Είναι μόνιμοι κάτοικοι της πόλης, τα κομψά κοτσύφια και
ομορφαίνουν τις γειτονιές που έχουν δέντρα και θάμνους με πράσινο όλο το χρόνο καθώς
και τα μπαλκόνια που υπάρχουν γλάστρες με πρασινάδες και καμιά φορά φτιάχνουν
εκεί τις φωλιές τους. Η παρουσία τους είναι ιδιαίτερα αντιληπτή στα πρωινά της
άνοιξης και δεν είναι λίγος ο κόσμος που κοντοστέκεται σε να τους ακούσει να
ψέλνουν τον έρωτα και τη ζωή κι έτσι χωρίς πολύ κόπο κερδίζουν τις εντυπώσεις
από τα άλλα πετούμενα και εμπνέουν και ποιητές.
Αποτελούν μια ειδική κατηγορία πετούμενων οι κότσυφες της
Αθήνας και κάθε πόλης εξάλλου. Παρ’ ότι είναι είδος που ζει στα δάση και στις
εξοχές μπορεί να φτιάξει εύκολα φωλιά στα πάρκα και στους λόφους της Αθήνας κι
από εκεί να κάνει τις βόλτες του αναζητώντας τροφή στις ελιές, τις δάφνες και
στα γκαζόν όπου τα ποτίζουν βέβαια που σκάβει με το ράμφος του να βρει
σκουλήκια και έντομα. Είναι εκλεκτικός στην τροφή του, δεν ορμάει όπως τα
περιστέρια στα σκουπίδια ή οι σπουργίτες στα ψίχουλα των πεζοδρομίων ούτε πίνει
νερό από τις γούβες των δρόμων και επιλέγει να δροσιστεί όπου ξεφεύγει λίγο
νερό από τα λάστιχα ποτίσματος και τα συντριβάνια. Γι’ αυτό και ξυπνάνε πολύ
νωρίς το πρωί και πετάνε όπου βρουν κλαρί να κάτσουν χωρίς να γίνονται
αντιληπτοί γιατί τους χαρακτηρίζει και μια διακριτικότητα που δεν βλέπουμε στα
άλλα πουλιά. Δεν θέλει αυτός το στριμωξίδι με τα περιστέρια και τις
δεκαοχτούρες, δεν τον βλέπουμε να κάθεται στα σύρματα των δικτύων ή στα γείσα
των παραθύρων και φυσικά δεν ευθύνεται για τη ρύπανση από κουτσουλιές στις
τέντες και στα μπαλκόνια.
Μοναχικός στις περιπλανήσεις του πετάει μόνο όπου υπάρχει
πράσινο και με πολύ λεπτούς τρόπους σκαλίζει τη γη να βρει τροφή και βρίσκει
όπου δεν την έχουν πλημμυρίσει με λιπάσματα ή εντομοκτόνα. Τσιμπάει και σηκώνει
το κεφάλι να δει μη και τον παραμονεύει καμιά γάτα και συνεχίζει διακριτικά το
έργο του μέχρι να χορτάσει ή εξαντληθεί η πηγή. Μετά πετάει στον πλησιέστερο
θάμνο, δεν του αρέσουν τα ψηλά κλαδιά και από εκεί αρχίζει να ψάλλει. Για τον
ίδιο, για το ταίρι το για τους ανθρώπους που τον αγαπάνε.
Υμνεί τη ζωή και τον κόσμο τις ώρες που το φως δεν
πλημμυρίζει την πόλη: στο ξημέρωμα, στο σούρουπο, στο σκοτάδι και οι μελωδίες
του απευθύνονται σε όλο τον κόσμο. Παλιότερα, όταν τα παρκάκια ήταν καταφύγιο
των ερωτευμένων τους ενέπνεε με τον τρόπο του αλλά και σήμερα, που αυτοί οι
χώροι που έχουν καταληφθεί από τους αστέγους και τους πλάνητες της πόλης, τον
ίδιο ρόλο παίζει και τους συντροφεύει της ατέλειωτες ώρες της μοναξιάς τους και
τα βράδια που γέρνουν να κοιμηθούν στα κρύα παγκάκια.
ΑΘΗΝΑ, 16052019. Εφημερίδα "Φιλελεύθερος", 01052019, σελ. 37.
Στην αναζήτηση ψήφων ομολογώ πως δεν πιάνω και πολλά πράγματα αλλά στον εντοπισμό κοτσυφιών στα πάρκα και τις πλατείες της πόλης, εκεί πιάνω τις καλύτερες στιγμές τους και για να μην τις κρατάω μόνο για μένα, γράφω που μπορείτε να ακούσετε τα πιο μελωδικά. Ένα από αυτά τα κείμενα δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Φιλελεύθερος» την Πρωτομαγιά και για όσους θα ήθελαν να το διαβάσουν, το ανεβάζω στο μπλογκ του Ακτήμονα.
ΑπάντησηΔιαγραφή