Το πανηγύρι της Αγίας Παρασκευής στην Κάτω Μεριά της
Αμοργού αποτελεί τη μεγαλύτερη παραδοσιακή πανήγυρη σε όλη τη νησιωτική Ελλάδα
και πίσω από την επιφάνεια των θρησκευτικών τελετών και των λαϊκών εκδηλώσεων,
έχει να παρουσιάσει αρχέγονα στοιχεία γιορτής. Ο χώρος επίσης για τη
συγκέντρωση και την εξυπηρέτηση των πανηγυριστών είναι μεγάλος, ενώ, το
καλοκαίρι και η φύση εκεί καταμεσής στο Αιγαίο θυμίζουν μια άλλη Ελλάδα, πιο
απλή και χαρούμενη, μια χώρα που ξέρει να γιορτάζει.
Η περιοχή που είναι σήμερα η εκκλησία της Αγίας
Παρασκευής στην Κάτω Μεριά της Αμοργού, ήταν κάποτε ένα πυκνό ρουμάνι, με
τεράστια σχοίνα και μεγάλους θάμνους κι εκεί κοντά βοσκούσε το κοπάδι του ένας
τσοπάνης. Έτσι θέλει η τοπική μυθολογία να θεωρεί τον τόπο, όπου σήμερα λίγοι
άνθρωποι επιμένουν να τον σκηνογραφούν ακόμα με μικρές καλλιέργειες και να τον
ζωντανεύουν με τα λίγα ζώα τους. Σε αυτή λοιπόν την περιοχή που βρίσκεται πάνω
από τον όμορφο όρμο Παραδείσια, βοσκούσε κάποτε ένας τσοπάνης. Μια λοιπόν από
τις κατσίκες εκείνου του άγνωστου ανθρώπου, χάνονταν κάθε ημέρα και αυτός δεν
καταλάβαινε που πήγαινε. Τον έτρωγε η περιέργεια, να μάθει που πηγαίνει η
κατσίκα και έτσι κάποτε αποφάσισε και της έβαλε στο λαιμό ένα κουδουνάκι, ώστε
από τον ήχο να καταλάβει που εξαφανίζεται και την είδε να μπαίνει σε μια πυκνή
συστάδα από μεγάλα σχοίνα. Την ακολούθησε και την βρήκε να αναχαράζει πάνω σε
μια κρυμμένη από τα χόρτα πλάκα που έμοιαζε με αγία τράπεζα ανάμεσα πεσμένες
πέτρες κάποιου οικοδομήματος που φαίνονταν πως ανήκαν σε εκκλησία.
Έτσι ικανοποιήθηκε η περιέργεια του τσοπάνη σχετικά με
την απουσία της κατσίκας του αλλά όταν το ανακοίνωσε και σε άλλους βοσκούς,
άρχισε τότε ο προβληματισμός σχετικά με τι ιερό ήταν εκεί, ποιος άραγε το είχε
κτίσει και πότε, και φυσικά, σε ποια θεότητα ή άγιο μπορεί να ήταν αφιερωμένο.
Από μόνοι τους οι τσοπάνηδες, δεν μπορούσαν να δώσουν καμιά εξήγηση, ούτε στη
μνήμη των παλιών αναδεύονταν κάτι και γι’ αυτό αποφάσισαν να απευθυνθούν στον
παπά της χώρας να τους βοηθήσει, όπως και έγινε.
Ήρθε λοιπόν κάποιος παπάς, ο
οποίος λόγω του κινδύνου από τους πειρατές που λυμαίνονταν τότε το αρχιπέλαγος
έδρευε στην οχυρωμένη Χώρα και άρχισαν οι έρευνες κι εκεί που έσκαβαν βρέθηκε η
εικόνα της Αγίας Παρασκευής. Αυτό ήταν! Παραμέρισαν τα ερείπια και έχτισαν ένα
μεγαλύτερο εκκλησάκι από αυτό που φαίνονταν και άρχισαν να το λειτουργούν. Πότε
έγιναν αυτά, κανείς δεν ξέρει. Η αρχική εκκλησία ανακαινίστηκε δυο – τρεις
φορές και καθώς άρχισε να γίνεται γνωστή, ξεκίνησε και πανηγύρι, μικρό
στην αρχή αλλά σιγά – σιγά εξελίχθηκε στο μεγαλύτερο πανηγύρι των νότιων
Κυκλάδων και σ αυτό συνετέλεσε και η φήμη για τη θαυματουργή ικανότητα της
εικόνας που γιατρεύει, λένε, τα μάτια.
Πριν γίνουν οι δρόμοι και ο τουρισμός γίνει
καλοκαιρινή μονοκαλλιέργεια σε όλα τα νησιά, έρχονταν κόσμος πολύς από την
Αιγιάλη με ζώα, έρχονταν και από τα γύρω νησιά, και όλοι έρχονταν με τα χέρια
γεμάτα προσφορές. Την μεγαλύτερη προσφορά έκαναν τα χωριά της Κάτω Μεριάς, που
ήταν βεβαίως πιο κοντά, αλλά και οι προσφορές των άλλων δεν ήταν αμελητέες. Ο
Μανώλης Κωβαίος, ο οποίος ήταν επίτροπος στην Αγία Παρασκευή πάνω από 50
χρόνια, θυμάται να φέρνουν κριθάρι από τη Δονούσα, όπως και από τη Σχοινούσα η
οποία φημίζονταν γι’ αυτό το προϊόν της.
Έφερναν ακόμα ζωντανά από την
Ηρακλειά, λάδι και κρασί από τη Νάξο, ότι δηλαδή είχε κάθε νησί, προσφορά στο
πανηγύρι. Κυρίαρχο ρόλο όμως έπαιζαν και εξακολουθούν να παίζουν οι προσφορές
σε ζωντανά ζώα, κάτι που αποτελεί και το αρχέτυπο του πανηγυριού και δηλώνει,
όπως και σε πολλά άλλα μέρη της Ελλάδας, ευθέως τον αγροτοποιμενικό του
χαρακτήρα. Αρχετυπική μπορεί να θεωρηθεί και η συμμετοχή των ανθρώπων στο
πανηγύρι, οι οποίοι «υπηρετούν» την αγία και καλούνται «υπηρέτες». Άνδρες και
γυναίκες από όλη την Κάτω Μεριά, αλλά και την υπόλοιπη Αμοργό, αφήνουν για
μερικές ημέρες τις δουλειές τους και αναλαμβάνουν «υπηρεσία».
Τα φαγητά που έχουν βάση αυτό το κρέας βράζουν σε
μεγάλα καζάνια και θέλουν διαρκώς ανακάτεμα, κάτι που αναλαμβάνουν συνήθως οι
πιο χειροδύναμοι και επιτελούν αυτή την υπηρεσία κάτω από το άγρυπνο βλέμμα του
αρχιμάγειρα. Κυριολεκτικά, όλοι οι μάγειροι βράζουν κι αυτοί μαζί με το κρέας
και τις πατάτες μέσα στο μαγειρείο, όπου αναπτύσσονται υψηλότατες θερμοκρασίες.
Ενώ όλες οι προεργασίες για το πανηγύρι αρχίζουν μια εβδομάδα πριν, η παρασκευή
του φαγητού, για ευνόητους λόγους περιορίζεται κατά τις δυο τελευταίες ημέρες.
Την παραμονή μπαίνουν όλα τα καζάνια στη φωτιά, πρώτα τα καζάνια με το «πατάτο»
και κατόπιν το «ξυδάτο» και το «κοφτό».
Όλοι δουλεύουν ρολόι κάτω από την άγρυπνη
παρακολούθηση του αρχιεπιτρόπου και των αρμοδίων επιτρόπων και τα πάντα πρέπει
να είναι έτοιμα στην μεγάλη ώρα του εσπερινού. Ο εσπερινός ξεκινά την ώρα
που ο ήλιος αρχίζει να κρύβεται πίσω από τη γυμνή κορυφή του βουνού που
καλείται Μαυρόβουνο και οι πανηγυριστές που στέκουν όρθιοι και στριμωγμένοι
μέσα στον περίβολο της εκκλησίας και σε κύκλο, γύρω από το σημείο, όπου οι
άρτοι της γιορτής περιμένουν να ευλογηθούν από τους συλλειτουργούς ιερείς και
να μοιραστούν κατόπιν στους συνεορτάζοντες. Το «διευχών» σε αυτή την πάνδημη
τελετή είναι και το σύνθημα για το φαγητό. Ο κόσμος είναι πολύς και γι’ αυτό οι
υπεύθυνοι, κάτω από τις αυστηρές οδηγίες των επιτρόπων μπαίνουν σε διάταξη
άμυνας να εξυπηρετήσουν τον κόσμο που κατά πυκνές ομάδες ορμά προς τη μεγάλη
αυλή με τα τραπέζια.
Παράλληλα με το σερβίρισμα του φαγητού και αφού
τακτοποιηθεί η πρώτη φουρνιά στα τραπέζια αρχίζει να ετοιμάζεται και η
ορχήστρα. Κουρντίζουν τα όργανα και περιμένουν τους επιτρόπους που ξεκινάνε
πρώτοι το χορό. Αυτό είναι μια παλιά συνήθεια με την οποία αποδίδεται τιμή σε
αυτούς τους ανθρώπους που κοπίασαν γι’ αυτή τη γιορτή. Τον πρώτο χορό σέρνει ο
αρχιεπίτροπος και ακολουθούν οι υπόλοιποι βάσει ιεραρχίας. Εκείνη τη στιγμή,
ακούγεται ένα τραγούδι, ειδικά γραμμένο γι’ αυτόν, τους επιτρόπους και όλους
τους «υπηρέτες» του πανηγυριού.
Η μεγάλη αυλή που στρώνονται τα τραπέζια, παίζει η
ορχήστρα και γίνεται ο χορός είναι ένα νέο έργο, μόλις δυο χρονών και έγινε για
να μπορεί να εξυπηρετεί 1000 άτομα σε κάθε φουρνιά. Παλαιότερα, που δεν υπήρχε
αυτός ο χώρος, οι πανηγυριστές έπαιρναν το φαγητό και απλώνονταν στα χωράφια
ενώ οι ορχήστρες έπαιζαν μέσα σε αυτοσχέδιες καλύβες. Για να μαζευτεί λοιπόν το
πανηγύρι και να εξυπηρετηθούν όλοι οι πανηγυριστές, με τη βοήθεια του μεγάλου
ευεργέτη της Αγίας Παρασκευής, Νίκου Γαβαλά οι επίτροποι προχώρησαν σε αυτό το
μεγάλο έργο που, χωρίς να αμφισβητεί την παράδοση, ανταποκρίνεται πλήρως
στους νέους καιρούς.
Ο πολύς κόσμος πάντως φεύγει νωρίς, αμέσως μετά από το
φαγητό και στο χώρο του πανηγυριού μένουν….. ο σκληρός πυρήνας των
πανηγυριστών, οι οποίοι θα διασκεδάσουν μέχρι τη στιγμή που θα χτυπήσει η
καμπάνα της εκκλησίας για την πρωινή λειτουργία. Η πρωινή λειτουργία, είναι
σύντομη και ιδιαίτερα απλή καθώς από τον κόσμο που είχε εμφανιστεί στον
εσπερινό, είναι πολύ λίγοι αυτοί που την παρακολουθούν και κυρίως οι ντόπιοι,
οι αληθινοί πιστοί, οι επισκέπτες που έχουν έρθει από διάφορα σημεία της
Αμοργού και των Κυκλάδων και έχουν φιλοξενηθεί στα κελιά της εκκλησίας, οι
επίτροποι και οι υπηρέτες. Γι’ αυτούς το πανηγύρι τελειώνει μετά το φαγητό, το
οποίο είναι σαν οικογενειακή συγκέντρωση στη μεγάλη σάλα του πανηγυρόσπιτου
όπου γίνονται και οι πρώτες εκτιμήσεις, και βεβαίως μετά τη γενική καθαριότητα
του χώρου που ακολουθεί. Μέχρι το απόγευμα που θα φύγει και ο τελευταίος
πανηγυριστής, όλα στην Αγία Παρασκευή πρέπει να λάμπουν, τόσο που ο επισκέπτης
να μην μπορεί να καταλάβει αν επί μια εβδομάδα εκεί είχε γίνει ένα από τα
μεγαλύτερα πανηγύρια της νησιώτικης Ελλάδας.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Οι φωτογραφίες είναι από το πανηγύρι της
Αγίας Παρασκευής το 2012 και ενδεχομένως κάποια από τα πρόσωπα που εμφανίζονται
δεν είναι πια μαζί μας και χαίρονται την γιορτή από ψηλά στον ουρανό.
ΑΘΗΝΑ, 26072019. Εφημερίδα "Φιλελεύθερος" σελ. 34 - 35.
Το πανηγύρι της Αγίας Παρασκευής στην Αμοργό ήδη τέλειωσε χωρίς φέτος να έχω τη χαρά να είμαι εκεί και να προχωρήσω ένα έργο που ξεκίνησα πριν από αρκετά χρόνια. Του χρόνου τώρα η συνέχεια. Για όποιον θέλει όμως να μάθει περισσότερα, στο σημερινό φύλλο της εφημερίδας «Φιλελεύθερος» θα βρει αρκετά στοιχεία.
ΑπάντησηΔιαγραφή