Παρασκευή 9 Μαρτίου 2018

ΓΙΑ ΤΟΝ ΔΑΣΚΑΛΟ ΜΟΥ ΒΑΣΙΛΗ ΜΟΥΛΟΠΟΥΛΟ




Τον Βασίλη Μουλόπουλο γνώρισα το 1982, στο μπαρ «Μακόντο» (για όσους θυμούνται αυτό ήταν στη γωνία Ζωοδόχου Πηγής και Ισαύρων) και αργότερα εκεί στεγάστηκε το «Μπαράκι» του Βασίλη Τσιμπίδη. Το «Μακόντο», που έτσι το είχε βαφτίσει η Νίνα επηρεασμένη από τα «Εκατό χρόνια μοναξιάς» του Μαρκές, ήταν το πρώτο μπαρ που άρχισα να πηγαίνω στην Αθήνα γιατί ήταν ακριβώς απέναντι από το σπίτι που έμεινα στη Ζωοδόχου Πηγής 99 και μου άρεσε. Εκεί σύχναζε τα βράδια και η παρέα της «Εξόρμησης», της εβδομαδιαίας εφημερίδας του ΠΑΣΟΚ όπου δούλευε ο Βασίλης και σιγά – σιγά άρχισα να τους γνωρίζω και να μιλάω μαζί τους. Τότε εγώ δούλευα σε μια εταιρεία κρασιών στο Μοναστηράκι και το απόγευμα πήγαινα στο Εργαστήρι Δημοσιογραφίας ενώ τα Σαββατοκύριακα αναλάμβανα να κάνω διάφορες οικοδομικές εργασίες και κυρίως μπογιατίσματα για να έχω χρήματα.

Εκεί λοιπόν την άνοιξη του 1983 που προτάθηκε από τον Βασίλη να πάω στην «Εξόρμηση» να μάθω τη δουλειά. Εγώ δεν είχα τίποτα να με εμποδίζει και δέχθηκα αμέσως. Έτσι στα μέσα του Μαῒου του 1983, μια Πέμπτη πρωί πήγα στα γραφεία της εφημερίδας που ήταν ακριβώς απέναντι από τα γραφεία του ΠΑΣΟΚ στην Χαριλάου Τρικούπη, με σύστησε στον Γιώργο Τσαλακό που ήταν τότε διευθυντής και κατόπιν στον Δημήτρη Ευαγγελοδήμο που μοιράζονταν το ίδιο γραφείο. Με σύστησε επίσης και στη Φρόσω Λαμπροπούλου, υπεύθυνη τότε του Λογιστηρίου για να με γράψει στο προσωπικό και η πρώτη δουλειά που μου έβαλε να κάνω ήταν να μετρήσω λέξεις σε κάποια κείμενα της στήλης με τις επαρχιακές ειδήσεις που επιμελούνταν ο Νίκος Λακόπουλος. Τις μέτρησα με ακρίβεια, έκανα και κάτι δοκίμια τίτλων, μου έδειξε πως αυτές έμπαιναν στο κασέ και η υπόλοιπη μέρα μου πέρασε ξεφυλλίζοντας εφημερίδες και ανιχνεύοντας το χώρο των γραφείων και τα πρόσωπα που εργάζονταν εκεί. Από τους πρώτους που γνώρισα ήταν ο Νίκος Λαγκαδινός, ο Σταμάτης Νικολόπουλος, οι μακαρίτες Βασίλης Μούρτης, Γιώργος Πρόκος, Δήμος Σκουλάκης και Παντελής Τρωγάδης, η Αθηνά Ραπίτου, ο Σταύρος Λυγερός, ο Μπάμπης Κουβαράκης, ο Ηλίας Γκρης, ο Σπύρος Στύλλος, o Γιάννης Χαρονικολάου, η Δώρα Παπαφράγκου, η Αθανασία Σταύρου, ο Θωμάς Μπαρμπαρούσης,ο Σεραφείμ Κωνσταντινίδης, o Κώστας Ψώνης, οι φωτογράφοι Βαγγέλης Βαρδουλάκης και Παντελής Σαίτας και άλλους πολλούς.

Η επόμενη ημέρα ήταν Παρασκευή, ημέρα που η «Εξόρμηση» πήγαινε στο τυπογραφείο και μαζί πήγαμε στις εγκαταστάσεις της «Απογευματινής» στη Φειδίου. Εκεί πάτησα για πρώτη φορά το πόδι μου σε τυπογραφείο και είδα πως στήνονταν μια εφημερίδα στο μάρμαρο. Δεν μπορώ να πω πως με ενθουσίασε αλλά μιας και είχα μπει στη διαδικασία συνέχισα να πηγαίνω στην εφημερίδα και να μετράω λέξεις στα κείμενα των άλλων. Δεν πέρασαν όμως δυο εβδομάδες που μια κινητικότητα άρχισε να απλώνεται στην εφημερίδα. Θα περνούσε από την λινοτυπία στην φωτοσύνθεση και το βάρος αυτής της εξέλιξης έπεφτε πάνω στο γραφείο της ύλης. Έτσι λοιπόν αρχίσαμε να πηγαίνουμε στη φωτοσύνθεση του μακαρίτη κι αυτού Αλέκου Μοάτσου στην οδό Τηλεμάχου και σε συνεργασία με τον Μάκη Τσιπουρίδη να στήνουμε μια καινούργια εφημερίδα με πρότυπο την ιταλική «La Rebublica» που θαύμαζε ο Βασίλης από τα χρόνια του στην Ιταλία.

Αρχίζοντας να στήνουμε την εφημερίδα, τότε ήταν που πήρα απόφαση ότι θα μείνω στη δημοσιογραφία και χωρίς να καταλάβω, έμαθα μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα τα πάντα για μια εφημερίδα που στήνονταν στη φωτοσύνθεση. Σημειώνω πως τον ίδιο καιρό είχαν αρχίσει και οι άλλες μεγάλες εφημερίδες να περάσουν στη φωτοσύνθεση και γενικά υπήρχε ένα κλίμα αισιοδοξίας σε όλο το χώρο. Εγώ μη έχοντας ιδιαίτερες επαφές με το χώρο περιορίστηκα στην «Εξόρμηση» όπου από τον Βασίλη Μουλόπουλο έμαθα τα μυστικά της σύνταξης ύλης και από τον Μάκη Τσιπουρίδη τα της φωτοσύνθεσης.

Παρότι άπειρος και δημοσιογραφικά αλλά και πολιτικά ο Βασίλης μου είχε μεγάλη εμπιστοσύνη και πάντα έλεγε πως ήμουν ο καλύτερος μαθητής του. Έτσι από πολύ νωρίς, μόλις έστρωσε η εφημερίδα στη φωτοσύνθεση με έστελνε στο τυπογραφείο να φτιάξω τις περισσότερες σελίδες και αναλάμβανε τις ημέρες της αιχμής. Φυσικά κι από πλευράς μου η εκτίμηση ήταν μεγάλη και είχα και το θάρρος να τον ρωτάω ένα σωρό πράγματα, όχι μόνο για την εφημερίδα αλλά και παραπέρα κι έτσι συνεχίσαμε μέχρι την ημέρα που έφυγε από την «Εξόρμηση» να πάει στο «Βήμα» που είχε βγάλει τότε και ημερήσιο φύλλο. Στην ουσία έμεινα μόνος στην σύνταξη ύλης στην «Εξόρμηση» αλλά πολύ σύντομα έφυγα κι εγώ και στα μέσα του 1985 πήγα στο «Κέρδος». Όπου κι αν πήγα μετά είχα πάντα σαν αρχή αυτά που έμαθα κοντά και από τον Βασίλη, για μια ποιοτική σύνταξη ύλης που δίνει ιδιαίτερη προσοχή στα κείμενα και τις φωτογραφίες καθώς και στους τίτλους που έπρεπε πάντα να ξεχωρίζουν, αρχή που κράτησα όλα τα χρόνια που ακολούθησαν μέχρι που τα παράτησα.

Με τον Βασίλη Μουλόπουλο ξαναδουλέψαμε μαζί αρκετούς μήνες το 2001 και το 2002 στο «Βήμα» που ο ίδιος με πρότεινε, όταν έμαθε ότι έφυγα από την «Ελευθεροτυπία» και δεν είχα δουλειά. Στο «Βήμα» έμεινα περί τους 15 μήνες συνολικά κι εκεί μαζί με τον Βασίλη έκλεισα έναν εικοσαετή κύκλο στη σύνταξη ύλης των εφημερίδων, αποχώρησα και άρχισα να γράφω σε διάφορα περιοδικά για την Ελλάδα και τους ανθρώπους της. Είχε περάσει η εποχή αυτής της ειδικότητας ή μάλλον άρχισε να φθίνει και να υποχωρεί μπροστά στην απόλυτη κυριαρχία των γραφιστών. Το κουβεντιάζαμε καμιά φορά με τον Βασίλη και νοσταλγούσαμε την εποχή που τον ρωτούσα πόσες στιγμές έχει… το στιγμόμετρο και τη σημειολογία που είχε η κάθε γραμματοσειρά στον τίτλο ή το κείμενο της σελίδας.

Θα τον θυμάμαι πάντα  και θα τον μνημονεύω σαν τον δάσκαλό μου στη δημοσιογραφία που μου έμαθε πώς να ζυγίζω πάνω σε μια σελίδα το ειδησεογραφικό υλικό έτσι ώστε να είναι ικανοποιημένοι όλοι: δημοσιογράφοι, φωτογράφοι και κυρίως οι αναγνώστες!

ΑΘΗΝΑ, 09032018

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου