Στη γωνία Ζωοδόχου Πηγής και Ισαύρων, στα ημιορεινά Εξάρχεια,
στέκει ακόμη όρθιο ένα όμορφο σπίτι που είχε χτιστεί στις αρχές του περασμένου
αιώνα. Ερειπωμένο σήμερα και με πεσμένη στέγη, κινδυνεύει κάποια στιγμή να
γίνει σωρός από μπάζα που θα σκεπάσει αρκετά αυτοκίνητα, μπορεί και περαστικούς
αν έχουν τέτοια τύχη, την ώρα που θα πέσει.
Από πότε έπαψε να κατοικείται αυτό το σπίτι, το έχουν
ξεχάσει κι όσοι από τους παλιούς γείτονες ζουν ακόμη και την κυριότητά του έχει
η εκκλησία του Αγίου Νικολάου Πευκακίων στην Ασκληπιού και η οποία το ενοικίασε
πριν από καμιά σαρανταριά χρόνια σε κάποιους που το έκαναν μπαρ. Αυτά τα μπαρ ευδοκίμησαν
μεταπολιτευτικά σε πάμπολλα παλιά κτίρια των Εξαρχείων, της Νεάπολης αλλά και
πολλών άλλων περιοχών της Αθήνας και αποτέλεσαν εκτός από χώρους διασκέδασης
και σημεία γόνιμης συνάντησης ανθρώπων, ρευμάτων και ιδεών, στην τέχνη, τη
λογοτεχνία και φυσικά στην πολιτική. Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε πως αυτά τα
μπαρ επηρέασαν πολλαπλώς αρκετά πράγματα εκείνη την εποχή και ο απόηχος της
λειτουργίας τους ακούγεται σε ορισμένες συντροφιές ακόμη.
Απ’ αυτά ελάχιστα συνεχίζουν σήμερα τη λειτουργία τους και
μάλιστα στα ίδια κτίρια καθώς πέρασε η μόδα τους και η νύχτα στα Εξάρχεια
μυρίζει πλέον καμένα σκουπίδια, μολότοφ και χημικά. Ούτε η πελατεία τους, όσοι
απόμειναν από την χρυσές μεταπολιτευτικές δεκαετίες και νιώθουν ακόμη ενεργοί
δοκιμάζουν τις αντοχές τους και την αισθητική τους βεβαίως, σε χώρους που
ελάχιστα θυμίζουν εκείνες τις εποχές.
Το μπαρ που στεγάστηκε στο κτίριο της Ζωοδόχου Πηγής που
καταρρέει, στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’80 λέγονταν Μακόντο, έτσι το
βάφτισε η Νίνα που διάβασε τότε το περίφημο βιβλίο του Μαρκές και σύχναζαν
κυρίως δημοσιογράφοι του ΠΑΣΟΚ και χάρη σε αυτό βρέθηκα κι εγώ στο χώρο. Μετά
τη Νίνα το πήρε η Ευτυχία για τρία – τέσσερα χρόνια και συνεχίζαμε να
πηγαίνουμε καθώς σε αυτό συγκεντρώνονταν ωραίος κόσμος.
Μας είχε γίνει συνήθεια
και δεν πάψαμε να πηγαίνουμε όταν το πήρε ο Βασίλης Τσιμπίδης, ένας αγαπημένος
φίλος απ’ όλους μας που είχε ασχοληθεί με τον κινηματογράφο. Αυτός το ονόμασε «Το μπαράκι του Βασίλη» και έγινε
εκτός από στέκι όσων ασχολούνταν με τον κινηματογράφο και το θέατρο αλλά και
πολλών μουσικών που εκεί δοκιμάστηκαν και κατόπιν ακολούθησαν αξιόλογες
πορείες. Το «Μπαράκι του Βασίλη» σημειώνω, αποτέλεσε και το προπύργιο του αγώνα
κατά των περιορισμών που επιβλήθηκαν στις αρχές της δεκαετίας του ’90 στο
ωράριο και λειτούργησε ως κρυφό μπαρ που άνοιγε μόνο σε μυημένους και κατόπιν συνθηματικού
χτυπήματος στην πόρτα. Εκεί τον βρήκε το Βασίλη το πέρασμα στον 21ο αιώνα αλλά ο
σεισμός του 1999 τον υποχρέωσε να το μεταφέρει στην οδό Διδότου όπου
λειτούργησε ως το 2010 ενώ ο ίδιος πέθανε το καλοκαίρι το 2013.
Το ετοιμόρροπο κτίριο ελάχιστους πλέον υποψιάζει ότι κάποτε
λειτούργησε ως ένα στέκι στα Εξάρχεια κι απ’ αυτό πέρασαν πολλοί ξενύχτες αλλά
όπως δείχνουν τα πράγματα, ένας καλλιτέχνης του δρόμου προσφάτως το στόλισε με
τα έργα του κι έτσι θα κλείσει κάποια μέρα τον κύκλο της ζωής του σε μια πόλη
που αλλάζει με πολύ γοργό ρυθμό!
ΑΘΗΝΑ, 26032019. Εφημερίδα "Φιλελεύθερος", σελ. 37.
Στο σημερινό φύλλο της εφημερίδας «Φιλελεύθερος» ένα μικρό αφιέρωμα για ένα χώρο των Εξαρχείων που γνώρισε μεγάλες δόξες στις περασμένες δεκαετίες και τον αξέχαστο Βασίλη Τσιμπίδη. Το «Μπαράκι του Βασίλη» το οποίο υπήρξε για μένα η πόρτα για πολλά και σπουδαία στη ζωή μου και για τα οποία θα γράψω περισσότερα μια άλλη φορά…
ΑπάντησηΔιαγραφή