Στον Κεραμεικό, Κολοκυνθούς και Κεραμεικού, πριν από λίγο
καιρό το γωνιακό σπίτι
έμεινε μισό καθώς ένα μεγάλο τμήμα του κατέρρευσε.
Οι τελευταίες έντονες βροχοπτώσεις, εκτιμάται από πολλούς ότι
είναι η αιτία που πολλά από τα ερειπωμένα εγκαταλελειμμένα κτίσματα της Αθήνας
καταρρέουν προκαλώντας ζημιές στα σταθμευμένα μπροστά τους αυτοκίνητα, ενώ
συχνά κινδυνεύουν και οι πολίτες που περπατούν ανύποπτοι στο δρόμο από τους
οποίους οι περισσότεροι έχουν ξεμάθει να ακούν τους πραγματικούς ήχους της πόλης και
κυρίως το υπόκωφο τρίξιμο της παρακμής, που σε όλες τις εκφράσεις της απλώνεται
σαν επιδημία και είναι ορατή πλέον από όλους.
Πρόκειται συνήθως για κτίσματα που ξεπερνάνε σε διάρκεια
ζωής τον αιώνα και οι ιδιοκτήτες τους για διάφορους λόγους τα έχουν
εγκαταλείψει. Κατά κανόνα, κι αυτό το μαθαίνει όποιος ακούσει τις αφηγήσεις των
περιοίκων και της γειτονιάς είναι αυτά που έχουν πολλά μπλεξίματα, είτε γιατί οι
παλιοί ιδιοκτήτες δεν φρόντισαν να ορίσουν κληρονόμους ή γιατί αυτοί είναι
πολλοί και δεν μπορούν να τα βρουν μεταξύ τους. Τέτοια ζητήματα απασχολούν
συχνά τα δικαστήρια, αλλά αν δεν έχει κάποια αξία το ακίνητο, το κόστος για να βρεθεί
λύση είναι μεγάλο και αποθαρρύνει την διεκδίκηση και το προγονικό σπίτι γίνεται
ένα αγκάθι μεταξύ των συγγενών και μια μαύρη τρύπα στη γειτονιά του.
Στη γωνία Αχαρνών και Μακεδονίας, ένα αρχοντικό σπίτι
ρημάζει.
Καθώς δε έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε που αυτά τα
σπίτια έκλεισαν, δεν υπάρχουν πια άνθρωποι που να δώσουν κάποιες πληροφορίες
για τον ιδιοκτήτη ή τους κληρονόμους ώστε να βρουν άκρη οι υπηρεσίες ή όποιος
άλλος δείξει ενδιαφέρον. Είναι αρκετά τέτοια, ορισμένα μάλιστα είναι παρατημένα
από την Κατοχή και την σκληρή περίοδο που ακολούθησε πολλοί άνθρωποι χάθηκαν ή έφυγαν για διάφορους λόγους και δεν επέστρεψαν ποτέ
στην Αθήνα για να δείξουν ενδιαφέρον για την περιουσία τους.
Πολλά απ’ αυτά πάλι ανήκουν σε διάφορα ιδρύματα (νοσοκομεία
κυρίως αλλά και εκκλησίες) που τα άφησαν
οι ιδιοκτήτες τους είτε γιατί δεν είχαν κληρονόμους, είτε γιατί θεωρούσαν πως
έτσι προσέφεραν στην κοινωνία, στην οποία φόρτωναν με αυτό τον τρόπο την
συντήρησή τους και τις υποχρεώσεις τους μέχρι να αρχίσουν να αποδίδουν έσοδα.
Τούτο ευοδώθηκε βέβαια στις καλές λεγόμενες περιοχές και σε ακριβούς δρόμους
αλλά ένα πλήθος άλλων ιδιοκτησιών σε απόμερες συνοικίες και υποβαθμισμένες
περιοχές εξελίχθηκαν και παραμένουν ασήκωτο βάρος σε όποιον έχει αποδεχθεί την
κυριότητά τους.
Αλκιβιάδου και Μακεδονίας μια πολυκατοικία του μεσοπολέμου
σε πλήρη παρακμή.
Το ίδιο συμβαίνει και με όποια κτίρια και ιδιοκτησίες
πλειστηριάστηκαν για χρέη προς τράπεζες, ταμεία και ιδιώτες. Όσα είχαν κάποια
αξία, συνεχίζουν να είναι ζωντανά και να αποδίδουν, ενώ τα υπόλοιπα έχουν γίνει ερείπια ή έχουν
γκρεμιστεί. Το ίδιο φαινόμενο με τα εγκαταλελειμμένα κτίρια στις γειτονιές
παρατηρείται τα τελευταία χρόνια και στις παλιές πολυκατοικίες στις
υποβαθμισμένες περιοχές του κέντρου της πόλης όπου πολλά διαμερίσματα ρημάζουν
και δημιουργούν δεκάδες προβλήματα στους ενοίκους ή καταλαμβάνονται συχνά από διάφορους παραβατικούς ημεδαπούς και ομάδες μεταναστών
που αφού τα χρησιμοποιήσουν για ένα διάστημα, τα παρατάνε σε άθλια κατάσταση.
Μια άλλη κατηγορία εγκαταλελειμμένων κτιρίων είναι τα
διατηρητέα, αυτά που σύμφωνα με μια σειρά προϋποθέσεων στις οποίες κύριο λόγο
έχει η αισθητική και η αρχιτεκτονική ορίζονται ως δείγματα του πολιτισμού μας
και γι’ αυτό προτάσσεται η προστασία τους. Ο αριθμός τους είναι μεγάλος, στην
ουσία είναι όσα γλίτωσαν από την αντιπαροχή την εποχή της ανοικοδόμησης. Σε
αυτή την πρωτοβουλία εμπλέκονται το Υπουργείο Πολιτισμού καθώς και το Υπουργείο
Περιβάλλοντος αλλά το πράγμα, εκτός από κάποιες ειδικές περιπτώσεις, σταματάει
στην καταγραφή και στους περιορισμούς που επιβάλλονται για να μην αλλάξει η
μορφή του. Άλλα ζητήματα, όπως η αποζημίωση του καταδικασμένου ιδιοκτήτη να συμβάλει με μια απαξιωμένη περιουσία στην
πολιτιστική εικόνα της πόλης ή η υποστήριξή του να την συντηρήσει χωρίς να
βαρυγκωμά από τη μοίρα που του έλαχε, χάνονται στο λαβύρινθο της γραφειοκρατίας
και στην αλληλοεπικάλυψη των αρμοδιοτήτων δεκάδων φορέων που στομώνουν κάθε
διάθεση προκειμένου να βρεθεί μια λύση.
Αν δούμε όμως το ζήτημα από μια άλλη γωνία, αυτά τα
εγκαταλελειμμένα σπίτια, ισόγεια ή διώροφα το πολύ στις παλιές γειτονιές που
σωριάζονται από την επιδημία που έπιασε την πόλη, με τον τρόπο τους εκδικούνται
εκείνους που τα άφησαν σε αυτή τη μοίρα. Γιατί σαν απόκληροι της ανάπτυξης, υπολήφθηκαν
της αντιπαροχής που σαν μια άλλη επιδημία τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες
έπληξε την Αθήνα και της άλλαξε διαπαντός την εικόνα μιας πόλης που επικρατούσε
σε ικανοποιητικό βαθμό η αρμονία της εξέλιξης με τα μνημεία της αρχαιότητας και
των άλλων εποχών που ακολούθησαν και το μέτρο του κατοικημένου χώρου με την μοναδική
φύση της Αττικής.
Ο θόρυβος που κάνουν αυτά, όπως πέφτουν μια μέρα στο χώμα,
είναι μια προειδοποίηση και για τα υπόλοιπα ότι κάποια στιγμή θα έρθει και η
δική τους σειρά να γίνουν ερείπια. Τούτο το βλέπουμε να συμβαίνει ήδη με
κάποιες από τις πρώτες τριώροφες και τετραώροφες πολυκατοικίες της Αθήνας που
υψώθηκαν κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου οι οποίες ρημάζουν προκλητικά και
αποτελούν μεγαλύτερο κίνδυνο από το γκρέμισμα ενός σπιτόπουλου ή παραπήγματος,
ενώ λόγω κατασκευής και χώρων χωράνε περισσότερα σκουπίδια ή μπορούν να γίνουν
άντρο ύποπτων καταλήψεων και ενεργειών.
Δεν είναι όμως αυτά τα γκρεμίσματα που στέλνουν με όποιο
θόρυβο κάνουν ανησυχητικά μηνύματα στην πόλη που βουλιάζει στην παρακμή. Είναι
και οι εικόνες που παρουσιάζουν και άλλα νεότερα μεγάλα κτίρια στο κέντρο που
κάποτε ήταν γεμάτα διάφορα γραφεία και ποικίλες δραστηριότητες τις οποίες
παραμέρισε η κρίση και η διάλυση της Αθήνας. Τέτοια κτίρια είναι πολλά γύρω από
την Ομόνοια που παραδοσιακά αποτελούσε και το κέντρο των περισσότερων
δραστηριοτήτων για την ζωή της πόλης ενώ παράλληλα λειτουργούσε και ως μια
μεγάλη σκηνή για την επικοινωνία της με την υπόλοιπη Ελλάδα. Και δεν αναφέρομαι
στο στοιχειωμένο ΜΙΝΙΟΝ αλλά σε ένα σωρό άλλα που ρημάζουν και κανένας, ούτε
και ο πιο αισιόδοξος μπορεί να δει αυτά μια μέρα να ζωντανεύουν, καθώς από την
εποχή που χτίστηκαν μέχρι σήμερα, άλλαξε πολύ ο κόσμος της αγοράς και των
επιχειρήσεων.
Το ερείπιο της οδού Αρτεμισίου που έπεσε και έγινε η αφορμή να ανοίξει για μια φορά ακόμη ο διάλογος για το τι θα
γίνουν όλα αυτά που είναι γεμάτη η Αθήνα.
Πρωταθλητής στη παρουσία εγκαταλελειμμένων κτιρίων στην
Αθήνα είναι η οδός Σταδίου, η οποία κάποτε ήταν γεμάτη από πολύβουα
καταστήματα που τόνωναν το ύφος της πόλης. Αυτά όμως ήταν και τα μεγαλύτερα
θύματα τα κρίσης. Το γεγονός σημειώνεται ως η μεγαλύτερη ήττα της πόλης και η εικόνα αυτών
των κτιρίων απογοητεύει τους Αθηναίους και προβληματίζει τους επισκέπτες της
πόλης. Φυσικά, αυτά ήρθαν να προστεθούν σε κάποια άλλα που είναι ερείπια
παραπάνω από 50 χρόνια, αλλά χάρη στην ιδιαιτερότητά τους στέκουν ακόμη όρθια και
στα οποία η μέθοδος του κουκουλώματος με ωραία θέματα από τη φύση, κρίθηκε πως
είναι ικανή να διασκεδάσει τις
εντυπώσεις που δημιουργούνται.
Είναι ένα θέμα τα εγκαταλελειμμένα κτίρια των περασμένων
εποχών που δεν θα πάψει να απασχολεί ποτέ την πόλη καθώς, κάθε εποχή θα ψάχνει
τα κοιτάσματα της προηγούμενης και ανάλογα τα εκτιμά αν πρέπει κάποια δείγματά
της να διατηρηθούν και αναζητεί τρόπο ώστε αυτά να αποτελούν ένα κρίκο στη
διαχρονία της. Το γεγονός γοητεύει και τον κόσμο της Αρχιτεκτονικής, των
εικαστικών σχολών καθώς και της Τέχνης, αλλά και της διασκέδασης και δεν πρέπει να γίνεται σε βάρος αυτών που είναι μεν
χρεωμένα, χωρίς όμως να μπορούν να τα
εκμεταλλευτούν προς όφελός τους ή τουλάχιστον να τα διατηρήσουν σε καλή
κατάσταση.
ΑΘΗΝΑ, 01032019. Εφημερίδα "Φιλελεύθερος", 20022019 σελ. 2 - 3.
Μπορεί να σταμάτησαν οι βροχές που απειλούν να σωριάσουν σε ερείπια τα παρατημένα παλιά σπίτια της Αθήνας αλλά το πρόβλημα παραμένει και φυσικά προκαλεί όχι μόνο για δημοσιογραφικό έργο αλλά για την εικόνα της πόλης και την κανονικότητα που έχει χάσει. Ένα μικρό αφιέρωμα στην εφημερίδα «Φιλελεύθερος» που προέκυψε από μια βόλτα στις γειτονιές των ερειπίων που θα έχει και συνέχεια τον επόμενο διάστημα.
ΑπάντησηΔιαγραφή