Πέμπτη 23 Δεκεμβρίου 2010

ΜΝΗΜΗ ΠΑΥΛΟΥ ΔΡΑΚΟΥ, ΤΟΥ ΠΑΤΡΙΩΤΗ


Δεν είναι η πρώτη φορά που νοιώθω πως τα Χριστούγεννα είναι η εισαγωγή για το πιο θλιβερό κλίμα της Πρωτοχρονιάς, όπου η σούμα της χρονιάς που πέρασε και τα σχέδια για την επόμενη είναι πάντα μια οδυνηρή δοκιμασία …

Φέτος τα πράγματα είναι σαφώς χειρότερα, καθώς η σούμα δεν περιλαμβάνει μόνο τη χρονιά που πέρασε αλλά και πολλά χρόνια πίσω για να βρεθεί η αιτία του κακού – το πώς δηλαδή φτάσαμε σήμερα εδώ που φτάσαμε και πουθενά δεν βλέπουμε ένα φωτάκι ελπίδας να βγούμε και να σωθούμε από τη φουρτούνα που βρεθήκαμε.

Δεν θα σταθώ σε αυτά τα πράγματα τούτη τη στιγμή γιατί μας βλέπω όλους μπροστά στον καθρέφτη να κοιτάζουμε το είδωλό μας και δεν μπορούμε να πιστέψουμε τι κάναμε. Γι’ αυτό θα μεταφέρω τις σκέψεις μου με μια σύντομη αναφορά στο Παύλο Δράκο (1916 – 2010) που πέταξε προχθές στους ουρανούς της πατρίδας για την οποία πολέμησε και έπαθε κρυοπαγήματα στο Αλβανικό μέτωπο και τις συνέπειες των οποίων κουβαλούσε όλη του ζωή. Ο Παύλος Δράκος είχε γεννηθεί στην Ανατολική Φραγκίστα Ευρυτανίας κι εκεί σαν γύρισε με σακατεμένα πόδια έζησε όλα τα χρόνια δουλεύοντας τη γη του, βόσκοντας το κοπάδι του και κάνοντας τίποτα μεροκάματα σαν έβρισκε να ζήσει την οικογένειά του.

Δεν έβγαλε ποτέ ένα αχ για τη ζωή και ας τον πόναγαν τα ποδάρια και τα είχε χειμώνα – καλοκαίρι τυλιγμένα με χοντρές μάλλινες κάλτσες. Έφυγε όμως με ένα παράπονο από την πατρίδα γιατί, 70 ολόκληρα χρόνια από τον πόλεμο και δώθε, κανένας από τους εκπροσώπους της, δεν χτύπησε την πόρτα του να τον ρωτήσει αν έχει κάποια ανάγκη. Είχε στείλει κι αυτός κάποτε τα χαρτιά του να πάρει μια σύνταξη αναπήρου όπως άλλοι παθόντες και ουδέποτε έλαβα απάντηση αλλά η φιλοπατρία του δεν του επέτρεψε να ασχοληθεί περισσότερο με το ζήτημα γιατί έχανε πολύτιμο χρόνο από τον αληθινό αγώνα της ζωής που μοιράστηκε με την κυρά Νίκη που μόνη της τον φρόντισε όσο μπορούσε το τελευταίο καιρό που τον πλάκωσαν οι βαριές αρρώστιες. Όσο και να τον κρατούσε γερά να μη φύγει, ο Δράκος της έφυγε χωρίς να γυρίσει τα μάτια του πίσω σε μακρινό ταξίδι..


ΑΘΗΝΑ, 23102016

Δευτέρα 20 Δεκεμβρίου 2010

ΜΙΑ ΕΟΡΤΑΣTΙΚΗ ΚΥΡΙΑΚΗ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ

Καινούργιο μοντελάκι από τους ανθρώπους αγάλματα χθες στην Ερμού, αλλά όπως δείχνει δεν έφερε γούρι στο κατάστημα…


Μια εορταστική Κυριακή πήγε να ζήσει χθες η Αθήνα, αλλά η εικόνα που είδαμε στους δρόμους ήταν σαν να είχε φορέσει κάτι μεταχειρισμένα από παλιότερες γιορτές που ξέθαψε από την ντουλάπα που τα είχε φυλαγμένα για στιγμές έκτακτης ανάγκης…

Κάπως έτσι είδα τα πράγματα σε μια περιδιάβαση μέσω Αθηνάς από την Ομόνοια στο Μοναστηράκι κι απ’ εκεί μέσω Ερμού στο Σύνταγμα και με κατάληξη την Ακαδημία. Κατ’ αρχάς έλειπε παντελώς η εορταστική διακόσμηση που έκανε άλλοτε ο Δήμος στους δρόμους και τις πλατείες για λόγους οικονομίας φυσικά αλλά και γιατί όπως κατάλαβα η προηγούμενη δημοτική αρχή (συμμορία Κακλαμάνη) τα παράτησε νύχτα κι έφυγε. Το γεγονός είναι κραυγαλέο και δυστυχώς δεν συγκίνησε ακόμα κανέναν εισαγγελέα.

Κόσμος πολύς γέμιζε τους δρόμους αλλά αμφιβάλλω αν όλοι αυτοί που πέρασαν και από τις πόρτες των καταστημάτων άφησαν και κανένα ευρώ στο ταμείο. Η οικονομική στενότητα φαίνονταν σε κάθε κίνησή και σε πολλών τα πρόσωπα και αναζήτηση της συμβατής με το πορτοφόλι λύσης, ήταν εμφανής σε όλους. Υποθέτω δε πως οι καταστηματάρχες θα έχουν καταγράψει τη χθεσινή Κυριακή από τις πιο μαύρες της ιστορίας κατά τα τελευταία 30 – 40 χρόνια και το γεγονός μου επιβεβαίωσαν δυο τρεις νόμιμοι μικροπωλητές (κάστανα, καρύδες) που γνωρίζω από εκείνη την εποχή και είναι οι μάρτυρες όλων των αλλαγών στον μεγαλύτερο και ακριβότερο εμπορικό δρόμο της πόλης.

Καθώς γνωρίζω την Ερμού από το 1980 (έκανα τότε τις εξωτερικές μεταφορές σε ένα υφασματάδικο τότε κι έτσι γνώρισα καλά το εμπορικά κέντρο) και δεν έχασα καμιά Κυριακή παραμονές Χριστουγέννων που είναι ανοιχτά τα καταστήματα. Έτσι το ιδιαίτερο που παρατήρησα χθες ήταν ότι λόγω των οικονομικών δυσκολιών ξαναφάνηκαν στο εμπορικό κέντρο κάποιοι συμπολίτες μας ψάχνοντας τα παλιά εμπορικά στους μικρούς πέριξ της Ερμού και Αγίου Μάρκου δρόμους αλλά μάταια, τα περισσότερα απ’ αυτά είχαν κλείσει καθώς όπως όλοι έχουμε δει, επί δυο δεκαετίες Κράτος και Δήμοι πάλευαν να διαλύσουν την τάξη των μικρομεσαίων εμπόρων της πόλης και τελικά τα κατάφεραν.

Τώρα που δυσκόλεψαν τα πράγματα και χρειάζονται πάλι τα μικρά καταστήματα όπου οι συναλλαγές συνδέονταν και με διαπροσωπικές σχέσεις δεν υπάρχουν και είναι αμφίβολο αν μπορέσουν σύντομα να ξαναγεννηθούν και να κυλήσουν τα πράγματα όπως παλιά…

Παρασκευή 17 Δεκεμβρίου 2010

ΦΑΙΝΟΜΕΝΑ ΤΗΣ ΕΠΟΜΕΝΗΣ ΗΜΕΡΑΣ


Βγήκα για λίγο χτες έξω στην πόλη για κάτι δουλειές που είχα να κάνω και αναγκαστικά, λόγω της απεργίας των ΜΜΜ, περπάτησα με τα πόδια τη διαδρομή στους δρόμους εκείνους που έγιναν τα προχθεσινά επεισόδια. Τίποτα, μα τίποτα, δεν θύμιζε κάτι, εκτός από ένα πανό των μοντέλων του ΑΣΚΤ που ξεχάστηκε κρεμασμένο στα κάγκελα του Πολυτεχνείου και τα σπασμένα μάρμαρα του αντιαισθητικού κικλιδώματος πάνω από το σταθμό του Μετρό στο Πανεπιστήμιο.

Τέτοια βιασύνη να καθαρίσουν τους δρόμους από τα μάρμαρα και τις πέτρες δεν θυμάμαι να έχει δείξει ποτέ ο Δήμος και φαντάζομαι το έκανε γιατί από χθες άνοιγε και επίσημα η εορταστική περίοδος για τα καταστήματα. Καλό και άγιο το βρίσκω και εκτιμώ την προσπάθεια που έκαναν οι αρμόδιες αρχές για να δούμε λιγάκι καθαρή την πόλη και να νιώσουμε έστω και φτωχότεροι πως έρχονται γιορτές και στην Αθήνα.

Εκείνο όμως που μου έκανε εντύπωση είναι ότι με την ευκαιρία της επίθεσης στο κτίριο της ΓΣΕΕ οι αστυνομικές δυνάμεις επέκτειναν τον τομέα της μόνιμης περιφρούρησης και πέραν των συνόρων των Εξαρχείων προς Πατησίων μεριά. Έτσι όποιος κινείται με το τρόλευ στο άξονα της Πατησίων – Ακαδημίας θα βλέπει υποχρεωτικά πλέον ομάδες ένστολων φρουρών με όλα όσα φοράνε πάνω τους, από την πλατεία Αιγύπτου μέχρι την Ιπποκράτους και το γεγονός σαφώς και μειώνει σε πολλά τη ζωή της πόλης, ανεξάρτητα αν είναι μέρες εορτών ή όχι.

Η παρουσία όμως των αστυνομικών δυνάμεων στην περιοχή και ιδιαίτερα μιας ομάδας στον αισχρό και πρεζόδρομο ανάμεσα στο Πολυτεχνείο και στο Μουσείο είχε ως συνέπεια την εξαφάνιση από εκεί των δεκάδων εξαθλιωμένων χρηστών ναρκωτικών και των διαφόρων επιτηδευματιών που ζούν από την κατάντια αυτών των ανθρώπων.

Δεν αναζήτησα που πήγαν αυτοί οι άνθρωποι αλλά είμαι βέβαιος πως μετακινήθηκαν σε κάποια άλλη πιάτσα προς τα Εξάρχεια ή τη Βάθη όπου δεν θα φαίνονται για λίγες μέρες., όπως οι πέτρες και οι καμένοι κάδοι απορριμμάτων και χαλάνε την εορταστική ατμόσφαιρα και οι οποίοι φαντάζομαι, μόλις χαλαρώσουν λιγάκι τα μέτρα θα επιστρέψουν στη θέση τους γιατί για αυτούς λύση καμία δεν φαίνεται να υπάρχει..

ΥΓ. Δεν νομίζω πως υπάρχουν πιο ανθεκτικοί άνθρωποι στα δακρυγόνα και τα χημικά από τους εγκατεστημένους στα Προπύλαια Αφγανούς και Ιρανούς πρόσφυγες και τους χρήστες των ναρκωτικών στον πρεζόδρομο. Είναι οι μόνοι άνθρωποι στην πόλη που έζησαν ώρες μέσα στους καπνούς και στα χημικά και δεν κουνήθηκαν ούτε ένα από το πόστο τους.

Πέμπτη 16 Δεκεμβρίου 2010

ΠΩΣ ΕΞΑΦΑΝΙΖΟΝΤΑΙ ΤΑ ΣΚΟΥΠΙΔΙΑ


Είναι συνηθισμένο φαινόμενο σε περιπτώσεις συγκρούσεων διαδηλωτών με την αστυνομία οι κάδοι των σκουπιδιών να χρησιμοποιούνται σαν πρόχειρα οδοφράγματα και τις περισσότερες φορές να καίγονται μαζί με το περιεχόμενό τους. Η φωτιά μπορεί να παράγει πολύ καπνό αλλά με αυτό τον τρόπο είναι γνωστό πως εξουδετερώνονται τα δακρυγόνα.

Είναι φορές λοιπόν που γίνονται αυτά τα πράγματα, αλλά νωρίτερα από τα επεισόδια μπορεί να έχει περάσει η υπηρεσία του καθαριότητας του Δήμου και οι κάδοι να είναι άδειοι κι έτσι δύσκολα παίρνουν φωτιά.


Χθες λοιπόν όλοι οι κεντρικοί δρόμοι της Αθήνας, από το Σύνταγμα ως την συμβολή Πατησίων και Αλεξάνδρας έμοιαζαν με τη Ρώμη που καιγόταν για χάρη του Νέρωνα. Και τούτο γιατί όχι μόνο οι κάδοι αλλά και όλα τα πεζοδρόμια μπροστά στα καταστήματα ήταν γεμάτα από λογής σκουπίδια και ιδιαίτερα με άδεια κιβώτια εμπορευμάτων που προορίζονταν για τη χριστουγεννιάτικη αγορά. Μέχρι ένας παλιός καναπές πρόσεξα ότι ήταν πεταμένος μπροστά στα ΕΛΤΑ στα Χαυτεία!


Όλα αυτά ήταν εύκολο να αρπάξουν φωτιά είτε για την ίδια την πράξη αλλά καθώς πολλοί γνωρίζουν τη δράση της κατά των δακρυγόνων, έπαιρναν την πρωτοβουλία και την άναβαν. Έτσι όσοι βρίσκονταν έξω μπορεί να ανέπνεαν μαύρο καπνό από καμένα πλαστικά, χαρτιά και σκουπίδια αλλά από το μάτι τους δεν έτρεχε ούτε ένα δάκρυ χάρη στην απεργία των υπαλλήλων καθαριότητας του Δήμου που σχεδόν ξεχάσαμε πότε άρχισε και είναι άδηλο επίσης πότε πρόκειται να τελειώσει…

ΠΩΣ ΠΡΟΚΑΛΟΥΣΑΝ ΟΙ «ΚΑΓΚΟΥΡΕΣ»


Η παρουσία των ένστολων αστυνομικών χθες στην πλατεία Κλαυθμώνος και τους γύρω απ’αυτήν δρόμους ήταν ιδιαίτερα μεγάλη και προκλητική απέναντι στους διαδηλωτές που εξαιτίας των επεισοδίων που γίνονταν στο Σύνταγμα και στην Πανεπιστημίου, υποχρεώθηκαν να γυρίσουν πίσω και να πορευτούν ανάποδα τη Σταδίου προς την Ομόνοια.

Στον πεζόδρομο της Κοραή, κολλημένες στους τοίχους των τραπεζών για να προφυλάσονται από τις πέτρες που πετούσαν από τα Προπύλαια οι συγκεντρωμένοι είχαν παραταχθεί δυο διμοιρίες ΜΑΤ, μπροστά στις στάσεις της Σταδίου ήταν μια ομάδα από τους εποχούμενους οι οποίοι έχω ακούσει να καλούνται και «κάγκουρες» και σε μια άκρη της πλατείας ήταν μια άλλη ομάδα νέων ως φαίνεται αστυνομικών με μπλε στολές και εξάρτηση ΜΑΤ κι εκεί που η Δραγατσανίου ακουμπά τους Αγίους Θεοδώρους το δρόμο είχαν κλείσει τρία – τέσσερα περιπολικά.

Καθώς λοιπόν περνούσε μπροστά από τους «κάγκουρες» μια μεγάλη ομάδα διαδηλωτών από κάποιο σωματείο αυτοί έβαλαν μπροστά τις σειρήνες των μηχανών και αναβόσβηναν τα φώτα και κοιτούσαν τους δακρυσμένους και πασαλειμμένους με Maalox ανθρώπους με ιδιαίτερη πρόκληση, τέτοια που έκανε κάποιους θαρραλέους να τους βάλουν τις φωνές.

Τίποτα αυτοί, συνέχισαν δυνατότερα το χαβά της πρόκλησης και μόνο σαν όλοι διαδηλωτές (άνθρωποι της δουλειάς, γυναίκες διαφόρων ηλικιών και αρκετά παιδιά ανάμεσά τους) άρχισαν να φωνάζουν ρυθμικά το γνωστό σύνθημα […] χωρίς να δείχνουν πως τρομάζουν από το ύφος τους, μαζεύτηκαν κάπως οι «κάγκουρες» και στα γρήγορα καβάλησαν τα μηχανάκια τους και σπινιάρωντας με ιδιαίτερα προκλητικό τρόπο προσποιούμενοι πως θα έπεφταν πάνω στους διαδηλωτές, έστριψαν απότομα τη Δραγατσανίου φεύγοντας προς τα κάτω έτσι ανάσανε λιγάκι η πλατεία.

Το γεγονός να προκαλούν με αυτό τον τρόπο οι αστυνομικοί τους ειρηνικούς διαδηλωτές νομίζω πως είναι πρωτόφαντο σε τέτοιες περιπτώσεις και πιθανόν να είναι η αρχή μιας διαφορετικής αντιμετώπισης των πολιτών εκ μέρους τους η οποία δεν προδικάζει τίποτα το ευχάριστο στο εγγύς και δύσκολο για όλους μας μέλλον.



Στην απέναντι από τους «κάγκουρες» γωνία όπου η Εμπορική Τράπεζα ήταν κολλημένοι στον τοίχο ορισμένοι άντρες της ΥΜΕΤ με τα μπλε και όπως ήταν ζαρωμένοι δίπλα στο ΑΤΜ με οδήγησε στη σκέψη του αγνώστου που φώναξε για πρώτη φορά το σύνθημα «Τρεις και μια παίρνετε και τον κόσμο δέρνετε…». Φαντάζομαι πως κι αυτός αν τους έβλεπε έτσι, θα χαίρονταν ακόμη μια φορά για την επιβεβαίωση του συνθήματος!

ΣΥΜΠΤΩΣΕΙΣ ΜΕ ΙΔΙΑΙΤΕΡΟ ΝΟΗΜΑ…


Στην οδό Κοραή γνωρίζουμε όσοι περπατάμε σωστά αυτή την πόλη πως φυσάει πάντα καθώς σε αυτή βρίσκουν διέξοδο και περνάνε τα χαμηλά στρώματα του αέρα από το Λυκαβηττό προς τις γειτονιές του πεθαμένου πλέον εμπορικού κέντρου της Αθήνας. Είναι δε στιγμές που ακόμα και το καλοκαίρι όταν φυσάει βοριαδάκι όποιος καθίσει εκεί να χρειάζεται κάτι επάνω στις πλάτες του να μην πουντιάσει.

Γνωρίζουμε επίσης πως όταν γίνεται χρήση χημικών από την Αστυνομία το αεράκι που προαναφέραμε τα περνάει γρήγορα και διαλύονται στον ανοιχτό χώρο της πλατείας Κλαυθμώνος και γι’ αυτό πολλοί καθόμαστε εκεί να παρακολουθήσουμε τα γεγονότα.

Το ιδιαίτερο αυτό κλιματολογικό φαινόμενο είχε ακυρωθεί εξαιτίας της βαριάς νέφωσης που είχε πλακώσει την πόλη και την υγρασία που βάραινε τα αέρια και κόλλησαν στον αέρα. Έτσι έμειναν μόνες τους οι διμοιρίες των ΜΑΤ με τις αντιασφυξιογόνες μάσκες να φυλάνε τις διπλοασφαλισμένες τράπεζες που οι προσόψεις έγιναν πάλι σήμερα ο πιο εύγλωττος πίνακας ανακοινώσεων διαμαρτυρίας και συνθημάτων που αν καμιά φορά σε θέλει η τύχη του φακού, γλυτώνεις από τον κόπο να γράφεις και λεζάντες…

ΤΑ ΜΑΤ ΦΥΛΑΝΕ ΤΟΝ ΧΑΡΙΛΑΟ ΤΡΙΚΟΥΠΗ


Δεν ξέρω ποιος εφιάλτης της ιστορίας ή υπηρεσιακή ανησυχία οδήγησε σήμερα τα ΜΑΤ να παραταχθούν μπροστά στο κτίριο της Παλιάς Βουλής και να σταθούν κάτω από το άγαλμα του Χαριλάου Τρικούπη, του πρωθυπουργού που πριν ένα αιώνα και κάτι βγήκε και είπε με θάρρος στον ελληνικό λαό το πικρό: «Δυστυχώς επτωχεύσαμεν»…

Πρώτη φορά συμβαίνει αυτό σε διαδήλωση και είναι ενδεικτικό του πλήθους των ένστολων αστυνομικών που αναπτύχθηκαν γύρω από στην πορεία και με πολύ άγριες διαθέσεις μάλιστα, γεγονός που φάνηκε περίτρανα με ότι ακολούθησε μετά.

Η συγκεκριμένη διμοιρία βγήκε ξαφνικά από Κολοκοτρώνη τη στιγμή που άρχισαν τα επεισόδια στο Σύνταγμα και οι διαδηλωτές με άρχισαν να κατηφορίζουν βιαστικά και με δάκρυα στα μάτια προς τους δρόμους του εμπορικού κέντρου και την συνάντησαν μπροστά τους. Ως είναι φυσικό ακολούθησε γιουχάρισμα των αστυνομικών που για μια στιγμή έκαναν μεταβολή και πρότειναν απειλητικά τα εργαλεία που ρίχνουν τα χημικά. Δεν πάτησαν όμως τη σκανδάλη γιατί ήταν μάταιο αφού ήδη είχε πήξει ο αέρας απ’ αυτά.

Σημειωτέον, η χρήση δακρυγόνων έγινε στο Σύνταγμα, -ούτε καν τους κρότους δεν ακούγαμε στην πλατεία Κολοκοτρώνη- αλλά πλημμύρισαν αμέσως τον αέρα και κόλλαγαν στα μάτια και στα ρούχα. Κάποιοι προνοητικοί (από μπλοκ σωματείου εργαζομένων) είχαν μαζί τους Maalox και μοίραζαν στον κόσμο που έφευγε για να γλυτώσει γιουχάροντας τους αστυνομικούς που φύλαγαν τον μαρμαρωμένο πρωθυπουργό.

ΑΘΗΝΑ 15/12/2010

Τρίτη 14 Δεκεμβρίου 2010

ΣΤΟΝ ΑΕΤΟ ΤΟ ΚΑΛΥΤΕΡΟ ΤΣΑΙ


Δεν περίμενα πως η χθεσινή ανάρτηση για το τσάι από το Βελούχι και το μέλι από την Ανατολική Φραγκίστα θα ήταν η αφορμή να ξεκινήσει ένας διάλογος για το ποιο βουνό βγάζει το καλύτερο. Άλλος έλεγε για τα Άγραφα, άλλος για την Οίτη, το Γράμμο, τα Τζουμέρκα. Τέτοιος τοπικισμός για ένα χορτάρι!!!

Δεν διαφωνώ με κανέναν ότι το βουνό που σκεπάζει την μικρή του πατρίδα βγάζει το καλύτερο τσάι σε όλη την Ελλάδα και πως αυτό έχει πιο θαυματουργές ιδιότητες από κάθε άλλο που φυτρώνει ακόμα και στο απέναντι βουνό. Αυτό όμως που έχω να πω είναι ότι σχεδόν κανένας ή καμία απ’ όσους μιλήσαμε δεν ξέρω να πήρε ένα πρωί το μονοπάτι που ανεβάζει στο βουνό για να μαζέψει αλλά περίμενε κάποιον από το χωριό να του φέρει ή αγόρασε από τους πάγκους που στήνουν δίπλα στο δρόμο τα καλοκαίρια οι συλλέκτες.

Από πλευράς μου μπορώ να πω πως το καλύτερο τσάι το βγάζει ο Αετός, το σκληρό βουνό πάνω από το ομώνυμο χωριό της Διευρυμένης Κοινότητας Νεράιδας Τρικάλων στον μέσο Αχελώο. Μπορεί να μην αξιώθηκα φέτος να μαζέψω τσάι αλλά το περπάτησα σπιθαμή τη σπιθαμή τον Αύγουστο του 2005 και θυμάμαι πως ευωδίαζε απ’ αυτό όλος ο τόπος.

Έτσι λοιπόν λέω πως το καλύτερο είναι αυτό που μάζεψε φέτος στα μέσα του Ιούλη ο Πάνος Τσάκαλος (στη φωτογραφία την ώρα του αρμαθιάσματος μαζί με ένα συγχωριανό του) και από το οποίο, τιμής ένεκεν πήρα δυο χεριές και τους θυμάμαι όταν το βράζω.

Μην ακούτε λοιπόν κανέναν, άμα είναι ώριμο το τσάι, απ’ όποιο βουνό και να προέρχεται είναι καλό αλλά όπως κατάλαβα ακριβότερο από τον καφέ και δεν σηκώνει και πολλά τσιγάρα. Α, να προσέχετε επίσης όταν το αγοράζεται γιατί το πραγματικό τσάι του βουνού είναι λίγο και πολλοί πουλάνε αντί γι’ αυτό ένα άλλο είδος που καλλιεργούν ακόμη και στον κάμπο αλλά υστερεί σε πολλά απ’ αυτό των κορυφών.

Δευτέρα 13 Δεκεμβρίου 2010

ΤΑ ΠΗΓΑΔΙΑ ΤΟΥ ΑΣΦΟΝΤΥΛΙΤΗ


Τι θα ήταν ο Ασφοντυλίτης αν δεν υπήρχαν στα σύνορα του οικισμού τα πηγάδια με το πολύ καλό νερό; Ένας ξερότοπος όπως τα διπλανά σε αυτόν σημεία που οι άνθρωποι θα έπρεπε να φτιάξουν τέτοια συστήματα που να μαζεύουν το βρόχινο νερό σε στέρνες να ξεδιψάνε αυτοί και τα ζωντανά τους. Και τούτο θα γίνονταν βέβαια αν λειτουργούσε καλά ο καιρός και δεν τύχαιναν τίποτε παρατεταμένες ξηρασίες που θα στέγνωναν τον τόπο.

Στον Ασφοντυλίτη λοιπόν υπήρχε νερό και αυτό ήταν η αιτία που μάζεψε τον οικισμό κοντά του. Επί πλέον, τα πηγάδια ήταν και η αφορμή να περάσει δίπλα τους και η μεγάλη στράτα που συνέδεε την Αιγιάλη με τη Χώρα, τα Κατάπολα, το μοναστήρι και την Κάτω μεριά. Εξετάζοντας βέβαια κάποιος τη χάραξη της στράτας παρατηρεί πως δεν υπήρχε ποιο εύκολο σημείο να περάσει και ας μην ήταν τα πηγάδια εκεί.

Ανέκαθεν λοιπόν έβγαζε ένα νερό λοιπόν εκεί και το σημείο αποτελούσε ένα πόλο έλξης για τα λογής ζωντανά του νησιού και γύρω του θα είχε αναπτυχθεί μια δυνατή συστάδα δέντρων και θάμνων και ενδεχομένως ο άνθρωπος παραφύλαγε εκεί να πιάσει τα διψασμένα ζωντανά.

Πότε όμως προχώρησε ο άνθρωπος στο άνοιγμα των πηγαδιών κανένας πάλι δεν ξέρει όπως και κανένας πάλι δεν γνωρίζει αν η διάνοιξη έγινε άπαξ η κατά καιρούς για λόγους πιθανόν ξηρασίας ή ανομβρίας.

Για την καλή λειτουργία όμως των πηγαδιών μια φορά το έτος κατέβαιναν και τα καθάριζαν από τα χόρτα που έπεφταν μέσα και από τη λάσπη που μάζευε το πηγάδι από τη σκόνη και τα χώματα.

Μέχρι πριν η λειτουργία κάθε αγροτικής δραστηριότητας υποκατασταθεί από μηχανές, η άντληση του νερού γινόταν με κουβάδες και το πότισμα των ζωντανών σε γούρνες που σκαφτεί στις πέτρες και το πλήθος αυτών διασκορπισμένο γύρω από τα πηγάδια δηλώνει κάπως και τον μεγάλο αριθμό των ζωντανών της περιοχής που ξεδιψούσαν εκεί.

Μέχρι κάποια εποχή τα πηγάδια ήταν ανοιχτά και πολλές φορές κάποια ζωντανά έπεφταν μέσα και πνίγονταν αλλά σήμερα είναι καλυμμένα με ασφαλή πλαίσια για να τα κρατάνε καθαρά και να αποφεύγονται τυχόν ατυχήματα. Τελευταία μάλιστα έτυχαν και μιας προσεγμένης επισκευής και φροντίδας στο εξωτερικό τους μέρος και αποτελούν πάλι τα στολίδια του Ασφοντυλίτη.

Η ΨΕΥΔΑΙΣΘΗΣΗ ΤΗΣ ΛΙΑΚΑΔΑΣ


Δεν είδα ακόμη τι καιρός κάνει σήμερα στην πόλη που τούτη την εβδομάδα, θα ζήσει όπως όλοι καταλαβαίνουμε, ένα πρωτοφανές απεργιακό κλίμα εξαιτίας των παλαιών αλλά και των νέων μέτρων που θα πάρει σήμερα – αύριο η κυβέρνηση με την ψήφιση του σαρωτικού, για τα εργασιακά αλλά και άλλα δικαιώματα πολυνομοσχεδίου που θα αλλάξουν ακόμα προς το χειρότερο τα πράγματα στη ζωή μας.

Για να μην μας πάρει όμως εντελώς από κάτω με όσα ακούμε και απ’ όσα μέλει να ζήσουμε σε αυτό τον άμοιρο τόπο, ας σχολιάσουμε τα πράγματα με τη βοήθεια μιας φωτεινής φωτογραφίας που δημιουργεί την ψευδαίσθηση της λιακάδας, στην πρόσοψη ενός γυάλινου κτιρίου στο αριστερό, όπως κατεβαίνουμε την Πανεπιστημίου πεζοδρόμιο.

Ήταν χθες το μεσημεράκι που ξύριζε ο βοριάς την Αθήνα και όπως κατέβαινε να δύσει προς Σαλαμίνα μεριά, έριχνε πλάγια τις ακτίνες του στο Λυκαβηττό και φώτιζε λαμπρά τους εφέστιους θεούς που κοσμούν τον ουρανό πάνω από την Ακαδημία Αθηνών. Αυτή τη χειμωνιάτικη αιθρία που σε άλλες στιγμές θα τη χαιρόμασταν με άλλο τρόπο, «έκλεψε» η γυάλινη επιφάνεια τη κτιρίου και ώσπου να κρυφτεί ο ήλιος λειτούργησε ως είδωλο των προαναφερόμενων στοιχείων της πόλης.

Έτσι όπως ακριβώς λειτούργησαν και ένα σωρό άλλα πράγματα τα τελευταία χρόνια στη ζωή μας και αντί την αληθινή ζωή, βλέπαμε το λαμπερό είδωλό της και συμπεριφερόμασταν ανάλογα. Και τώρα που χαμήλωσαν τα φώτα, έκπληκτοι, όπως την ψεύτικη λιακάδα στο γυάλινο κτίριο, ανακαλύπτουμε πως ήταν μια ψευδαίσθηση και το τίμημά της καλούμαστε να πληρώσουμε ακριβά και πολύ βαρύ τόκο…

Κυριακή 12 Δεκεμβρίου 2010

ΜΙΑ ΘΕΣΗ ΣΤΗ ΛΙΑΚΑΔΑ


«Ήλιο με δόντια» -όπως λένε την ηλιόλουστη χειμωνιάτικη ημέρα που φυσάει βοριάς και επιβάλει παλτό και καπέλο- είχε καιρό να δει η Αθήνα εξαιτίας των εμφανών πλέον κλιματολογικών αλλαγών που επικρατούν τα τελευταία χρόνια. Αν δε κρίνω από την κίνηση της οδού Πανεπιστημίου που παρακολούθησα για αρκετές ώρες σήμερα από την είσοδο της Ακαδημίας Αθηνών, το εξαιρετικό για την υγεία των κατοίκων της βρωμερής πρωτεύουσας των σκουπιδιών φαινόμενο, δεν νομίζω πως τιμήθηκε αναλόγως, καθώς ελάχιστος κόσμος κυκλοφορούσε και αυτός από την δεξιά, προσηλιακή πλευρά της.

Οι περισσότεροι ως γίνεται κάθε Κυριακή εξάλλου, ήταν αλλοδαποί που εργάζονται στην Ελλάδα και οι οποίοι συνηθίζουν να δίνουν το ραντεβού τους στους ανοιχτούς χώρους και τα παγκάκια του νεοκλασικού συνόλου (Βιβλιοθήκη, Προπύλαια, Πανεπιστήμιο, Ακαδημία) και παράλληλα να κάνουν τις αγορές τους από τους διάφορους πωλητές που απλώνουν κατά μήκος των πεζοδρομίων την απίστευτη πραμάτεια τους. Απ’ αυτούς όμως δεν υπήρχε κανένας εκεί σήμερα – αντιθέτως ισχυρή ήταν η παρουσία των αστυνομικών δυνάμεων (προσοχή όχι της Δημοτικής Αστυνομίας) που προφανώς είχαν ως στόχο να μην επιτρέψουν σε κανέναν να καταλάβει ούτε πόντο από τα πεζοδρόμια κοντά στις εισόδους του μετρό.

Έτσι λοιπόν καθώς η πιάτσα ήταν λόγω «ανωτέρας δύναμης» κλειστή, ημεδαποί και αλλοδαποί έπιασαν τα προσήλια μαρμαρένια σκαλιά κοντά στους τοίχους που έκοβαν το βοριά και απλώθηκαν να απολαύσουν ένα ήλιο χειμωνιάτικο χωρίς κανένα κόστος. Η σκηνή θύμισε μια άλλη εποχή πριν από πολλά χρόνια, τότε που οι ελάχιστες δραχμές που κυκλοφορούσαν βοηθούσαν με τον πικρό τρόπο τους βέβαια, να κυλάει κάπως γλυκά το απόγευμα της Κυριακής προς το ξημέρωμα της Δευτέρας που θα άρχιζε πάλι ο αγώνας της επιβίωσης με την ελπίδα πως ο ήλιος θα ανέτειλε, το ίδιο ζεστός για όλους…

Σάββατο 11 Δεκεμβρίου 2010

ΤΑ ΧΩΡΑΦΙΑ ΤΗΣ ΠΕΤΡΑΣ


Είναι αγώνας ζωής να βγάλεις από ένα τόπο τις πέτρες και να κάνεις σε αυτό το μέρος χωράφι τέτοιο που να μπορεί να χωθεί μια παλάμη βαθιά στο χώμα το υνί για να μπορέσει να κρυφτεί ο σπόρος, να βλαστήσει, να ρίξει τέτοιες ρίζες που να μπορούν να το κρατούν όρθιο όταν φυτρώσει.

Δεν γνωρίζουμε πότε άρχισαν οι άνθρωποι να βγάζουν τις πέτρες από το έδαφος και να φτιάχνουν χωράφια στον Ασφοντυλίτη. Σίγουρα από την αυγή της εγκατοίκησης του ανθρώπου στις Κυκλάδες και την εξέλιξη της γεωργίας κάποιοι από τους προπάτορες, με τα χέρια στην αρχή, με λίθινες αξίνες και ξύλινους μοχλούς κατόπιν, άρχισαν να βγάζουν τις πέτρες από τη γη, να τις σπρώχνουν να παραμερίσουν με πολύ κόπο και ιδρώτα να τις ανεβάσουν και να τις στεριώσουν σε τοίχους ξερολιθιές.

Έτσι δημιούργησαν τα πρώτα χωραφάκια και αυτά που βλέπουμε σήμερα δεν είναι παρά η συνέχειά τους. συνέχεια που έγινε εφικτή χάρη στο διαρκή αγώνα των ανθρώπων με τις πέτρες που κυριολεκτικά παραφύλαγαν κάτω από το λιγοστό χώμα να βγουν πάλι στην επιφάνεια και στο φως. Κάθε δυνατή μπόρα ήταν μια ευκαιρία γι’ αυτές να ανέβουν λίγο παραπάνω καθώς το νερό έπαιρνε το χώμα που τις σκέπαζε.

Η προφύλαξη των χωραφιών από το νερό ήταν ένας άλλος αγώνας που έδινε ο κάθε νοικοκύρης όλο το χρόνο με αυλάκια που έδιωχναν το νερό που περίσσευε στο παρακείμενο λαγκάδι της πλαγιάς με τρόπο τέτοιο που να μη παρασύρει και το χώμα. Τούτη η τέχνη δεν ήταν καθόλου εύκολη και είχε αποτέλεσμα μόνο αν υπήρχε συνεννόηση με τους γείτονες στα χωράφια.

Τώρα στον Ασφοντυλίτη δεν υπάρχουν οι παλιοί νοικοκυραίοι που να καλλιεργούν όπως τα περασμένα χρόνια τα χωράφια και από αυτά να περιμένουν να ζήσουν, αξιοποιώντας το παραμικρό τμήμα γης και εκμεταλλευόμενοι και την πιο μικρή σταγόνα της βροχής και δεν άφηναν να πάει χαμένο ούτε το παραμικρό χορταράκι που φύτρωνε εκεί

Κάποια χωράφια, όπως αυτά που βρίσκονται ακριβώς δίπλα από το δρόμο του οικισμού και κάτω από τα πηγάδια που το χώμα τους είναι αρκετά βαθύ και τούτο εύγλωττα μας δηλώνει πως για αιώνες γίνονταν το ξεψάχνισμα αυτής της γης από τις πέτρες και τα οποία είναι προσπελάσιμα στα μηχανήματα, οργώνονται και σπέρνονται, αλλά η σοδειά τους δεν φτάνει ποτέ στο θερισμό γιατί απλά προορίζονται μόνο για χλωρή βοσκή των ζωντανών. Έτσι ενώ συνεχίζεται το όργωμα με καινούργια μέσα ο θερισμός κοντεύει να ξεχαστεί.

Έπειτα, οι σπόροι που έβαζαν παλιά στα χωράφια, σπόροι που επί αιώνες εξελίχθηκαν και προσαρμόστηκαν στο κλίμα αλλά και στο έδαφος των Κυκλάδων έχουν χαθεί γιατί κρίθηκαν κάποτε αντιπαραγωγικοί και αντικαταστάθηκαν από άλλους που είχαν μεγαλύτερη σοδειά αλλά είχαν άλλες ανάγκες για να καρπίσουν και να αντέξουν στα λιθοχώραφα.

Έτσι αν χρειαστεί να αρχίσει πάλι από την αρχή η καλλιέργεια στα νησιά θα πρέπει οι άνθρωποι οι οποίοι θα το τολμήσουν, είτε από συνέπεια προς τον τόπο τους είτε από ανάγκη, θα πρέπει να βγάλουν πάλι τις πέτρες που πλημμύρισαν τα χωράφια, να φτιάξουν τα χτιά και τις ξερολιθιές, να καθαρίσουν τα αυλάκια και τις στέρνες και βεβαίως να περάσουν πολλά –άγνωστο πόσα- χρόνια μέχρι να αποκτήσει πάλι ο σπόρος τη γόνιμη σχέση που είχε με το χώμα και τον καιρό.

ΑΜΟΡΓΟΣ, 11122010

Παρασκευή 10 Δεκεμβρίου 2010

ΜΕ ΤΟΝ ΤΡΟΠΟ ΤΟΥ ΚΟΡΥΔΑΛΛΟΥ


Οι πέρδικες είναι μαθημένες να ζουν ανάμεσα στις πέτρες – αυτός εξάλλου είναι και ο βιότοπός τους που τους προσφέρει κυρίως προστασία για τη φωλιά τους και τροφή από τους σπόρους των φυτών που φυτρώνουν ανάμεσά τους.


Το ίδιο ισχύει κατά πως και με τους κορυδαλλούς, αλλά τούτοι οι πρίγκιπες των πτερωτών την περισσότερη ζωή τους την περνάνε μέσα στους αγρούς και είναι από το γένος των πουλιών τα πρώτα απ’ όλα που χαιρετούσαν το πρωί τον ξωμάχο σαν φαίνονταν να πηγαίνει στο χωράφι και τα τελευταία που τον κατευώδοναν το σούρουπο σαν γύριζε σπίτι.

Οι πέρδικες είναι από τα πιο διακριτικά πουλιά και κοιτάζουν γύρω τους μόνο όταν είναι στη φωλιά τους μήπως και δεχθούν κανένα απρόοπτο επισκέπτη και φυσικά όταν βγαίνουν να βοσκήσουν μη και τις παραμονεύει κανένας εχθρός.

Οι κορυδαλλοί είναι και αυτοί πολύ ευγενείς αλλά καθώς όλη την ημέρα πετάνε γύρω και μέσα στο χωράφι που παλεύει ο ξωμάχος, πότε σκάβοντας, πότε καθαρίζοντάς το από τις πέτρες και πότε θερίζοντας εύκολα, θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν ως αδιάκριτοι. Θα ήταν όμως εντελώς άδικος ένας τέτοιος χαρακτηρισμός για το όμορφο αυτά πουλιά γιατί το ενδιαφέρον τους δεν είναι αυτό που λέμε, αλλά πηγάζει από άλλες αιτίες και γι’ αυτό δίνει ιδιαίτερη προσοχή στον ξωμάχο.

Γιατί οι κορυδαλλοί ξέρουν πολύ καλά πως ο άνθρωπος είναι αυτός που ήρθε κάποτε και καθάρισε τον τόπο από τις πέτρες κι έφτιαξε χωράφι όπου έσπειρε σιτάρι και κριθάρι να ζήσει την οικογένειά του και κοντά σ’ αυτόν έπαιρναν και τα πουλιά το μερίδιό τους. Όχι πως δεν έβρισκαν και πριν να φάνε οι κορυδαλλοί, αλλά όπως και να έχει με την οργάνωση που έβαλε ο άνθρωπος βελτιώθηκε κάπως και αυτών η ζωή και δεν ήταν πια υποχρεωμένοι να ψάχνουν στις ερημιές για σπόρους.

Γι’ αυτό λοιπόν και δείχνουν τέτοιο ενδιαφέρον για τον άνθρωπο. Από το πρωί ως το βράδυ δεν τον αφήνουν ούτε μια στιγμή από τα μάτια τους πετώντας με θάρρος από τον ένα τοίχο στον άλλο και αποσύρονται και αυτοί στις φωλιές τους σαν τον δουν να μαζεύει τα εργαλεία του και να φεύγει.

Έτσι γίνονταν μέχρι πριν από λίγα χρόνια και στον Ασφοντυλίτη τα χωράφια του οποίου ήταν ιδιαίτερα αποδοτικά σε σχέση με άλλες γειτονικές περιοχές και αυτά που είχαν οι κάτοικοι του Ποταμού κοντά στο χωριό όπου το όργωμα ήταν ιδιαίτερα δύσκολο εξαιτίας της στενότητας του χώρου ανάμεσα στις ξερολιθιές. Εδώ οι άνθρωποι συνέχισαν να οργώνουν με αλέτρι και να θερίζουν με δρεπάνι μέχρι πρόπερσι σχεδόν και είναι μαζί με άλλους λίγους ακόμη οι τελευταίοι στην Αμοργό που ξέρουν αυτή την τέχνη.

Το έβλεπαν από χρόνια οι κορυδαλλοί να λιγοστεύουν οι άνθρωποι που ασχολούνταν με τα χωράφια και ανησυχούσαν μη και μείνουν πάλι μόνοι στις εξοχές και ο κόσμος ξαναγίνει όπως τον γνώρισαν οι παλιότεροι του είδους τους. Τώρα όμως που βλέπουν πως και στον Ασφοντυλίτη, ένα οχυρό της παραδοσιακής ζωής στην Αμοργό σταμάτησαν και οι Θηραίοι και οι Αρτέμηδες να καλλιεργούν, κατάλαβαν πως ο φόβος τους θα επιβεβαιώνονταν.

Πέμπτη 9 Δεκεμβρίου 2010

ΣΤΟ "ΒΑΣΙΛΕΙΟ" ΤΟΥ ΑΣΦΟΝΤΥΛΙΤΗ


Στον Ασφοντυλίτη ο οποίος αποτελούσε και το κέντρο για τους κοντινούς σε αυτόν διαλυμένους πριν απ’ αυτόν οικισμούς, Χάλαρα, Ρίζα, Απόλακα και Ξηροκάμπι ζούσαν μόνιμα μέχρι τα πρώτα της δεκαετίας του 1950 χρόνια, αρκετές οικογένειες και τα μέλη τους αντάμωναν συνήθως κατά την πρώτη Κυριακή κάθε μήνα, όταν έρχονταν ο παπάς από τον Ποταμό, στη λειτουργία που έκανε στον Άγιο Νικόλαο.

Άγνωστο για πιο λόγο, στον Ασφοντυλίτη ίσχυε ατύπως ο θεσμός της βασιλείας, όπου βασιλεύς ήταν ο παππούς του Μιχάλη Αρτέμη, Μιχάλης και αντιβασιλεύς ο πατέρας του Ρουσέτος. Τους βασιλείς πλαισίωνε ένα Φρουραρχείο επικεφαλής του οποίου ήταν ο Νικόλας Δημητρίου και μέλη άλλοι άνδρες του οικισμού. Φυσικά και οι αρμοδιότητες του βασιλέως περιορίζονταν στην επικράτεια του Ασφοντυλίτη αλλά όπως και να είχε το πράγμα, ήταν μια σημαντική αρχή για τον τόπο και πιθανόν είχε λόγο σε πολλές από τις λειτουργίες της μικρής κοινωνίας που βασίλευε.


Ίσως την «εξουσία» να την επέβαλε ο γέρο Μιχάλης ο οποίος πήγε να βασιλέψει πλέον στον ουρανό το 1957, λόγω της θητείας του στην ανακτορική φρουρά• δεν πήγαζε μόνο από αυτό το γεγονός αλλά και από τη σωματική του δύναμη. Ο βασιλιάς ήταν ένας άντρας δυο μέτρα ψηλός και διέθετε μεγάλη δύναμη, τόση που σε αυτόν αποδίδεται η τοποθέτηση των μεγάλων υπέρθυρων στις κατοικιές του οικισμού. Αυτός είχε φέρει κάποτε στον οικισμό και μια γκραβούρα του τσάρου της Ρωσίας Νικολάου με τη γυναίκα του και η οποία κοσμεί το σαλόνι της κατοικιάς του Μιχάλη όπου έχουν τη θέση τους και κάποιοι έκπτωτοι του ελληνικού στέμματος…



Αντίθετα, στην κατοικιά του Νικόλα Θηραίου, του οποίου ο πατέρας ήταν απλός φρουρός, δεν έχει τίποτα εμβληματικό να κρεμάσει στον τοίχο και η διακόσμηση περιορίζεται σε απλές σύγχρονες οικογενειακές φωτογραφίες.

Ανεξάρτητα όμως από αυτά, τα οποία αποτελούν και την πρώτη ύλη για πολλούς εύθυμους διαλόγους, οι κατοικιές και του Αρτέμη και του Θηραίου αποτελούν εξαιρετικά δείγματα αρχιτεκτονικής καθώς λόγω της συνεχούς κατοίκησής τους δεν προσβλήθηκαν από το χρόνο και διατηρούν ακόμη ακέραια όλα τα ιθαγενή στοιχεία που χαρακτήριζαν τα παλιά σπίτια της Αμοργού. Πιθανόν να είναι και μοναδικές που υπάρχουν σήμερα σε όλο το νησί και το γεγονός τις κάνει ακόμα πιο σημαντικές για τη μελέτη του πολιτισμού της Αμοργού και φυσικά για την προστασία τους.

Τετάρτη 8 Δεκεμβρίου 2010

ΤΟ ΚΑΠΕΛΟ ΤΟΥ ΚΑΤΣΑΡΟΥ


Οι προπάτορες της μουσικής στις Κυκλάδες ήταν οι αέρηδες·ο βοριάς που κατέβαινε από τα υψώματα και ο νοτιάς που έρχονταν από το πέλαγος σφύριζαν πότε ο ένας και πότε ο άλλος ανάμεσα στα καλάμια και οι συριγμοί που έβγαιναν ήταν οι ήχοι που είχε σχεδόν μόνιμα ο άνθρωπος στα αυτιά του και συντρόφευαν τη μέρα και τη νύχτα του.


Ο άνθρωπος στα νησιά των Κυκλάδων δεν έζησε όπως σε άλλους τόπους ποτέ στη σιωπή γιατί ελάχιστες ήταν οι μέρες του χρόνου που δεν έπνεε αέρας και κάποια στιγμή, άγνωστο πως και γιατί, άρχισε να δημιουργεί κι αυτός ήχους χρησιμοποιώντας καλάμια. Πήρε κάποτε ένα κομμάτι απ’ αυτά και έφτιαξε τον αυλό που σαν φυσούσε στο εσωτερικό του έβγαζε ένα παρατεταμένο ήχο που σιγά – σιγά τον διαμόρφωσε σε μελωδία από κάτι τρύπες που άνοιξε στο καλάμι και τις ανοιγόκλεινε με τα δάχτυλά του.

Δεν έμεινε όμως σε αυτό το όργανο. Καθώς άκουγε πως όταν από τον αέρα τα καλάμια τρίβονταν μεταξύ τους έβγαζαν ένα άλλο πιο οξύ και συγκεκριμένο ήχο, από πολλές απόπειρες κατάφερε στη θέση του καλαμιού να βάλει μια χορδή από κάποιο υλικό. Στην αρχή έβγαζε μουσική μόνο με τα δάχτυλά του και σιγά – σιγά ακολούθησε το δοξάρι που αντικατέστησε την ορμή του ανέμου.

Αυλό είπε το πρώτο όργανο και άρπα το δεύτερο και τα δυο τα βρίσκουμε να τα κρατάνε στα χέρια τους τα μοναδικά στον κόσμο εδώλια που βρέθηκαν στην κοντινή Κέρο, ο «αυλητής» και ο «αρπιστής».

Στον Ασφοντυλίτη όμως ο Μιχάλης Ρούσσος δεν είχε όπως ο αρχαίος τεχνίτης της Κέρου τον τρόπο και τα μέσα να σμιλέψει στο μάρμαρο τις μορφές των μουσικών που έβλεπε και άκουγε να παίζουν στα χρόνια του, στο πανηγυράκι του Αγίου Νικολάου στις 6 του Δεκέμβρη και αρκέστηκε να τις κεντήσει στην πέτρα. Ποιοι ήταν αυτοί οι μουσικοί στις βραχογραφίες που βλέπουμε σήμερα, κανένας δεν θυμάται, ούτε κανείς πάλι μπορεί να καταλάβει από το όργανο που κρατάει ποιος μπορεί να ήταν αυτός που το όνομά του αχνοφαίνεται στη μνήμη όσων ακόμη θυμούνται τις αφηγήσεις των παλιών.

Λένε όμως για μια φιγούρα πως είναι του Γιώργου Κατσαρού, του σπουδαίου Έλληνα μουσικού (Αμοργός 1888 – Φλόριδα 1997) που διέπρεψε στην Αμερική και θεωρείται ως ο πατριάρχης της λαϊκής μουσικής μας και στιχουργός πολλών μεγάλων επιτυχιών.


Ο Κατσαρός βέβαια έφυγε από την Αμοργό το 1907 και ξαναγύρισε για 8 μήνες στην Ελλάδα το 1928, περίοδο μάλιστα που συνεργάστηκε με πολλούς Έλληνες μουσικούς εκείνης της εποχής στην Αθήνα και επισκέφθηκε και τη γενέτειρά του. Εκεί λένε πως έπαιξε και στο πανηγύρι του Αγίου Νικολάου και οι ντόπιοι μουσικοί αντέγραψαν απ’ αυτόν τον τρόπο που φορούσε το καπέλο και τον υιοθέτησαν με τα ψαθάκια τους κι έτσι τους θέλει και ο Ρούσσος στα έργα του.

Γι’ αυτό σε ορισμένες φιγούρες που δείχνουν μουσικούς βάζει ένα καπέλο που δεν είναι βέβαια της ποιότητας που φορούσε ο Κατσαρός αλλά ένα ταπεινό ψαθάκι που τόνιζε όμως την επισημότητά τους.