμπρος όλο και κονομούσε κανένα κόκκαλο. Από που ήρθε κανένας δεν ήξερε, ούτε είχε ξαναδεί τον μεγαλόσωμο, ευγενικό γκρίζο σκύλο που διάλεξε το χωριό μας να εγκατασταθεί. Το είπαν Άρη και ήταν ιδιαίτερα διακριτικός, δεν τριγυρνούσε ανάμεσα στα τραπέζια να του τρέχουν τα σάλια αλλά περίμενε στην άκρη του και ποτέ δεν τον ξεχνούσαν. Υπομονετικός πάλι με τα παιδιά που τα εντυπωσίαζε το μέγεθός και τον προκαλούσαν σε παιχνίδια κέρδισε την εμπιστοσύνη όλων και πολιτογραφήθηκε Μεγαλοκαψιώτης.
Σαν χειμώνιασε ο Άρης διάλεξε να πάει να φωλιάσει έξω από την πόρτα του Δημήτρη και της Ζωής, πράγμα που εκτιμήθηκε και από τις δυο πλευρές και έζησε μαζί τους 12 ολόκληρα χρόνια. Για να μην κρυώνει μάλιστα του έφτιαξαν κι ένα ξύλινο σπιτάκι κι εκεί χώνονταν, όταν χάλαγε ο καιρός αλλά πάντα είχε το κεφάλι έξω να ελέγχει τον δρόμο. Ήρεμα και χωρίς γαυγίσματα επιθεωρούσε τα πάντα. Έτσι τον γνώρισαν όλοι όσοι περνούσαν από την Μεγάλη Κάψη να πάνε στα παραπέρα χωριά και σαν τον έβλεπαν τον χαιρετούσαν κι έτσι σιγά – σιγά έγινε το πιο γνωστό πρόσωπο στο χωριό. Παραδόξως όλα αυτά τα χρόνια δεν πέρασε κανένας που τον γνώριζε πριν έρθει στο χωριό ή αυτός που τον παράτησε αλλά μπορεί ο Άρης να είδε κάποιον και δεν έδωσε καμιά σημασία. Δεν είχε πλέον σημασία γι’ αυτόν γιατί βρήκε την αναγνώριση απ’ όλο το χωριό και την ζεστασιά που δεν είχε αυτός που τον παράτησε.
Με βάση την εξώπορτα του Δημήτρη ο Άρης έκανε βόλτες στο χωριό αλλά ποτέ δεν μάλωσε με τους άλλους σκύλους, αδέσποτους ή τα τσοπανόσκυλα. Αυτά ιδίως του έδειχναν έναν ασυνήθιστο σεβασμό και τον αποδέχονταν στις παρέες τους. Ακόμη και στα ζευγαρώματα ο Άρης είχε ιδιαίτερες επιδόσεις καθώς καμιά θηλυκιά δεν τον αποθάρρυνε. Μετά από τις βόλτες του επέστρεφε στο καλυβάκι του, κάθονταν στον τοίχο και ρέμβαζε ή πήγαινε στο Πάρκο. Μόλις έβλεπε όμως τον Δημήτρη να πηγαίνει στην εκκλησία, καθότι επίτροπος τον ακολουθούσε κι περίμενε στο χοροστάσι να τελειώσει η λειτουργία και επέστρεφαν μαζί. Ακόμη και στις τελετές, τι τελετές δηλαδή, μόνο κηδείες γίνονται πια στο χωριό πήγαινε και ο Άρης στην εκκλησία και δεν έφτανε μόνο αυτό, ακολουθούσε μέχρι το νεκροταφείο συμμετέχοντας έτσι στο πένθος των οικείων και των χωριανών για τον κάθε πεθαμένο.
Ο Άρης πριν από λίγο καιρό κατάλαβε πως έφτανε το τέλος του. Τυφλώθηκε, περπατούσε ψάχνοντας με την μουσούδα του και σταμάτησε να τρώει. Η κατάστασή του ανησύχησε τον Δημήτρη και τη Ζωή και έγινε θέμα σε όλο το χωριό. Γεράματα αποφάνθηκαν κάποιοι και στενοχωρήθηκαν που θα έχαναν τον φύλακα του χωριού όπως καθιερώθηκε να τον λένε.
Ο Άρης με όσες δυνάμεις του είχαν απομείνει, προχθές το βράδυ πήρε τον τελευταίο δρόμο της ζωής του. Που πήγε, κανένας δεν είδε. Έψαξαν σε όλα στα πιθανά σημεία μέσα στο χωριό να τον βρούνε, να τον θάψουν, αλλά πουθενά. Ο Άρης, όπως ξαφνικά εμφανίστηκε στο χωριό πριν από 12 χρόνια, έτσι εξαφανίστηκε. Σαν κύριος ήρθε, σαν κύριος έζησε και σαν κύριος έφυγε χωρίς να βάλει κανέναν στον κόπο να ασχοληθεί με το κουφάρι του. Ο ίδιος διάλεξε κάποιο σημείο που δεν προσέχει κανένας να πεθάνει κι εκεί να λιώσει. Από τον Παράδεισο των σκύλων θα φυλάει το χωριό και τους χωριανούς που αγάπησε…




Παρασκευή 5 Ιουλίου 2024

ΞΕΘΑΜΠΩΣΑΜΑΝ ΑΝΤΩΝΑΚΗ Μ’



Γράφει ο Αντώνης Παπαδάκος, πρόεδρος του Τ.Δ. Αμάραντος (Αγράφων) Καρδίτσας και μας γυρίζει με πολύ τρυφερό τρόπο σε μια άλλη εποχή.

«Την ώρα που οι εργασίες κοπής βλάστησης συνεχίζονταν εντατικά νωρίς το πρωί πριν οι θερμοκρασίες αυξηθούν, στη τοποθεσία Μύλος κομβικό σημείο του χωριού, είχαμε την αθώα επίβλεψη της κυρίας Ευθυμίας (Μίας).

- Τη κάνετε ορέ παλικαράκια αυτού;

- Κόβουμε τα κλωνάρια. Να φωτίσει καλύτερα γιαγιά.

Η κυρία Ευθυμία ήταν καθισμένη σε μια καρέκλα και είχε το χρόνο να παρακολουθεί τις εργασίες κοπής της αυξημένης βλάστησης. Οι απαιτήσεις κοπής στη πλατεία στον Μύλο ήταν απαιτητικές. Όμως το αποτέλεσμα εμφανές.

- Ξεθαμπώσαμαν Αντωνάκη μ’!

Αναφώνησε η σοφή κυρία Ευθυμία. Μια λέξη με απέραντες έννοιες, μου δημιούργησαν μια αναστάτωση μνήμης όταν κατά καιρούς συνομιλώ και παλαιότερα με τον μπάρμπα Γιώργο, ιδιαίτερης αξίας άνθρωποι - σοφοί χωρίς να έχουν βγάλει τo Δημοτικό σχολείο της πολιτείας. Λίγα λόγια πολλές έννοιες. Σήμερα στέκομαι συχνά στην αυλή της Ευθυμίας για μια καλημέρα, που γίνεται χείμαρρος πορείας ζωής, τα αλώνια του ’50. Oυ Κουσταξς, η Βαίτσα, ο Φωτακος, ο νεότερος, ο Μπάρμπα Γιώργος, και τα ζωντανά στου Κρυμμένου το τόπο που χαζεύω στο πλαγερό οροπέδιο απέναντι του κεντρικού δρόμου πριν το χωριό.

Η έμφυτη ευγενής άμιλλα στο μεγαλείο της. Μα πόσο τυχερός που ζω τους ανθρώπους της ανθεκτικότητας στην κοινότητα με αξίες και λίγα μέσα επιβίωσης».

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Ο Αντώνης Παπαδάκος με τρείς εργάτες του Τομέα Πρασίνου του Δήμου Καρδίτσας καθάρισαν προχθές τους δρόμους του χωριού από την υπερβολική βλάστηση κι έτσι κυριολεκτικά η κυρά Ευθυμία είπε «Ξεθαμπώσαμαν» εννοώντας ότι είδαν φως και ουρανό. Στον Αμάραντο αλλά και σε κάθε άλλο χωριό η βλάστηση έχει καλύψει τα πάντα, δρόμους, σοκάκια, σύνορα, χωράφια. Οι λίγοι άνθρωποι που έχουν απομείνει δεν έχουν τη δύναμη να την τιθασεύσουν, ούτε ζώα να την περιορίσουν κι αυτή απλώνεται περισσότερο. Γι’ αυτό και η ανακοίνωση του σχετικού υπουργείου που επιβάλλει με ποινή προστίμων τον καθαρισμό από τους ιδιοκτήτες όλων των χώρων που βρίσκονται μέσα ή κοντά στα χωριά. Ο στόχος είναι βέβαια η αποτροπή των πυρκαγιών αλλά με αυτό τον τρόπο ξεθαμπώνουν και τα χωριά. 

ΑΘΗΝΑ, 05072024